Συνέχεια από Σάββατο, 9 Ιουνίου 2012
α) οι πρώτες τέσσερις υποθέσεις
Enrico Berti
Η σημασία του τρίτου μέρους
α) οι πρώτες τέσσερις υποθέσεις
Έτσι έχουμε την δεύτερη υπόθεση (Παρμ. 142b). Η διατύπωσή της «εάν το Ένα
είναι», στην οποία το Ένα είναι ακόμη, όπως στην πρώτη, υποκείμενο, παρότι δεν
υπονοείται πλέον, αλλά δεν είναι πλέον κατηγορούμενο, διαφορετικά από την
πρώτη, φανερώνει πως το Ένα δεν εννοείται πλέον αποκλειστικώς σε σχέση με τον
εαυτό του, χωρίς καμία διάκριση δηλαδή ανάμεσα σε υποκείμενο και σε
κατηγορούμενο, σαν απόλυτη ενότης, αλλά γίνεται κατανοητό αντιθέτως σαν όρος
ενός συλλογισμού, σαν να διαθέτει δηλαδή κατηγορήματα διαφορετικά από τον εαυτό
του, τα οποία ιδρύουν διάφορες σχέσεις ανάμεσα σε αυτό και στα άλλα πράγματα.
Μπορούμε να πούμε λοιπόν πως το Ένα στην δεύτερη υπόθεση δεν λαμβάνεται σε
απόλυτη σημασία, αλλά σε σχετική. Ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη υπόθεση
υπάρχει μια απέραντη διαφορά, η διαφορά ανάμεσα στην θέση εκείνου που δεν
υπολογίζει την διάκριση ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο, δηλαδή ανάμεσα
στην ουσία του υποκειμένου και στην ουσία του κατηγορουμένου, και την θέση
εκείνου που την υπολογίζει και είναι ολοκληρωτικώς εις γνώσιν της σημασίας της.
Εάν είναι αλήθεια όσα είδαμε παραπάνω, ότι δηλαδή αυτή η γνώση εκφράζεται στον
Πλάτωνα από την θεωρία των ιδεών, πρέπει να πούμε πως η δεύτερη υπόθεση
διαφοροποιείται από την πρώτη στο ότι υπολογίζει την πραγματοποιηθείσα
θεωρητική πρόοδο, ακριβώς μέσω της εισαγωγής της θεωρίας των ιδεών.
Αυτό πιστοποιείται από την χρησιμοποίηση της έννοιας
του μετέχειν, με την οποία, όπως είδαμε ο Σωκράτης είχε εισάγει ενάντια στον
Ζήνωνα, στο τέλος του πρώτου μέρους, την θεωρία των Ιδεών, και η οποία εκφράζει,
παρότι ακόμη σε ατελή μορφή, ακριβώς την διαφορά ανάμεσα σε υποκείμενο και
κατηγορούμενο, δηλαδή την κατηγορηματική σχέση. Μπορούμε να πούμε πάντως πως
ενώ το Ένα της πρώτης υποθέσεως είναι το Ένα του Παρμενίδη και του Ζήνωνος, το
Ένα της δευτέρας υποθέσεως είναι το Ένα ιδωμένο στο φως της θεωρίας των Ιδεών,
δηλαδή το Ένα του Πλάτωνος.
Στην συζήτηση αυτής της υποθέσεως εξετάζονται οι
συνέπειες που προκύπτουν για το Ένα (τα συμβαίνοντα περί αυτού). Αυτές οι
συνέπειες είναι όπως είναι γνωστό, πως το Ένα είναι ολόκληρο και ταυτόχρονα
χωρίζεται σε μέρη (αυτός ο διαχωρισμός είναι η αιτία των αριθμών), έχει αρχή,
μέση και τέλος, έχει μορφή, κινείται και στέκεται ακίνητο, είναι ταυτό και
διαφορετικό, είναι όμοιο και ανόμοιο, ίσο και άνισο, είναι πιο ηλικιωμένο, πιο
νέο και σύγχρονο των άλλων και του εαυτού του, δηλαδή υπάρχει στον χρόνο, αλλά
μαζί δεν είναι το πιο ηλικιωμένο, ούτε το πιο νέο, ούτε σύγχρονο με άλλα και με
τον εαυτό του, δηλαδή δεν είναι στον χρόνο, γεννιέται και φθείρεται, αλλά μαζί
δεν γεννιέται και δεν φθείρεται, και τέλος υπήρξε στο παρελθόν, είναι στο
παρόν, και θα είναι στο μέλλον, δηλαδή μπορεί να έχει όλα τα κατηγορούμενα, όχι
μόνον εκείνα που ιστορικά του απέδιδε ο Παρμενίδης, αλλά και τα αντίθετα. Αυτό
που κάνει δυνατή αυτή την κατηγορηματική σχέση, παρότι ατελώς εκφρασμένο από
την έννοια της μετοχής.
«Αυτού λοιπόν, δηλώνει ο Πλάτων δια στόματος
Παρμενίδη, υπάρχει επιστήμη, γνώμη, αίσθηση, καθότι ακόμη και αυτή τη στιγμή
ασκούμε γύρω από αυτό όλες εκείνες της μορφές γνώσεως» (είπερ και νυν ημείς
περί αυτού πάντα ταύτα πράττομεν) και υπάρχει όνομα και διάλογος, «όπως επίσης
υπάρχουν όλες εκείνες οι μορφές της γνώσεως που υπάρχουν γύρω από τα άλλα
πράγματα ενός τέτοιου γένους» (και όσαπερ και περί τάλλα των τοιούτων τυγχάνει
όντα) (Παρμ. 155d-e), δηλαδή νομίζω, γύρω από τις
άλλες πραγματικότητες που είναι άλλο τόσο καθολικές όσο το Ένα, δηλαδή εκείνα
που η Σχολαστική θα ονομάσει "τα υπερβατικά", το ον, το αληθές και το
Αγαθό.
Είναι δεκτές, δηλαδή δυνατές αυτές οι συνέπειες; Ο
Πλάτων δεν το αρνείται, σε αντίθεση με όσα είχε κάνει με τις συνέπειες της
πρώτης υποθέσεως, η δυνατότητα της οποίας είχε αποκλειστεί ξεκάθαρα. Μάλιστα η
δήλωση πως του Ενός, εννοημένου με αυτή την σημασία, υπάρχει επιστήμη, γνώμη,
αίσθηση, όνομα και λόγος, και πως αυτές οι μορφές γνώσης «αυτή την στιγμή την
εξασκούν γύρω από αυτό» σημαίνει πως αυτό γίνεται γνωστό χωρίς καμία δυσκολία,
τόσο μέσω εκείνων των μορφών γνώσεως που ο ιστορικός Παρμενίδης θεωρούσε ότι
ήταν οι μόνες ισχύουσες, όσο και μέσω πιθανών άλλων, δηλαδή πως αυτό είναι
αποδεκτό τόσο από όποιον δίνει αξία μόνο στην λογική γνώση, όσο και από όποιον
δίνει αξία μόνον στην αισθητηριακή γνώση.
Πολυάριθμοι ερμηνευτές ισχυρίζονται πως τέτοιες
συνέπειες είναι απαράδεκτες, διότι είναι αντιφατικές: διότι στο ένα χορηγούνται
κατηγορήματα φανερά σε αντίφαση μεταξύ τους, όπως εκείνα που είχαν αποδοθεί από
τον Ζήνωνα στα πολλά, για να καταλήξει ακριβώς στην αδυνατότητά τους. Σε αυτό
όμως μπορούμε να απαντήσουμε πως η αντίφαση που εντοπίζεται από τον Ζήνωνα στα
πολλά είχε αναγνωριστεί σαν τέτοια, και πράγματι υπήρχε, αλλά εξαρτιόταν από
την έλλειψη διακρίσεως ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο. Στην δεύτερη
υπόθεση αντιθέτως δεν αναγνωρίζεται καμία αντίφαση, και δεν υπάρχει, ακριβώς
επειδή εισήχθη ήδη η διάκριση ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο. Το Ένα
δηλαδή μπορεί να διαθέτει αντίθετα κατηγορήματα διότι πρόκειται για
κατηγορήματα που δεν εκφράζουν την ουσία του, αλλά μόνον τις σχέσεις του με τα
άλλα, και αυτές οι σχέσεις μπορούν να είναι και αντιθετικές, καθότι μπορούν να
είναι αντίθετα εκείνα τα άλλα στα οποία αναφέρεται το Ένα.
Για να εξαλειφθεί κάθε αντίφαση, ακόμη και
φαινομενική, είναι αρκετό να προσέξουμε την αδιαφορία, που ήδη επισημάνθηκε,
της θέσεως που λαμβάνουν οι όροι στην διατύπωση των υποθέσεων. Είδαμε πως για
τον Πλάτωνα δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην έκφραση: «Εάν τα όντα είναι πολλά»
και στην έκφραση: «Εάν τα πολλά υπάρχουν». Αναλογικώς δεν μπορεί να υπάρχει
διαφορά ανάμεσα στον λόγο: «Εάν το Ένα είναι (ή υπάρχει)» και στο να πούμε «Εάν
τα όντα είναι Ένα». Αφού έχουμε εντοπίσει λοιπόν αυτή την διαφορά, να πούμε «το
Ένα είναι όμοιο και ανόμοιο, ίσο και άνισο, κτλ» ισούται με το να πούμε «τόσο
το όμοιο όσο και το ανόμοιο είναι Ένα, τόσο το ίσο όσο και το άνισο είναι Ένα,
κτλ», τύποι στους οποίους δεν ανιχνεύεται καμία αντίφαση, ούτε καν φαινομενική.
Δεν πρόκειται για την αδιαφοροποίηση ανάμεσα σε υποκείμενο και κατηγορούμενο, η
οποία σε τούτη την υπόθεση έχει ξεπεραστεί μέσω της διακρίσεώς τους, αλλά για αδιαφοροποίηση
ανάμεσα στις θέσεις που στην διατύπωση των υποθέσεων λαμβάνουν το υποκείμενο
και το κατηγορούμενο, παραμένοντας σταθερή, σε κάθε περίπτωση η θεμελιώδης τους
διαφορά ουσίας. Έτσι είτε πούμε «το Ένα είναι ένα συγκεκριμένο ον», είτε πούμε «ένα
συγκεκριμένο ον είναι Ένα», παραμένει πάντοτε σταθερή η διαφορά ανάμεσε σε
κείνο το συγκεκριμένο ον και το Ένα, δηλαδή έχουμε υπόψη μας πως ούτε το Ένα
συνιστά την ουσία εκείνου του συγκεκριμένου όντος, ούτε εκείνο το συγκεκριμένο
ον συνιστά την ουσία του Ενός.
Εάν οι συνέπειες της δεύτερης υποθέσεως δεν είναι
αντιφατικές, δηλαδή δυνατές, αποδεκτές και εάν αυτές εξαρτώνται από την
κατανόηση του Ενός με σχετική σημασία, δηλαδή σαν όρο μιας διδασκαλίας, ενώ
εκείνες της πρώτης ήταν αντιφατικές δηλαδή αδύνατες, απαράδεκτες, εξαρτώμενες
από την κατανόηση του Ενός με απόλυτη σημασία, έξω δηλαδή από κάθε
κατηγορηματική σχέση, μπορούμε να συμπεράνουμε πως φτάσαμε ένα πρώτο θετικό
αποτέλεσμα, δηλαδή πως το Ένα μπορεί να βεβαιωθεί, εφόσον το κατανοούμε με
σχετική σημασία. Αυτό το Ένα, κατανοημένο με σχετική σημασία δεν είναι παρά η
ενότης της πολλαπλότητος, εκείνο το Ένα που αγκαλιάζει σαν καθολικό κατηγόρημα,
μάλιστα υπερβατικό, ολόκληρη την πραγματικότητα, και είναι παρόν ταυτοχρόνως σε
καθένα από τα πολλά όντα που συστήνουν την πραγματικότητα, διότι καθένα από
αυτά είναι ένα. Είναι λοιπόν ένα και ταυτοχρόνως πολλά, έτσι όπως είναι ένα και
πολλά και τα υπόλοιπα υπερβατικά, δηλαδή το ον, το αληθές και το αγαθό, καθένα
από τα οποία, όπως θα πει ο Αριστοτέλης, «λέγεται με πολλές σημασίες», καθότι
γίνεται λόγος για πράγματα που ανήκουν σε γένη απαραβάτως διαφορετικά, αλλά
ταυτοχρόνως είναι και ένα, διότι αν στερούνταν εντελώς ενότητος, θα ήταν διφορούμενο,
δηλαδή παράλογο (Μεταφ. IV,2).
Αυτό λοιπόν δεν είναι πλέον το Ένα της πρώτης
υποθέσεως, δηλαδή το Ένα που είναι αποκλειστικώς Ένα, το Ένα με απόλυτη
σημασία, για το οποίο, όπως είδαμε, δεν μπορούμε ούτε να μιλήσουμε. Εκείνο της
δευτέρας υποθέσεως είναι εντελώς διαφορετικό, διότι είναι Ένα και Ένα
παραμένει, αλλά είναι επίσης και πολλά, χωρίς το πλήθος να καταστρέφει την
ενότητα, ή η ενότης να καταστρέφει την πολλαπλότητα. Δεν είναι λοιπόν
αντιφατικό, όπως ισχυρίζονται πολλοί ερμηνευτές, σύμφωνα με τους οποίους τα
συμπεράσματα όλων των υποθέσεων εξισούνται και είναι όλα αρνητικά. Αυτό όμως
δεν σημαίνει πως αυτό δεν θέτει στην σκέψη πολλά προβλήματα, μάλιστα δε,
υπάρχει η εντύπωση πως με την δεύτερη υπόθεση επετεύχθη εκείνο το θαυμαστό
αποτέλεσμα που έλπιζε ο Σωκράτης στο τέλος του πρώτου μέρους, όταν δήλωνε: «δεν
υπάρχει τίποτε παράξενο, Ζήνων, εάν κάποιος αποδείξει πως όλα τα όντα είναι ένα
διότι μετέχουν του ενός, και πως αυτά τα ίδια τα όντα είναι πολλά διότι
μετέχουν της πολλαπλότητος. Αλλά εάν κάποιος αποδείξει πως αυτό που είναι
καθότι ένα, γι' αυτό το λόγο είναι πολλά, και αυτό που είναι καθότι πολλαπλότης
γι' αυτόν τον ίδιο λόγο είναι Ένα, γι' αυτό το πράγμα θα θαυμάσω (θαυμάσομαι)»(Παρμ.
129α). Ο θαυμασμός δεν δείχνει αντίφαση, αλλά ανάγκη εξηγήσεως, προβληματισμό:
δεν είναι δηλαδή αδύνατον το Ένα καθότι Ένα να είναι και πολλά, αλλά πρέπει να
δούμε πως αυτό είναι δυνατόν, δηλαδή ποια είναι η συνθήκη, ο λόγος, αυτής της
δυνατότητος. Η εξήγηση, όπως θα δούμε, περιέχεται ήδη στην δεύτερη υπόθεση και
είναι η γένεση των ιδεών-αριθμών.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου