Συνέχεια απο: Παρασκευή, 4 Μαΐου 2012
WERNER BEIERWALTES
ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ (PLATONISMUS UND IDEALISMUS)
Αμέθυστος
WERNER BEIERWALTES
ΠΛΑΤΩΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ (PLATONISMUS UND IDEALISMUS)
3.
Κατανοώντας επαρκώς την εξήγηση του Έκχαρτ σ’ αυτό το χωρίο της Εξόδου,
μπορούμε να ερμηνεύσουμε και την πολυχρησιμοποιημένη φράση του απ’ τον ‘Prologus in Opus tripertitum’
και τον ‘Prologus propositionum’:
esse
est
deus
– το Είναι είναι ο Θεός… (( …Πρβλ. και W. Bange, Meister Eckharts Lehre vom göttlichen und geschöpflichen Sein – Η διδασκαλία του Μ.
Έκχαρτ για το θεϊκό και δημιουργικό Είναι…, σ. 19 κ.ε. )) . Καθώς στηρίζονται
και τα δυό κείμενα, πολλαπλώς στα ίδια επιχειρήματα.
Είναι σαφές εξαρχής, ότι η τοποθέτηση
«Το Είναι είναι ο Θεός» δεν εννοεί το Όν, το ens hoc aut hoc (=distinctum, finitum) ή
το habens
esse ((…αντίθετα προς το esse absolute et simpliciter,
το οποίο και είναι Μη-Κάτι… )) , αλλά το ίδιο το απόλυτο Είναι. Η φράση «Το
Είναι είναι ο Θεός» δεν ταυτίζει λοιπόν το Είναι ως Όν γενικώς, το Είναι δηλ.
του κόσμου (πανθεϊστικά., όπως έχει συχνά υποτεθή) ((…ο ίδιος ο Έκχαρτ αμύνεται απέναντι σ’
αυτήν την κατηγορία: cum
dicitur:
esse
est
deus,
dicendum quod
hoc
verum
est
de
esse
absolute, non
de
esse
formaliter inhaerente… )) με τον Θεό, αλλά δείχνει τη διαφορά ακριβώς
τού Είναι απ’ το Όν, αναφέροντάς το μόνον και πραγματικά στον Θεό. Ταυτίζονται
άρα το απόλυτο μόνον Είναι και ο Θεός, ή αναποδογυρίζοντας τη θέση: ο Θεός
είναι μόνον απόλυτο και καθαρό Είναι ((
… πρβλ. και τον Πλωτίνο, V
6, 6, 20, περί νοός: πλήρες δέ εστι τό είναι… )) , έτσι ώστε
να μπορή να απαντηθή το ερώτημα, τί ή ποιος είναι ο Θεός, μόνο με τη φράση 3,
14 τής Εξόδου: το Είναι. Κι επειδή είναι απόλυτο Είναι ή η πληρότητα του Είναι,
δεν μπορεί να του αμφισβητηθή κανένα Όν· είναι η άρνηση κάθε αρνήσεως του
Είναι, καθαρή αυτοκατάφαση. Και το ίδιο ισχύει και για τα «μεταφυσικά»
χαρακτηριστικά τού Είναι: την ενότητα, την αλήθεια και την αγαθότητα, τα οποία
και είναι αυτός κατά εξίσου απόλυτον τρόπο. Είναι λοιπόν «Τα
πάντα», Είναι και ταυτόχρονα «Τίποτα», που σημαίνει: κανένα Είναι με την έννοια
του «περιορισμένου» και ορισμένου Όντος. Αν δεν ήταν απόλυτο Είναι ο Θεός, θα
ήταν τότε ένα ριζικό Τίποτα, ή θα θεμελιωνόταν
μέσω ενός προϋπάρχοντος αυτού Όντος. Κάτι που θα αντέφασκε ωστόσο στο Είναι
του και στην έννοιά του (ή: την ‘ιδέα’ του…). Την εξήγηση αυτή της θέσης ‘esse est deus’
ή ‘deus
est
esse’ την αναδεικνύει ως
την πιο συνεπή έννοια του οντολογικού επιχειρήματος ο Άνσελμος: Μπορούμε να
εννοήσουμε μόνον ως Είναι τον Θεό, και δεν μπορούμε παντελώς να εννοήσουμε, πως
αυτός δεν είναι. Επειδή είναι μάλιστα κάτι,
απέναντι στο οποίο δεν μπορεί να εννοηθή κάτι το Υψηλότερο, και επειδή είναι
άρα το Ύψιστο, είναι και η όντως υπάρχουσα πληρότης, η απροϋπόθετη και
αθεμελίωτη αιτία: χωρίς «Γιατί», το ίδιο το «Γιατί».
Η διαφορά προς το Όν γίνεται στο αναίτιο Είναι-Αιτία του Θεού ιδιαιτέρως
σαφής. Το Όν είναι άμεσο (immediate) (( … Ο όρος ‘immediate’
δηλώνει την εγγύτητα του Θεού προς το Όν ή την επίδρασή του σ’ αυτό, και
αντιτίθεται παράδοξα προς την απόσταση ή την ετερότητα του Θεού απέναντί του …
)) , κι αυτό σημαίνει πως είναι αποκλειστικό, χωρίς τη μεσολάβηση ενός Άλλου,
από ή μέσω δηλ. ενός «άλλου» Είναι ((
Είναι χαρακτηριστικό για τον Έκχαρτ, ότι αναλύει το πρόβλημα της αιτιότητας και
της τριαδικής λειτουργίας μέσα από γραμματικές προθέσεις. Πρβλ. ιδιαιτέρως το
‘Κήρυγμα για τη Ρώμη’, 11, 36: Ex
ipso,
per
ipsum
et
in
ipso
sunt
omnia
–
Εξ αυτού, δι’ αυτού και εν αυτώ υπάρχουν όλα… Για
την πλατωνική προέλευση αυτής της σκέψης και τις νεοπλατωνικές και πατερικές
διαφοροποιήσεις της βλ. W.
Theiler,
Die
Vorbereitung
des
Neuplatonismus
– Η προετοιμασία του νεοπλατωνισμού…, Berlin 1934, 19 κ.ε., και H. Dörrie, Präpositionen und Metaphysik – Προθέσεις και
μεταφυσική…, Mus.
Helveticum
26 (1969) 217-228. Επίσης του ιδίου: Die Epiphanias-Predigt des Gregor v. Nazianz – Ο λόγος περί επιφανείας
του Θεού του Γρηγορίου Ναζιανζηνού…, στο: Kyriakon, Festschrift Joh. Quasten, Münster 1970, I 415 κ.ε.
)) . Το απόλυτο Είναι είναι λοιπόν και απόλυτη αιτία και προέλευση (ή:
αρχή…): creator
– δημιουργός. Creatio est collatio esse (Δημιουργία
είναι η συμβολή του Είναι…), το ότι παρέχεται το Είναι στο Όν, που συγκροτείται
και εξαρτάται άρα απ’ αυτό. Η προϋπόθεση για να μπορή να υπάρχη, εξαρτημένο
βέβαια, το Όν καθ’ εαυτό ως Όν,
είναι η ίδια η αρχική δημιουργία: με το ‘creavit in principio’
εννοεί ο Έκχαρτ το ‘καθ’ εαυτό’, ότι
‘δημιούργησε’ δηλ. το Όν (ως Ιδέα τού χρονικώς Προσδιορισμένου) στο Είναι ως
Αρχή ο Θεός (( … Αυγουστίνεια είναι και
η σκέψη για τον τρόπο της δημιουργίας: in verbo, dicendo, in filio, in sapientia,
σ’ αυτόν λοιπόν τον ίδιον… )) . Αυτή η δημιουργία δεν υπονοεί κάποια διαδοχική
λειτουργία, συμβαίνει μάλλον ‘πάντα’, ‘σήμερα’, ‘τώρα’, necessario simul (ομού,
ταυτόχρονα…) fit
et
factum
est,
simul
incipit
et
perfectum est, επειδή ο Θεός
συνενώνει ως Αιώνιος «Αρχή» και «Τέλος» στον εαυτό του. Το «ότι είναι καθ’
εαυτός Πλούσιος» (dives
per
se) ή και απολύτως
Αγαθός, είναι και η αιτία για την «υπερχείλιση» του ίδιου τού Είναι, και για τη
δημιουργία του Όντος ως «αυτό ή εκείνο» το Όν, ως ξεχωριστό δηλ. και καθορισμένο
Κάτι… Το καθαρό Είναι είναι άρα ταυτόχρονα το “esse
rerum”
(το «είναι των όντων»…) ή το “omnium
esse”
(το «είναι των πάντων»…). Εύκολα μπορεί φυσικά να παρανοηθή πανθεϊστικά αυτή η
σκέψη, σαν να ταυτίζονταν τα «πράγματα» ή τα «πάντα» αδιαφοροποίητα με τον
Θεό. Το αδιαφοροποίητο εντούτοις στον
εαυτό του Είναι του Θεού (in
se
indistinctissimus)
«θέτει» (δημιουργεί…) «υπερχειλίζοντας», για πρώτη φορά το Διαφορετικό (τη
Διαφορά ως Όν και στο Όν), και μ’ αυτό τη Διαφορά προς
τον εαυτό του: το “esse omnium”
εννοεί ακριβώς το Είναι ως την καθολική Αιτία
των Πάντων. Η οποία δεν διαφοροποιεί τον εαυτό της, αλλά το Όν.
Διαφοροποιουμένου του Όντος στον εαυτό του (essentia creati foris stat et distincta
- …) και ως προς την αιτία του, σημαίνει η φράση “deus
est
esse
omnium”
ή “esse est deus”
ότι το Όν μπορεί να υπάρχη μόνον «κατ’ αναλογίαν» προς το Είναι, ότι το
«διαπερνούν» δηλ. διαλεκτικά τόσο η ομοιότητα όσο κι η ανομοιότητα. Μ’ άλλα λόγια: Αυτό που δημιουργείται ως Αποχωρισμένο ή Διαφορετικό
δεν είναι το ίδιο το Είναι, γιατί το Είναι μένει
ως Δημιουργός, παρ’ όλη την έξοδο του Όντος, στον εαυτό του (( … Η σκέψη αυτή ακολουθεί τη νεοπλατωνική
παράδοση, όπου το Ένα επιτρέπει βέβαια την έξοδο του Παντός, ως η αιτία του,
απ’ τον εαυτό του, παραμένει όμως αμείωτο το ίδιο (εικονιζόμενο ως πηγή, ρίζα
και σπόρος – μονή). Ο Έκχαρτ
αναφέρει συχνά και χαρακτηριστικά μια στροφή απ’ την ‘Παρηγορία’ (‘Consolatio’) του Βοήθιου (ΙΙΙ,
9), που περιγράφει κοσμολογικά την ενυπάρχουσα στον κόσμο επίδραση ή
επενέργεια, του παραμένοντος μεταφυσικά στον εαυτό του Θεού: ‘stabilisque manens das cuncta moveri’
– ‘…’ )) . Η σχέση του Δημιουργού Είναι προς το δημιουργημένο Όν μπορεί μόνον
παράδοξα να διατυπωθή: Απ’ τη μια, είναι το ίδιο το Είναι η εσώτατη υπαρξιακή
και ουσιαστική αιτία του Όντος· και βρίσκεται γι’ αυτό «απολύτως εντός» του
Όντος, παντού και στα πάντα (( … πρβλ.
και στον Πλωτίνο, ΙΙΙ 9, 4, 1-9… : το Ένα βρίσκεται πανταχού καί ουδαμού … )) , τίποτα το «Διαφορετικό» ακριβώς απ’ το
Όν, γιατί είναι σε όλα Κοινό (( … Αν δεν
ταυτίζεται με κάποιο συγκεκριμένο Όν, τότε δεν ταυτίζεται και με κανένα· μένει
άρα ‘extra
et
supra’ – ‘εκτός και
υπεράνω’… )) · ενώ είναι απ’ την άλλη και ταυτόχρονα, «πάνω» από κάθε Όν, είναι
μη-Κάτι και γι’ αυτό ακριβώς αιτία για κάθε Κάτι, έχει αφαιρεθή απολύτως, ως
πρώτη αιτία, απ’ την αλυσίδα των προκεκλημένων και δευτέρων αιτιών, και είναι –
διαφορετικά απ’ το Όν – αδιαφοροποίητο, ως mensura δηλ.
et
regula
omnium
(μέτρο και κανόνας των πάντων…), ακριβώς
‘ασύμμετρο’. Με το ‘totus-intra- και
το totus-extra-esse’
του Θεού (( … Αυτήν τη σκέψη την εξηγεί
καλά ο Bonaventura
… )) εννοούμε λοιπόν, ότι το Όν μπορεί να υπάρχη μόνο μέσω Αυτού, μέσω τού Είναι δηλ. ως την αιτία του, ενώ παραμένει ο
ίδιος ο Θεός ή το Είναι στην πραγματικότητα απόλυτος, μοναδικός και Ένα (( σημ. τ. μετ.: Ένα, όχι Ένας !… )) , χωρίς
να «χάνεται», κατά την πράξη της δημιουργίας, ο ίδιος λόγω του Όντος ή στο
Όν (( σημ. τ. μετ.: Ας παρατηρήσουμε
και εδώ την αβυσσαλέα διαφορά μεταξύ τής λατινικής νοησιαρχίας και της καθ’
ημάς «εν Χριστώ» ζωής, όπου ο Θεός, ο αληθινός και τριαδικός Θεός, ο Κύριος
ημών Ιησούς Χριστός «κενούται δι’ ημάς και μάλιστα μέχρι θανάτου»… )) · κι
αυτό, επειδή δεν υπάρχει, δεν βρίσκεται ‘formaliter’
– ‘πρωτοτύπως’, κατά τη φύση του δηλ. στο Όν, αλλά ‘virtute’
– ‘εναρέτως, κατά την αρετήν’, με την ενεργητική δηλ. δυνατότητα, η οποία
εγκαθιδρύει και διατηρεί (εκ μέρους του Όντος προφανώς και στο Όν...) το Είναι
του (( σημ. τ. μετ.: Μιλάμε πραγματικά
για «άλλον» Θεό… )) … Θεμελιώνεται έτσι και η «αναλογία» του Όντος προς το
Είναι. Καθώς παραπέμπει το Όν, το
οποίο και υπάρχει άμεσα και αποκλειστικά μέσω του Θεού ή του Είναι, δια της
μετοχής του στην αιτία του. Το Όν δεν είναι άρα ποτέ στην πραγματικότητα αυτό
το ίδιο, υπάρχει απλώς και μόνον ως σημείο
(( Σ’ αυτό συνίσταται και η αναλογία του. Πρβλ. J. Koch, Zur Analogielehre (Για
τη διδασκαλία περί αναλογίας…) Meister
Eckharts,
στο: Mélanges offerts à Έtienne Gilson, Paris 1959, 327-350 )) . Εξ αυτού και η συστατική για το Όν
«Πείνα» και «Δίψα» (!!!) για το Είναι, το μόνο που καθησυχάζει και πληρώνει το
Όν. Και για να το πούμε χωρίς κάποια βιβλική μεταφορά: ο Θεός είναι σκοπός και
αιτία του Όντος, «τόπος» και «ανάπαυσή» του, προς τον οποίον και τείνει, ως
Δημιουργημένο, το Όν· στο ‘effluxus’ (την ‘εκροή’…)
του Όντος αντιστοιχεί λοιπόν και το ‘refluxus’
sive
regressus in
ipsum
deum
(η ‘αναροή’ ή η επάνοδός του στον ίδιον τον
Θεό…) (( … Στη μονή ή την πρόοδο
αντιστοιχεί εδώ – επίσης νεοπλατωνικά – η επιστροφή.
Απ’ την ανεπάρκεια του Όντος απέναντι στην απόλυτη επάρκεια της Αρχής προκύπτει
η τελεολογική επιστροφή του Όντος στην αιτία του. Το πρόβλημα αυτό περιγράφεται
στη λατινική παράδοση με τους όρους ‘pondus’,
‘quies’, ‘locus’
(‘σταθμός’, ‘ησυχία, ανάπαυση’, ‘τόπος’…). Η ‘βαρύτητα’ του Όντος ‘ησυχάζει’ ή
‘αναπαύεται’ στον απόλυτο σκοπό… Ο οικείος
τόπος του Αριστοτέλη (Φυσικά 212 b 330). Βλ. και
στον Φίλωνα…: (θεός) αυτός εαυτού τόπος
καί αυτός εαυτού πλήρης καί ικανός αυτός εαυτώ ο θεός. Η πληρότητα του
Είναι (η ανένδειά του) και η αυτεπάρκειά του είναι και η αιτία για το ότι είναι
αρχή και σκοπός )) .
Η θέση ‘esse est deus’
ή ‘deus
est
esse’ ερμηνεύει λοιπόν τη
φράση ‘Ego
sum
qui
sum’. Περιλαμβάνοντας
επίσης και την αναφερθείσα αυτο-ανάκλαση του Είναι, επειδή η αρχή (principium),
«με την οποίαν» ή «εν τη οποία» και δημιουργεί ο Θεός, περιέχει, σκεπτόμενη,
όλα όσα δημιουργούνται, ή είναι αυτή η ίδια όλα όσα δημιουργούνται, ως η Ιδέα.
Στον Πατέρα, την Αρχή, προϋπάρχει κάθε ξεχωριστό Όν ως Ιδέα ή πρωταρχική αιτία,
ως ένας σπόρος. Τον οποίον και γεννά ο Πατήρ ως τον Υιό του, εκφράζοντάς τον ως
τον ίδιον του τον ΛΟΓΟ: hoc
semen
est
Verbum
Dei. Η γέννηση και η
έκφραση στο εσωτερικό τής θεότητας είναι η αιτία κι η προϋπόθεση της
δυνατότητας να υπάρχη δημιουργία «έξω» απ’ το απόλυτο Είναι.
4.
Με το ‘Εγώ είμαι αυτός που είμαι’ («Εγώ ειμι ο ών»…) απαντά ο Θεός στον
Μωϋσή περί του ονόματός του. Η φράση αυτή δεν είναι λοιπόν μια «αυτοέκφραση»,
με την αφηρημένη και φιλοσοφική μόνον έννοια, του Είναι (repetitio, reflexio, Filius-Verbum,
θεωρητική πρόταση), αλλά σημαίνει συγκεκριμένα πως το Είναι τού Θεού εκφράζεται
ως Εγώ (( !!! )) · επειδή είναι δηλ.
Εγώ, λέει, ονομάζει και το όνομά του. Η προσωπική αυτοέκφραση του Θεού στο
όνομα αυτό εννοήθηκε ωστόσο απ’ τον Έκχαρτ εξω-ιστορικά, επειδή είναι πρώτα απ’
όλα μια ενδοτριαδική πράξη. Διατύπωσε βέβαια και ο Έκχαρτ, ήδη πολύ νωρίς, και
ακολουθώντας τον Μωϋσή Μαμωνίδη, μια διεξοδική θεωρία περί του ‘ονόματος’ (( Τα ονόματα του Θεού αντιστοιχούν στα
αποδιδόμενα στην Αρχή φιλοσοφικά κατηγορούμενα, πράγμα που γίνεται ιδιαιτέρως
σαφές στο «Περί θείων ονομάτων» του ψευδο-Διονυσίου Αρεοπαγίτη )) . Το όνομα, με το οποίο ονομάζει τον εαυτό
του ο Θεός, και με το οποίο τον αποκαλούμε κι εμείς, αναλογεί στον ορισμό, που
περιγράφει τη φύση ή την ουσία ενός πράγματος. Η ουσία όμως του Θεού (essentia, substantia)
είναι το Είναι του, και γι’ αυτό ονομάζει και η φράση ‘Εγώ είμαι αυτός που
είμαι’ το Είναι του· αυτό είναι και το όνομά του. Το ‘Είναι’ είναι το πρώτο και
το πιο κατάλληλο όνομα για τον Θεό, επειδή περιλαμβάνει θεμελιακά και όλα τα
υπόλοιπα, ιδιαιτέρως χαρακτηριστικά του ονόματα. Το όνομα ‘Είναι’ δεν είναι
όπως το ιδιαίτερο και περιοριστικό όνομα ενός ατόμου, πιθανό ανάμεσα ή δίπλα σε άλλα πιθανά ονόματα (τα ονόματα του Θεού περιέχονται
καθρεπτιζόμενα το ένα μέσα στο άλλο), αλλά είναι μάλλον το γενικώτατο και
ακριβώς γι’ αυτό το πιο ιδιαίτερο, το όνομα καθ’ εαυτό: super omne nomen (πάνω
απ’ όλα τα ονόματα…) (( … σκεπτόμαστε,
πως θα έπρεπε να αρνηθούμε και το όνομα, ή πως το όνομα του Θεού είναι ένα
απόλυτο και κατάλληλο μόνο γι’ αυτόν όνομα. Βλ. και V. Lossky, Théologie negative, 13 κ.ε. )) . Το όνομα
‘Είναι’ λοιπόν, με το οποίο και εκφράζεται η ουσία του Θεού, είναι το πιο
γενικό και πιο ιδιαίτερο ταυτόχρονα ΕΓΩ
(( σημ. τ. μετ.: Μπράβο ρε μεγάλε!... )) . «Το ‘Ego’,
η λέξη ‘εγώ’ δεν ανήκει παρά μόνο στον Θεό, κατά τη δική του (μάλιστα!...)
κρίση», λέει κι ο Έκχαρτ.
Είναι κεντρική σκέψη στην ερμηνεία του Έκχαρτ για τη φράση ‘Εγώ είμαι
αυτός που είμαι’, ότι ο Θεός είναι καθαρή ουσία ή το καθαρό Είναι, ότι αυτό το
Είναι είναι απόλυτη αυτο-ανάκλαση κι ότι ο Θεός εκφράζεται ο ίδιος ως το ‘Εγώ’ τού Είναι (( !!! )) … Εκτός τού
ότι εξηγεί ριζικώτατα το σχόλιο στην Έξοδο την ανακλαστικότητα ή αυτοπάθεια του Είναι, καθιστούν και άλλα σημεία
στον Έκχαρτ ουσιωδώς – και συμφωνώντας με το σχόλιο στην Έξοδο – σαφές, το πώς πρέπει να εννοηθή το Είναι του Θεού ως το ίδιο το Είναι:
ως ταυτότης τού “ipsum
esse”
(«του ίδιου τού Είναι»…) και της “essentia” (είναι, αυτό που είναι· είναι αυτός, ο
οποίος είναι), ως μη μεταβλητότητα, ως άχρονη ενεργητικότητα, και γι’ αυτό ως
αναντίθετη απλότητα, ως άρνηση κάθε αρνητικού, ως η καθαρώτατη δηλ. κατάφαση
αυτού που είναι ξένο σ’ αυτόν τον ίδιον (purissima affirmatio).
Αυτή η ερμηνεία
της φράσης ‘Ego
sum
qui
sum’
ως αυτοεξήγησης του θεϊκού Είναι, το οποίο και φανερώνει με το ‘Είναι’ το όνομά
του, έχει συνέπειες για την έννοια του Όντος. Το Είναι είναι σκοπός και αιτία
τού Όντος που δημιουργήθηκε απ’ το Είναι, είναι αυτό το οποίο λείπει στο Όν, η
πληρότητα προς την οποίαν το Όν πάντοτε κατευθύνεται (( Σημ. τ. μετ.: Η «εσχατολογία» ημών των –
ούτως ή άλλως - Όντων!... )) . Η
τελεολογική δε δομή τού Όντος εκφράζεται στην «πείνα» και τη «δίψα» του για το
Είναι: «όποιος με τρώει, εμένα που είμαι το Είναι – ‘είμαι αυτός που είμαι’· ‘αυτός
που είναι, με απέστειλε’ – πεινάει
πάντοτε ακόμα, αφού το Όν είναι βέβαια καθ’ εαυτό απλώς και μόνον η δύναμη
προς το ίδιο το Είναι. Και είναι αυτή η δύναμη επιθυμία και δίψα για το ίδιο το
Είναι» (( … Πρβλ. και Lossky, Théologie negative, σ. 329 κ.ε. )) - ((
Σημ. τ. μετ.: Και παρ’ όλο που λέει βέβαια ο ίδιος ο Χριστός στη Σαμαρείτιδα,
πως «όποιος πιη απ’ το νερό που θα του δώσω εγώ, δεν θα διψάση στον αιώνα»… )) . Η τελεολογική δομή τού Όντος
περιλαμβάνει και τον άνθρωπο: αν θέλη να «ακολουθήση τον Θεό», να τον «γεννήση»
στον εαυτό του, να τον αγγίξη και να γίνη ένα μαζί του, πρέπει να τα
«εγκαταλείψη» όλα, και να γίνη απλός, όπως το ίδιο το απλό και καθαρό
Είναι (( Η νεοπλατωνική σκέψη τής
αφαίρεσης από κάθε προκαθορισμένο και πολλαπλό (Πλωτ. V 3,
17, 38: άφελε πάντα), που είναι ως κάθαρσις, ομοίωσις ή άπλωσις προϋπόθεση της ενώσεως με το
Ένα, συνδέεται με το βιβλικό «ακολούθει μοι» και το «αφέντες άπαντα ηκολούθησαν
αυτώ» (Λουκ. Ε, 11) … Το φιλοσοφικό στοιχείο αυτής της σκέψης «δυναμοποιείται»
στο βιβλικό, ενώ το βιβλικό αποκτά με τη φιλοσοφική υποδομή και ορθολογικό
«λώρο» … )) - (( Σημ. τ. μετ.: Είναι φανερή πιστεύουμε, η
παντελής αποχώρηση απ’ την «εν Χριστώ ζωή». Αυτή η κάποια λεκτική ομοιότης
οδήγησε κάποτε και τον Έλληνα «διανοητή» Στ. Ράμφο να ισχυριστή, ότι
επηρεάστηκαν βαθειά και οι Πατέρες απ’ τον Πλωτίνο! Ξεσηκώνοντας τότε τη σφοδρή
μας αντίρρηση μέσα στη γεμάτη (!) αίθουσα… )) . Το ‘Εγώ είμαι αυτός που είμαι’
είναι άρα η δυνατότητα και η πρόκληση προς αυτό, το οποίο μπορεί να είναι, ή πρέπει
να είναι ο άνθρωπος: aliquid
altius
se
ipso
homine. Ενώ μ’ αυτήν την
έκφραση αγγίζεται απλώς και μόνον η κεντρική σκέψη του μυστικού Μάιστερ Έκχαρτ. Η εξήγηση της έννοιας του Θεού δεν στέκει
άρα «αφηρημένα» δίπλα στην μυστικήν ύπαρξη, αλλά είναι η ορθολογική της
προϋπόθεση και θεμελίωση· χωρίς να λειτουργή δηλ. αντίθετα προς την εμπειρία
του Θεού με την πίστη. Ο σκοπός του Έκχαρτ, να μη χωρίση αδιαμεσολάβητα πίστη
και σκέψη, φαίνεται στην ερμηνευτική του ακριβώς αρχή: ea quae sacra asserit fides christiana et utriusque testamenti scriptura, exponere per rationes naturales philosophorum.
Αυτήν την αρχή ακολουθήσαμε κι εμείς, προσπαθώντας να εξηγήσουμε τις
φιλοσοφικές προϋποθέσεις και συνέπειες της σκέψης τού Έκχαρτ.
( συνεχίζεται )Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου