Σάββατο 23 Ιουνίου 2012

Η ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΙΖΟΥΣΑ ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ F.A TRENDELENBURG. ΚΑΙ Η ΕΓΕΛΙΑΝΗ ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΠΕΠΕΡΑΣΜΕΝΟΥ (2)

Συνέχεια από Πέμπτη, 21 Ιουνίου 2012

Enrico Berti.

5. Η κριτική του Τρεντέλενμπουργκ στο δόγμα του πεπερασμένου.

Ο Τρεντέλεμπουργκ μας σπρώχνει την προσοχή σ’αυτό το δόγμα, στο οποίο πολύ σωστά διαβλέπει την κατάκτηση των πιό ουσιωδών σημείων του Εγελιανού συστήματος, και συγκεκριμένα εκείνων των προσδιορισμών που ξανασυναντώνται στην συνέχεια στην φιλοσοφία της θρησκείας, δηλαδή την Immanenza του Θεού (την ενύπαρξη). Παρ’όλα αυτά δέν βρίσκει άλλη αντίρρηση να κατευθύνει εναντίον του, παρά την ακόλουθη. Το αληθινό άπειρο, το οποίο συνίσταται στην άρνηση της αρνήσεως, δηλαδή, στην υπέρβαση του πεπερασμένου, στην μείωση του σε απλή στιγμή, είναι η έννοια της ολότητος των πεπερασμένων προσδιορισμών. Σ’αυτή την ολότητα το «κάτι τις» και το «άλλο» ξαναβρίσκουν το ένα στο άλλο μόνον τον εαυτό τους. Αυτή όμως η ολότης δέν μπορεί να πηγάσει απο την απλή εξίσωση του κάτι τις και του άλλου: αυτά τα δύο είναι αλήθεια εξισούνται, είναι εσωτερικώς ανταλλάξιμα, αδιαφοροποίητα, αλλά απο ένα τέτοιο αδιαφοροποίητο δέν γεννιέται καμμία υπερβατική ολότης που να συμπεριλαμβάνει και τα δύο. Η ολότης του απείρου λοιπόν σύμφωνα με τον Τρεντέλενμπουργκ, είναι μία μεγάλη διαίσθηση ή οποία όμως δέν συμπεραίνεται απο τις προϋποθέσεις. Είμαστε ξανά αντιμέτωποι με την τυπική περίπτωση του Χέγκελ, κατά την οποία μέσω μίας αθέμιτης χειραγωγήσεως μίας διαισθήσεως, παρουσιάζει μία κενή λογική ταυτότητα για μία πραγματική συμφιλίωση (καταλλαγή).
Ποιός είναι ο λόγος, αναρωτιέται ο Τρεντέλενμπουργκ, για τον οποίο ο Χέγκελ λύνει στην άπειρη ολότητα την αντίθεση ανάμεσα στους πεπερασμένους προσδιορισμούς ανάμεσα στο κάποιο τί και στο άλλο; Η ανάγκη να αποφύγει την εις άπειρον περίοδο, δηλ, το κακό άπειρο. Αυτό το επιχείρημα όμως μας προειδοποιεί πώς πρέπει να αποφύγουμε το αδιαφοροποίητο, το ακαθόριστο και δέν μας δίνει την καινούργια έννοια της ολότητος, δέν αποτελεί δηλαδή καθ’εαυτό την θετική απόδειξη της αναγκαιότητος της ολότητος.
Δέν υπάρχει αμφιβολία πώς ο Χέγκελ λύνει την ένταση ανάμεσα στο κάποιο τι και στο άλλο, δηλ. ξεπερνά την απορία του πεπερασμένου που αναγνωρίζεται σαν τέτοιο, μέσω της έννοιας της ολότητος των πεπερασμένων προσδιορισμών, και πώς γι’αυτόν δέν υπάρχει άλλο άπειρο παρά μόνον αυτή η ολότης. Σ’αυτό ο Τρεντέλενμπουργκ είδε σωστά. Αυτό που δέν πείθει όμως στην κριτική του είναι αντιθέτως το θέμα, το οποίο επαναλαμβάνεται, της διακρίσεως ανάμεσα σε ένα λογικό επίπεδο (απλώς εξισωτική)και επίπεδο της πραγματικότητος (συμφιλίωση των αντιθέτων). Η ανάγκη να αποκλειστεί η επ’άπειρον πρόοδος φαίνεται πραγματικά ένα τελείως αξιόλογο επιχείρημα για να δηλώσουμε την ανάγκη ενός πραγματικού απείρου, υπάρχοντος εν ενεργεία και επομένως είναι τελείως νόμιμο να αντλήσουμε απο την αναγνώριση του πεπερασμένου την ανάγκη του απείρου. Σ’αυτό το σημείο, που είναι εξάλλου η κριτική στο «κακό άπειρο» του Φίχτε, ο Χέγκελ δέν φαίνεται να διαπράττει καμμία αθέμιτη χειραγώγιση, και η απόδειξη που δίνει του πραγματικού απείρου, παρότι καθαρώς «λογική» δέν έχει λιγότερη αξία, καθώς κάθε απόδειξη, καθότι είναι ακριβώς απόδειξη, εκφράζει μία λογική πρόοδο, χωρίς αυτό να εμποδίζει το συμπέρασμα της να είναι πραγματικό!
Αυτό όμως που φαντάζει αδικαιολόγητο, στην απόδειξη του Χέγκελ, δέν είναι η βεβαίωση ενός πραγματικού απείρου, αλλά η ταύτιση ενός τέτοιου απείρου με το σύνολο των πεπερασμένων προσδιορισμών. Είναι δυνατόν λοιπόν να αποδείξουμε πώς μία τέτοια ταύτιση είναι ο καρπός εκείνης της συγχύσεως ανάμεσα σε αντιφατικά και ενάντια που γενικώς ο Τρεντέλενμπουργκ κατηγορούσε τον Χέγκελ, εκλαμβάνοντας όμως τις δύο έννοιες πιό αριστοτελικά απο όσο τις εξέλαβε ο Τρεντέλενμπουργκ.
6. Μία κριτική βαθύτερα αριστοτελική.
Ο λόγος για τον οποίο ο Χέγκελ προχωρά στην ταύτιση του απείρου με το σύνολο των πεπερασμένων προσδιορισμών, μειώνοντας κάθε μία απο αυτές τις έννοιες σε απλές στιγμές του απείρου, δέν είναι όπως είδαμε ή ανάγκη αποφυγής του «κακού απείρου» του Φίχτε (διότι για να το αποφύγουμε αυτό που θεωρούσε το άπειρο μόνον σαν ένα δέον το οποίο δέν κατέληγε ποτέ του σε ενέργεια, θα αρκούσε να βεβαιώσουμε την πραγματικότητα ενός ενεργεία απείρου), αλλά μάλλον η ανάγκη να αποφύγει τον δυαλισμό της «διανοητικής μεταφυσικής», δηλαδή της σχολαστικο-Ορθολογικής, η οποία βεβαίωνε την πραγματικότητα του απείρου δίπλα σε εκείνη του πεπερασμένου. Τώρα, αφήνοντας αυτό που η σχολαστικο-ορθολογική μεταφυσική ισχυριζόταν γύρω απο τις σχέσεις ανάμεσα στο πεπερασμένο και στο άπειρο, μπορούμε να παρατηρήσουμε πώς, σύμφωνα με την ερμηνεία που δίνει ο Χέγκελ, αυτές οι δύο έννοιες, εθεωρούντο σαν ενάντιες, δηλ, με την αριστοτελική φιλοσοφία, σαν οι όροι οι περισσότερο διαφορετικοί,σαν οι πλέον διαφορετικοί μέσα στο πλαίσιο του ιδίου γένους. Το γένος που μας αφορά ονομάστηκε απο τον ίδιο τον Χέγκελ, όπως είδαμε σαν το όλον (das Ganze) δηλαδή, η ολότης του πραγματικού. Είναι ξεκάθαρο πάντως πώς η εναλλαγή που δημιουργείται απο δύο έννοιες σαν το πεπερασένο και το άπειρο είναι τόσο πλατειά που είναι αναγκασμένη να συμπέσει με ολόκληρη την πραγματικότητα.
Πάντως όμως, εάν είναι αλήθεια πώς πεπερασμένο και άπειρο είναι ενάντιες έννοιες, δηλ, ανήκουν στο ίδιο γένος, τότε ο Χέγκελ έχει τελείως δίκαιο να συμπεραίνει πώς αυτά αλληλοπεριορίζονται και επομένως είναι και οι δύο έννοιες πεπερασμένες, ενώ το αληθινό άπειρο  είναι η ολότης που τα αγκαλιάζει μαζί. Είναι όμως αλήθεια πώς το πεπερασμένο και το άπειρο είναι ενάντια; Ο Χέγκελ δέν φαίνεται να αμφιβάλλει, συμφωνώντας σ’αυτό το σημείο, το τόσο σημαντικό, με την άποψη της διανοητικής μεταφυσικής, και μάλιστα χρησιμοποιώντας την όπως χρησιμοποιεί όλες τις διακρίσεις που πραγματοποιεί η νόηση, με τον σκοπό να συμφιλιώσει την αντίθεση στην ενότητα, για να αρνηθεί δηλ, πώς το αληθινό άπειρο είναι ένα απο τα δύο ενάντια και για να βεβαιώσει πώς αυτό συνίσταται στην ενότητα τους (το πεπερασμένο και το άπειρο σαν «στιγμές ενός όλου» (Momente eines Ganzen ). )
Και όμως όπως είδαμε και όπως και ο ίδιος ο Χέγκελ το επιτρέπει για να μπορέσουμε να υπολογίσουμε το πεπερασμένο και το άπειρο σαν ενάντια, είναι ανάγκη να δεχθούμε πώς το γένος στο οποίο ανήκουν είναι το όλον, η ολότης του πραγματικού. ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΓΕΝΟΣ, για τον Αριστοτέλη. Διότι για τον Αριστοτέλη το Είναι, ένας όρος που εξισούται με τον Εγελιανό όρο του όλου, λόγω του γεγονότος πώς περιέχει εις εαυτόν, όχι μόνον τις κοινές πλευρές στα διάφορα όντα, αλλά και τις διαφορές τους, δέν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εγγράψει μία συγκεκριμένη όψη της πραγματικότητος, ούτε είναι επιπλέον καθορίσημο, ούτε έχει μία και μοναδική σημασία, ούτε εξαντικειμενοποιείται, δηλ, δέν έχει κανένα χαρακτηριστικό γνώρισμα των γενών. Έτσι λοιπόν, απο την αριστοτελική άποψη, πεπερασμένο και άπειρο, καθώς εκφράζουν κάτι εναλλακτικό που αγκαλιάζει την ολότητα του πραγματικού, δέν είναι ένοιες ενάντιες, αλλά αντιφατικές και επομένως δέν δέχονται πάνω απο αυτές καμμία περιεκτική ενότητα και των δύο, ούτε κάποιο πέρασμα απο το ένα στο άλλο, ούτε κάποια αμοιβαία μεσολάβηση. Το πεπερασμένο παραπέμπει αναγκαίως στο άπειρο, είναι αλήθεια, αλλά αυτό δέν αποτελείται απο το σύνολο των πεπερασμένων, αλλά υπερβαίνει ολοκληρωτικώς το πεπερασμένο, δηλ, δέν έχει τίποτε κοινό μ’αυτό, και υφίσταται ολοκληρωτικώς εν ενεργεία εις εαυτόν, αυτό το ίδιο.

Αυτή η σχέση δέν προκαλεί κανέναν δυαλισμό ανάμεσα σε πεπερασμένο και άπειρο, διότι είναι, όπως λέει ο Αριστοτέλης σχετικά με τα αντιφατικά, ασύμβλητα δηλ, δέν μετέχουν του ιδίου Είναι και δέν πρέπει να το μοιραστούν περιοριζόμενα μεταξύ τους, αμοιβαίως. Απο την άποψη του Αριστοτέλη  δέν υπάρχει ένα μοναδικό Είναι μετεχόμενο τόσο απο το άπειρο όσο και  απο το πεπερασμένο : το είναι λέγεται πολλαπλώς δηλ, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι του Είναι, αμείωτοι μεταξύ τους, απο τους οποίους ένας, ο οποίος στο όριο συμπίπτει με εκείνον που εμείς ονομάζουμε άπειρο, δηλ, το καθαρό ενεργεία, είναι πρώτος με την έννοια πώς όλοι παραπέμπουν σ’αυτόν (τον τρόπο), χωρίς όμως αυτός να παραπέμπει στους άλλους, στην βάση μίας σχέσεως, ας πούμε, μονόδρομης (Μεταφ IV 2,1003 a 33-b 10). Μ’αυτόν τον τρόπο σώζεται και η πραγματικότης του πεπερασμένου, η οποία δέν μειώνεται σε ιδεατή, σε μία απλή στιγμή του απείρου δηλ΄αλλά είναι πραγματική, όχι μίας απολύτου πραγματικότητος, δηλ  του ιδίου γένους με εκείνη του απείρου, αλλά μίας πραγματικότητος που συνίσταται στο να παραπέμπει στο άπειρο και η οποία παρόλα αυτά είναι πραγματική, διότι εάν δέν ήταν, δέν θα ήταν πραγματική ούτε η παραπομπή της στο άπειρο.

Ενώ για τον Χέγκελ δέν είναι νοητή άλλη πραγματικότης, δηλ, άλλος τρόπος υπάρξεως απο εκείνον του απολύτου, δηλ, του αναγκαίου είναι, του αιωνίου :Εγκυκλοπαίδεια παρ. 95 Anmerkung. Όπου το είναι εξισούται με το απόλυτο είναι και το μή-απόλυτο είναι εξισούται με το μή-είναι: επιστήμη της λογικής τόμος Ι σ. 145-159. Εδώ λέγεται επιπλέον πώς και η θρησκεία είναι ιδεαλισμός, καθότι δέν αναγνωρίζει το πεπερασμένο σαν αληθινό Είναι, δηλ, σαν κάτι τελευταίο και απόλυτο ή σαν κάτι αιώνιο.
Εάν ο Τρεντέλενμπουργκ είχε αφήσει κατα μέρος, προσλαμβάνοντας την αριστοτελική διάκριση ναάμεσα σε αντίφαση και εναντιότητα, την διαφορά ανάμεσα σε λογικό επίπεδο και σε πραγματικό, για να συλλογισθεί αντιθέτως την εξάρτηση ή όχι στο γένος, θα είχε συλλάβει με περισσότερη ακρίβεια το αληθινό και μοναδικό όριο της Εγελιανής θέσεως, που είναι ο υπολογισμός της ολότητος σαν ένα γένος, δηλ σαν μία μονοσήμαντη έννοια, δηλ, την εξαντικειμενοποίησι της, την απαίτηση να οικοδομηθεί μία γνώση η οποία θα έχει για αντικείμενο την ολότητα και θα είναι επομένως  μ’αυτή την έννοια, μία απόλυτη γνώση.

ΤΕΛΟΣ.

ΣΧΟΛΙΟ: Ίσως τώρα κατανοήσουμε γιατί η νεοορθοδοξία μισεί τήν άσκηση, όπως καί ο κληρικαλισμός τούς ασκητές. Διότι τό πεπερασμένο στό σύστημα τού Χέγκελ, τού δευτέρου πατέρος τής εκκοσμικευμένης εκκλησίας μετά τόν Αυγουστίνο, απολυτοποιήθηκε μέ τήν μέθοδο πού περιγράφεται στό κείμενο : καταργώντας τήν αντίφαση μέ τήν εναντίωση καί στή συνέχεια καταργώντας καί τήν εναντίωση στή νέα σύνθεση. Όπως ακριβώς φανερώνεται στό κείμενο τού Ολιβιέ Κλεμάν καί στό απόσπασμα πού παραθέτουμε :
«Καμμιά αντίθεση,πολύ περισσότερο, ανάμεσα στην ισότητα των ανθρώπων, στη δημιουργία προφητικών κοινοτήτων, μοναστικών ή άλλων, και στις μεταρρυθμίσεις ή επαναστάσεις στο χώρο των «δομών»: Οι «δομές» δεν είναι,τελικά, παρά το σπίτι, η δουλειά, το ένδυμα, το ψωμί που χρωστάμε στα αναρίθμητα «συ» των πλησίον μας, σήμερα πια σε παγκόσμια κλίμακα».
Ο οικουμενισμός λοιπόν, τό τελευταίο στάδιο τής νεοορθοδοξίας, είναι η νέα προφητεία καί ο μεταρρυθμιστής Καλαϊτζίδης ο αναμενόμενος μεσσίας.
Βλέπουμε επίσης μέ τί τέχνη αλλοιώνεται καί τό νόημα τού πλησίον, από τήν διδασκαλία τού Κυρίου.

«Αν το πρόβλημα του δικού μου ψωμιού είναι πρόβλημα υλικό, έλεγε ο Μπερντιάγιεφ, το πρόβλημα του ψωμιού του πλησίον μου, είναι το πιο επείγον από τα πνευματικά προβλήματα».
ΟΙ ΔΕ ΕΚΖΗΤΟΥΝΤΕΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟΝ ΟΥΚ ΕΛΑΤΤΩΘΗΣΟΝΤΑΙ ΠΑΝΤΟΣ ΑΓΑΘΟΥ. Ούτε τό δικό σου ψωμί Μπερντιάεφ είναι υλικό πρόβλημα. Παρ'όλα αυτά είναι, διότι δέν κατόρθωσες ποτέ νά πείς γεννηθήτω τό θέλημά σου.

«Για να σώσει τον κόσμο η Εκκλησία, πρέπει να βρεθεί μαζί του σε σχέση ταυτότητας και διάκρισης, γιατί ο κόσμος δεν είναι βέβηλος (τίποτα δεν είναι βέβηλο). Είναι βεβηλωμένος»
«Αλλά η Εκκλησία πρέπει να είναι ταυτόχρονα ο αφιλόκερδος υπηρέτης των ανθρώπων κατ’ εικόνα του Κυρίου της, ο οποίος «ουκ ήλθε διακονηθήναι αλλά διακονήσαι».
Νά καί ο πυρήνας τής νέας εκκλησιολογίας τήν οποία προσπαθούν νά συστηματοποιήσουν μέ πάθος ο Ζηζιούλας κι ο Κάλλιστος Γουέαρ καί όλοι όσοι σάν αυτούς διαθέτουν τήν καλή πρόθεση νά σώσουν τόν κόσμο, νά τόν αλλάξουν, όπως φιλοδόξησε ο πρώτος διδάξας ο Μάρξ.
Κάι η αληθινή εκκλησία, αγαπητέ Κλεμάν, ευεργέτησε τούς φτωχούς. Αλλά εκείνη η εκκλησία ήταν ήδη φτωχή. Οι φτωχοί τής εποχής ευεργετούσαν τούς φτωχούς. Μέ τό υστέρημά τους, μέ τό σταυρό τους, καί γιαυτό οι φτωχοί, οι ευεργετηθέντες κατέληγαν στήν εκκλησία, σύμφωνα μέ τήν εντολή τού πλησίον, όπως τήν ερμηνεύει ο Κύριος καί όχι ο κάθε Κλεμάν.
Σήμερα οι πλούσιοι προσπαθούν νά εξασφαλίσουν τό ψωμί τών φτωχών, από τό περίσσευμά τους, υποδυόμενοι τούς χριστιανούς.
Ολόκληρη η σημερινή εκκλησία.

Σύμφωνα μέ τήν φαινομενολογία τού πνεύματος, τού Χέγκελ, ο δούλος σιγά-σιγά καί διαλεκτικά γίνεται αφέντης. Έτσι καί οι φτωχοί πού ευεργετούνται από τόν πλούσιο, τόν φαρισαίο, γίνονται φαρισαίοι. Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ.

Αμέθυστος.  

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

το σχόλιο ήταν ΟΛΑ τα λεφτά!

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Το (νεο)τευτονικό-(νεο)γοτθικό ''ιδεώδες''-απαύγασμα του ψεύδους της γερμανικής φιλοσοφικής σκέψης και κοσμοθέασης,της γερμανικής θέασης περί των πραγμάτων του κόσμου μας αυτού εκφράζεται και δρομολογείται,τροχιοδρομείται με το δυνατότερο και ακριβέστερο δυνατό τρόπο μέσα από το Χέγκελ,εντός του χεγκελιανού συστήματος και του στοχασμού του Χέγκελ,όπως έχω αντιληφθή μέχρι στιγμής από την πορεία και διαδρομή των αναρτήσεων του ιστολογίου σου,Αμέθυστε,αλλά και όπως δύναται ο καθείς μας,ο κάθε καλοπροαίρετος,καλόβουλος και φιλομαθής αναγνώστης σου και αναγνώστης-μελετητής του να διακρίνη και να διαπιστώση,να παρατηρήση και να κρίνη και να συγκρίνη.Αντίπους,εδώ,ελληνικός υφίσταται;Μήπως αυτός ο αντίπους είναι ο θεμελιωτής (και) της λογικής/Λογικής,ο θεμελιωτής της παγκόσμιας φιλοσοφίας,ο Αριστοτέλης,ο αιώνιος σκαπανέας και πρωτεργάτης Αριστοτέλης για τους Έλληνες και τον Ελληνισμό,για τους Έλληνες και το ελληνικό έθνος και τον ελληνικό,επεκτείνοντας,επεκτείνοντάς το αυτό,κατ'επέκταση,λαό,το λαό μας;Αντίπους και πεδίο δόξας των πραγματικής,χωρίς τον οποίο και δεν υφίσταται κατ'ελάχιστο δυτικό πνεύμα και δυτικός πολιτισμός;Λανθάνω εδώ;Συμφωνείς;Τι έχεις να 'πής;Αντίπους,ο αντίπους,ακόμη,έναντι του γερμανικού ιδεαλισμού κρίνεται ο Αριστοτέλης;Πώς τον αξιολογείς και πώς αξιολογείται σήμερα,ακόμη και σήμερα,κατά τον Εικοστό Πρώτο μας;Ο εκθεμελιωτής και ο ανατροπέας του Χέγκελ ο Αριστοτέλης;Ο πιθανός,πιθανολογούμενος αντικαταστάτης και ο ακραιφνής υποκαταστάτης του αμιγώς;Ο προαιώνιος εχθρός του ή ένας από αυτούς για το στοχασμό και κατέναντι του στοχασμού των Γερμανών μαζί και με το θείο και υψιπετή Πλάτωνα;Θα ήθελα να διεξαχθή ένας γόνιμος και εποικοδομητικός διάλογος,εδώ,με την αφορμή και με την ευκαιρία των σημαντικοτάτων αυτών παρεμβάσεων-εργασιών-αναρτήσεών σου.Ωφέλιμος και επωφελής,ψυχωφελής και ενδιαφέρων,μεγαλειώδης και πολλά υποσχόμενος τόσο για (τους) Έλληνες όσο και για (τους) Χριστιανούς.