Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Ο ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ και ο Χριστιανικός Νεοπλατωνισμός

Werner Beierwaltes
I. Η έννοια της Ευτυχίας στον Αυγουστίνο.
1. Ο Κεντρικός ρόλος του προβλήματος της Ευτυχίας στην αρχαία και στην μοντέρνα σκέψη.
Το πρόβλημα της Ευτυχίας είχε αποκτήσει έναν κεντρικό ρόλο τόσο στην αρχαία φιλοσοφία όσο και στην Χριστιανική, καθότι αφορά την μοίρα του ανθρώπου. Και έτσι το πρόβλημα του περιεχομένου της Ευτυχίας, η ευτυχισμένη και πραγματοποιημένη ζωή, γίνεται αντικείμενο στοχασμού, καθ’αυτό και σε σχέση με τον άνθρωπο, μόνον σε συνδυασμό με τα προβλήματα των δυνατοτήτων του ανθρώπου, του σκοπού  που είναι ο δικός του και μόνον και του «υπέρτατου αγαθού». Μερικοί στοχαστές (π.χ. οι Στωϊκοί και ο Επίκουρος) κατανόησαν το φιλοσοφείν σαν μία προτροπή στην ευτυχισμένη ζωή και κατεύθυναν σ’αυτή την σύλληψη τον στοχασμό πάνω σε όλα τα πλαίσια του θέματος, που την αφορούσαν.
Μερικά σύγχρονα φιλοσοφικά ρεύματα, για παράδειγμα η υπερβατική φαινομενολογία, η σκέψη της ιστορίας του Είναι, και η επιστημολογική θεωρία του θετικισμού, απέφυγαν να ασχοληθούν με το πρόβλημα της Ευτυχίας (θεωρώντας το μία ανάγκη μίας λαϊκής φιλοσοφίας περισσότερο) αλλά τώρα όμως, η σύγχρονη φιλοσοφία αρχίζει να το λαμβάνει ξανά υπ’όψιν της. Και αυτό το ανανεωμένο ενδιαφέρον συνδέεται με την αποκατάσταση της πρακτικής φιλοσοφίας: μία τέτοια αποκατάσταση οφείλεται στην πεποίθηση πώς η φιλοσοφία πρέπει να επεξεργαστεί και έννοιες οι οποίες αναφέρονται στην έλλογη πράξη και στην ιδέα πώς στην παρούσα κατάσταση η φιλοσοφία μπορεί να είναι μόνον «ηθική».
Παραδειγματική σ’αυτή την κατεύθυνση, τουλάχιστον όσον αφορά τους Γερμανούς, είναι η προσπάθεια του W.Schulz, σύμφωνα με την οποία είναι απαραίτητο να προγραμματίσουμε μία «επίκαιρη ηθική» η οποία βασιζόμενη στην θεμελιώδη κατηγορία της «υπευθυνότητος» θα μπορούσε να πραγματοποιήσει «την μεγαλύτερη δυνατή ευτυχία για τους περισσότερους». Απομακρυνόμενος λοιπόν απο τον χρηστικό ευδαιμονισμό ο Schulz συλλαμβάνει την ηθική πράξη σαν ουσιώδη πηγή ευτυχίας: «η Ικανοποίηση που προέρχεται απο την αίσθηση της υπεύθυνης πράξης με ή χωρίς επιτυχία, είναι μία ευτυχία αυθεντικώς ανθρώπινη, καθότι είναι φυσικό να αναλαμβάνει την υποχρέωση να κάνει το καλό ο άνθρωπος σε μία τάξη στην οποία μπορεί να ζήσει». Η ευτυχία λοιπόν, συνίσταται, στην αυτονομία της ανθρώπινης υποκειμενικότητος, η οποία πραγματοποιείται και φανερώνεται στην υπεύθυνη συμβίωση μέσω του καθορισμού κανόνων.
Στην σύγχρονη σκέψη όμως δεν παρουσιάζεται η ευτυχία σαν ένα καθ’αυτό πρόβλημα: απλώς βρίσκεται στην βάση άλλων αναφορών (το πεδίο της ψυχολογίας της κοινωνιολογίας και της πολιτικής) και αποτελεί το τέλος στο οποίο όλες αυτές κατευθύνονται. Αυτές οι αναφορές μπορούν να ζωγραφιστούν μ’αυτόν τον τρόπο: επιδίωξη ταυτότητος εκ μέρους του ανθρώπου (το πρόβλημα της ταυτότητος του Εγώ), απελευθέρωση απο τις πιέσεις μίας τεχνολογικής κοινωνίας, γραφειοκρατούσης, ολοκληρωτικώς κατευθυνόμενης προς ένα σκοπό, απο μία κοινωνία που καταπιέζει το άτομο. Ξεπέρασμα της αποξένωσης στην οποία υποβάλλεται ο άνθρωπος στον χώρο της εργασίας του, μεγιστοποίηση της ευχαρίστησης ενάντια στην καταπίεση των ενστίκτων, απελευθέρωση απο την πολιτική καταπίεση και απο τον ιδεολογικό δογματισμό, επαναπρόσληψη μερικών αισθητικών ποιοτήτων που καθιστούν ανθρώπινη την ύπαρξη μας. Γενικώς : την πραγματοποίηση της αληθινής ανθρωπότητος του ανθρώπου, της καταστάσεως δηλαδή, μέσα στην οποία ο άνθρωπος πραγματοποιεί τον εαυτό του, αυτό που είναι δικό του. Την σύσταση μίας κοινωνίας στην οποία η αναζήτηση της ευτυχίας (The pursuit of Happiness) δέν θα μπορεί να παρακμάσει μέχρι του σημείου να αναφέρεται σαν βασικό δικαίωμα μόνον με ειρωνικούς όρους.
Οι εκφράσεις που αναφέρθηκαν πιό πάνω έχουν όλες τους έναν ουτοπικό χαρακτήρα: δέν περιγράφουν τόσο αυτό που είναι, αλλά κατευθύνονται και προβάλλουν αυτό που θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι. Με κάποια έννοια η κατεύθυνση προς το μέλλον ανήκει καθ’εαυτή στην έννοια της ευτυχίας (Σενέκα, επ .102, εάν ελευθερωθούμε (ωριμάσουμε) και τοποθετηθούμε στο αληθινό Εγώ). Αλλά και η κυριαρχία της ουτοπικής σφαίρας μπορεί να προκαλέσει επίσης σκεπτικισμό απέναντι στον στοχασμό της Ευτυχίας και αυτό ιδιαιτέρως εάν υπολογίσουμε πώς πολλοί κοινωνικοί καταναγκασμοί, εμποδίζουν την πραγματοποίηση της ανάγκης αυθεντικής ελευθερίας που ανήκει σε κάθε άτομο. Μπορεί να προκαλέσει σκεπτικισμό ακόμη και απέναντι της δυνατότητος να αποκτήσουμε αναμφισβητήτως την ελευθερία κάποτε. «Ισχύει για την Ευτυχία όπως και για την αλήθεια: δέν την έχουμε, αλλά είμαστε. Ευτυχία δέν είναι τίποτε άλλο παρά να είμαστε κυκλωμένοι, να είμαστε μέσα, όπως έναν καιρό στην κοιλιά της μητέρας. Να γιατί κανένας, που είναι ευτυχής γνωρίζει πώς είναι. Για να δούμε την ευτυχία, πρέπει να βγούμε απο αυτή: και θα είναι σαν αυτόν που έχει ήδη γεννηθεί» (T.W Adorno, minima moralia)
Η μεταφορά ψυχαναλυτικής καταγωγής χάνει την αξία της αμέσως μόλις αντιληφθούμε πώς «γεννηθήκαμε» και δέν μπορούμε πλέον να διατηρήσουμε μία κατάσταση αθωότητος προ-στοχαστικής, ούτε μπορούμε να επιστρέψουμε σ’αυτή την κατάσταση.
Είναι αναγκαίο λοιπόν για τον άνθρωπο, την ίδια στιγμή που ανησυχεί για το τέλος του (χωρίς όμως να το καθορίσει με ουτοπικούς όρους) να στοχαστεί επίσης και ιδιαιτέρως πάνω στην ιδέα της Ευτυχίας. Το σύνθημα «είναι γλυκό να μήν κάνουμε τίποτα» δέν είναι η εικόνα μίας ζωής ευτυχισμένης καθότι οδηγείται απο την νόηση. Σ’αυτή την ευχαρίστηση της νοήσεως όμως δέν αντιτίθεται αποκλειστικά η πρόσκληση στην πράξη, στην ενέργεια, στήν πρόοδο, κατανοημένες όλες τους σαν αιτίες ευτυχίας. Κυττάζοντας τέλος την παρούσα κατάσταση της κοινωνίας και της ατομικής συνειδήσεως, μπορούμε να βεβαιωθούμε πώς η ευτυχία είναι δεμένη σε μία δημιουργική σύνθεση στοχασμού και πράξης, που καθοδηγούνται απο αυτόν τον στοχασμό.

Απο αυτές τις λίγες νύξεις συμπεραίνεται εύκολα πώς οι στοχασμοί της συγχρόνου φιλοσοφίας γύρω απο το πρόβλημα της ευτυχίας έχουν μία διαφορετική πρόθεση και διαφορετικό σκοπό απο τους αντίστοιχους στοχασμούς της Χριστιανικής και ελληνικής αρχαιότητος. Η γνώση λοιπόν αυτών των αρχαίων στοχασμών δέν αφορά αποκλειστικώς και μόνον ένα ιστορικό ενδιαφέρον : υπάρχει η δυνατότης να μας ανακαλέσει στην μνήμη κάτι το οποίο απουσιάζει στην παρούσα εποχή, κάτι για το οποίο η σύγχρονη εποχή πρέπει να αποκτήσει συνείδηση. Τώρα λοιπόν όπως και τότε, στο παιχνίδι βρίσκεται μία εννοιολόγηση που είναι αποφασιστικής σημασίας για τον άνθρωπο και για την ολοκλήρωση του. Η επιλογή επιπλέον για την μία ή την άλλη εναλλαγή θα ήταν παράλογη. Αντιθέτως η προσπάθεια να τροποποιηθεί η σύγχρονη σκέψη μέσω του παρελθόντος είναι χρέος, κεντρικό μάλιστα, της φιλοσοφίας.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος 

1 σχόλιο:

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Μελέτη-ορόσημο,εδώ.Τέλεια!Ευελπιστώ να έχη και συνέχεια αλλά και διάρκεια.Σαν το έργο εκείνο εκείνου του Βοηθίου 'μοιάζει.Μία όαση παραμυθίας,μία όαση παραμυθητική 'στους χαλεπούς και ανύδρους αυτούς καιρούς μας...