28. Ο πρακτικός δεν μπορεί να μην ψάλλει, γιατί επιδιώκει για τον εαυτό του
την πραότητα και την εγρήγορση που αρμόζει στους πρακτικούς. Να ψάλλει όμως ο
θεωρητικός, δεν μπορεί ή δε θέλει. Δεν μπορεί, γιατί δέχεται την ενέργεια της
θείας χάρης και γεμίζει τελείως με πνευματική τρυφή μέσα σε σιωπή, καθώς
ευφραίνεται κυρίως μέσα σε ατάραχη και ήσυχη καρδιά.
Και δε θέλει, γιατί έχει στραμμένη την
προσοχή του σε ένα πράγμα και κινεί το νοερό της ψυχής του να ενεργήσει με απλές
και ειρηνικές νοήσεις μέσα σε μια βαθιά ηρεμία. Γι' αυτό είναι ανάγκη ο
θεωρητικός να διέρχεται το έργο της θεοπτίας μέσα στη σιωπή.
Αν καμιά φορά φαίνεται να διαβάζει κάτι, αυτό δεν είναι περίεργο για όσους έχουν υπόψη τους ότι ο νους είναι μεταβλητός και ότι η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη και επιδέχεται αλλοίωση. Πρέπει όμως να γνωρίζομε ότι το διάλειμμα μετά τη θεωρία της χάρης, δηλαδή η ανάγνωση, είναι κατώτερη από το έργο της θεωρίας, είτε καθ' εαυτήν είτε για τη νοερή διαφυγή, γιατί ο νους σε καμία ανάγνωση δεν μπορεί να διατηρηθεί αδιαίρετος.
Στη νοερή όμως ελευθερία, η οποία πραγματοποιείται μυστικά μέσα σε σιωπή, τις πιο πολλές φορές ο νους βλέπει ενωμένα, πράγμα που διαφέρει πάρα πολύ από την κατάσταση της διαιρέσεως. Μήπως και στα αισθητά, το να δεις κάτι δεν είναι πολύ ανώτερο από το να το ακούσεις; Γιατί, όπως λέει η παροιμία και το ομολογούν όλοι, τα μάτια είναι πιο αξιόπιστα από τ' αυτιά. Όπως λοιπόν στα αισθητά, έτσι συμβαίνει και στα νοητά· το να δει κανείς με τη θεωρία κάτι νοητό, είναι πολύ ανώτερο από το ν' ακούσει γι' αυτό, πράγμα που συμβαίνει σ' εκείνους που διαβάζουν.
Έτσι και η Σαμαρείτισσα· αφού μίλησε με τον αληθινό Λόγο, κήρυττε στους συμπολίτες της τη θεότητά Του. Όταν όμως ο Λόγος, από πλούτο άκρας αγαθότητας, ήρθε στην πόλη τους και αξιώθηκαν να τον συναντήσουν, έλεγαν ότι δεν έχουν πια ανάγκη της μαρτυρίας της γυναίκας για να γνωρίσουν τη θεότητά Του(Ιω. 4, 42).
Το ίδιο γίνεται χωρίς αμφιβολία και όταν η διάνοια δίνει με το λόγο τη μαρτυρία της στην ψυχή και στις δυνάμεις της ψυχής για τα θεία που αντιλαμβάνεται· όταν δηλαδή η ψυχή και οι δυνάμεις της δεχθούν από τη χάρη την δράση των θείων που ως τότε άκουγαν, δεν χρειάζεται πλέον η ψυχή την εξωτερική μαρτυρία.
Γιατί ο καθένας που ακούει χρειάζεται και να βλέπει τα ακουόμενα. Εκείνος όμως που βλέπει κάτι, δεν έχει ανάγκη να τον διδάξει άλλος τί είναι εκείνο που βλέπει, όσο βέβαια έχει τα μάτια του και βλέπει. Αυτό μπορούμε να το δούμε και στο Θωμά που ενώ είχε ακούσει, δεν πίστευε, αλλά έλεγε: «Αν δε δω, δε θα πιστέψω»(Ιω. 20, 25).
Όταν βέβαια είδε τον Κύριο, αμέσως φώναξε δυνατά και ονόμασε Κύριο και Θεό του εκείνον για τον οποίο απιστούσε πριν τον δει, ομολογώντας από μόνος του την αλήθεια. Και ό,τι δεν είχε όταν λειτουργούσε η ακοή, δηλαδή την πίστη, το απέκτησε μόλις τον είδε. Ώστε και από αυτό πρέπει να διακρίνομε τόση διαφορά μεταξύ πράξεως και θεωρίας, όση είναι μεταξύ νού και αισθήσεως.
--------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 149-151).
Αν καμιά φορά φαίνεται να διαβάζει κάτι, αυτό δεν είναι περίεργο για όσους έχουν υπόψη τους ότι ο νους είναι μεταβλητός και ότι η ανθρώπινη φύση είναι σύνθετη και επιδέχεται αλλοίωση. Πρέπει όμως να γνωρίζομε ότι το διάλειμμα μετά τη θεωρία της χάρης, δηλαδή η ανάγνωση, είναι κατώτερη από το έργο της θεωρίας, είτε καθ' εαυτήν είτε για τη νοερή διαφυγή, γιατί ο νους σε καμία ανάγνωση δεν μπορεί να διατηρηθεί αδιαίρετος.
Στη νοερή όμως ελευθερία, η οποία πραγματοποιείται μυστικά μέσα σε σιωπή, τις πιο πολλές φορές ο νους βλέπει ενωμένα, πράγμα που διαφέρει πάρα πολύ από την κατάσταση της διαιρέσεως. Μήπως και στα αισθητά, το να δεις κάτι δεν είναι πολύ ανώτερο από το να το ακούσεις; Γιατί, όπως λέει η παροιμία και το ομολογούν όλοι, τα μάτια είναι πιο αξιόπιστα από τ' αυτιά. Όπως λοιπόν στα αισθητά, έτσι συμβαίνει και στα νοητά· το να δει κανείς με τη θεωρία κάτι νοητό, είναι πολύ ανώτερο από το ν' ακούσει γι' αυτό, πράγμα που συμβαίνει σ' εκείνους που διαβάζουν.
Έτσι και η Σαμαρείτισσα· αφού μίλησε με τον αληθινό Λόγο, κήρυττε στους συμπολίτες της τη θεότητά Του. Όταν όμως ο Λόγος, από πλούτο άκρας αγαθότητας, ήρθε στην πόλη τους και αξιώθηκαν να τον συναντήσουν, έλεγαν ότι δεν έχουν πια ανάγκη της μαρτυρίας της γυναίκας για να γνωρίσουν τη θεότητά Του(Ιω. 4, 42).
Το ίδιο γίνεται χωρίς αμφιβολία και όταν η διάνοια δίνει με το λόγο τη μαρτυρία της στην ψυχή και στις δυνάμεις της ψυχής για τα θεία που αντιλαμβάνεται· όταν δηλαδή η ψυχή και οι δυνάμεις της δεχθούν από τη χάρη την δράση των θείων που ως τότε άκουγαν, δεν χρειάζεται πλέον η ψυχή την εξωτερική μαρτυρία.
Γιατί ο καθένας που ακούει χρειάζεται και να βλέπει τα ακουόμενα. Εκείνος όμως που βλέπει κάτι, δεν έχει ανάγκη να τον διδάξει άλλος τί είναι εκείνο που βλέπει, όσο βέβαια έχει τα μάτια του και βλέπει. Αυτό μπορούμε να το δούμε και στο Θωμά που ενώ είχε ακούσει, δεν πίστευε, αλλά έλεγε: «Αν δε δω, δε θα πιστέψω»(Ιω. 20, 25).
Όταν βέβαια είδε τον Κύριο, αμέσως φώναξε δυνατά και ονόμασε Κύριο και Θεό του εκείνον για τον οποίο απιστούσε πριν τον δει, ομολογώντας από μόνος του την αλήθεια. Και ό,τι δεν είχε όταν λειτουργούσε η ακοή, δηλαδή την πίστη, το απέκτησε μόλις τον είδε. Ώστε και από αυτό πρέπει να διακρίνομε τόση διαφορά μεταξύ πράξεως και θεωρίας, όση είναι μεταξύ νού και αισθήσεως.
--------------------------------------------------------------
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, ε΄τόμος, σελ. 149-151).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου