Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ-ΚΟΣΜΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ (4)

 Συνέχεια απο 30 Μαΐου 2012


HANS URS VON BALTHASAR
ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ
Η
ΚΟΣΜΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ

β)Η διαλεκτική τής αναλογίας



Για τον Θεό λοιπόν, η ενύπαρξη είναι το όνομα του «Είναι», αλλά η υπερβατικότης είναι το όνομα του «μή-είναι», καθότι δεν είναι τίποτε από όσα θα μπορούσαμε να βεβαιώσουμε σαν Είναι. Το δεύτερο όμως είναι το πιό σωστό όνομα καθότι η άρνηση παραπέμπει στον Θεό όπως είναι, καθ’αυτός, ενώ αντιθέτως η βεβαίωση, η κατάφαση, τον φανερώνει μόνον στο έργο του έξω απο αυτόν τον ίδιο. Αυτή η αλήθεια δέν βρίσκεται καθόλου σε αντίφαση, με την παράδοση η οποία ξεκινά απο τον Φίλωνα και φτάνει στον Γρηγόριο Νύσσης, μ’αυτό που δηλώνει ο Ομολογητής πώς απο τον Θεό μπορούμε να γνωρίσουμε μόνον πώς υπάρχει (Da-sein) ή πώς (Dass-sein), αλλά ποτέ εκείνο που είναι (Was-sein). (Αμφ. 91,1216Β 1129 Α 1288Β). Ένα τέτοιο Είναι, πάντως, δέν είναι ένα οποιοδήποτε εννοιολογικό περιεχόμενο. Του λείπει εντελώς εκείνο το ελάχιστο περιεχόμενο που είναι παρόν στο είμαι--εδώ(Da) όταν κατανοείται με την κοσμική του σημασία. (Διευκρινιστικό είναι εδώ το διάσημο κείμενο του Χάϊντεγκερ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΧΡΟΝΟΣ στις σελίδες 9-13,22-24,29-38). Ούτε βρίσκονται σε αντίφαση το γεγονός της τοποθετήσεως και της αφαιρέσεως. «Παρότι λοιπόν οι αρνήσεις αντιτίθενται στις βεβαιώσεις, σχετικώς με τον Θεό όμως συμπλέκονται χωρίς αμοιβαία σύγκρουση και η μία εισχωρεί στην άλλη και ακριβέστερα, δέν δείχνουν ότι ο Θεός είναι κάτι, αλλά ότι δέν είναι κάτι, και ενώνονται με τις καταφάσεις, οι οποίες βεβαιώνουν πώς εκείνο που δέν είναι αυτό εδώ το συγκεκριμένο πράγμα, παρόλα αυτά, είναι κάτι. Με την σειρά τους οι καταφάσεις (της αρνήσεως) δείχνουν μόνον πώς είναι, αλλά όχι τί ακριβώς είναι αυτό που είναι, και ενώνονται στις αρνήσεις σχετικώς με το γεγονός πώς αυτό το πράγμα που είναι δέν είναι ένα συγκεκριμένο πράγμα. Αυτές φανερώνουν αμοιβαίως την εναντίωση που οφείλεται στην αντίθεση. Αλλ’όμως, σχετικώς με τον Θεό, φανερώνουν μία αμοιβαία οικειότητα για τον τρόπο με τον οποίο τα άκρα ενώνονται σύμφωνα με την τύχη (των άκρων κατά περίπτωσιν οικειότης)» (Αμφ. 91, 1288 C)

Αλλ’όμως ένα τέτοιο αμοιβαίο παιχνίδι, φανερώνει ακριβώς το όριο του στην δυνατότητα του να αγκαλιάσει μόνον το πλαίσιο της έρευνας στην Δημιουργία του Θεού, και την αδυναμία του να προσκομίσει στον ορατό του ορίζοντα το ολοκληρωτικώς Αλλο. Ούτε κάν η άρνηση, η οποία καθ’εαυτή, χωρίς την υποστήριξη της αποκτημένης θέσεως, δείχνει απλά και μόνον το κενό, μπορεί να συμπεριλάβει τον Θεό, τον υπερβατικό Θεό, ο οποίος κείται πέρα και απο τους δύο τρόπους γνώσεως! «Αυτός, που είναι και γίνεται τα πάντα, για τα πάντα, γι’αυτά τα όντα που είναι και γίνονται και που δι’εαυτόν με κανένα τρόπο δέν είναι και δέν γίνεται τίποτα απ’όσα αναφέρονται σε κάποιο απο αυτά που είναι και γίνονται,αφού δέν ανήκει καθόλου κατά την Φύση στην ίδια τάξη με κανένα απο τα όντα (οιά μηδέν ! το παράπαν των όντων φυσικώς συντασσόμενος). Και διά τούτο, το μή-είναι μάλλον, αντί του υπερείναι, δέχεται να αποδίδεται σ’αυτόν ώς οικειότερον, σαν συγγενικότερο προς την φύση του.
Αν είναι απαραίτητο για μας να γνωρίσουμε την διαφορά του Θεού και των δημιουργημάτων, είναι ανάγκη να αποτελεί θέση για τον υπερόντα να αφαιρέσουμε τα όντα και αντίθετα ότι αποτελεί θέση για τα όντα, αυτή η θέση είναι αφαίρεσις (άρνηση) του υπερόντος. Και να θεωρείται ότι αληθεύουν γι’αυτόν και οι δύο χαρακτηρισμοί. Και πάλι ότι κανένας παο αυτούς τους δύο δέν αληθεύει γι’αυτόν, το είναι και το μή-είναι, λέγω. Αληθεύουν και οι δύο, επειδή ο ένας, καταφάσκει την ύπαρξη του Θεού ώς αιτίας των όντων και ο άλλος είναι άρνηση και αφαίρεση του Θεού απο της αιτίας του είναι όλων των όντων. Και δέν αληθεύει πάλι κανένας γι’αυτόν χαρακτηρισμός γιατί κανένας δέν παριστάνει τί είναι η Φύσις και η ουσία αυτού που ζητούμε. Είναι δηλαδή φυσικό κανένα απο τα όντα ή τα μή-όντα να είναι παραπλήσιο, ούτε επίσης κανένα απο τα λεγόμενα και τα μή-λεγόμενα, να λέγεται δηλαδή ώς προς εκείνον εγύς. (εικότως εστίν εγγύς). Απλήν γάρ και άγνωστον και πάσιν άβατον έχει την ύπαρξιν και παντελώς ανερμήνευτον διότι πάσης καταφάσεως και αποφάσεως είναι επέκεινα.» (Μαξίμου Μυσταγωγία,προοίμιο, 5-6) .
Αυτό που περισσότερο απο κάθε τι άλλο, επιδιώκεται να γίνει φανερό σε μία τέτοια διαλεκτική (με την Χεγκελιανή της έννοια), είναι πώς καμμία έννοια γενική και ουδέτερη του Είναι μπορεί να τεντωθεί μέχρι να συμπεριλάβει τον Θεό και την κτίση, πώς η αναλογία της μεγαλύτερης πάντοτε ανομοιότητος την διαπερνά, εμποδίζοντας κάθε εννοιολόγηση τού Είναι. Δέν είναι δυνατόν να αποκλείσουμε το τίποτα απο το Είναι. Ούτε για μιά στιγμή: θα προσπαθήσουμε να το κρύψουμε για μια και μόνον στιγμή υπολογίζοντας το ουσιώδες της Φύσεως, και αμέσως θα εμφανιστεί απαρεγκλίτως στο πλευρό του Θεού. (Νομίζουμε πώς συμμετέχει περισσότερο του επιτρεπτού, στην ερμηνεία του Μαξίμου, ο Χάϊντεγκερ) .
[η γνωστή παραποίηση των νοημάτων εκ μέρους της Δύσεως εδώ φαίνεται να βασιλεύει. Το συμπέρασμά του είναι αντίθετο ακριβώς απο την πρόθεση του κειμένου διότι δέν δέχεται τις άκτιστες ενέργειες εκ της ουσίας,τ ην κοινή ενέργεια της Αγίας Τριάδος, και είναι αναγκασμένος να επινοήσει κάποιο Μηδέν ή τίποτα, δίπλα στον Θεό]
Φυσικά αυτή η διαλεκτική του Είναι και του μή-Είναι διατηρεί την ζωτικότητά της και το χρώμα της μόνον εφόσον υπολογίζουμε τον Θεό στις σχέσεις του με τον κόσμο: σχέσεις γειτνιάσεως και αποστάσεως, ενύπαρξης (immanenza) και υπερβάσεως. Μόλις ο στοχασμός προσπαθήσει να αποκοπεί για να υψωθεί στο απόλυτο, τα πάντα θα καταλήξουν γκρίζα και θα χανόταν κάθε δυνατότητα κατανοήσεως. Η διαλεκτική κίνηση δέν συμπεριλαμβάνει τον Θεό. Πρέπει να περιοριστεί στην αντιθετική διαβεβαίωση, σύμφωνα με την οποία ο Θεός «εξέρχεται του εαυτού του και παραμένει στον εαυτό του» ταυτοχρόνως και επίσης πώς ακόμη και μία τέτοια διαβεβαίωση αφορά μόνον την σχέση του κόσμου με τον Θεό: Αυτός,στην πραγματικότητα, εξέρχεται του εαυτού του και κινείται μόνον στο μέτρο που δημιουργεί κίνηση, παραμένει στον εαυτό του μόνον στο μέτρο που παρακινεί σε παραμονή στον εαυτό «ο Θεός είναι ο γεννήτωρ,της Αγάπης και του Έρωτος, καθότι ώθησε έξω απ’αυτόν αυτούς που ήταν μέσα σ’αυτόν, δηλαδή τα δημιουργήματα και επιπλέον έχει λεχθεί: ο Θεός είναι αγάπη, όπως επίσης και το Άσμα ονομάζεται αγάπη και επιπλέον γλυκύτης, και πόθος, το οποίο σημαίνει Έρως. Καθότι αυτός είναι άξιος αληθινά της αγάπης και είναι ο μέγας Ερωτικός. Καθώς απο αυτόν προέρχεται ο εραστής Έρως, ο γεννήτωρ αυτού λέγεται πώς κινείται αυτός ο ίδιος, αλλά λόγω του ότι είναι αυτός ο ίδιος που πρέπει να αγαπηθεί και να γίνει Επιθυμητός κινεί αυτό που προσβλέπει σ’αυτόν και έτσι κατά κάποιο τρόπο διαθέτει την δύναμη της Επιθυμίας». (Περι θείων ονομάτων 4.4,265 CD). «Επειδή ο Θεός είναι Έρως και αγάπη, κινείται, ενώ καθότι είναι αντικείμενο της αγάπης και του Έρωτος κινεί προς τον εαυτό του όλα εκείνα που είναι σε θέση να συγκεντρώσουν στο εσωτερικό τους την αγάπη και τον έρωτα. Η για να το πούμε ακόμη πιό καθαρά: κινείται, διότι παράγει μία εσωτερική σχέση αγάπης και έρωτος σε εκείνους που είναι εις θέσιν να δεχθούν μέσα τους την αγάπη και τον έρωτα, ενώ κινεί διότι κατά την Φύση του έλκει στον εαυτό του τον πόθο εκείνων που κινούνται προς αυτόν. Και ακόμη : κινεί και κινείται διότι διψασμένος να γινει αντικείμενο δίψας και εραστής για να γίνει αντικείμενο έρωτος και αισθάνεται αγάπη για να γίνει αντικείμενο αγάπης» (Μάξιμος, αμφ. 91 1260 C).
Η διαλεκτική της κινήσεως και της αναπαύσεως δέν μας διδάσκει τίποτε παραπάνω απο εκείνη του Είναι και του μή-Είναι. Μας μεταφέρει ακόμη μία φορά στο κεντρικό σημείο εκείνης της πολλαπλότητος του κτιστού, στο οποίο συνυπάρχουν αχώριστα ή απλή διαφορά αυτού απο τον Θεό, και η απλή ομοιότης μαζί του. Στο γίγνεσθαι του δημιουργήματος, υπάρχουν τόσο η αδυναμία του όσο και η ζωτικότης του. Και αυτός είναι ο τελικός λόγος για τον οποίο δέν προσφέρονται ούτε βεβαιώσεις, ούτε απόλυτες αρνήσεις και «το υπερούσιο Φώς» παραμένει η «Σκοτεινή ακτίνα», ο Γνόφος αγνωσίας!
Συνεχίζεται
Αμέθυστος


1 σχόλιο:

ΑΡΧΑΙΟΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ είπε...

Ευχρηστότερο θα ήταν για τους αναγνώστες σου αλλά και για τις (ποιοτικές) αναγκαιότητες και προτεραιότητες του ιστολογίου να επισημαίνης εφεξής ευκρινέστερα,με διακριτούς και εντόνους χρωματισμούς τα σημεία διαφοροποίησής μας από τη δυτική και δυτικογενή,εν γένει,σκέψη.Με τον τρόπο αυτό,είναι και θα είναι ευχερέστερο τόσο το να κατανοούμε τις παρεισαγώμενες παρερμηνείες και αιρέσεις των όσο και το να βλέπουμε και να διαπιστώνουμε ευθέως την αντιπαράθεση και την αντιπαραβολή των επιχειρημάτων των μερών με στόχο την ευθύβολη ανατροπή και την πραγματική ενημέρωση του λαού του Θεού και Κυρίου μας και των θεοφίλων και ευσεβών ανθρώπων,του υπολείμματός Του αυτού.