Πέμπτη 21 Ιουλίου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας(6)

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας

Michael Allen Gillespie

The University of Chicago Press, 2008

Εισαγωγή: Η έννοια της Νεωτερικότητας β

Η διαμάχη των αρχαίων και των μοντέρνων

Συνέχεια από 14. Ιουλίου 2022

Η έννοια της νεωτερικότητας ήταν επίμαχη από την αρχή. Η ανάδυση της νέας επιστήμης και η αντίστοιχη έννοια της προόδου στη συνάφεια ενός διανοητικού περιβάλλοντος κυριαρχούμενου από ένα απεριόριστο θαυμασμό για την αρχαιότητα, οδήγησε στη διάσημη «querelle des anciens et des modernes», η οποία είχε αιχμαλωτίσει την προσοχή των Γάλλων στοχαστών στο τέλος του 17ου αιώνα. Οι Γάλλοι καρτεσιανοί είχαν ξεκινήσει τη συζήτηση, εισηγούμενοι πως η πραγματικότητα της επιστημονικής προόδου ήταν μια ένδειξη της δυνατότητας της μοντέρνας τέχνης και λογοτεχνίας, που ήταν ανώτερη αυτής των αρχαίων. Ως απάντηση σε αυτό τον ισχυρισμό, ο Nicholas Boileau και άλλοι υπερασπίστηκαν την ανωτερότητα της αρχαίας τέχνης και λογοτεχνίας. Αυτοί με τη σειρά τους δέχτηκαν την επίθεση από τους Charles Perrault, Fontanelle  και άλλους Γάλλους modernes. Αυτοί οι στοχαστές όμως δεν είχαν κριτική στάση προς τους αρχαίους, αλλά προς τους σύγχρονους τους, οι οποίοι αποδέχονταν την εξιδανίκευση του Διαφωτισμού για την αρχαιότητα, η οποία είχε μεταμορφώσει τους αρχαίους σε κλασσικούς. Η διαμάχη αυτή λοιπόν ήταν μια αντιπαράθεση μεταξύ ουμανιστών και καρτεσιανών, και στη Γαλλία έληξε με την διαπίστωση, πως ενώ υπήρξε πρόοδος στις φυσικές επιστήμες, αυτό δεν ίσχυε για τις τέχνες. Θεωρήθηκε πως κάθε εποχή είχε τα δικά της μέτρα για την τελειότητα στην τέχνη.

Οι διαφορές που αναδύθηκαν στη συζήτηση αυτή δεν λύθηκαν και δεν παραμερίστηκαν τόσο εύκολα. Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Βολτέρος για παράδειγμα, ισχυρίστηκε στηρίζοντας τους μοντέρνους, πως ένας μαθητής που αποφοιτούσε από το lycée της εποχής του, ήταν πιο σοφός από οποιονδήποτε φιλόσοφο της αρχαιότητας. Ο Rousseau αντίθετα, στο «Δοκίμιο περί τεχνών και επιστημών», υποστήριξε πως οι μοντέρνες τέχνες και επιστήμες εξυπηρέτησαν μόνο την υπονόμευση της ανθρώπινης αρετής και ευτυχίας, η οποίες άνθισαν με τόση μεγαλειότητα στην Σπάρτη και την Ρωμαϊκή Δημοκρατία.

Ενώ η διαμάχη αυτή ξεκίνησε στη Γαλλία, διεξήχθη επίσης στην Αγγλία και τη Γερμανία. Στην Αγγλία, όπου ονομάστηκε Battle of the Books, η διαμάχη συνεχίστηκε μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα. Είχε πάνω κάτω το ίδιο υπόβαθρο. Οι Thomas Burnet και Richard Bentley, μεταξύ άλλων, υποστήριζαν την ανωτερότητα των μοντέρνων, ενώ οι Sir William Temple, Swift και Dryden υπεραμύνθηκαν των αρχαίων. Ο William Wotten αναζήτησε μια μεσαία θέση, υποστηρίζοντας πως πρέπει να διαχωρίσουμε τις τέχνες και τις επιστήμες, και να τις κρίνουμε με διαφορετικά κριτήρια. Η διαμάχη έληξε με τον θρίαμβο του κλασσικισμού του Pope, αλλά ο θρίαμβος αυτός αμφισβητήθηκε σχεδόν αμέσως από τις εκπληκτικές ανακαλύψεις του Newton, που φαίνεται πως εγκαθίδρυσαν την ανωτερότητα των μοντέρνων.

Στη Γερμανία, πολλά από τα θέματα αυτά αναδύθηκαν κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Στην περίπτωση αυτή, υπήρξε πιθανόν μια αρχικώς πιο ισχυρή υποστήριξη της ανωτερότητας της αρχαιότητας, ως αποτέλεσμα της ευρείας επίδρασης της «Ιστορίας της αρχαίας τέχνης» του Winckelmann. Σε αντίθεση προς την τοποθέτηση αυτή, οι Herder, Friedrich Schlegel και Schiller υποστήριξαν πως ήταν απαραίτητο να διακριθούν δυο διαφορετικά είδη τέχνης και να αναγνωρισθεί πως η μοντέρνα τέχνη έχει  μια διαφορετική βάση από αυτήν των αρχαίων. Ενώ ο Hegel φαινόταν να αποδέχεται μια μεσαία τοποθέτηση, που θεωρούσε πως οι διαφορετικές εποχές κυριαρχούνταν από χαρακτηριστικά για την κάθε εποχή κριτήρια, στο τέλος υποστήριξε την ανωτερότητα των μοντέρνων, αν και έδειχνε σαφώς μια βαθιά συμπάθεια για την χαμένη δόξα των αρχαίων.

Όλη αυτή η συζήτηση καταδεικνύει τη μεγάλη σημασία την οποία αποδίδει η νεωτερικότητα στην διάκριση του εαυτού της από αυτό που υπήρξε πριν από αυτήν. Ο Robert Pippin υποστήριξε πως η ανάγκη της νεωτερικότητας να επιδεικνύει την αυθεντικότητα της είναι μια αντανάκλαση της βαθιά ριζωμένης πίστης της στην αυτονομία. Μπορούμε να το πάμε και παρακάτω-η νεωτερικότητα δεν έχει ανάγκη απλώς να επιδείξει την αυθεντικότητα της, αλλά και την ανωτερότητα της ως προς τους προγόνους της. Η ιδέα της προόδου είναι με την έννοια αυτή μια λογική συνέπεια ή μια προέκταση της ιδέας της αυτονομίας στην καρδιά του προγράμματος της νεωτερικότητας.

Η σημασία των δυο αυτών ιδεών αποδεικνύεται από το γεγονός πως ήταν κεντρικές για την διανοητική κρίση η οποία αμφισβήτησε το πρόγραμμα της νεωτερικότητας (modern project). Ενώ ο παλαιότερος διαχωρισμός του επιστημονικού και του αισθητικού/ηθικού τομέα, που διοικούνταν από διαφορετικά κριτήρια και νόμους, είχε θέσει υπό αμφισβήτηση τις αρχικές απαιτήσεις της νεωτερικότητας για καθολικότητα, αυτό που πραγματικά τράβηξε το χαλί κάτω από τα πόδια του προγράμματος της νεωτερικότητας, ήταν η κωδικοποίηση του διαχωρισμού αυτού όπως τον παρουσίασε ο Kant στη διδασκαλία του περί αντινομίας. Είχε καταδείξει, πως η φύση και η ελευθερία, όπως τα είχε συλλάβει η νεωτερικότητα, δεν μπορούσαν να συνυπάρχουν, και πως η σχέση τους ήταν αναγκαστικά αντινομική. Το αρχικό όραμα της νεωτερικότητας περί μια ενοποιημένης θεωρίας που θα μπορούσε να εξηγήσει τις κινήσεις του Θεού, του ανθρώπου και του φυσικού κόσμου, έπρεπε σύμφωνα με την άποψη του να εγκαταλειφθεί. Η Γαλλική Επανάσταση, με τις υπερβολικές απαιτήσεις της για την κυριαρχία της λογικής και τήν αβυσσαλέα πραγματοποίηση τους κατά την περίοδο της Τρομοκρατίας, απλώς κατέστησε δημόσια γνωστούς τους περιορισμούς του προγράμματος της νεωτερικότητας.

Παρά τις φιλοσοφικές προσπάθειες πολλών σπουδαίων στοχαστών να λύσουν την αντινομία αυτή, ο 19ος και ο 20ος αιώνας χαρακτηρίστηκαν από ένα αυξανόμενο χάσμα μεταξύ των δυο αυτών κεντρικών στοιχείων του προγράμματος της νεωτερικότητας. Πολλοί Ρομαντικοί και μετά-καντιανοί Ιδεαλιστές, έδωσαν για παράδειγμα έμφαση στον ρόλο της ανθρώπινης ελευθερίας, αλλά απέρριψαν την θέση πως η φύση μπορούσε να εξηγηθεί ως η κίνηση της μη σκεπτόμενης ύλης ή της αλληλεπίδρασης των καθαρά φυσικών δυνάμεων. Όλα όμως τα ερωτήματα περί της νεωτερικότητας που είχαν αναδυθεί, επισκιάσθηκαν από τις σύγχρονες προόδους στις φυσικές επιστήμες και την γρήγορη ανάπτυξη ενός βιομηχανικού πολιτισμού, που έδινε έμφαση στα πλεονεκτήματα της αυξημένης ανθρώπινης δύναμης, αλλά ήταν αδιάφορος για τους τρόπους με τους οποίους η δύναμη αυτή υπέσκαπτε την ανθρώπινη αυτονομία. Και ενώ οι φιλοσοφικές και αισθητικές αμφιβολίες λίγων είχαν κάποια επίδραση στην διανοητική ζωή, λίγα μπορούσαν να διαταράξουν την αυξανόμενη δημόσια πίστη στα σχέδια της μοντέρνας επιστήμης, που φαινόταν να υπόσχεται πλατιά διαδεδομένα οφέλη για την ανθρωπότητα. Η πίστη αυτή στην πρόοδο έφτασε στο απόγειο της κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, και βρήκε την πιο μακροχρόνια έκφραση της στην φουτουριστική τέχνη και λογοτεχνία, και στα μεγάλα δημόσια μνημεία της τεχνολογίας, όπως ο Πύργος του Eiffel. Ακόμα και οι σφοδροί επικριτές βιομηχανικής κοινωνίας του 19ου αιώνα, όπως ο Μαρξ, παρέμειναν συνδεδεμένοι με τους υποβόσκοντες στόχους της νεωτερικότητας, τονίζοντας απλώς, πως απαιτούνται περαιτέρω βήματα για να διασφαλιστεί πως όλοι θα μοιραστούν τους καρπούς της προόδου.

Η κρίση της νεωτερικότητας

Η πίστη στο πρόγραμμα της νεωτερικότητας και η ιδέα της προόδου είχαν καταστραφεί από τα γεγονότα του πρώτου μισού του 20ου αιώνα. Ο Α’ ΠΠ ειδικότερα, αποκάλυψε πως η προοδευτική εξέλιξη της ανθρώπινης δύναμης δεν ήταν μόνο εποικοδομητική, αλλά θα μπορούσε να είναι αποτρόπαια καταστροφική, και πως η τεχνολογική πρόοδος δεν ήταν ταυτόσημη με την ηθική πρόοδο ή με την αυξανόμενη ευδαιμονία του ανθρώπου. Η περίοδος του μεσοπολέμου είδε την αύξηση της απαισιοδοξίας για την νεωτερικότητα στα φιλοσοφικά, όπως «Η παρακμή της Δύσεως» του Spengler, «Η κρίση των ευρωπαϊκών επιστημών» του Husserl και το «Είναι και Χρόνος» του Heidegger, όπως και στα λογοτεχνικά έργα αυτών που αποκλήθηκαν «Η χαμένη γενιά». Υπό το φως όμως αυτού που την εποχή εκείνη θεωρήθηκε ως αξιοσημείωτη κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη της Σοβιετικής Ένωσης, και ανάκαμψη της παγκόσμιας οικονομίας κατά τη δεκαετία του 1920, τα τρομακτικά γεγονότα του Μεγάλου Πολέμου φαίνεται πως ήταν απλώς στιγμιαία απόκλιση από την προοδευτική ανάπτυξη της ανθρώπινης ισχύος και ευδαιμονίας. Με την έναρξη όμως της Μεγάλης Κατάπτωσης, την άνοδο του εθνικοσοσιαλισμού και το ξέσπασμα του Β’ ΠΠ, αναδύθηκαν νέες και πιο βαθιές αμφιβολίες για την πρόοδο και το πρόγραμμα της νεωτερικότητας. Οι αμφιβολίες αυτές αναδύθηκαν στην πληρότητα τους από το Ολοκαύτωμα, μετά από το οποίο ήταν πια αδύνατο, ακόμα για τους πιο παθιασμένους νεωτεριστές να μιλούν για πρόοδο. Η αυγή του Ψυχρού Πολέμου, με την σοβιετική πολιορκία της Ανατολικής Ευρώπης το 1948 και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης από την απειλή της πυρηνικής εξάλειψης, φαίνεται πως έβαλαν το τελευταίο καρφί στο φέρετρο της νεωτερικότητας. Το πρόγραμμα της νεωτερικότητας, που για πρώτη φορά επινοήθηκε τον 17ο αιώνα, αύξησε πράγματι σε πολύ μεγάλο βαθμό την ανθρώπινη ισχύ, με τον τρόπο ακριβώς που το φαντάστηκαν οι Bacon, Descartes και Hobbes, δεν παρήγαγε όμως την ειρήνη, την ελευθερία και την ευημερία που είχαν προβλέψει. Για πολλούς μεταπολεμικούς στοχαστές φαίνεται πως οδήγησε στο να εκδηλωθεί ό,τι χειρότερο υπάρχει στην ανθρωπότητα, και με ένα εκπληκτικό τρόπο κατέδειξε την αλήθεια του ισχυρισμού του Rousseau, πως η πρόοδος στις τέχνες και τις επιστήμες αύξανε την ανθρώπινη ισχύ, αλλά ταυτόχρονα υπέσκαπτε την αρετή και την ηθική.

Η κριτική του προγράμματος της νεωτερικότητας στον απόηχο του Β’ ΠΠ πήρε διάφορες μορφές, στηριζόμενη με πολλούς τρόπους στις προηγούμενες κριτικές του Spengler, Husserl και Heidegger. Μερικοί, ακολουθώντας τον Husserl, είδαν τις καταστροφές του 20ου αιώνα ως συνέπειες μιας ελαττωματικής έννοιας της λογικής, που είχε εισαχθεί από τον Γαλιλαίο και τον Descartes. Ακολουθώντας αυτό το ρεύμα, ο Leo Strauss υποστήριξε, πως η παρούσα κρίση ήταν απλώς η τελική συνέπεια των τριών διαδοχικών κυμάτων της μοντέρνας σκέψης, που υπερκέρασαν τον αρχαίο ορθολογισμό (rationalism) και τον φυσικό νόμο, αντικαθιστώντας με την νέα τεχνολογία της ισχύος και τη διδασκαλία των φυσικών δικαιωμάτων. Η λύση για την κρίση της νεωτερικότητας, ήταν σύμφωνα με την άποψη αυτή, όχι μια εντατικοποίηση της νεωτερικότητας, αλλά η επάνοδος του αρχαίου ορθολογισμού. Σε ένα παρόμοιο ρεύμα σκέψης, η Hannah Arendt επίσης, είδε την ελπίδα ανανέωσης στην επιστροφή στον αρχαίο κόσμο, αν και τόνιζε περισσότερο την αισθητική της πολιτικής και την δημόσια ζωή της αθηναϊκής δημοκρατίας, παρά την αρχαία φιλοσοφία. Το ίδιο επικριτικός προς την νεωτερικότητα, ο Eric Voegelin είδε την αναζωογόνηση του Πλατωνικού Χριστιανισμού ως την καλύτερη ελπίδα ανανέωσης.

Μια άλλη γραμμή κριτικής είδε την κρίση της νεωτερικότητας όχι ως αποτέλεσμα των ελαττωμάτων της μοντέρνας λογικής, αλλά ως συνέπεια της αποτυχίας της δυτικής παράδοσης, η οποία άρχισε με τον Πλάτωνα και κορυφώθηκε στον Hegel και τους απογόνους του. Οι στοχαστές αυτοί δεν πίστευαν πως η λύση ήταν η επιστροφή σε μια πρωιμότερη μορφή σκέψης. Ακολουθώντας τον Heidegger περισσότερο, παρά τον Husserl, υποστήριξαν πως η οντολογική καταστροφή (αποδόμηση) τoυ δυτικού ορθολογισμού στο σύνολο του ήταν η προϋπόθεση για μια νέα αρχή. Είδαν έτσι την λύση της κρίσης της νεωτερικότητας όχι στην επιστροφή σε ένα πρό-μοντέρνο κόσμο, αλλά στην εξερεύνηση μεταμοντέρνων θαλασσών. Για στοχαστές όπως Adorno, Derrida και Deleuze, απαραίτητη για να μας ελευθερώσει από τις ασθένειες της νεωτερικότητας δεν ήταν η πλατωνική φιλοσοφία της ταυτότητας, αλλά η μετά-στρουκτουραλιστική φιλοσοφία της διαφοράς.

Σε αντίθεση τόσο ως προς τους προ-μοντέρνους όσο και τους μετά-μοντέρνους, οι υποστηρικτές του προγράμματος της νεωτερικότητας προσπάθησαν να δείξουν πως η ούτω καλούμενη κρίση της νεωτερικότητας δεν ήταν από μόνη της κάτι μοντέρνο. Μάλλον, σύμφωνα με την άποψη τους, οφείλεται σε κάτι αταβιστικό, που έχει ξαναγεννηθεί μέσα, αλλά σε αντίθεση προς την νεωτερικότητα. Ο Εθνικοσοσιαλισμός από αυτή την οπτική γωνία, δεν ήταν κάτι μοντέρνο, αλλά ένα παραλειπόμενο του τευτονικού παρελθόντος, ή ένα προϊόν της ρομαντικής αντίδρασης εναντίον της νεωτερικότητας, ή η συνέπεια του λουθηρανικού φανατισμού που ήταν ριζικά αντί-μοντέρνος. Παρομοίως, ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας του σοσιαλισμού στη Ρωσία δεν ήταν αποτέλεσμα της αδύνατης (να πραγματοποιηθεί) μοντέρνας ελπίδας της κατασκευής του ανθρώπου ως κυρίαρχου και κάτοχου της φύσεως, αλλά προϊόν της μακράς πνευματικής απολυταρχίας της ρωσικής ορθοδοξίας που ήταν εξ΄ ολοκλήρου αντί-μοντέρνα. Η λύση στην κρίση της νεωτερικότητας, όπως την έβλεπαν οι υποστηρικτές της νεωτερικότητας, δεν απαιτεί επομένως μια αποστροφή από την νεωτερικότητα και αναβίωση παλαιότερων μορφών ζωής ή στροφή προς μεταμοντέρνες εναλλακτικές, αλλά κάθαρση της νεωτερικότητας και κάψιμο-καθαρτήριο (purgation) των αταβιστικών ή ξένων (κυρίως θρησκευτικών) στοιχείων μέσα της. Βλέπουν λοιπόν τον θρίαμβο επί του φασισμού, την αύξηση της εκκοσμίκευσης, την οικονομική ανάπτυξη της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής, και πάνω απ΄όλα την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ως απόδειξη της συνεχιζόμενης ζωτικότητας του προγράμματος της νεωτερικότητας (modern project).

Η πτώση του τείχους του Βερολίνου σημείωσε το τέλος μιας εποχής που την χαρακτήριζε η σύγκρουση του ατομικιστικού φιλελευθερισμού (individualistic liberalism) και της συλλογικής απολυταρχίας. Η σύγκρουση αυτή δεν κυριάρχησε απλώς στην πολιτική κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, κυριάρχησε επίσης στην διανοητική ζωή. Η πτώση του τείχους φάνηκε λοιπόν στους υποστηρικτές της νεωτερικότητας να είναι μια ένδειξη της εσωτερικής και ακαταμάχητης δύναμης του προγράμματος της νεωτερικότητας. Όλα όσα παρέμειναν για το μέλλον ήταν μεταμόρφωση των προηγουμένως σοσιαλιστικών χωρών σε φιλελεύθερες καπιταλιστικές κοινωνίες, και ο συνεχιζόμενος εκμοντερνισμός του αναπτυσσόμενου κόσμου. Μερικοί σχολιαστές παρασυρμένοι από τον ενθουσιασμό της εποχής, είδαν την κατάσταση αυτή ως μοναδική και αποφασιστική, διακηρύσσοντας πως είναι το τέλος της ιστορίας και η πραγματοποίηση του τελικού προορισμού της ανθρωπότητας. Στην ίδια αυτή φλέβα, αλλά πιο μετριασμένο τρόπο, άλλοι είδαν πως πολλά έπρεπε ακόμα να γίνουν για να εγκαθιδρυθεί μια παγκόσμια ευημερία και διαρκής ειρήνη, αλλά πίστευαν πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί με μια βαθμιαία διαδικασία παγκοσμιοποίησης και ελευθεροποίησης (liberalization) που βασιζόταν μάλλον στα κίνητρα παρά στη δύναμη. Άλλοι, ιδιαίτερα αυτοί που ήταν προσδεδεμένοι στο μεταμοντέρνο μέλλον, έβλεπαν το τέλος του ψυχρού πολέμου ως τον θρίαμβο του ιμπεριαλιστικού φιλελευθερισμού, αλλά πίστευαν πως αυτό μπορούσε να υπερβαθεί με την αισθητική πολιτική που προσπαθούσε να εγκαθιδρύσει μια πολυπολιτισμική κοινωνία, που δε θα ήταν ηγεμονική, αλλά αγωνιστική, η οποία προχωρούσε προς τα μπρος δια της αμοιβαίας μάθησης και προσαρμογής, παρά κατάκτησης. Έτσι δε θα εξαφανίζονταν οι διαφορές και ο αγώνας θα συνεχιζόταν, το μέλλον όμως θα ήταν μια παραγωγική συνάντηση.

Η επίθεση στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου έβαλε σε αμφισβήτηση όλη αυτή την αισιοδοξία. Στον απόηχο του 9/11, η ιδέα ενός καρποφόρα αγωνιστικού πολυπολιτισμικού κόσμου υποχώρησε και αντικαταστάθηκε από το φόβο μιας επικείμενης σύγκρουσης των πολιτισμών. Εφόσον η σύγκρουση αυτή είναι στον πυρήνα της σύγκρουση μεταξύ διάνοιας και αποκάλυψης, βάζει σε αμφισβήτηση, την εύκολη μας πεποίθηση, προερχόμενη από τον Διαφωτισμό, πως  διάνοια είναι ξεκάθαρα και αδιαμφισβήτητα ανώτερη από την αποκάλυψη, και πως η θρησκεία, αν και μπορεί να έχει μια θέση στην μοντέρνα ζωή, είναι σαφώς κατώτερη. Για το λόγο αυτό θεωρείται ως ιδιωτικό αγαθό, και όχι ως μια δύναμη που πρέπει να διαμορφώσει της δημόσια ζωή μας.

Αυτό που τα γεγονότα του 9/11 θέτουν με τον ισχυρότερο τρόπο υπό αμφισβήτηση, είναι η διαδεδομένη δυτική αντίληψη, πως ο πολιτισμός θεμελιώνεται στο ορθολογικό ίδιον συμφέρον και όχι στη θρησκευτική πίστη. Ενώ υπάρχει γενική αποδοχή πως αυτό είναι αλήθεια, δεν είναι σαφές με ποια έννοια είναι αληθές. Το γεγονός πως άλλοι πιστεύουν τόσο έντονα πως δεν είναι, μας έδωσε μια μικρή επιλογή στη σύντομη διαδρομή, για να υπερασπιστούμε τον μοντέρνο κόσμο μας και τον τρόπο ζωής μας. Την ίδια όμως στιγμή είμαστε υποχρεωμένοι λόγω αυτής της αλλαγής, να επανεξετάσουμε την καταγωγή της νεωτερικότητας, και τις αποφάσεις, σε πολλές περιπτώσεις ξεχασμένες, που διαμόρφωσαν και συνεχίζουν να διαμορφώνουν τον τρόπο της ζωής μας.

Συνεχίζεται

ΣΗΜΕΡΑ Η ΕΥΗΜΕΡΙΑ, Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΕΞΑΡΤΩΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ. ΞΕΧΝΟΥΜΕ ΟΜΩΣ ΟΤΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΟΥΛΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΟΤΕ ΒΟΥΛΗΣΗ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ. ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΒΟΥΛΟΜΕΝΟΥ. ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΟΥ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΑΝΕΡΜΗΝΕΥΤΑ ΝΑ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΥΒΕΡΝΗΤΕΣ ΠΟΥ ΕΠΙΛΕΓΟΥΜΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: