Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας(5)

 Συνέχεια από: Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας

Michael Allen Gillespie

The University of Chicago Press, 2008

Εισαγωγή: Η έννοια της Νεωτερικότητας α

Μια γκρίζα μέρα του 1326 τρεις άνδρες στεκόντουσαν μέσα σε ένα πλήθος προσκυνητών στην Cathédrale Notre Dame des Doms στην Avignon. Το ρομανικό κτίσμα χρειαζόταν προφανώς επιδιόρθωση, ήταν όμως για πολύ καιρό κέντρο πνευματικής ζωής μιας πόλης που δέκα χρόνια πριν ήταν μια μικρή επαρχιακή πόλη. Πως άλλαξαν όλα αυτά! Η πόλη είχε καταστεί νέα έδρα του πάπα, και ως αποτέλεσμα αυτού βρισκόταν σε φάση μιας εντυπωσιακής αλλαγής. Ένα palais είχε κτιστεί. Λεφτά έρρεαν. Ιππότες και γραφειοκράτες, αυλικοί και πρεσβευτές ήταν παντού. Η αγορά ήταν γεμάτη με προϊόντα από όλη την Ευρώπη και το Λεβάντες. Μορφωμένοι, ποιητές και στελέχη της Εκκλησίας από κοντινές και μακρινές περιοχές πήγαιναν και έρχονταν. Η μικρή πολιτεία γινόταν ολοένα μια πραγματικής σημασίας πόλη. Το ότι οι τρεις αυτοί άνδρες ήταν παρόντες στην Θεία Λειτουργία ήταν ένδειξη μιας μεταβατικής περιόδου. Ο πρώτος ήταν Άγγλος, ο δεύτερος Ιταλός και ο τρίτος Γερμανός. Όλοι τους μιλούσαν άπταιστα λατινικά. Ο πρώτος, ένας Φραγκισκανός, ήταν νευρικός και ξεκάθαρα υπό πίεση. Ο δεύτερος, ένας νεαρός άνδρας, ήταν ντυμένος σαν δανδής και φαινόταν πως είναι bon vivant. Ο τρίτος, ένας γέρος Δομινικανός, φαινόταν χαμένος στην περισυλλογή. Όταν η Θ. Λειτουργία τελείωσε έφυγαν, και ο καθένας πήρε το δρόμο του. Οι ίδιοι και οι σύγχρονοι τους γνώριζαν ελάχιστα, πως οι διαφορετικοί δρόμοι που ακολούθησαν φεύγοντας από εκείνη τη Θεία Λειτουργία και την Avignon, θα οδηγούσε την ανθρωπότητα στην μοντέρνα εποχή.   

Σήμερα νομίζουν πολλοί πως η νεωτερικότητα έχει πια ξεπεραστεί, αλλά το 1326 δεν ήταν καν μια αντανάκλαση στο μάτι κάποιου. Οι κάτοικοι εκείνου του κόσμου δεν περίμεναν ένα φωτεινό και αστραφτερό αύριο, αλλά το τέλος των ημερών. Δεν έβλεπαν μπροστά, προς το μέλλον, ούτε πίσω προς το παρελθόν, αλλά πάνω, προς τον ουρανό, και κάτω, προς την κόλαση. Λίγη αμφιβολία υπάρχει πως θα έβλεπαν με θαυμασμό τον κόσμο μας. Εμείς όχι. Η οικειότητα γέννησε την υποτίμηση. Θεωρούμε την νεωτερικότητα δεδομένη, και συχνά τη βαριόμαστε. Επίσης νομίζουμε πως ξέρουμε τι ακριβώς είναι. Καταλαβαίνουμε όμως την νεωτερικότητα; Καταλαβαίνουμε τι σημαίνει να είναι κανείς μοντέρνος; Η βασική υπόθεση του βιβλίου αυτού είναι πως δεν ξέρουμε και δεν καταλαβαίνουμε, και πως η επίδραση των πρόσφατων γεγονότων μας το δείχνει με πολύ έντονο τρόπο.

Τι σημαίνει λοιπόν να είσαι μοντέρνος; Στην καθημερινή του χρήση, ο όρος σημαίνει να συμβαδίζεις με τη μόδα, την τελευταία λέξη, να είσαι σύγχρονος. Η κοινή αυτή χρήση του όρου περιλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της αλήθειας του πράγματος, αν το βαθύτερο νόημα και η σημασία του ορισμού σπάνια κατανοούνται. Και πράγματι, ένα από τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά της νεωτερικότητας είναι να επικεντρωνόμαστε σε αυτό που βρίσκεται ακριβώς μπροστά μας και να παραβλέπουμε έτσι τη βαθύτερη σημασία της καταγωγής μας. Αυτό όμως που υποδεικνύει η κοινή αντίληψη για τον όρο, είναι το ασυνήθιστο δεδομένο, πως στον πυρήνα του ο ορισμός σημαίνει να ορίζει κανείς τον εαυτό του ως μοντέρνο με χρονικούς όρους. Αυτό είναι αξιοσημείωτο. Στις προηγούμενες εποχές και σε άλλους τόπους, οι άνθρωποι ορίζονταν με όρους χώρας ή τόπου, ράτσας ή εθνικής ομάδας, παραδόσεων ή των θεών τους, αλλά όχι με όρους χρόνου. Φυσικά, κάθε αυτό-κατανόηση προϋποθέτει κάποια έννοια του χρόνου, σε όλες όμως τις άλλες περιπτώσεις το χρονικό στοιχείο παρέμενε στο παρασκήνιο. Οι αρχαίοι άνθρωποι τοποθετούσαν τους εαυτούς τους με βάση κάποιο σημαδιακό γεγονός, η δημιουργία του κόσμου, η έξοδος από κάποια αιχμαλωσία, μια σημαντική νίκη, ή η πρώτη Ολυμπιάδα, για να αναφέρουμε μερικά παραδείγματα. Η τοποθέτηση όμως με τους τρόπους αυτούς, που περιλαμβάνει μια χρονική αναφορά είναι διαφορετικό πράγμα από το να ορίζει κανείς τον εαυτό του με όρους χρόνου. Το να είναι κάτι (ή κάποιος) μοντέρνο, σημαίνει να είναι «νέο», ένα πρωτοφανές γεγονός στην ροή του χρόνου, ένας νέος τρόπος ύπαρξης μέσα στον κόσμο, εν τέλει, ούτε καν μορφή ύπαρξης (being), αλλά μορφή ερχομού στην ύπαρξη (becoming). Το να κατανοεί κανείς τον εαυτό του ως νέο, σημαίνει να κατανοεί τον εαυτό του ως προερχόμενο από τον εαυτό του, ως ελεύθερο και δημιουργικό με ένα ριζικό τρόπο, που δεν καθορίζεται από την παράδοση και δεν κυβερνάται από τη μοίρα ή την πρόνοια. Το να είσαι μοντέρνος σημαίνει να αυτό-ελευθερώνεσαι και να αυτό-δημιουργείσαι, και με τον τρόπο να μην είσαι απλά μέσα στην ιστορία ή την παράδοση, αλλά να δημιουργείς ιστορία. Το να είναι κανείς με συνέπεια μοντέρνος, σημαίνει όχι μόνο να ορίζει τον εαυτό του με όρους χρόνου, αλλά να ορίζει τον χρόνο με όρους της ύπαρξης του, να κατανοεί τον χρόνο ως προϊόν της ανθρώπινης ελευθερίας σε αλληλεπίδραση με τον φυσικό κόσμο. Το να είσαι μοντέρνος, σημαίνει στον πυρήνα του κάτι τιτάνιο, κάτι προμηθεϊκό. Τι μπορεί όμως να νομιμοποιήσει μια τέτοια εντυπωσιακή, τέτοια υβριστική αξίωση;

Η ερώτηση αυτή δεν απαντιέται εύκολα, μια εξέταση όμως της γενεαλογίας της έννοιας της νεωτερικότητας, μπορεί να μας βοηθήσει στο να αρχίσουμε να βλέπουμε, πως φτάσαμε νά σκεφτόμαστε  τον εαυτό μας με αυτό τον αξιοσημείωτο τρόπο, και πως μπορούμε να το δικαιολογήσουμε. Ο όρος «modern» και τα παράγωγα του προέρχονται από την λατινική λέξη modus, που σημαίνει «μέτρο», και ως μέτρο χρόνου, το ύστερο λατινικό παράγωγο modernus, από το οποίο κατάγονται όλα τα κατοπινά παράγωγα, σημαίνει «ακριβώς τώρα». Ο Κασσιόδωρος χρησιμοποίησε τον όρο τον έκτο αιώνα για να διακρίνει την εποχή του από εκείνη των προηγούμενων Ρωμαίων και πατερικών συγγραφέων. Ο όρος modernitas χρησιμοποιήθηκε κατά τον 12ο αιώνα για να διακρίνει τη σύγχρονη εποχή από τις περασμένες. Λίγο αργότερα ο όρος άρχισε να εμφανίζεται στην καθομιλουμένη. Ο Δάντης χρησιμοποίησε την ιταλική μορφή moderno γύρω στο 1300, και το 1361 ο Nicolas Oresme τη γαλλική παραλλαγή moderne. Μέχρι το 1460 όμως, ο όρος δεν χρησιμοποιήθηκε για να διακρίνει το «αρχαίο» από το «μοντέρνο», και δεν χρησιμοποιήθηκε με την σύγχρονη σημασία για να διακρίνει μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο μέχρι τον 16ο αιώνα. Ο αγγλικός όρος «modern», αναφερόμενος στις σύγχρονες εποχές εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1585, και ο όρος «modernity» δεν χρησιμοποιήθηκε μέχρι το 1627. Η έννοια της νεωτερικότητας ως ιστορικής εποχής κατανοήθηκε κατ’ αρχάς, και από τότε πολύ συχνά σε αντίθεση προς την αρχαιότητα. Ο όρος «μεσαίωνας» δεν εμφανίζεται στην αγγλική γλώσσα μέχρι το 1753, αν και ο όρος «Gothic» χρησιμοποιήθηκε με την ίδια σημασία κατά τον 16ο αιώνα, και τα λατινικά αντίστοιχα ακόμα πιο νωρίς.

Ενώ η διάκριση του παλιού και του νέου ήταν ήδη παρούσα στην αρχαιότητα, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ με την σύγχρονη σημασία, σε μεγάλο βαθμό επειδή οι όροι χρησιμοποιούνταν στη συνάφεια μιας κυκλικής αντίληψης του χρόνου, που ήταν παρούσα στη μυθολογική αντίληψη για τη φύση και την καταγωγή του κόσμου, που αργότερα έγινε αποδεκτή από τους αρχαίους φιλοσόφους και ιστορικούς. Το «νέο» στη συνάφεια αυτή ήταν σχεδόν πάντα εξισωμένο με την φθορά και την παρακμή, όπως στα «Σύννεφα» του Αριστοφάνη, όπου οι νεομοδίτικοι τρόποι των Αθηναίων αντιπαρατίθενται στα ανώτερα ήθη της γενιάς που πολέμησε στον Μαραθώνα.

Ο μεσαιωνικός Χριστιανισμός δούλεψε με αυτό το κυκλικό πλαίσιο, ανασκευάζοντας το για να ταιριάξει μέσα σε αυτό η θεολογική του αντίληψη για τον κόσμο, ως η έκπτυξη της βούλησης του Θεού. Από αυτή την οπτική γωνία  ο κόσμος έχει μια συγκεκριμένη αρχή, πορεία ανάπτυξης, και τέλος που έχει προεικονισθεί και αποκαλυφθεί αλληγορικά στη Γραφή. Βάζοντας σε ένα πλαίσιο αυτή την αντίληψη, οι χριστιανοί στοχαστές βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στην προφητεία του Δανιήλ, που περιέγραφε τον κόσμο ως μια σειρά τεσσάρων αυτοκρατοριών, τις οποίες οι ίδιοι εντόπισαν ως την Βαβυλωνιακή, την Περσική, την Μακεδονική και την Ρωμαϊκή. Στην εσχατολογία τους, ο Χριστός εμφανίζεται όταν ήρθε στην ύπαρξη η τελευταία αυτοκρατορία, και θα επιστρέψει για να εγκαταστήσει την χρυσή του εποχή, όταν φτάσει σε ένα τέλος (αυτή η τελευταία αυτοκρατορία). Για τον Χριστιανισμό λοιπόν ο χρόνος δεν περιστρέφεται σε ένα ατέλειωτο κύκλο, αλλά άρχισε με την απώλεια του παραδείσου και θα τελειώσει με την επανάκτηση του. Ο μεσαιωνικός Χριστιανός δεν φανταζόταν τον εαυτό του ως ανταγωνιστή για δύναμη και φήμη μέσα σε αυτό τον κόσμο, αλλά ως ταξιδευτή (viator) του οποίου οι πράξεις πάνω στη γη καθορίζουν την σωτηρία ή την καταδίκη του. Η ευσέβεια ήταν λοιπόν πιο σημαντική από το θάρρος ή την σοφία.

Η έννοια του «μοντέρνου» αναδύθηκε στη συνάφεια της μεταρρύθμισης της Εκκλησίας κατά τον δωδέκατο αιώνα, αν και είχε διαφορετική σημασία απ’ ότι σήμερα. Έχοντας την πεποίθηση πως βρίσκονται στην αρχή μιας νέας εποχής, οι μεταρρυθμιστές αυτοί ή οι moderni, έβλεπαν τον εαυτό τους, με τα λόγια του Bernhard του Charts (1080-1167), ως νάνους που στέκονταν στους όμως γιγάντων, ως ανθρώπους μικρότερους από τους προγόνους τους, αλλά με την ικανότητα να βλέπουν πιο μακριά. Αυτό όμως που έβλεπαν από το ύψος τους δεν ήταν ένα λαμπερό μέλλον προόδου και αυξανόμενης ευδαιμονίας, αλλά το τέλος του χρόνου που πλησίαζε. Η αντίληψη αυτή εκτέθηκε στο έργο του Joachim του Fiore (1130/35-1201/02), ο οποίος κήρυξε την εγγύτητα της τελικής εποχής, κατά την οποία ολόκληρος ο κόσμος θα γίνει ένα τεράστιο μοναστήρι. Για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης, το να είναι κανείς μοντέρνος σήμαινε να βρίσκεται στο τέλος του χρόνου, στο κατώφλι της αιωνιότητας. Ενώ αυτό το όραμα του Ιωακείμ περί της επερχόμενης εποχής του πνεύματος φαίνεται πως προλαμβάνει το όραμα της Αναγέννησης για την νέα χρυσή εποχή ή την ιδέα της νεωτερικότητας περί μιας εποχής της λογικής, η μεσαιωνική έννοια του μοντέρνου είναι ακόμα βαθιά αγκυροβολημένη στην εσχατολογική και αλληγορική αντίληψη περί χρόνου. Υπήρχε επομένως ένα τεράστιο χάσμα που χώριζε αυτή την άποψη από τις μεταγενέστερες.

Η ιδέα της νεωτερικότητας, όπως την καταλαβαίνουμε, είναι στενά συνδεδεμένη με την ιδέα της αρχαιότητας. Η διάκριση «αρχαίου» και «μοντέρνου» κατάγεται από την διάκριση, κατά τον δέκατο αιώνα, της via antiqua και via moderna. Στην αρχή αυτή ήταν μια φιλοσοφική, και όχι ιστορική διάκριση, μεταξύ των δυο θέσεων ως προς τα καθόλου (universals), συνδεόμενη με τους δυο διαφορετικούς τρόπους ανάγνωσης του Αριστοτέλη. Η via antiqua ήταν ο παλαιότερος δρόμος του ρεαλισμού, που έβλεπε τα καθόλου ως πραγματικά, ενώ η via moderna ήταν ο νέος νομιναλιστικός δρόμος, που έβλεπε τα μεμονωμένα πράγματα ως πραγματικά και τα καθόλου ως απλά ονόματα. Αυτές οι λογικές διακρίσεις προσέφεραν το σχήμα για μια νέα κατανόηση του χρόνου και του είναι.

Ενώ η έννοια της νεωτερικότητας είχε διατυπωθεί σε σύνδεση με την έννοια της αρχαιότητας, οι δυο όροι χρησιμοποιούνταν αρχικά με μια σημασία διαφορετική από τη δική μας. Ο Πετράρχης προσέφερε τη θεμελίωση για την ιδέα του «νέου» χρόνου, όταν περιέγραψε την σκοτεινή εποχή που χώριζε την αρχαιότητα από τη δική του εποχή. Ο σκοπός του βέβαια δεν ήταν κάτι «νέο» ή «μοντέρνο», αλλά η επαναφορά της αρχαίας χρυσής εποχής. Την άποψη αυτή μοιράζονταν οι ουμανιστές. Ο Lorenzo Valla για παράδειγμα, δήλωνε στα μέσα του 15ου αιώνα, πως η εποχή του αποστράφηκε την ερειπωμένη μοντέρνα εποχή στην οποία ζούσαν οι άνθρωποι μέχρι πρότινος. Ως προς αυτό τον τρόπο σκέψης, μοντέρνος δεν ήταν ο κόσμος που αναδυόταν, αλλά ο μεσαιωνικός κόσμος που περνούσε. Ο Valla δεν κατανοούσε την εποχή του ως κάτι νέο και ανεπανάληπτο, αλλά ως επαναφορά αυτού που είχε χαθεί, ως επιστροφή σε ένα παλαιότερο τρόπο ύπαρξης.

Ο όρος «modern» δεν χρησιμοποιήθηκε με την σημερινή έννοια μέχρι τον 16ο αιώνα, και τότε μόνο για να ορίσει ένα στιλ στην τέχνη. Στην πραγματικότητα, μόνο τον 17ο αιώνα, πρώτος ο Georg Horn (1666) και κατόπιν ο Christophus Cellarius (1696) περιέγραψαν ένα τριμερές σχήμα της παγκόσμιας ιστορίας, βάσει του οποίου η αρχαιότητα κράτησε μέχρι την εποχή του Κωνσταντίνου, ο Μεσαίωνας μέχρι το τέλος της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και η historia nova αρχίζει τον 16ο αιώνα.

Η ιδέα της μοντέρνας εποχής, ή όπως θα αποκληθεί αργότερα, νεωτερικότητας, ήταν μέρος της αυτό-αντίληψης που χαρακτήριζε την ευρωπαϊκή σκέψη από την εποχή του Bacon και του Descartes. Η ιδέα αυτή διέφερε ριζικά από εκείνη που χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα, καθώς βασιζόταν στην επαναστατική αντίληψη της ελευθερίας και της προόδου. Αναφερόμενος στις ανακαλύψεις του Κολόμβου και του Κοπέρνικου, ο Bacon για παράδειγμα υποστήριξε, πως η νεωτερικότητα ήταν ανώτερη της αρχαιότητας, και έθεσε την μεθοδολογία για την απόκτηση της γνώση, που θα οδηγούσε την ανθρωπότητα σε ακόμα μεγαλύτερα ύψη. Ο ίδιος γνώριζε πως η ιδέα αυτή βρισκόταν σε μειονεκτική θέση ως προς τις προκαταλήψεις της εποχής του, που έβλεπε τους αρχαίους ως αξεπέραστα μοντέλα τελειότητας, και αντιμετώπισε το πρόβλημα αυτό, διαβεβαιώνοντας πως ενώ οι Έλληνες ήταν «αρχαίοι», αυτό δεν ήταν λόγος να τους αποδίδουμε αυθεντία. Σύμφωνα με την άποψη του, ήταν απλώς αγόρια σε σύγκριση με τους άνδρες της εποχής του, καθώς τους έλειπε η ωριμότητα που δημιούργησαν οι αιώνες ανθρώπινης εμπειρίας που μεσολάβησαν. Αυτό που βρίσκεται στη βάση αυτής της αλλαγμένης εκτίμησης για την αρχαιότητα δεν ήταν απλώς μια νέα αντίληψη για τη γνώση, αλλά και μια νέα αντίληψη για το χρόνο, όχι πια ως κυκλικός και πεπερασμένος, αλλά ως γραμμικός και άπειρος. Η αλλαγή αυτή απεικονίστηκε ως η διαρκής φυσική διαδικασία, στην οποία τα ελεύθερα ανθρώπινα όντα μπορούσαν να κυριαρχήσουν και να την ελέγξουν με την εφαρμογή της κατάλληλης επιστημονικής μεθόδου. Με τον τρόπο μπόρεσαν να γίνουν κυρίαρχοι και ιδιοκτήτες της φύσεως, και με τον τρόπο αυτό να παραγάγουν ένα κόσμο πιο φιλόξενο για τον εαυτό τους.

Συνεχίζεται

ΑΥΤΕΣ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΤΩΝ ΤΕΧΝΟΚΡΑΤΩΝ, ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, ΟΙ ΝΕΟΙ ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΗΣ ΣΤΡΟΓΓΥΛΗΣ ΤΡΑΠΕΖΗΣ ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡΟΥ, ΟΙ ΟΠΟΙΟΙ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΒΓΑΛΟΥΝ ΧΡΗΜΑ ΚΑΤΑΚΤΩΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΧΡΥΣΟΦΟΡΟΥΣ ΙΕΡΟΥΣ ΤΟΠΟΥΣ. ΟΙ ΧΡΥΣΟΘΗΡΕΣ. ΟΙ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΟΙ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ ΤΟΥ ΠΛΑΝΗΤΗ.
 Η ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑ ΤΩΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΝ ΤΗΣ ΑΛΛΑΓΗΣ, ΤΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ, ΕΧΕΙ ΑΥΤΟΝ ΤΟΝ ΣΚΟΠΟ.ΤΗΝ ΣΙΩΠΗΛΗ ΑΠΟΔΟΧΗ ΤΗΣ ΛΕΗΛΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΛΟΥΤΟΥ, ΕΙΤΕ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗ ΓΗ, ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΗ ΓΗ Ή ΣΤΟΝ ΓΑΛΑΞΙΑ.
 Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΕΛΙΤ ΖΕΙ ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΤΗΣ ΝΤΙΣΝΕΥ, ΤΗΝ ΖΩΗ ΤΩΝ ΚΟΜΙΚΣ, ΣΑΝ ΣΚΙΤΣΑ. ΔΕΝ ΘΑ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΚΑΝ ΑΝΘΡΩΠΟΙ. ΘΑ ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΚΑΤΕΥΘΕΙΑΝ ΣΚΙΤΣΑ.
ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΨΕΥΔΟΥΣ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΚΟΙΜΙΖΟΥΝ ΤΗΝ ΠΑΙΔΙΚΗ ΜΑΣ ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΟΙ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, ΟΠΩΣ ΟΤΙ ΖΟΥΜΕ ΣΤΟ ΚΑΤΩΦΛΙ ΤΗΣ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ, ΑΝΤΛΟΥΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΥΣΗ. ΔΕΝ ΑΦΟΡΟΥΝ ΑΚΡΙΒΩΣ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΛΛΑ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΦΡΑΓΚΕΨΑΝ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

''Ενώ η διάκριση του παλιού και του νέου ήταν ήδη παρούσα στην αρχαιότητα, δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ με την σύγχρονη σημασία, σε μεγάλο βαθμό επειδή οι όροι χρησιμοποιούνταν στη συνάφεια μιας κυκλικής αντίληψης του χρόνου, που ήταν παρούσα στη μυθολογική αντίληψη για τη φύση και την καταγωγή του κόσμου, που αργότερα έγινε αποδεκτή από τους αρχαίους φιλοσόφους και ιστορικούς. Το «νέο» στη συνάφεια αυτή ήταν σχεδόν πάντα εξισωμένο με την φθορά και την παρακμή, όπως στα «Σύννεφα» του Αριστοφάνη, όπου οι νεομοδίτικοι τρόποι των Αθηναίων αντιπαρατίθενται στα ανώτερα ήθη της γενιάς που πολέμησε στον Μαραθώνα.''

''...Είπαμε λοιπόν ότι το μέλλον εθεωρείτο αβέβαιο και σκοτεινό, γι’ αυτό και η μοίρα «Άτροπος», που κόβει το νήμα της ζωής, και αντιπροσωπεύει το μέλλον, βοηθά την περιστροφή του αδραχτιού (σύμπαντος) με το αριστερό χέρι: http://theodotus.blogspot.com/2014/07/blog-post_12.html