Συνέχεια από: Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022
Nihilism Before Nietzsche
Michael Allen Gillespie
Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΟ ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ (DESCARTES) ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΕΓΩ
Η σκέψη ως βούληση στην οψιμότερη σκέψη του Descartes (συνέχεια)
Σε αυτή την προοπτική ο ρόλος της αμφιβολίας στο πλαίσιο της βούλησης γίνεται πρόδηλος. Η αμφιβολία, όπως όλες οι άλλες μορφές της βούλησης, έχει το αντίθετό της. Αυτό το αντίθετο, ωστόσο, δεν είναι απλώς μία ακόμη μορφή της βούλησης στην κυριολεξία. Είναι μάλλον η βεβαιότητα, η οποία είναι η ουσία της κατανόησης. Αυτό γίνεται φανερό όταν ο Descartes περιγράφει τη σκέψη στους Στοχασμούς, όπου παριστάνει ένα σκεπτόμενο πράγμα ως πράγμα το οποίο αμφιβάλλει, κατανοεί, καταφάσκει, αρνείται, επιθυμεί, απορρίπτει, και το οποίο, επίσης, φαντάζεται και αισθάνεται (ΑΤ, 7:28· CSM, 2:19). Σε αυτή την ακολουθία η αμφιβολία είναι ζεύγος με την κατανόηση με τρόπο που μοιάζει με εκείνον των υπόλοιπων μορφών της βούλησης. Όμως το ακριβές νόημα αυτής της σχέσης ανάμεσα στην αμφιβολία και στην κατανόηση είναι ασαφές. Από τη μια πλευρά φαίνεται να υποδεικνύει τον μοναδικό και αποφασιστικό ρόλο που διαδραματίζει η αμφιβολία στο πλαίσιο της βούλησης, αφού είναι το αντίθετο της κατανόησης, μιας άλλης πρωτεύουσας πνευματικής ικανότητας. Από την άλλη πλευρά φαίνεται να επισημαίνει ότι η κατανόηση αυτή καθ' εαυτήν μπορεί να είναι μορφή της βούλησης (Απαντήσεις, AT, 7:144·145 CSM, 2:103). Η σχέση αμφιβολίας και κατανόησης, ωστόσο, είναι πιο σύνθετη. Μολονότι η αμφιβολία είναι το αντίθετο της βεβαιότητας ή της κατανόησης, είναι επίσης το μέσο για να αποκτήσουμε κατανόηση, εφ’ όσον θέτει τα κριτήρια της βεβαιότητας. Η βεβαιότητα είναι αναμφισβήτητη. Η αμφιβολία για τον Descartes δεν είναι σκοπός καθ' εαυτόν, όπως ήταν για τον Σωκράτη και τον Montaigne, αλλά μέσο για ένα σκοπό που είναι ανώτερος και πιο χρήσιμος για τον άνθρωπο, για μια καθολική επιστήμη που θα επιτρέψει στον άνθρωπο να προφυλαχθεί από τις καταστροφικές συνέπειες του παντοδύναμου Θεού και να γίνει κύριος και κάτοχος της φύσης. Καθόσον όμως η επιστήμη αυτή ασχολείται με τη θεωρία για να τη θέσει στην υπηρεσία της πράξης, γίνεται η ίδια εργαλείο στα χέρια της βούλησης που επιδιώκει να κυριαρχήσει και να ιδιοποιηθεί τη φύση. Η βούληση ως αμφιβολία δεν αποβλέπει επομένως στην απορητική σοφία του Σωκράτη ή του Montaigne, ή στη θεωρητική σοφία του Αριστοτέλη και των σχολαστικών, αλλά στην επιστημονική κατανόηση του κόσμου, που αναζητά τα μυστικά της φύσης μόνο για να παρέχει πρακτικά πλεονεκτήματα στον άνθρωπο. Εάν ο άνθρωπος κατανοήσει τις αιτιώδεις σχέσεις ανάμεσα σε όλα τα πράγματα, θα μπορεί να διακόπτει και να κατευθύνει τις κινήσεις της φύσης για τους δικούς του σκοπούς. Αυτή η γνώση είναι το αρχιμήδειο σημείο που θα δώσει τη δυνατότητα στον άνθρωπο, χρησιμοποιώντας μόνο τη βούληση και τη σωματική δύναμή του, να κινήσει τον κόσμο. Η βούληση ως αμφιβολία επιδιώκει την άρνησή της στην επιστήμη προκειμένου να ανασυγκροτηθεί σε μια ανώτερη και πιο ισχυρή μορφή για την κατάκτηση του κόσμου. Με άλλα λόγια, επιστήμη και κατανόηση γίνονται απλώς εργαλεία της βούλησης.
Προκειμένου να κυριαρχήσει στη φύση, ο άνθρωπος πρέπει πρώτα να γίνει κύριος του εαυτού του. Ο πρωταρχικός στόχος της βούλησης στην κατεύθυνση της αμφιβολίας είναι, λοιπόν, η αυτοαπελευθέρωση και η αυτοδημιουργία. Ο άνθρωπος, όπως τον κατανοεί ο Descartes, είναι αλυσοδεμένος με ψευδαισθήσεις που απορρέουν από την πεπερασμένη ύπαρξή του ή του επιβάλλονται από έναν παντοδύναμο απατεώνα. Η βούληση ως αμφιβολία είναι ικανή να απελευθερώσει τον άνθρωπο από αυτές τις ψευδαισθήσεις και να δημιουργήσει τα θεμέλια για αληθινή κρίση και άρα ελεύθερη δράση. Η αμφιβολία δεν είναι κρίση αλλά μια απόφαση ότι καμία κρίση δεν μπορεί να γίνει με βεβαιότητα, ότι κάποια απορία παραμένει και, έτσι, είναι αδύνατον να επιβεβαιωθεί ή να απορριφθεί το υπό συζήτηση θέμα. Η αμφιβολία επομένως είναι η αναγνώριση της απουσίας εσωτερικού φωτός το οποίο αποκαλύπτει την αλήθεια ως αλήθεια. Ως τέτοια είναι επίσης η απόφαση να μην αποφασίζουμε, εκτός κι αν υπάρχει κάποια εναργής και πρόδηλη βάση που να το επιβάλλει με τον τάδε ή τον δείνα τρόπο. Η βούληση ως αμφιβολία, καθώς επιδιώκει τη βεβαιότητα, απορρίπτει καθετί το οποίο δεν μπορεί να επιβεβαιώσει κατηγορηματικά ως αληθές, δηλαδή καθετί για το οποίο υπάρχει έστω και η παραμικρή αμφιβολία.
Φυσικά, δεν υπάρχει εγγύηση ότι αυτή η τροχιά της αμφιβολίας θα οδηγήσει στην αλήθεια, αφού καθετί μπορεί να είναι αμφίβολο. Ο Descartes, για παράδειγμα, αμφιβάλλει για τους νόμους των μαθηματικών καθώς και για τον νόμο της αντίφασης. Αυτή η τροχιά, ωστόσο, εγγυάται ότι δεν θα δώσουμε τη συγκατάθεσή μας σε αμφίβολα πράγματα. Επομένως δεν μας αφήνει να εξαπατηθούμε και να ενεργήσουμε με τρόπους που θα έρχονται σε αντίθεση με τα βαθύτερα συμφέροντά μας (Αρχές, ΑΤ, 8Α:6· CSM, 1:194).
Ο προσδιορισμός της βούλησης ως αμφιβολίας οδηγεί στην απόρριψη όλων όσα απορρέουν από την αίσθηση, τη φαντασία και την κατανόηση (συμπεριλαμβανομένων όσων αποκαλύπτονται από την ενόραση). Με αυτό τον τρόπο η βούληση αποδεικνύει την ανωτερότητά της ως προς τις υπόλοιπες γνωσιακές ικανότητες και επιβάλλει την ανεξαρτησία της τόσο από τον Θεό όσο και από τη δημιουργία του. [Ο Sartre υποστηρίζει ότι, ενώ ο Descartes προασπίζεται μια ριζοσπαστική αντίληψη της ελευθερίας, δεν είναι αρκετά ριζοσπάστης επειδή τελικά αποδίδει αυτή την ελευθερία στον Θεό και όχι στον άνθρωπο. Jean Paul Sartre, Descartes (Παρίσι: Trois collines, 1946), σ. 9-52. Η επιχειρηματολογία που παρουσιάζεται εδώ θέτει υπό αμφισβήτηση αυτό το συμπέρασμα και εισηγείται ότι στην πραγματικότητα ο Θεός επαναπροσδιορίζεται στη βάση μιας δυνάμει απόλυτης ελευθερίας η οποία ανακαλύπτεται στον ίδιο τον άνθρωπο].
Είτε αυτός ο κόσμος είναι αιώνιο χάος είτε είναι το δημιούργημα ενός φιλεύσπλαχνου Θεού ή μιας κακόβουλης μεγαλοφυΐας, η ικανότητα της βούλησης να αμφιβάλλει εγγυάται την απαλλαγή από την εξαπάτηση. Η βούληση ως αμφιβολία είναι, λοιπόν, η απαρχή της απελευθέρωσης από κάθε αυθαίρετη και ανορθολογική εξουσία (Αρχές, ΑΤ, 8Α:6-7· CSM, 1:194-195· Έρευνα, ΑΤ, 10:525· CSM, 2:418).
Μολονότι η βούληση ως αμφιβολία είναι σε θέση να απελευθερωθεί από το σύνολο των εξωτερικών καταναγκασμών, η ελευθερία που κατακτά παραμένει απλώς αρνητική, εκτός κι αν κατορθώσει να ανακαλύψει κάποια βάση τόσο για τη δική της ύπαρξη όσο και για κάποια θετική γνώση του κόσμου που θα της επιτρέψει να επιβεβαιωθεί αποτελεσματικά καθώς αναζητεί το δικό της ευ ζην. Δίχως μια τέτοιου είδους θετική αυτοεπιβεβαίωση η βούληση παραμένει απλώς μια καταστροφική δύναμη, που αποκτά ελευθερία με τίμημα την ειρήνη και τη φρόνηση. Μια καθαρά αρνητική βούληση είναι ανεξάρτητη, αλλά συνάμα αγνοεί όχι μόνο τον κόσμο αλλά και τη δική της ύπαρξη. Πράγματι, ως απόλυτη αμφιβολία η βούληση κατακερματίζει τον κόσμο και τον εαυτό της σε εκατομμύρια κομμάτια, πράγμα που οδηγεί τον Descartes να υποθέσει ότι ο ίδιος και ο κόσμος δεν είναι τίποτα (Στοχασμοί, ΑΤ, 7:21-22· CSM, 2:14-15). Η ελευθερία της βούλησης μέσω της αμφιβολίας είναι η ελευθερία του κενού.
Αυτό είναι το σημείο στο οποίο έφθασε η σκέψη του Descartes στην αρχή του Δεύτερου Στοχασμού. Απαλλάχθηκε από κάθε εξαπάτηση, αλλά συνάμα κατακερμάτισε τον εαυτό του και τον κόσμο. Υποστηρίζει ότι φαίνεται να έχει πέσει σε πολύ βαθιά νερά και δεν είναι σε θέση να φθάσει στον πυθμένα, να κολυμπήσει ή να παραμείνει στην επιφάνεια. Αυτό το ναυάγιο της βούλησης, ωστόσο, δεν οδηγεί σε παράλυση. Στον Λόγο ο Descartes επισήμανε ότι όποιος βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση ενεργεί όπως ο άνθρωπος ο οποίος χάθηκε μέσα στο δάσος ακολουθώντας μία κατεύθυνση και εμμένοντας σε αυτή μέχρις ότου ανακαλύψει διέξοδο (ΑΤ, 6:24· CSM, 1:123). Ο Descartes ακολουθεί εδώ τη δική του συμβουλή, αποφασίζοντας να επιμείνει στην τροχιά της αμφιβολίας μέχρις ότου ανακαλύψει κάτι το οποίο είναι αναμφισβήτητο, ή, εν πάση περιπτώσει, μέχρις ότου γνωρίσει αναμφισβήτητα ότι καθετί είναι αβέβαιο. Όπως είδαμε, αυτή η τροχιά οδηγεί στη θεμελιώδη αρχή του Descartes.
Η αρχική δυσκολία για να συλλάβουμε αυτή την αρχή είναι η παραπλανητική μορφή της. Το «νοώ, άρα υπάρχω» φαίνεται να είναι η ελάσσων πρόταση και το συμπέρασμα ενός συλλογισμού. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, θα έπρεπε να υπάρχει κάποια αποσιωπημένη μείζων πρόταση, με τη μορφή «καθετί που νοεί υπάρχει». Αυτή η πρόταση, όμως, θα στηριζόταν σε γνώση που θα ήταν προγενέστερη από την ίδια την αρχή, και αυτό θα σήμαινε ότι η αρχή δεν είναι θεμελιώδης. Ο Descartes αρνείται να ερμηνεύσει αυτή την αρχή ως συλλογισμό (Απαντήσεις, ΑΤ, 7:140· CSM, 2:100). Αν και ορισμένοι μελετητές επιχειρούν να αναλύσουν την αρχή συλλογιστικά, γενικότερα υπάρχει συμφωνία ότι δεν είναι αυτή η πρόθεση του Descartes. [Η πιο αξιοσημείωτη εξαίρεση είναι ο Heinrich Scholz, ο οποίος ισχυρίζεται ότι η αποσιωπημένη μείζων πρόταση δεν είναι «καθετί που νοεί υπάρχει», αλλά «οποτεδήποτε σκέπτομαι υπάρχω». «Über das Cogito, Ergo Sum», Kant-Studien 36, αρ. 1/2 (1931): σ.126-147. Δεν υπάρχει απόδειξη όμως ότι ο Descartes συνέλαβε ποτέ αυτή την ευφυή λύση]. Εάν λάβουμε υπ’ όψιν ότι απορρίπτει τη συλλογιστική λογική, φαίνεται απίθανο να έχει στηρίξει τη σκέψη του σε κάποιο συλλογισμό.
Εφ' όσον απορρίπτουμε τη συλλογιστική ερμηνεία, θα πρέπει να αναζητήσουμε μια εναλλακτική εξήγηση για την αρχή. Ο ισχυρισμός του Descartes ότι βασίζεται σε μια απλή ενέργεια πνευματικού οράματος υποδηλώνει ότι πρόκειται για κάποια ενόραση (Απαντήσεις, ΑΤ, 7:140-141· CSM, 2:100). Βεβαιώνει, ωστόσο, ότι οι ενοράσεις και τα απλά πράγματα που γίνονται διαθέσιμα με ενόραση δεν μπορεί να είναι η βάση για την αλήθεια. Μάλιστα, ήταν ακριβώς η απόρριψη της ενόρασης που τον οδήγησε στην κατεύθυνση της αμφιβολίας. Εξ άλλου, ό,τι είναι πραγματικά απλό και ενύπαρκτο σε αυτή την αρχή δεν είναι η σύνδεση σκέψης και ύπαρξης αλλά η ίδια η σκέψη και η ίδια η ύπαρξη. Αυτά τα απλά πράγματα είναι άμεσα γνωστά, αλλά η αρχή γίνεται γνωστή μόνο ως αποτέλεσμα σκέψης.
Η θεμελιώδης αρχή του Descartes δεν είναι το συμπέρασμα ενός συλλογισμού ή μιας ενόρασης, αλλά είναι κρίση, και άρα ενέργεια της βούλησης. Ο ίδιος τη χαρακτηρίζει ως τέτοια στον «Λόγο» και στις «Αρχές» (AT, 6:33, 8Α:8-9 CSM, 1:127, 196). Στους «Στοχασμούς», ωστόσο, την αποκαλεί αναγκαίο συμπέρασμα (ΑΤ, 7:25· CSM, 2:16-17). Με αυτό δεν εννοεί ότι είναι κάποιο λογικό συμπέρασμα, αλλά ότι είναι το συμπέρασμα μιας κρίσης, η επιβεβαίωση μιας αναγκαίας συνάφειας. Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να κάνουμε τη διάκριση ανάμεσα στην απόφανση που αποτελεί τον πυρήνα της αρχής και στην αναγνώριση και στην επιβολή αυτής της απόφανσης ως θεμελιώδους αρχής. Η αλήθεια της αρχής δεν βρίσκεται στη λογική μορφή αλλά στην ενέργεια της κρίσης ή της βούλησης που την επιβάλλει ως θεμελιώδη. [Ο Jaako Hintikka ήταν ένας από τους πρώτους που διατύπωσαν αυτό το επιχείρημα, στο σημαντικό άρθρο του «Cogito, ergo sum: Inference or Performance», στο Meta-Meditations, σ. 50-76. Ίσως η καλύτερη εναλλακτική ερμηνεία δίνεται από τον Weinberg, ο οποίος υποστηρίζει ότι το cogito είναι ένα μη συλλογιστικό λογικό συμπέρασμα. Ockham, σελ. 91. Εισηγείται ότι ο Descartes υιοθετεί την τοποθέτηση των στωικών λογικών των Μεγάρων, που ήταν δημοφιλής μεταξύ των σχολαστικών κατά τον δωδέκατο και τον δέκατο τέταρτο αιώνα, ότι μια υποθετική απόφανση αληθεύει υπό την προϋπόθεση ότι η ηγούμενη είναι ασυμβίβαστη με την άρνηση της ακολουθίας της. Ο Weinberg εδώ στηρίζεται στις έννοιες conjunctio και connexio necessaria, που χρησιμοποιεί ο Descartes στους Κανόνες. Προσπαθήσαμε να δείξουμε ότι ο Descartes εγκαταλείπει αυτές τις έννοιες ως ανεπαρκείς στην οψιμότερη σκέψη του εξ αιτίας του προβλήματος της θεϊκής παντοδυναμίας. Ακόμη κι αν κανείς παραβλέπει αυτό το ζήτημα, είναι σαφές ότι η άρνηση του cogito είναι λογικά ασυμβίβαστη με την άρνηση του sum. Ο Descartes υποστηρίζει ότι αυτό είναι κάτι που ο νους πρέπει να μάθει μέσω της εμπειρίας].
Οι αποφάνσεις «νοώ, άρα υπάρχω», «αυτή η πρόταση “είμαι, υπάρχω” είναι κατ' ανάγκην αληθής κάθε φορά που την εκφέρω ή τη συλλαμβάνω με τον νου μου» και «αμφιβάλλω, άρα υπάρχω» δεν αληθεύουν λογικά αλλά αληθεύουν κατ' ανάγκην όποτε επιβάλλονται από τη βούληση. Ο Descartes περιγράφει αυτή την αναγκαιότητα της βούλησης στις Αρχές. «Δεν μπορεί να αληθεύει πως όταν εκφέρω αυτή την κρίση ο νους μου, που εκφέρει την κρίση, δεν υπάρχει» (AT, 8Α:9· CSM, 2:16-17). Υπ' αυτή την έννοια η θεμελιώδης αρχή του Descartes είναι η βούληση, η οποία κρίνει και επιβεβαιώνει τον εαυτό της ως αναγκαίο και αναμφισβήτητο είναι, με άλλα λόγια, η αυτοθεμελιωτική ενέργεια της βούλησης, η αυτοδημιουργία της.
Ο μηχανισμός αυτής της αυτοθεμελίωσης, της αυτοεπιβεβαιωτικής ενέργειας της βούλησης γίνεται κάπως σαφέστερος από τον Descartes όταν εξηγεί τη βεβαιότητα αυτής και άλλων αληθειών στις «Απαντήσεις»: «Δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε γι' αυτές εκτός κι αν τις νοούμε· όμως δεν μπορούμε να τις νοούμε δίχως συγχρόνως να πιστεύουμε ότι αληθεύουν [...]. Επομένως δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε γι' αυτές χωρίς συγχρόνως να πιστεύουμε ότι αληθεύουν· δηλαδή δεν μπορούμε ποτέ να αμφιβάλλουμε γι' αυτές» (ΑΤ, 7:145 146· CSM, 2:104· πρβλ. Αρχές, ΑΤ, 9B9-10· CSM, 1:183 184). Σε αυτό το απόσπασμα γίνεται φανερός ο αποφασιστικός ρόλος που παίζει η βούληση ως αμφιβολία στην επιβολή της αλήθειας αυτών των προτάσεων. Η αμφιβολία, καθώς είδαμε, είναι το μέσο το οποίο χρησιμοποιεί η βούληση για να απαλλαγεί από την εξαπάτηση και το λάθος, απορρίπτοντας ό,τι είναι αμφισβητούμενο ή αβέβαιο. Άρα είναι το μέσο με το οποίο ο άνθρωπος ανεξαρτητοποιείται από τον Θεό και τη δημιουργία του. Όπως είδαμε όμως, αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την άρνηση τόσο του Θεού όσο και του κόσμου, πράγμα που αφήνει τη βούληση μέσα σε ένα φαινομενικό κενό. Η θεμελιώδης αρχή του Descartes στηρίζεται στην ανακάλυψή του ότι η βούληση δεν μπορεί να αμφιβάλλει για τον εαυτό της ή να τον αρνείται, ότι τέτοιου είδους άρνηση είναι στην πραγματικότητα αυτοεπιβεβαίωση. [Ο Gerard Simon ισχυρίζεται ότι αυτή η αρχή της άρνησης είναι οντολογική και όχι απλώς λογική αρχή. «Les vérités éternelles de Descartes», σ. 126-129. Ο ίδιος ο Descartes αποφαίνεται ότι «το τίποτα προϋποθέτει το είναι, κατανοείται σε αντιπαράθεση με αυτό, αλλά το είναι καθ' εαυτό είναι πάντοτε σκέψη μέσω του τίποτα». Burman, AT, 5:153].
Με αυτό τον τρόπο η βούληση συγκροτείται ως εγώ το οποίο είναι εντελώς ελεύθερο και άτρωτο από κάθε είδους εξαπάτηση αναγεννήθηκε ως τέτοιο μέσω της δικής του αποδόμησης (ΑΤ, 7:12· CSM, 2:9). Αυτή είναι η ενέργεια μέσω της οποίας η βούληση συγκροτείται ως εαυτός, και επομένως ως θεμέλιο ή υποκείμενο πάνω στο οποίο μπορεί να στηριχθεί οτιδήποτε. [Βλ. Heidegger, Nietzsche, 2:148-158]. Πράγματι, αφού δημιουργείται από την καθολική άρνηση της αμφιβολίας, το υποκείμενο δεν έχει άλλη θέση παρά μόνο εκείνη που κατασκευάζει.
Ο αυτοθεμελιωτικός ή αυτοεπικυρωτικός χαρακτήρας της αυτοεπιβεβαίωσης της βούλησης δεν στηρίζεται στον νόμο της μη αντίφασης ή στον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα ισχυρισμών που γίνονται σε πρώτο πρόσωπο, όπως κάποιοι υποστήριξαν, αλλά στον εγγενή αναστοχαστικό χαρακτήρα κάθε σκέψης και κάθε θέλησης. [Στις Αρχές ο Descartes αποφαίνεται ότι «είναι αντίφαση να εικάζουμε πως ό,τι σκέπτεται δεν υπάρχει όταν το σκέπτομαι». AT, 8Α:7· CSM, 1:195. Δεν είναι όμως αντίφαση με την παραδοσιακή λογική έννοια, δηλαδή δεν θεωρούνται δεδομένα το Α και το ουκ Α συγχρόνως. Μάλλον θεωρείται δεδομένο ότι το Α κάνει Β και ότι όπου Β τότε Α. Αυτό όμως το γνωρίζουμε μέσω της εμπειρίας. Πιο χαρακτηριστικός για τον Descartes είναι ο ισχυρισμός ότι η θεμελιώδης αρχή του είναι πιο βέβαιη απ' ό,τι η αρχή της μη αντίφασης και η απόφανσή του στις «Απαντήσεις» ότι η αρχή της μη αντίφασης βασίζεται στο cogito ergo sum. AT, 10:522· CSM, 2:416· ΑΤ, 7:140-141· CSM, 2:100. Το cogito ergo sum, λοιπόν, παίζει στη σκέψη του Descartes τον ίδιο ρόλο που παίζει η αρχή της μη αντίφασης στον Αριστοτέλη. Scholz, «Über das Cogito, Ergo Sum», 322].
Η ακριβής φύση αυτής της αναστοχαστικότητας, ωστόσο, παραμένει ασαφής ενόσω τη συλλαμβάνουμε μόνο βάσει των αόριστων, καθημερινών ιδεών της αυτοσυνείδησης ή της υποκειμενικότητάς μας. Οφείλουμε, λοιπόν, να προσδιορίσουμε προσεκτικότερα ό,τι ο Descartes εννοεί με την αναστοχαστικότητα της σκέψης.
Συνεχίζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου