Συνέχεια από: Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022
Nihilism Before Nietzsche
Michael Allen Gillespie
Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας
ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΟ ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ (DESCARTES) ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΕΓΩ
Το EGO COGITO ERGO SUM είναι ο πολιορκητικός κριός που δημιούργησε ο Καρτέσιος (Descartes) απέναντι στον παντοδύναμο Θεό και στον απόλυτο σκεπτικισμό που είχε ως αποτέλεσμα. Είναι το ανάχωμά του για να προασπίσει τον ανθρώπινο Λόγο και την ανθρώπινη ελευθερία. Αυτή η αρχή, ωστόσο, δεν είναι απλώς ανάχωμα ή καταφύγιο· είναι επίσης το αρχιμήδειο σημείο πάνω στο οποίο στέκει ο Descartes στην προσπάθειά του να μετακινήσει τον κόσμο, η βάση για την καθολική επιστήμη, με την οποία επιδιώκει να κερδίσει τη γη για τον άνθρωπο, εκθρονίζοντας τον αυθαίρετο και ανορθολογικό Θεό και καθιστώντας τον άνθρωπο κύριο και κάτοχο της φύσης. Ο Descartes, λοιπόν, δεν πασχίζει απλώς να διατηρήσει κάποιο ψήγμα ανθρώπινης ελευθερίας και ανθρώπινου Λόγου προ της κατακλυσμιαίας επίθεσης του θεολογικού απολυτισμού, αλλά, πράγμα ακόμη πιο παράτολμο, πασχίζει να συνάξει τις δυνάμεις του ανθρώπινου πνεύματος για να επιχειρήσει μια αποφασιστική αντεπίθεση, που αποβλέπει στην επανακατάκτηση της φύσης και, επίσης, όπως θα δούμε, στην καθυπόταξη αυτού του πανίσχυρου Θεού στην αρχή του Λόγου (του ανθρώπινου).
Αυτό το πρόταγμα εδράζεται σε μια νέα ιδέα για τη σκέψη και την ύπαρξη, η οποία έρχεται σε πλήρη αντίθεση τόσο με τον σχολαστικισμό όσο και με τον νομιναλισμό. Ο σχολαστικισμός, όπως είδαμε, βασιζόταν στον οντολογικό ρεαλισμό και κατανοούσε τη σκέψη με βάση τη συλλογιστική λογική. Η νομιναλιστική επανάσταση απέρριψε την εξωπνευματική ύπαρξη των καθολικών εννοιών χάριν μιας λογικής των σημείων. Ο κόσμος, τον οποίο αυτός ο νέος τρόπος σκέψης θεωρεί δεδομένο, δεν είναι εγγενώς ορθολογικός αλλά γεγονικός [factual], δηλαδή κατασκευάστηκε (από το λατινικό facere) με κατονομασία. Η σκέψη, όπως την κατανοεί ο νομιναλισμός, είναι ονοματοδοσία και συσχετισμός ονομάτων. Εφ’ όσον όλα τα γενικά ονόματα διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα, η σκέψη κατακτά μόνο πιθανή ή υποθετική γνώση· ακόμη όμως και αυτή η γνώση καθίσταται προβληματική εξ αιτίας της άμετρης μορφής του νομιναλιστικού παντοδύναμου Θεού.
Παρ' όλο που ο Descartes προσεγγίζει και τις δύο αυτές παραδόσεις, τελικά τις απορρίπτει και αναπτύσσει ένα νέο τρόπο σκέψης. Σύμφωνα με την άποψή του, ούτε η μία ούτε η άλλη μπορεί να υπερασπιστεί τη γνώση απέναντι στη θεϊκή παντοδυναμία και στον απόλυτο σκεπτικισμό. Η σχολαστική λογική είναι απλώς μορφή της ρητορικής που εμφανίζει ως αληθοφανή την ομιλία όσων δεν γνωρίζουν τίποτα (Λόγος, ΑΤ, 6:17· CSM, 1:119· Κανόνες, ΑΤ, 10:379-380, 406· CSM, 1:20, 36-37· Έρευνα, ΑΤ, 10:516· CSM, 2:410-411). Ο νομιναλισμός απλώς ανάγει τον κόσμο στο χάος της κινούμενης ύλης και φαντάζεται πως η γνώση έγκειται στο να δίνονται ονόματα σε αισθητηριακές εντυπώσεις και να συνδέονται αυτά τα ονόματα σε αποφάνσεις (Απαντήσεις, ΑΤ, 7:182-183· CSM, 2:128). Γνώση και αίσθηση, ωστόσο, είναι δύο διαφορετικά πράγματα: Το γνωρίζειν δεν σημαίνει μόνο ότι συνδέουμε ονόματα αλλά ότι «τα πράγματα συμβολίζονται με ονόματα» (Απαντήσεις, ΑΤ, 7:178· CSM, 2:126). Ο Descartes θαυμάζει και συμμερίζεται τη λαχτάρα του Bacon για μια καθολική επιστήμη που θα εξηγεί τις αιτιώδεις σχέσεις όλων των πραγμάτων, αλλά βλέπει μεγάλες παγίδες στη νομιναλιστική κατεύθυνση του Bacon και του Hobbes. Η εμπιστοσύνη τους στην εμπειρία είναι ιδιαίτερα προβληματική, διότι, αν και τους δίνει τη δυνατότητα να αντλήσουν αληθοφανή και χρήσιμα συμπεράσματα, η εμπειρία ποτέ δεν κατακτά τη βεβαιότητα που είναι αναγκαία για να διασωθούν η επιστήμη και η ανθρώπινη ακεραιότητα από τις επιθέσεις του θεολογικού απολυτισμού και του απόλυτου σκεπτικισμού.
Η σκέψη ως ενόραση στο έργο του Descartes
Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος
Ό,τι είναι αναγκαίο σύμφωνα με τον Descartes είναι μια καθολική επιστήμη τέτοια όπως τη φανταζόταν ο Bacon, η οποία δεν θα βασίζεται όμως στην απλή εμπειρία αλλά σε μια εμπειρία κατανοημένη και αναλυμένη από ένα νέο τρόπο σκέψης. Το πρότυπο του Descartes γι' αυτό τον νέο τρόπο σκέψης είναι τα μαθηματικά. Ωστόσο είναι σε θέση να αναδομήσει όλες τις μορφές γνώσης με βάση το υπόδειγμα των μαθηματικών μόνο επειδή καταρχήν επανεξετάζει τα ίδια τα μαθηματικά. Πράγματι, τα μαθηματικά, με την αυστηρή έννοια του όρου, υπάγονται από κοινού με όλες τις άλλες θεμελιώδεις επιστήμες σε αυτό τον νέο τρόπο σκέψης, τη mathesis universalis, ή καθολική επιστήμη, με την οποία ο Descartes ελπίζει να κατακτήσει τη φύση και να καθυποτάξει τον παντοδύναμο Θεό.
Ο σκοπός της σκέψης, όπως πιστεύει ο Descartes, δεν είναι η ενατένιση αλλά η δράση, και κατά συνέπεια ο ίδιος επιδιώκει να γνωρίσει αιώνιες αλήθειες όχι χάριν των ιδίων αλλά για να κατορθώσει ο άνθρωπος να κατανοήσει τον κόσμο και να τον χρησιμοποιήσει (Λόγος, ΑΤ, 6:61-63· CSM, 1:142-143). Άρα ο Descartes δεν επιζητεί την πιο εμβριθή γνώση των ανώτερων πραγμάτων αλλά μια βέβαιη και προφανή γνώση για ό,τι είναι χειροπιαστό. Δεν ενδιαφέρεται να γνωρίσει τι είναι τελικά τα πράγματα αλλά πώς συσχετίζονται και επηρεάζονται αμοιβαία. Πιστεύει ότι αυτή η γνώση αποκτάται μόνο ως αποτέλεσμα της ορθής κρίσης. Γι' αυτό στους Κανόνες έχει ως αφετηρία τη δήλωση ότι «ο σκοπός των ερευνών μας θα πρέπει να είναι η καθοδήγηση του πνεύματος έτσι ώστε να διαμορφώνει αληθείς και εύλογες κρίσεις γύρω από οτιδήποτε συμβαίνει ενώπιόν του» (ΑΤ, 10:359 CSM, 1:9).
Η κρίση επιβεβαιώνει ή διαψεύδει ότι κάτι είναι γεγονός, ότι δύο ή περισσότερα πράγματα συσχετίζονται μεταξύ τους. Για παράδειγμα, αποφαινόμαστε ότι σώμα και έκταση σχετίζονται μεταξύ τους στον ισχυρισμό «σώμα είναι έκταση». Η κρίση αποτελεί επομένως τη βάση κάθε είδους σκέψης. Ωστόσο οι κρίσεις συχνά οδηγούν σε πλάνη και δρούμε βάσει προκατάληψης και γνώμης. Προκειμένου να αποκτήσουμε τη βέβαιη και προφανή γνώση, που είναι απαραίτητη για μια καθολική επιστήμη, είναι, λοιπόν, αναγκαίο να κατανοήσουμε την πηγή των ψευδών κρίσεων και να διαμορφώσουμε κάποια μέθοδο ή κάποιον κανόνα που θα μας βοηθήσει να αποφεύγουμε τέτοια λάθη.
Η πηγή του λάθους, σύμφωνα με τον Descartes, είναι η εσφαλμένη εμπιστοσύνη μας στις αισθήσεις και στη φαντασία, αφού αμφότερες δεν μπορούν να παρέχουν βέβαιη γνώση. Αυτή η εμπιστοσύνη μάς οδηγεί στο ψευδές συμπέρασμα ότι θα ανακαλύψουμε την αλήθεια στη σφαίρα των υλικών αντικειμένων. Η πίστη στις αισθήσεις εμφανίζεται στην παιδική ηλικία, όταν το πνεύμα εξαρτάται σε τέτοιο βαθμό από το σώμα και τις αισθήσεις, ώστε καταλήγει να αποδεχθεί τη μαρτυρία τους ως έγκυρη. Αποδεχόμαστε, έτσι, την ανεξάρτητη ύπαρξη των αντικειμένων χωρίς περαιτέρω συζήτηση. Ακόμη και όταν ενηλικιωνόμαστε, αποκτώντας κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας από το σώμα, και γινόμαστε ικανοί να κρίνουμε τα πράγματα περισσότερο ορθά, συχνά υποκύπτουμε σε προκαταλήψεις. Ενώ μπορεί να τις αναγνωρίζουμε ως παραπλανητικές, δεν είμαστε σε θέση να τις βγάλουμε από τον νου μας και συνεχώς επιστρέφουν για να διαποτίσουν τη σκέψη μας όποτε δεν απασχολεί τον νου η ανακρίβειά τους. Επιπλέον, η προσπάθεια που απαιτείται για να σκεφτούμε χωρίς τη βοήθεια των αισθήσεων και της φαντασίας, κάτι που είναι αναγκαίο για την αληθινή κρίση, σύντομα καταπονεί το πνεύμα και μας επαναφέρει στις προκαταλήψεις μας. Τελικά, προκειμένου να σκεφτούμε πρέπει να συνδέσουμε τις έννοιές μας με λέξεις, αλλά έτσι χάνουμε την επαφή με την πραγματικότητα που αντιπροσωπεύουν αυτές οι λέξεις, και κατά συνέπεια σκεπτόμαστε και μιλάμε χωρίς να κατανοούμε πραγματικά (Αρχές, ΑΤ, 8Α:33-38· CSM, 1:217-221).
Ό,τι χρειάζεται, σύμφωνα με τον Descartes, είναι μια μέθοδος για να καθοδηγεί το πνεύμα προς βέβαιη και προφανή γνώση. Αυτή η μέθοδος περιγράφεται στους Κανόνες. Η αλήθεια γύρω από τον φυσικό κόσμο ίσως είναι κρυμμένη, αλλά δεν είναι απόκρυφη, και άρα δεν χρειάζονται κάποιες απόκρυφες δυνάμεις για να τη φανερώσουμε. Η βάση για την αληθινή γνώση ανευρίσκεται στη βεβαιότητα της ενόρασης, που συλλαμβάνει ό,τι είναι φύσει υπαρκτό και αιώνιο:
"Λέγοντας «ενόραση» δεν εννοώ την κυμαινόμενη μαρτυρία των αισθήσεων ή την απατηλή κρίση της φαντασίας καθώς συμφύρει χονδροειδώς τα πράγματα, αλλά τις έννοιες ενός εναργούς και προσεκτικού πνεύματος, το οποίο είναι τόσο γαλήνιο και σαφές, ώστε δεν μπορεί να υπάρχει χώρος για αμφιβολία ως προς ό,τι κατανοούμε. Αντιστρόφως, και καταλήγουμε στο ίδιο πράγμα, ενόραση είναι η βέβαιη σύλληψη ενός εναργούς και προσεκτικού πνεύματος που απορρέει αποκλειστικά από το φως του Λόγου. Επειδή είναι απλούστερη, είναι περισσότερο βέβαιη απ' ό,τι η παραγωγή [...]. Έτσι, ο καθένας μπορεί διανοητικώς να ενορά ότι υπάρχει, ότι σκέπτεται, ότι ένα τρίγωνο αποτελείται από τρεις γραμμές, μια σφαίρα από ενιαία επιφάνεια, και τα ανάλογα. Αντιλήψεις όπως αυτές είναι πολύ περισσότερες απ' ό,τι πιστεύουν οι άνθρωποι, μια και απαξιούν να δώσουν σημασία σε τέτοια απλά ζητήματα" (ΑΤ, 10:368· CSM, 1:14).
Με αυτή την έννοια της ενόρασης, ο Descartes απομακρύνεται τόσο από τον σχολαστικισμό όσο και από τον νομιναλισμό. Η παραγωγή υποβιβάζεται σε δευτερεύοντα ρόλο και η εμπειρία υποτιμάται ως πηγή λάθους (ΑΤ, 10:365-366· CSM, 1:12). Η νέα βάση της γνώσης είναι η ενόραση όσων αληθειών γίνονται πρόδηλες με το φως του Λόγου και μόνο, με ό,τι ο Descartes αποκαλεί φυσικό φως. Η ενόραση αυτών των απλών πραγμάτων δεν μπορεί να είναι ψευδής, επειδή γίνονται ορατά άμεσα και δεν είναι το προϊόν κρίσης (AT 10:420, 432· CSM, 1:45, 53). Μάλιστα, αποτελούν τη βάση όλων των κρίσεων, και ως τέτοια δεν είναι δυνατόν να συνάγονται (ΑΤ, 10:370· CSM, 1:15).
Εφ' όσον η βεβαιότητα της ενόρασης εξαρτάται από την αμεσότητα της νοητικής σύλληψης, ο αριθμός των αξιωμάτων που είναι διαθέσιμα μέσω της απλής ενόρασης είναι σχετικά μικρός. Επομένως η παραγωγή είναι αναγκαία ως αρωγός στην ενόραση (ΑΤ, 10:368-370, 383· CSM, 1:14-15, 22). Αλήθειες οι οποίες δεν είναι άμεσα πρόδηλες συλλαμβάνονται μέσω αλληλουχίας κρίσεων που είναι ενορατικά βέβαιες σε κάθε διαδοχικό βήμα. Άρα η παραγωγή εδράζεται σε άμεση ενόραση. Αφού όμως το πνεύμα αδυνατεί να συλλάβει τέτοιου είδους αλληλουχίες με μία και μόνο ματιά, η παραγωγή εξαρτάται επίσης από τη μνήμη, η οποία μπορεί να σφάλλει. Τα λάθη της μνήμης ελαχιστοποιούνται με σχετικά απλούς παραγωγικούς συλλογισμούς, με επαναλήψεις και περαιτέρω επαναλήψεις της απόδειξης μέχρις ότου η συνολική αλληλουχία να μπορεί να συλληφθεί με κάποια μοναδική ενόραση. Για περισσότερο λεπτομερείς αποδείξεις, η απαρίθμηση των ενοράσεων στα διαδοχικά στάδιά τους θα ελαχιστοποιήσει το λάθος. Η ενόραση με αυτό τον τρόπο γίνεται ουσιώδης σε κάθε θεωρητικό συλλογισμό.
Το σύστημα σκέψης που οικοδομείται με αυτό τον τρόπο συνιστά την πραγματική γνώση. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Descartes, γνωρίζουμε πραγματικά μόνο τα απλά πράγματα και την ανάμειξή τους (ΑΤ, 10:421-427· CSM, 1:46-49), Είναι αρκετά δύσκολο όμως να διαχωρίσουμε το ένα απλό πράγμα από το άλλο ή από την αισθητηριακή αντίληψη. Ο Descartes υποστηρίζει ότι το πνεύμα θα επιτύχει αυτό τον στόχο μόνο εάν στραφεί στον εαυτό του και αφήσει κατά μέρος όλες τις εικόνες της φαντασίας, ώστε να καταφέρει να συλλάβει τέτοια απλά αλλά ακατανόητα με τη φαντασία πράγματα, όπως η αμφιβολία, η άγνοια, η ενότητα και η διάρκεια (ΑΤ, 10:419-420· CSM, 1:44-45). Η φαντασία δεν μπορεί να κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε τέτοιου είδους απλά πράγματα όπως το σώμα και η έκταση, επειδή οι αναμεταξύ τους διαφορές είναι καθαρά διανοητικές (ΑΤ, 10:444-445· CSM, 1:60).
Τα διανοητικά πράγματα είναι καθαρά επειδή δεν αλλοιώνονται από όσες εικόνες προέρχονται από την αίσθηση και εμφανίζονται στη φαντασία. Αυτή η καθαρότητα, ωστόσο, δημιουργεί ένα πρόβλημα: τα καθαρώς διανοητικά πράγματα διαχωρίζονται από την πραγματικότητα που υποτίθεται ότι συμβολίζουν και εξηγούν. Αυτό το πρόβλημα παρουσιάζεται για τον Descartes επειδή η αντίληψή του για την ενόραση διαμορφώνεται σύμφωνα με τη νεοπλατωνική, αυγουστίνεια αντίληψη για τη θεϊκή φώτιση. Αυτός ο διαχωρισμός δεν είχε μεγάλη σημασία για τον Αυγουστίνο και τους νεοπλατωνιστές, επειδή στόχος τους δεν ήταν η γνώση αυτού του κόσμου αλλά ενός ερχόμενου κόσμου, και αυτό δεν απαιτούσε κάποια καθολική επιστήμη αλλά τη γνώση του Θεού και της βούλησής του. Αυτό το δόγμα, παρ' ότι εξυπηρετούσε τους στόχους του Αυγουστίνου, παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα για τον Descartes, αφού διαχωρίζει τον πνευματικό και τον φυσικό κόσμο. Ο Descartes επομένως χρειάζεται μια γέφυρα ανάμεσα στη σφαίρα των αιώνιων αληθειών και στη σφαίρα των αισθήσεων.
Στην πρώιμη σκέψη του Descartes αυτή η γέφυρα είναι η φαντασία. Είναι το κοινό σημείο στο οποίο η ακατέργαστη ύλη της αίσθησης και οι έννοιες της ενόρασης συναντώνται για να σχηματίσουν ιδέες. Καθαρές έννοιες όπως «πολλότητα» παρέχουν συγκεκριμένη και διαφοροποιημένη μορφή στη φαντασία με βάση γεωμετρικά σχήματα και αναλογίες. Όλες οι εννοιολογικές σχέσεις κατ' αυτό τον τρόπο γίνονται κατανοητές, με βάση επίπεδα σχήματα τα οποία αναλύονται επακριβώς από μια γενική άλγεβρα. Με αυτό τον τρόπο η επιστήμη είναι δυνατόν να οργανώνει τις αιώνιες αλήθειες που αποκαλύπτονται από την ενόραση σε ένα ορθολογικό σύστημα το οποίο είναι κάτι παραπάνω από απλό νομιναλιστικό σύστημα σημείων, αφού συλλαμβάνει ό,τι υπάρχει πραγματικά, και συνάμα διαφέρει ριζικά από τις οντολογικές κατηγορίες του σχολαστικισμού.
Ενώ η ενόραση είναι η βάση για την καθολική επιστήμη του Descartes, η σχηματική αναπαράσταση στη φαντασία όσων αληθειών γίνονται προσιτές χάρη στην ενόραση είναι ο καθοριστικός σύνδεσμος ανάμεσα στη διάνοια και στις αισθήσεις, ο οποίος καθιστά δυνατή αυτή την επιστήμη (Burman, ΑΤ, 5:176-177). Μόνο η διάνοια γνωρίζει, όμως χρησιμοποιεί τις αναπαραστατικές δυνάμεις της φαντασίας ως βοήθημα για την κατανόηση. Η διάνοια υπ' αυτή την έννοια υποβοηθείται ή παρεμποδίζεται από τη φαντασία, την αίσθηση και τη μνήμη (AT, 10:398· CSM, 1:32). Συνήθως τα εξωτερικά πράγματα εντυπώνονται στις αισθήσεις και αυτές οι εντυπώσεις μεταβιβάζονται μέσω του κοινού νου στη φαντασία. Εδώ η μορφή αυτών των εντυπώσεων αφαιρείται από τη διάνοια και αναπαρίσταται σχηματικά (ΑΤ, 10:444-445· CSM, 1:60). Η ύπαρξη εξωτερικών πραγμάτων συλλαμβάνεται στη βάση αυτής της αναπαράστασης ως έκταση και ο εξωτερικός κόσμος κατανοείται ως το res extensa. Ως αναπαραστάσεις, αυτές οι μορφές είναι δυνατόν να αναλυθούν με την εφαρμογή όσων σχημάτων απορρέουν από την ενόραση. Άρα η φύση, θεωρημένη ως res extensa, περιγράφεται και κατανοείται μαθηματικά.
Αυτή η σύνδεση ενόρασης και αίσθησης στη φαντασία είναι η βάση για την κρίση. Οι εντυπώσεις των αντικειμένων, που μεταβιβάζονται με τις αισθήσεις, διασπώνται στα συστατικά τους μέρη από τη διάνοια και αναπαρίστανται στη φαντασία ως έκταση, παραβάλλονται με όσες μορφές γίνονται προσιτές με την ενόραση και λαμβάνουν συγκεκριμένη μορφή μέσω της φαντασίας. Σε αυτή τη βάση η διάνοια είναι σε θέση να επικυρώσει την αναπαριστάμενη μορφή ως αναγκαία ή δυνατή, ή να την αποκηρύξει ως αδύνατη (ΑΤ, 10:420· CSM, 1:45). Αυτός ο προσδιορισμός της δυνατότητας είναι μόνο η αφετηρία της επιστήμης. Πολλές διαφορετικές μορφές σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα είναι πιθανές. Άπαξ και οι πιθανές σχέσεις προσδιορίζονται, είναι αναγκαίο να γίνουν πειράματα για να εξακριβωθεί ποιες σχέσεις γνωστοποιούν την πραγματικότητα. Η βάση για την κρίση και για την καθολική επιστήμη του Descartes στο σύνολό της είναι επομένως η βέβαιη και προφανής γνώση που παρέχεται από την ενόραση και λαμβάνει σχηματική μορφή στη φαντασία. Γίνεται το κριτήριο βάσει του οποίου κρίνονται η εμπειρία και η φύση.
Η κρίση σφάλλει μόνο όταν συνδυάζουμε στοιχεία με τη φαντασία χωρίς αναφορά στην ενόραση. Κάποιες από αυτές τις κρίσεις μπορεί κατά τύχη να είναι αληθείς, αλλά δεν είναι βέβαιες. Ο Descartes δεν εννοεί ότι θα πρέπει να απορρίψουμε όλες αυτές τις θεωρησιακές κρίσεις, εφ' όσον αναγνωρίζει ότι οι ανάγκες της στιγμής συχνά μας υποχρεώνουν να δράσουμε. Πρέπει να αναγνωρίσουμε όμως ότι αυτές οι κρίσεις είναι υποθετικές και στην καλύτερη περίπτωση μας δίνουν μόνο «ηθική βεβαιότητα» (Αρχές, AT, 9B:327· CSM, 1:289-290). Ο μοναδικός βέβαιος δρόμος για την αλήθεια είναι η αυταπόδεικτη παραγωγή που συμπεριλαμβάνει όλες τις απλές φύσεις και τις αναμεταξύ τους σχέσεις. Το αποτέλεσμα είναι μια παραγωγική επιστήμη που καθιδρύει τις αιτιώδεις σχέσεις όλων των πραγμάτων.
Συνεχίζεται με το κεφάλαιο "Η σκέψη ως βούληση στην οψιμότερη σκέψη του Καρτέσιου"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου