Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (22)

 Συνέχεια από: Κυριακή 17 Ιουλίου 2022

    ΛΟΓΟΣ ΣΤ'

(Άσμα Ασμάτων 3,1-8)

Η ΝΥΦΗ

1. «Τις νύχτες πάνω στο κρεβάτι (στην κοίτη) μου 

αναζήτησα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου· 

τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα· 

τον φώναξα και δεν μ’ άκουσε. 

2. Θα σηκωθώ και θα φέρω γύρα στην πόλη, 

στις αγορές και στις πλατείες, 

αναζητώντας αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου· 

3. τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα.

Με βρήκαν οι φύλακες που τριγυρνούν στην πόλη.

Μήπως είδατε αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου;

4. Μόλις απομακρύνθηκα λίγο απ’ αυτούς, 

αμέσως βρήκα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου.

Τον κράτησα σφιχτά και δεν τον άφησα,

ώσπου τον έφερα στον οίκο της μητέρας μου

και τον εισήγαγα στην κάμαρα εκείνης που με γέννησε.

5. Σας όρκισα, κόρες της Ιερουσαλήμ,

στις δυνάμεις και στις εξουσίες του αγρού,

μη ξυπνήστε και μη σηκώστε την αγάπη μου ώσπου να το θελήσει.

Ο ΧΟΡΟΣ 

6. Ποιά είναι αυτή που ανεβαίνει από την έρημο,

ως καπνού στήλη, μοσχοβολώντας σμύρνα και λιβάνι

κι όλες τις αρωματικές σκόνες του μυροποιού;

Η ΝΥΦΗ

7. Να, η κλίνη εδώ του Σολομώντα·

εξήντα παλικάρια ολόγυρα

από τους δυνατούς του Ισραήλ.

8. Όλοι σπαθί κρατώντας,

καλά στον πόλεμο δασκαλεμένοι·

κάθε άντρας και σπαθί πλάι στον μηρό του

για τους φόβους της νύχτας.

Είναι τώρα καιρός να παραθέσουμε πάλι αυτολεξεί τις ίδιες τις θείες φωνές, ώστε να συνδέσουμε τους λόγους με την ανάλυσή μας. «Τις νύχτες αναζήτησα πάνω στο κρεβάτι μου τον αγαπημένο της καρδιάς μου (της ψυχής μου), τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα, τον φώναξα και δε με άκουσε. Θα σηκωθώ και θα φέρω γύρα στην πόλη, στις αγορές και στις πλατείες, και θ' αναζητήσω εκείνον που αγάπησε η καρδιά μου. Τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα. Με συνάντησαν οι φύλακες που τριγυρνούν στην πόλη. Μήπως είδατε αυτόν που αγάπησε η καρδιά μου; Μόλις απομακρύνθηκα λίγο απ' αυτούς, βρήκα αμέσως αυτόν που αγάπησε η καρδιά μου. Τον κράτησα και δεν τον άφησα, ώσπου τον εισήγαγα στο σπίτι της μάνας μου, στην κάμαρα αυτής που με γέννησε».

Μετά από αυτά από καλοσύνη πάλι απευθύνει το λόγο και στις κοπέλες της Ιερουσαλήμ, που προηγουμένως αντιπαραβάλλοντάς τις με την ομορφιά της νύμφης που την παρομοίασε με κρίνο ο Λογος τις χαρακτήρισε αγκάθια και με τον όρκο στ' όνομα των δυνάμεων του κόσμου τις παρακινεί στο ίσο μέτρο της αγάπης, ώστε το θέλημα του νυμφίου να ενεργοποιηθεί και σ᾽ αυτές. Έχει λεχθεί στα προηγούμενα τι είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο λειτουργούν οι εξουσίες και οι δυνάμεις και τι είναι το θέλημα εκείνου που δέχεται αγάπη από την καρδιά και όλη την ψυχή, ώστε δε χρειάζεται με τα ίδια πάλι να παρατείνουμε το λόγο, αφού η άποψη που εξετάσαμε στα προηγούμενα φανερώνει ικανοποιητικά κι αυτό που εννοείται στο σημείο αυτό. 

Αλλά ας προχωρήσει ο λόγος στη συνέχειά του, μήπως μπορέσουμε κι εμείς να συνανεβούμε μαζί με την τέλεια περιστερά που φτερουγίζει στα ύψη και ν' ακούσουμε τη φωνή των φίλων του νυμφίου που τους γεμίζει θαυμασμό η άνοδός της από την έρημο. Το πράγμα αυτό κάνει μεγαλύτερη την έκπληξη των θεατών, αν η έρημος βλαστάνει τέτοια νύμφη που να μιμείται την ομορφιά των δέντρων, που καλλιεργούνται στην έρημο για τον καπνό του θυμιάματός τους. Και τα θυμιάματα ήταν η σμύρνα και το λιβάνι. Μαζί με τον καπνό από αυτά που κάποια σκόνη μαζευόταν από εξαχνωμένα αρώματα και συνανάβαινε, ώστε αντί σκόνη ανακατεύονταν με τον αέρα τα χυμένα αρώματα που έκαναν να ψηλώνει ο αχνός στον αέρα.

Η διατύπωση είναι η εξής· «Ποια είναι αυτή που ανεβαίνει από την έρημο σαν στήλη καπνού, μοσχοβολώντας σμύρνα και λιβάνι κι από όλες τις σκόνες του μυροπώλη;». Αν προσέξει κανένας λεπτομερώς όσα ειπώθηκαν, θα βρει την αλήθεια της διδασκαλίας που σκεφτήκαμε προηγουμένως. Όπως δηλαδή στις θεατρικές παραστάσεις, αν και είναι οι ίδιοι αυτοί που υποδύονται τα πρόσωπα του έργου που τους ανέθεσαν, θεωρούνται όμως διαφορετικοί αυτοί που με τα διαφορετικά προσωπεία εναλλάσσουν τα πρόσωπα που παίζουν, κι αυτός που τώρα φαίνεται δούλος ή ιδιώτης σε λίγο παρουσιάζεται πρωτοπαλίκαρο και πολεμιστής, και πάλι εγκαταλείποντας το σχήμα του υποταχτικού παίρνει το ρόλο του στρατηγού ή υποδύεται το πρόσωπο του βασιλιά, έτσι και στην προκοπή στην αρετή· αυτοί που με την επιθυμία των υψηλότερων μεταμορφώνονται από δόξα σε δόξα δεν παραμένουν πάντοτε στον ίδιο χαρακτήρα, αλλά ανάλογα με την τελειότητα που πετυχαίνει κάποιος κάθε φορά με τα αγαθά λάμπει ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας στη ζωή που φαίνεται ν' αλλάζει και να γίνεται διάφορος με την επαύξηση των αγαθών. Γι' αυτό νομίζω παραξευνεύονται μ' αυτό που βλέπουν οι φίλοι του νυμφίου, που πρώτα την ήξεραν ωραία, αλλά ωραία ανάμεσα στις γυναίκες, έπειτα όμως τονίζουν την ομορφιά της, ομοιάζοντάς την με το χρυσάφι που έχει στίγματα ασημιού. Τώρα όμως χωρίς να βλέπουν κανένα από τα προηγούμενα σημάδια, αλλά χαρακτηρίζοντάς την από τα υψηλότερα, θαυμάζουν όχι μόνο που ανέβηκε, αλλά από που ξεκίνησε. Αυτό είναι που μεγαλώνει την έκπληξή τους. Βλέπουν να είναι μία αυτή που ανεβαίνει, αλλά παρομοιάζουν το θέαμα με ολόκληρο άλσος. Γιατί νομίζουν πως βλέπουν ν' ανεβαίνουν στα ύψη κορμοί και να μεγαλώνουν κι εκείνο που τροφοδοτεί τους κορμούς αυτούς δεν είναι γόνιμη και γεμάτη νερά γη, αλλά ξερή και διψασμένη και έρημη.

Πού ριζώνουν λοιπόν οι κορμοί αυτοί και από που αυξάνουν; Ρίζα τους είναι η σκόνη από τα αρώματα, αρδεύονται από τον καπνό των θυμιαμάτων που με τις ευωδιές του δροσίζει αυτό το άλσος. Πόσο μεγάλο έπαινο αποτελεί ο λόγος γι' αυτήν που της προσμαρτυρεί τέτοιες ιδιότητες. Το ότι ρωτάει ο ένας τον άλλο γι' αυτήν που φάνηκε, επειδή παρουσιάζεται με κάποια άλλη μορφή και όχι με την πρότερη, είναι εγκώμιο παντέλειο της προκοπής στην αρετή που αναγνωρίζει σ' αυτήν πολλή παραλλαγή και μεταβολή (μετάσταση) προς το καλύτερο. Η φωνή είναι ανθρώπων που παραξενεύονται και θαυμάζουν τη μορφή που θάλλει πέρα από τη συνηθισμένη όψη, επειδή προηγουμένως αυτή που ανεβαίνει από την έρημο μας φαινόταν μαύρη. Πώς έπλυνε το πρόσωπό της κι απαλλάχτηκε από τη σκοτεινή μορφή; Πώς τώρα αστράφτει από χιονόλευκη ομορφιά (χιονώδες κάλλος); Είναι η έρημος που φαίνεται αιτία γι' αυτά, που την έκανε να τιναχτεί στα ύψη σαν βλαστός και να παίρνει αυτό το είδος της ομορφιάς. Γιατί το ανέβασμα προς το ύψος δεν το επέτυχε από μια τυχαία σύμπτωση ούτε με κάποια κλήρωση χωρίς λογική, αλλά με δικούς της αγώνες απόχτησε την ομορφιά, μ' εγκράτεια και επιμέλεια. Έτσι κάποτε και η ψυχή του προφήτη ένιωσε τη δίψα της θείας πηγής, επειδή η σάρκα του είχε γίνει έρημος, απάτητη και χωρίς νερό και άναψε μέσα του η θεία δίψα.

Η ανάβασή της λοιπόν από την έρημο μαρτυρεί γι' αυτήν ότι ανέβηκε σε τόσο ύψος με την προσοχή και την εγκράτεια, ώστε να θαυμάσουν και οι φίλοι του νυμφίου, που εξηγούν την ομορφιά της με πολλά παραδείγματα, γιατί τέτοια που είναι δεν μπορεί να περιληφθεί σ' ένα μονάχα. Πρώτα παρομοιάζουν την ομορφιά της με κορμό και μάλιστα όχι με ένα, αλλ' η παρομοίωση για το θαυμασμό της απλώνεται σε πλήθος δέντρων, για να μπορέσει να γίνει ολοφάνερο πόσο πολύμορφες και ποικίλες είναι οι αρετές με την περιγραφή του άλσους. Έπειτα στην απεικόνιση της ομορφιάς χρησιμοποιείται ο καπνός από τα θυμιάματα κι αυτός όχι απλός, αλλά από ανάμιξη σμύρνας και λιβανιού, ώστε από τα δύο ν' αποτελεστεί μία χάρη των αρωμάτων, που τονίζουν την ομορφιά της νύμφης. Άλλο εγκώμιό της αποτελεί η ανάμιξη των αρωμάτων αυτών. Η σμύρνα είναι κατάλληλη για την ταφή των σωμάτων, ενώ το λιβάνι είναι αφιερωμένο για να τιμάται το θείο. Όποιος λοιπόν είναι ν' αφιερωθεί στην υπηρεσία του Θεού δεν θα γίνει αλλιώς λιβάνι που καίεται για το Θεό, αν δε γίνει πρώτα σμύρνα, δηλαδή αν δε νεκρώσει τα μέλη του πάνω στη γη, ενταφιαζόμενος μαζί μ' εκείνον που δέχτηκε για χάρη μας το θάνατο και καταδέχτηκε στη σάρκα του με τη νέκρωση των μελών του εκείνη τη σμύρνα που χρησιμοποιήθηκε στον ενταφιασμό του Κυρίου. Όταν γίνουν αυτά, όλα τα είδη των αρωμάτων της αρετής μέσα στον κύκλο της ζωής, όπως μέσα σε ένα γουδί κοπανισμένα και λεπτοποιημένα, φτιάχνουν το ευχάριστο εκείνο σύννεφο σκόνης (κονιορτό), που όποιος το αναπνεύσει μοσχοβολάει πλημμυρώντας από την ευωδιασμένη πνοή (του μεμυρισμένου Πνεύματος πλήρης γενόμενος).


Το πρωτότυπο κείμενο
Καιρὸς δ' ἂν εἴη πάλιν ἐπ' αὐτῆς τῆς λέξεως παραθέσθαι τὰς θείας φωνάς, ὥστε τοῖς θεωρηθεῖσιν ἐφαρμοσθῆναι τὰ ῥήματα· Ἐπὶ κοίτην μου ἐν νυξὶν ἐζήτησα ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου, ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν, ἐκάλεσα αὐτὸν καὶ οὐχ ὑπήκουσέ μου. ἀναστήσομαι δὴ καὶ κυκλώσω ἐν τῇ πόλει ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ ἐν ταῖς πλατείαις καὶ ζητήσω ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου. ἐζήτησα αὐτὸν καὶ οὐχ εὗρον αὐτόν. εὕροσάν με οἱ τηροῦντες οἱ κυκλοῦντες ἐν τῇ πόλει. μὴ ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου εἴδετε; ὡς μικρὸν ὅτε παρῆλθον ἀπ' αὐτῶν, ἕως οὗ εὗρον ὃν ἠγάπησεν ἡ ψυχή μου. ἐκράτησα αὐτὸν καὶ οὐκ ἀφῆκα αὐτόν, ἕως οὗ εἰσήγαγον αὐτὸν εἰς οἶκον μητρός μου καὶ εἰς ταμιεῖον τῆς συλλαβούσης με. 

Ἐπὶ τούτοις πάλιν ὑπὸ φιλανθρωπίας καὶ ταῖς θυγατράσιν Ἰερουσαλὴμ διαλέγεται, ἃς ἐν τοῖς ἔμπροσθεν συγκρίσει τοῦ τῆς νύμφης κάλλους τοῦ παρεικασθέντος τῷ κρίνῳ ἀκάνθας ὁ λόγος ὠνόμασε, καὶ διὰ τοῦ ὅρκου τῶν ἐν τῷ κόσμῳ δυνάμεων πρὸς τὸ ἴσον τῆς ἀγάπης διανίστησι μέτρον, ὥστε τὸ θέλημα τοῦ νυμφίου καὶ ἐπ' αὐτῶν ἐνεργὸν γενέσθαι. εἴρηται δὲ ἐν τοῖς φθάσασι τίς τε ὁ κόσμος, ἐν ᾧ αἱ ἰσχύες καὶ αἱ δυνάμεις, καὶ τί τὸ θέλημα τοῦ ἐξ ὅλης καρδίας τε καὶ ψυχῆς ἀγαπωμένου, ὡς μὴ χρείαν εἶναι πάλιν διὰ τῶν αὐτῶν τὸν λόγον μηκύνεσθαι τῆς προθεωρηθείσης ἡμῖν ἐν τοῖς ῥήμασι διανοίας καὶ τὸ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ νοούμενον ἱκανῶς φανερούσης. ἀλλὰ πρὸς τὸ ἐφεξῆς τῷ λόγῳ προΐωμεν, εἴ πως γένοιτο δυνατὸν καὶ ἡμῖν συναναβῆναι τῇ τελείᾳ περιστερᾷ πρὸς τὸ ὕψος ἀνιπταμένῃ καὶ ἀκοῦσαι τῆς τῶν φίλων τοῦ νυμφίου φωνῆς ἐν θαύματι ποιουμένων τὴν ἀνάβασιν αὐτῆς τὴν ἐκ τῆς ἐρήμου, ὃ δὴ καὶ μᾶλλον πλεονάζει τοῖς θεαταῖς τὴν ἔκπληξιν, εἰ τοιαύτην ἡ ἔρημος ἀναδίδωσι, ὡς μιμεῖσθαι δένδρων κάλλος τῶν ἐν τῇ ἐρήμῳ διὰ τὸν ἀτμὸν τοῦ θυμιάματος γεωργουμένων. τὰ δὲ θυμιάματα σμύρνα καὶ λίβανος ἦν. τῷ δὲ ἀπὸ τούτων ἀτμῷ καὶ κονιορτός τις διὰ τῶν λεπτοποιηθέντων ἀρωμάτων συνηγείρετό τε καὶ συνανέβαινεν, ὡς ἀντὶ κόνεως εἶναι τῆς ἀνακεκραμένης πρὸς τὸν ἀέρα τὴν λεπτομερῆ τῶν ἀρωμάτων διάχυσιν, δι' ἧς ὄρθιος ὁ κονιορτὸς ἦν καὶ μετέωρος. 

ἔχει δὲ οὕτως ἡ λέξις· Τίς αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ἐκ τῆς ἐρήμου ὡς στελέχη καπνοῦ τε θυμιαμένη σμύρνα καὶ λίβανος ἀπὸ πάντων κονιορτῶν μυρεψοῦ; εἴ τις ἀκριβῶς ἐπιστήσειε τοῖς εἰρημένοις τὸν νοῦν, εὑρήσει τοῦ προκατανοηθέντος ἡμῖν δόγματος τὴν ἀλήθειαν· ὥσπερ γὰρ ἐν ταῖς πομπαῖς τῶν θεάτρων, κἂν οἱ αὐτοὶ ὦσιν οἱ τὴν προτεθεῖσαν αὐτοῖς ἱστορίαν ὑποκρινόμενοι, ὅμως ἕτεροι ἐξ ἑτέρων νομίζονται φαίνεσθαι οἱ τῇ διαφορᾷ τῶν προσωπείων τὸ εἶδος τὸ περὶ αὐτοὺς ἐναμείβον τες καὶ ὁ νῦν δοῦλος ἢ ἰδιώτης φαινόμενος μετ' ὀλίγον ἀριστεύς τε καὶ στρατιώτης ὁρᾶται καὶ πάλιν καταλιπὼν τὸ ὑποχείριον σχῆμα στρατηγικὸν εἶδος ἀναλαμβάνει ἢ καὶ βασιλέως μορφὴν ὑποδύεται, οὕτω καὶ ἐν ταῖς κατὰ τὴν ἀρετὴν προκοπαῖς οὐ πάντοτε τῷ αὐτῷ παραμένουσι χαρακτῆρι οἱ ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν διὰ τῆς τῶν ὑψηλοτέρων ἐπιθυμίας μεταμορφούμενοι, ἀλλὰ πρὸς λόγον τῆς ἀεὶ κατορθωθείσης ἑκάστῳ διὰ τῶν ἀγαθῶν τελειότητος ἴδιός τις τῷ βίῳ χαρακτὴρ ἐπιλάμπει ἄλλος ἐξ ἄλλου γινόμενός τε καὶ φαινόμενος διὰ τῆς τῶν ἀγαθῶν ἐπαυξήσεως. διό μοι δοκοῦσι ξενίζεσθαι πρὸς τὸ φαινόμενον οἱ φίλοι τοῦ νυμφίου οἱ πρότερον μὲν αὐτὴν ἐγνωκότες καλὴν ἀλλ' ὡς ἐν γυναιξὶ καλήν, μετὰ ταῦτα δὲ δι' ὁμοιότητος χρυσίου μετὰ στιγμάτων ἀργυρίου τὸ κάλλος αὐτῆς ὡραΐζοντες. νυνὶ δὲ μηδὲν τῶν προλαβόντων σημείων περὶ αὐτὴν καθορῶντες ἀλλ' ἀπὸ τῶν ὑψηλοτέρων χαρακτηρίζοντες θαυμάζουσιν οὐ μόνον τὴν ἄνοδον ἀλλὰ καὶ ὅθεν ἀνέδραμεν· τοῦτο γάρ ἐστιν ὃ τὴν ἐπίτασιν ποιεῖ τῆς ἐκπλήξεως· μία ὁρᾶται ἡ ἀναβαίνουσα, καὶ ἄλσει δένδρων τὸ φαινόμενον παραβάλλεται· στελέχη γὰρ ὁρᾶσθαι νομίζεται εἰς ὕψος ἀνατρέχοντα καὶ αὐξανόμενα, τὸ δὲ ὑποτρέφον τὰ στελέχη ταῦτα οὐ πίων τίς ἐστι γῆ καὶ κατάρρυ τος, ἀλλ' αὐχμηρὰ καὶ διψώδης καὶ ἔρημος. 

τίνι τοίνυν ἐνριζοῦται τὰ στελέχη ταῦτα καὶ πόθεν αὔξεται; ῥίζα μὲν αὐτοῖς ἡ τῶν ἀρωμάτων κόνις ἐστίν, ἀρδεία δὲ ὁ ἐκ τῶν θυμιαμάτων ἀτμὸς ἐπιδροσίζων διὰ τῆς εὐωδίας τοῦτο τὸ ἄλσος. ὅσον ἔπαινον περιέχει τῆς ἐπὶ τοῖς τοιούτοις μαρτυρη θείσης ὁ λόγος. τό τε γὰρ ἀλλήλους διερωτᾶν περὶ τῆς ὀφθείσης ὡς ἐν ἄλλῳ δεικνυμένης τῷ εἴδει καὶ οὐ κατὰ τὴν προτέραν μορφὴν ἐγκώμιόν ἐστι τῆς κατ' ἀρετὴν προκοπῆς τελεώτατον πολλὴν αὐτῇ μαρτυροῦν τὴν πρὸς τὸ κρεῖττον παραλλαγὴν καὶ μετάστασιν· ξενιζομένων γάρ ἐστιν ἡ φωνὴ παρὰ τὸ σύνηθες εἶδος ἐν θαύματι ποιουμένων τὴν ἐπανθοῦσαν μορφὴν ὅτι· αὕτη ἡ ἀναβαίνουσα ἐκ τῆς ἐρήμου μέλαινα τὸ πρότερον ἡμῖν ἑωρᾶτο. πῶς τὴν σκοτεινὴν μορφὴν ἀπεκλύσατο; πῶς αὐτῇ χιονῶδες ἐπαστράπτει τὸ κάλλος; ἡ ἔρημός ἐστιν ὡς ἔοικεν αἰτία τούτων, ἡ καθάπερ τι ἔρνος ἀναδραμεῖν αὐτὴν εἰς ὕψος ποιήσασα καὶ πρὸς τὸ τοιοῦτον μεταβάλλουσα κάλλος· οὐ γὰρ ἐξ αὐτομάτου τινὸς συντυχίας οὐδὲ κατ' ἄκριτόν τινα ἀποκλήρωσιν γέγονεν αὐτῇ ἡ πρὸς τὸ ὕψος ἀναδρομή, ἀλλ' ἐξ οἰκείων πόνων δι' ἐγκρατείας τε καὶ ἐπιμελείας τὸ κάλλος ἐκτήσατο. οὕτω ποτὲ καὶ ἡ τοῦ προφήτου ψυχὴ διψώδης ἐγένετο τῆς θείας πηγῆς, ἐπειδὴ αὐτῷ ἡ σὰρξ ἔρημός τε καὶ ἄβατος καὶ ἄνυδρος γενομένη τὸ θεῖον δίψος ἐν ἑαυτῇ παρεδέξατο. 

τὸ τοίνυν ἐκ τῆς ἐρήμου ἀναβαίνειν αὐτὴν μαρτυρίαν περιέχει τοῦ διὰ προσοχῆς τε καὶ ἐγκρατείας εἰς τοσοῦτον ὕψος ἀναδραμεῖν, ὡς καὶ τοῖς φίλοις τοῦ νυμφίου θαῦμα γενέσθαι, οἳ διὰ πολλῶν ὑποδειγμάτων τὸ κάλλος αὐτῆς ἑρμηνεύουσιν, ἐπειδὴ δι' ἑνὸς ἅπαν περιληφθῆναι οὐχ οἷόν τε ἦν· πρῶτον μὲν γὰρ στελέχει τὴν ὥραν εἰκάζουσι καὶ οὐδὲ τοῦτο ἑνί, ἀλλ' εἰς πλῆθος δένδρων ἄγεται τῶν ἐν αὐτῇ θαυμάτων ἡ εἰκασία, ὡς ἂν τὸ πολυειδὲς καὶ ποικίλον τῶν ἀρετῶν τῇ ὑπογραφῇ τοῦ ἄλσους διαδεικνύοιτο· εἶτα καπνὸς ἐκ θυμιαμάτων εἰς τὴν εἰκόνα τοῦ κάλλους παραλαμβάνεται καὶ οὐδὲ οὗτος ἁπλοῦς ἀλλὰ σμύρνης καὶ λιβάνου συγκεκραμένων, ὡς μίαν ἐξ ἀμφοῖν γενέσθαι τῶν ἀτμῶν τὴν χάριν, δι' ὧν τὸ τῆς νύμφης ὑπογράφεται κάλλος· ἄλλος ἔπαινος αὐτῆς ἡ τῶν ἀρωμάτων τούτων γίνεται μίξις· ἡ σμύρνα πρὸς τὸν ἐνταφιασμὸν τῶν σωμάτων ἐπιτηδείως ἔχει, ὁ δὲ λίβανος κατά τινα λόγον ἀφιέρωται τῇ τοῦ θείου τιμῇ. ὁ τοίνυν ἑαυτὸν μέλλων ἀνατιθέναι τῇ τοῦ θεοῦ θεραπείᾳ οὐκ ἄλλως ἔσται λίβανος τῷ θεῷ θυμιώμενος, εἰ μὴ πρότερον σμύρνα γένοιτο, τουτέστιν εἰ μὴ τὰ ἐπὶ τῆς γῆς ἑαυτοῦ μέλη νεκρώσειε συνταφεὶς τῷ ὑπὲρ ἡμῶν ἀναδεξαμένῳ τὸν θάνατον καὶ τὴν σμύρναν ἐκείνην τὴν εἰς τὸν ἐνταφιασμὸν τοῦ κυρίου παραληφθεῖσαν τῇ σαρκὶ τῇ ἰδίᾳ διὰ τοῦ νεκρῶσαι τὰ μέλη καταδεξάμενος. ὧν γενομένων πᾶν εἶδος τῶν κατ' ἀρετὴν ἀρωμάτων ἐν τῷ κύκλῳ τοῦ βίου καθάπερ ἐν θυΐᾳ τινὶ λεπτοποιηθέντων τὸν ἡδὺν ἐκεῖνον κονιορτὸν ἀπεργάζεται, ὃν ὁ ἀναλαβὼν ἐν τῷ ἄσθματι εὔπνους γίνεται τοῦ μεμυρισμένου πνεύματος πλήρης γενόμενος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: