Συνέχεια από: Κυριακή 1 Μαΐου 2022
ΛΟΓΟΣ ΣΤ'
(Άσμα Ασμάτων 3,1-8)
Η ΝΥΦΗ
1. «Τις νύχτες πάνω στο κρεβάτι (στην κοίτη) μου
αναζήτησα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου·
τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα·
τον φώναξα και δεν μ’ άκουσε.
2. Θα σηκωθώ και θα φέρω γύρα στην πόλη,
στις αγορές και στις πλατείες,
αναζητώντας αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου·
3. τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα.
Με βρήκαν οι φύλακες που τριγυρνούν στην πόλη.
Μήπως είδατε αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου;
4. Μόλις απομακρύνθηκα λίγο απ’ αυτούς,
αμέσως βρήκα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου.
Τον κράτησα σφιχτά και δεν τον άφησα,
ώσπου τον έφερα στον οίκο της μητέρας μου
και τον εισήγαγα στην κάμαρα εκείνης που με γέννησε.
5. Σας όρκισα, κόρες της Ιερουσαλήμ,
στις δυνάμεις και στις εξουσίες του αγρού,
μη ξυπνήστε και μη σηκώστε την αγάπη μου ώσπου να το θελήσει.
Ο ΧΟΡΟΣ
6. Ποιά είναι αυτή που ανεβαίνει από την έρημο,
ως καπνού στήλη, μοσχοβολώντας σμύρνα και λιβάνι
κι όλες τις αρωματικές σκόνες του μυροποιού;
Η ΝΥΦΗ
7. Να, η κλίνη εδώ του Σολομώντα·
εξήντα παλικάρια ολόγυρα
από τους δυνατούς του Ισραήλ.
8. Όλοι σπαθί κρατώντας,
καλά στον πόλεμο δασκαλεμένοι·
κάθε άντρας και σπαθί πλάι στον μηρό του
για τους φόβους της νύχτας.
Αλλά όλα αυτά τα μαθαίνουμε με την ανάλυση των λόγων που έχουμε μπροστά μας και που μας διδάσκουν σαφώς ότι δεν περιορίζεται από κανένα πέρας το μεγαλείο της θείας φύσης ούτε κανένα μέτρο γνώσεως γίνεται όριο στην κατανόηση αυτών που ζητούνται, που έπειτα από αυτό πρέπει να σταματήσει αυτός που ορέγεται τα υψηλά. Αλλά ο νούς που τρέχει προς τα άνω να είναι, εξαιτίας της κατανόησης των υψηλών, σε τέτοια θέση, ώστε όλη η τελειότητα της γνώσης που μπορεί να επιτύχει η ανθρώπινη φύση να γίνει αρχή της επιθυμίας για τα υψηλότερα. Πρόσεξε τώρα με ακρίβεια αυτόν τον λόγο που έχουμε μπροστά μας να εξετάσουμε, προκατανοώντας το εξής· ότι η σωματική περιγραφή του ποιήματος είναι ένας θάλαμος νυφικός και μια προετοιμασία γάμου, τα οποία δίνουν το υλικό στην θεώρησή μας. Του υλικού αυτού η φιλοσοφία, μεταφέροντας τις εμφάσεις των νοημάτων προς το καθαρό και άϋλο δια των όσων επιτελούνται μέσα σ' αυτά, προάγει τα δόγματα, χρησιμοποιώντας τα ταυτόχρονα με τα αινίγματα όσων έχουν επιτευχθεί, για να γίνουν σαφή τα δηλούμενα.
Επειδή λοιπόν ο λόγος υπέθεσε την ψυχή ως νύμφη και αυτός που αγαπά με όλη την καρδιά και την ψυχή και τη δύναμή της ονομάζεται νυμφίος, στη συνέχεια αυτή που έφτασε στο ακρότατο σημείο της ελπίδας της όπως θεωρούσε και νομίζοντας ότι έχει πλέον ενωθεί με τον ποθητό της ονομάζει κλίνη την τελειότερη μετουσία του αγαθού και τον καιρό (την ώρα) που θα πέσουν στην κλίνη τη λέει νύχτα. Με το όνομα της νύχτας δείχνει τη θεωρία των αοράτων, όμοια με το Μωυσή που βρέθηκε μέσα στο γνόφο όπου ήταν ο Θεός ο οποίος «έκανε», όπως λέει ο προφήτης, «το σκότος κρυψώνα ολόγυρά του». Κι όταν βρεθεί μέσα σ' αυτό, τότε μαθαίνει ότι τόσο απέχει να φτάσει την τελειότητα, όσο εκείνοι που δεν έχουν επιχειρήσει ούτε ν' αρχίσουν. Γιατί λέει· τώρα, επειδή πια έγινα άξια για τα τέλεια και αναπαύομαι πάνω σ' ένα είδος κλίνης από την κατανόηση όσων έχω γνωρίσει, όταν εγκατέλειψα τα αισθητήρια και βρέθηκα μέσα στα αόρατα, όταν αναζητώντας τον κρυμμένο μέσα στο γνόφο (σκότος) με τριγύρισε η θεία νύχτα, τότε είχα βέβαια την αγάπη προς αυτόν που ποθούσα, αλλά το ποθητό είχε ξεφύγει από τη λαβή των λογισμών μου. Γιατί τον αναζητούσα τις νύχτες πάνω στην κλίνη μου, για να καταλάβω ποια είναι η ουσία του, από που άρχεται (αρχίζει), σε τι καταλήγει, σε ποιο έχει το είναι του· αλλά δεν τον βρήκα. Τον φώναξα με τ' όνομά του, όσο μπορούσα να βρω ονόματα γι' αυτόν που δεν μπορεί να κατονομαστεί, αλλά δεν υπήρχε η σημασία ενός ονόματος που να επιτύχει αυτόν που ζητούσα. Πως είναι δυνατό να βρεθεί, καλούμενος με ένα όνομα, αυτός που είναι πάνω από κάθε όνομα; Γι' αυτό λέει «τον φώναξα και δεν με άκουσε». Τότε συνειδητοποίησα ότι η μεγαλοπρέπεια, η δόξα του και η αγιοσύνη του δεν έχουν όριο.
Γι' αυτό σηκώνεται πάλι και τριγυρίζει νοερά στη νοητή και υπερκόσμια φύση, που την ονομάζει πόλη, όπου οι αρχές και οι κυριότητες και οι θρόνοι οι ξεχωρισμένοι για τις εξουσίες και η συγκέντρωση (η πανήγυρις) των επουρανίων, που την ονομάζει αγορά, και το πλήθος που δεν περιλαμβάνεται με αριθμό, που το δηλώνει με το όνομα της πλατείας, μήπως τυχόν εκεί μέσα βρεί το αντικείμενο της αγάπης της (το αγαπώμενον). Τριγυρνούσε λοιπόν ερευνώντας σε κάθε αγγελική τάξη και καθώς δεν είδε ανάμεσα στα αγαθά που βρήκε και αυτό που ζητούσε (το ζητούμενον), είπε στον εαυτό της· αντιλήφθηκαν άραγε εκείνοι αυτό που αγαπώ εγώ; Και τους ρωτάει· «μήπως είδατε εσείς αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου;» Επειδή όμως αυτοί δεν απάντησαν στην ερώτησή της και με τη σιωπή τους δήλωσαν ότι κι αυτοί δεν είχαν αντιληφθεί αυτό που ζητούσε εκείνη, αφού πέρασε από άκρη σε άκρη με την ασταμάτητη κίνηση του μυαλού (διήλθε με την πολυπραγμοσύνη της διανοίας της) όλη εκείνη την υπερκόσμια πόλη και δεν είδε ούτε μέσα στα νοητά και ασώματα αυτό που ποθούσε, τότε, παραιτώντας κάθε τι που μπορεί να βρεθεί, έτσι μονάχα γνώρισε αυτό που ζητούσε (το ζητούμενον), αυτό που καταλαβαίνουμε ότι είναι μονάχα μη καταλαβαίνοντας τι είναι, που κάθε γνώρισμά του για να το κατανοούμε γίνεται εμπόδιο για την εύρεσή του σε όσους το αναζητούν. Γι' αυτό λέει· «μόλις απομακρύνθηκα λίγο από αυτούς», αφήνοντας όλη την κτίση και προσπερνώντας κάθε τι που παρατηρούμε μέσα στην κτίση και παραιτώντας κάθε προσπάθεια κατανόησης, βρήκα τον αγαπημένο μου με την πίστη και δε θα παύσω πια να κρατώ με την πίστη αυτόν που βρήκα, ώσπου να εισέλθει στην κάμαρά μου. Και η κάμαρα είναι ασφαλώς η καρδία, που τότε δέχεται τη θεία ενοίκηση μέσα της, όταν επανέλθει σ’ εκείνη την κατάσταση, που ήταν στην αρχή όταν διαπλάστηκε από εκείνη που τη συνέλαβε (τη μητέρα της). Και αν θεωρήσει ως μητέρα κανένας την πρώτη αιτία της συστάσεώς (ύπαρξής) μας δεν θα κάνει λάθος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου