Θωμάς Ακινάτης α
Ο διδάσκαλος της Καθολικής Εκκλησίας
(Η ομιλία έλαβε χώρα σε μια ευαγγελική εκκλησία. Αν και η ομιλία έλαβε χώρα πριν καιρό, ο συντάκτης της θεωρεί πως τα όσα ειπώθηκαν ισχύουν ακόμη. Η φιλοσοφία του Θωμά Ακινάτη αποκτά αυξανόμενη σημασία, τόσο για τους μη-καθολικούς όσο και για τους καθολικούς ερευνητές.)
Του Gerhard Krüger
Δεν μπορώ να παραλείψω, να αρχίσω την ομιλία μου με μια προσωπική επισήμανση: δεν είμαι κήρυκας, και για πρώτη φορά στη ζωή μιλώ μέσα σε μια εκκλησία. Το επάγγελμά μου είναι η φιλοσοφία, όχι η χριστιανική θεολογία. Και αν παρόλα αυτά έχω να πω κάτι, αυτό δικαιολογείται από την ιδιαιτερότητα του θέματος μου:
Ι.
Ο Θωμάς Ακινάτης ήταν ένας χριστιανικός φιλόσοφος. Είναι άνθρωπος της Εκκλησίας, και όμως εισάγει στην Εκκλησία κάτι το οποίο δεν αφορά την πίστη, αλλά την λογική. Αν ασχοληθούμε με τους μεγάλους μάρτυρες της χριστιανικής πίστης οι οποίοι σημαδεύουν τα στάδια πάνω στην πορεία της Εκκλησίας, δεν μπορούμε να προσπεράσουμε τον Θωμά Ακινάτη. Και όμως δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε επαρκώς, εάν τον θεωρήσουμε μόνο στη συσχέτισή του με τον Παύλο, τον Αυγουστίνο και τον Λούθηρο. Δεν μπορούμε να αφήσουμε εκτός της θεώρησής μας τα ρεύματα της φιλοσοφικής σκέψης που προέρχονται από την προχριστιανική εποχή της αρχαιότητας, από τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Η φιλοσοφική αυτή σκέψη, μετά από αιώνες σύνδεσης με την Εκκλησία, λίγο μετά την Μεταρρύθμιση, την εποχή των Descartes, Kant και Hegel χωρίστηκε πάλι από τον Χριστιανισμό. Ο Θωμάς Ακινάτης ήταν ένας άνθρωπος της επιστήμης. Μέσα από τις επιστολές τού Παύλου μιλά το αποστολικό είναι εκείνου που είδε τον Χριστό, και τώρα ζει με την ακούραστη, ιεραποστολική φροντίδα για την κοινότητα. Οι «Εξομολογήσεις» τού Αυγουστίνου μας δίνουν την δυνατότητα να συμμετάσχουμε στον διάλογο της ψυχής με τον Θεό της. Η μεγάλη «Summa Theologiae», το «Εγχειρίδιο Θεολογίας» του Θωμά Ακινάτη, μας φέρνει αντιμέτωπους με τον απροσπέλαστο ρεαλισμό μιας επιστημονικής διερεύνησης, που με καμιά προσωπική λέξη δεν προδίδει τί παρακινεί τον σκεπτόμενο. Εκεί διερευνώνται επιστημονικά «ερωτήματα», και η διερεύνηση αυτή ακολουθεί ένα αυστηρό τελετουργικό: τίθεται για παράδειγμα το ερώτημα εάν υπάρχει Θεός, και πρώτα εκτίθενται οι λόγοι κατά της ύπαρξης, κατόπιν οι λόγοι υπέρ. Και κατόπιν, ο Θωμάς δίνει την δική του απόφαση περί του ερωτήματος, που συνήθως αρχίζει ως εξής: «Απαντώ, πρέπει να ειπωθεί...», και βάσει αυτής της απάντησης αναιρούνται και επεξηγούνται οι λόγοι που τέθηκαν στην αρχή. «Κατά πρώτον, πρέπει να πούμε...», «Κατά δεύτερον, πρέπει να πούμε....». Στο μεγάλο εγχειρίδιο επαναλαμβάνεται 614 φορές η φράση αυτού του είδους, και περνά σχεδόν απαρατήρητο πως οι τελευταίες 102 ερωτήσεις δεν συντάχθηκαν από τον Θωμά, αλλά από ένα μαθητή του, που βασίστηκε σε άλλα γραπτά τού δασκάλου. Αυτή είναι η μορφή τής σχολαστικής μεθόδου, δηλαδή του τρόπου του διαλόγου στα χριστιανικά σχολεία και πανεπιστήμια του μεσαίωνα. Δεν πρέπει να υποτιμήσουμε αυτή την πολυσυζητημένη μέθοδο. Απαιτεί αλλά και δίνει την δυνατότητα ύπαρξης, σε μια τεράστια διανοητική επίδοση. Κάτω από την κυριαρχία της, οι λαοί τού μεσαίωνα είχαν στη διάθεση τους μια διανοητικά αυστηρά επεξεργασμένη ενότητα της επιστημονικής κοσμοθεωρίας, στην οποία στοχεύει και η σύγχρονη επιστήμη, αλλά στην οποία δεν έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό. Η επιστήμη αυτή του «σχολείου», την οποία καλλιεργούσε και ο Προτεσταντισμός κατά τον 16ο και 17ο αιώνα, κυριαρχούσε για πολύ καιρό παράλληλα με την αναδυόμενη επιστήμη της νεωτερικότητας: κατά το τέλος του 18ου αιώνα παραγκωνίστηκε οριστικά, δια μέσου του Καντ, από την πνευματική ζωή. Δικαίως χαρακτηρίζονται τα διανοητικά οικοδομήματα του Σχολαστικισμού ως κάτι αντίστοιχο των οικοδομημάτων γοτθικού ρυθμού: το ένα κατόρθωμα είναι το ίδιο μεγάλο και περίτεχνο όσο και το άλλο.
Ο Θωμάς Ακινάτης (1225-1274) είναι ο πιο διάσημος δάσκαλος της μεσαιωνικής επιστήμης, της οποίας το κυρίαρχο κέντρο-σε αντίθεση με σήμερα-είναι η φιλοσοφία. Ο Θωμάς είναι ένας «θεωρητικός». Αν φανταστούμε όμως την επιστήμη και την φιλοσοφία της εποχής εκείνης ως κάτι «καθαρά θεωρητικό» με την σημερινή σημασία της λέξης, θα τις εκτιμήσουμε εσφαλμένα. Η επιστήμη αυτή δεν έχει το πρώτο και κυρίαρχο περιεχόμενό της στα κατώτατα πράγματα. Η μεγαλύτερη δύναμή της δεν είναι, όπως στην περίπτωση της σημερινής επιστήμης, η γνώση των υλικών πραγμάτων, αλλά των ανώτερων, πνευματικών όντων: του ανθρώπου, των ασώματων πνευμάτων και του ίδιου του Θεού. Το πρώτο και κυρίαρχο, κατευθυντήριο θέμα της επιστήμης αυτής είναι ο Θεός. Όλα τα άλλα θεωρούνται με αναφορά στον Θεό, και με την πρόθεση να αποκτηθεί καλύτερη γνώση του Θεού. Η επιστήμη κορυφώνεται στην φιλοσοφία, η φιλοσοφία στην θεογνωσία. Βρίσκει επομένως την αβίαστη συμπλήρωση και υπέρβαση της στην θεογνωσία τής χριστιανικής πίστης: ο Θωμάς είναι ένας χριστιανός φιλόσοφος. Και όχι μόνο: η επιστημονική του σκέψη δεν σταματά ενώπιον της πίστης, αλλά περνά στην χριστιανική θεολογία, δηλαδή στην επιστήμη η οποία ανήκει στην Εκκλησία. Εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με προσπάθεια απόκτησης γνώσης χάριν της γνώσης, ούτε για κάποια γήινη χρησιμότητα, αλλά μόνο χάριν της σωτηρίας: η επιστημονική γνώση του Θεού είναι μόνο μια ισχνή, μερική πρόγευση της θέας τού Θεού πρόσωπο προς πρόσωπο, πράγμα που για τον Θωμά αποτελεί την αληθινή μακαριότητα του παραδείσου. Ο Θωμάς ήταν δάσκαλος στα πανεπιστήμια, όχι ως απλώς κοσμικός λόγιος, αλλά ως Χριστιανός, και μάλιστα με την ιδιαίτερη πνευματική μορφή ζωής, του μοναχισμού. Η καθολική Εκκλησία τον τιμά -μαζί με τον Αυγουστίνο, και τον βάζει πάνω από τον Αυγουστίνο- ως ένα από τους επίσημους διδασκάλους της Εκκλησίας. Και ως διδάσκαλο τής Εκκλησίας τον ανακήρυξε άγιο το 1323. Είναι περίεργη η σύμπτωση, πως σήμερα που λαμβάνει χώρα η ομιλία, στις 7 Μαρτίου, η καθολική Εκκλησία γιορτάζει τον άγιο Θωμά τον Ακινάτη, τον «ομολογητή και διδάσκαλο της Εκκλησίας». Ακόμα και όταν ζούσε είχε τεράστιο κύρος. Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα, η διδασκαλία του παραγκωνίστηκε, αλλά μόνο πρόσκαιρα. Από την εποχή της Αντιμεταρρύθμισης είναι σχεδόν η μόνη αναγνωρισμένη φιλοσοφία και θεολογία της καθολικής Εκκλησίας. Οι πάπες το εξέφρασαν αυτό κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Ο πάπας Πίος ο ΙΑ' το επιβεβαίωσε σε μια εγκύκλιο το 1923. Ο Θωμάς είναι επομένως -με το να είναι ένας άνδρας της επιστήμης- στον ύψιστο βαθμό και ένας άνδρας της Εκκλησίας. Η αυστηρή αντικειμενικότητα της επιστήμης έχει στη σκέψη του Θωμά μια εντελώς διαφορετική έννοια από την τεχνική αντικειμενικότητα τής εποχής μας. Το γεγονός ότι θέτει τα ερωτήματα και δίνει τις απαντήσεις απρόσωπα, δεν σημαίνει ότι εσωτερικά δεν συμμετέχει, αλλά δείχνει την ταπεινή εξαφάνιση του προσώπου τού διδασκάλου ενώπιον τού περιεχομένου τής επιστήμης, και πάνω απ’ όλα ενώπιον της «ιερής διδασκαλίας», στην οποία διερευνάται η αλήθεια τής αποκάλυψης του Θεού. Το ότι ο Θωμάς εξασκεί την επιστήμη, δεν βρίσκεται σε αντίθεση με την υπηρεσία που προσφέρει στον Θεό μέσα στην Εκκλησία. Δεν πρέπει να φανταστούμε πως μέσα στην σχέση αυτή, η διάνοια θυσιάζεται χάριν της αυθεντίας της Εκκλησίας. Όσο περίεργο και αν ακούγεται: εδώ η διάνοια δεν δημιουργεί δυσκολίες στην πίστη. Μάλλον προετοιμάζει για την πίστη, και αφήνει στη θέση τους τα μυστήρια της αποκάλυψης που είναι αδύνατο να εξερευνηθούν, με το να δείχνει, χωρίς να θέλει να τα αποδείξει, πως δεν είναι αδύνατο να έλαβαν χώρα, και πως συσχετίζονται λογικά. Ο Θωμάς είναι στον ίδιο βαθμό μεγάλος χριστιανός θεολόγος και φιλόσοφος, και η θεολογία του προστίθεται αβίαστα στην ζωή της Εκκλησίας, γιατί παρά τον τρόπο της επιστημονικής αντιπαράθεσης στον οποίο βασίζεται, έχει τον χαρακτήρα της «θεωρίας», που αρχή και τέλος της είναι η προσευχή. Και έτσι γίνεται κατανοητό, πως η καθολική Εκκλησία δεν οφείλει στον «αγγελοειδή διδάσκαλο» μόνο την μέχρι σήμερα ισχύουσα επιστήμη και θεολογία, αλλά και δυο από τους λειτουργικούς της ύμνους προς τιμήν τού σώματος τού Χριστού, το οποίο σύμφωνα με την καθολική πίστη είναι παρόν, αληθινά και πραγματικά στην Αγία Τράπεζα. Τον ύμνο «Adoro te devote»: «Προσεύχομαι σε σένα, κρυμμένη θεότητα», και τον ύμνο: «Pange lingua»: «Ύμνησε γλώσσα το μυστήριο αυτού του σώματος πλήρους δόξας». Οι δυο τελευταίες στροφές αυτού του ύμνου ψάλλονται κατά την μετάδοση της ευλογίας στους πιστούς με την όστια: «Tantum ergo sacramentum/Veneremur cernui»: «Για τον λόγο αυτό ας τιμήσουμε εκ βάθους ένα τόσο μεγάλο μυστήριο». Ο Θωμάς, ο φιλόσοφος, είναι ταυτόχρονα και ο θεολόγος εκείνος, που έδωσε στην καθολική διδασκαλία περί μυστηρίων, ιεροσύνης και παποσύνης τα σημερινά της χαρακτηριστικά.
Το μεγαλείο που βρίσκουμε στον Θωμά, και που σήμερα μας εκπλήσσει, είναι η τέλεια εναρμόνιση της διάνοιας με την αποκάλυψη, της σκέψης με την πίστη, της φιλοσοφίας και της θεολογίας. Ο φιλόσοφος που αφήνει μόνο την διάνοια να μιλήσει, και ο πιστός θεολόγος, που στον ευλογημένο άρτο και οίνο λατρεύει τον παρόντα Κύριο - αυτά τά δυο είναι στον Θωμά ένα.
Για τον προτεστάντη όμως, η ενότητα αυτή δεν είναι μόνο εκπληκτική, αλλά και στον ύψιστο βαθμό αμφίβολη. Διάνοια και μυστήριο - και τα δυο βρίσκονται στα παρασκήνια στην προτεσταντική Εκκλησία. Ο Λούθηρος επέτρεψε στην διάνοια να ισχύει μόνο για τα κοσμικά πράγματα. Την ονόμασε «πόρνη» όταν αυτή αναφέρεται στο Θεό, γιατί είναι προς τον Θεό άπιστη και ακολουθεί κάθε δέλεαρ του κόσμου. Πολέμησε τους σχολαστικούς ως άθλιους «σοφιστές», που σαν τους φαρισαίους έβαλαν στην θέση της Βίβλου τις δικές τους διδασκαλίες. Το δε μυστήριο της Θείας Λειτουργίας, στο οποίο κορυφώνεται η μυστηριακή ζωή της καθολικής Εκκλησίας, το απέρριψε ως ειδωλολατρεία. Μείωσε τον αριθμό των μυστηρίων, και υπέταξε την ενέργεια ορατών σημείων στην ενέργεια του λόγου. Στην Εκκλησία τής μεταρρύθμισης δεν ισχύει κανένα ανθρώπινο έργο, ούτε η επίδοση της σκέψης. Στην Λειτουργία, που στην μορφή της είναι ίδια με την καθολική, στην θέση της Θυσίας βρίσκεται το κήρυγμα. Είναι λοιπόν περίεργο να γίνεται ομιλία περί του Θωμά Ακινάτη σε ένα προτεσταντικό ναό. Στο πρόσωπο του Θωμά η καθολική Εκκλησία τιμά εκείνο τον δάσκαλό της, που με τον καθαρά αντικειμενικό τρόπο της διδασκαλίας του αντιτίθεται με τον πιο οξύ τρόπο στους νέους αντιπάλους της. Το απρόσωπο εγχειρίδιο του Θωμά πρέπει να είναι το ανάχωμα εναντίον κάθε προσωπικής αυθαιρεσίας της μοντέρνας εποχής, εναντίον των προσωπικών τοποθετήσεων και συστημάτων στην φιλοσοφία, και εναντίον της προσωπικής μαρτυρίας στην θεολογία της μεταρρύθμισης, η οποία διαλύει την παλιά ενότητα της Εκκλησίας. Και οι δυο ομολογίες -καθολικοί και προτεστάντες- βρίσκουν στον Αυγουστίνο τα ουσιαστικά θέματα της πίστεως τους: ο Αυγουστίνος είναι μάρτυρας της αρχικής ενότητας τής χριστιανικής Εκκλησίας. Στον Θωμά βρίσκεται αυτό που χωρίζει την καθολική από την προτεσταντική Εκκλησία. Το να κατανοηθεί ο Θωμάς, σημαίνει να κατανοηθεί η «άλλη πλευρά», σημαίνει να σκεφτούμε πως είναι δυνατόν η Εκκλησία να είναι τόσο απελπιστικά διαιρεμένη, η Εκκλησία που σύμφωνα με την προς Εφεσίους πρέπει να είναι «ένα σώμα, ένα πνεύμα, ένας Κύριος, μια πίστη, ένα βάπτισμα, ένας Θεός και Πατέρας όλων μας». Σημαίνει να εξετάσουμε, εάν ο καθολικός μπορεί να χαρακτηρίζεται Χριστιανός. Η χριστιανική φιλοσοφία και η θεολογία της Εκκλησίας των μυστηρίων, αυτά τα κύρια περιεχόμενα του θωμισμού, απαιτούν από μας να τα σκεφτούμε εις βάθος.
ΟΠΩΣ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΠΑΛΑΜΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΧΩΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΚΟΔΟΞΙΕΣ ΚΑΘΟΛΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΩΝ.
Αμέθυστος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου