Συνέχεια από: Σάββατο, 17 Ιανουαρίου 2015
Θωμάς Ακινάτης β
Ο διδάσκαλος της Καθολικής Εκκλησίας
Τι μπορεί να έχει αυτή η περισυλλογή ως σημείο εκκίνησης; Υπάρχει κάποια κοινή βάση, με την οποία η διαμάχη τών ομολογιών μπορεί να γίνει αντιληπτή ως διαμάχη; Άνθρωποι που δεν έχουν καμιά σχέση δεν τσακώνονται. Ο τσακωμός προϋποθέτει κάτι κοινό: έχει ένα κοινό αντικείμενο γύρω από το οποίο «περιστρέφεται». Σε τι συνίσταται αυτό το κοινό αντικείμενο; Σε τι συνίσταται ο ένας Χριστιανισμός, γύρω από την αντίληψη περί του οποίου προέκυψε η βαθιά αυτή αντίθεση;
Η Εκκλησία της Μεταρρύθμισης εξέφρασε σαφώς στα γραπτά πού μαρτυρούν τις πεποιθήσεις της, πως έχει ένα κοινό κορμό πίστης με την καθολική Εκκλησία. Η πιο σύντομη έκφραση αυτού του δεδομένου είναι το «αποστολικό σύμβολο της πίστεως» που το αναγνωρίζουν και οι δυο ομολογίες, και το οποίο είναι μέρος της θείας λειτουργίας των ευαγγελικών. Η πίστη στον «Θεό πατέρα, τον παντοδύναμο, ποιητή ουρανού και γης», στον Ιησού Χριστό και το Άγιο Πνεύμα, είναι κοινή για όλους τους Χριστιανούς. Θα κατανοήσουμε τον Θωμά, τον διδάσκαλο της καθολικής Εκκλησίας, εάν κατανοήσουμε την έκθεση που παραθέτει ο Θωμάς περί της κοινής για όλους τους Χριστιανούς πίστεως.
Το χριστιανικό στοιχείο που έχει ο Χριστιανισμός είναι προφανώς το «δεύτερο άρθρο», η πίστη στον Χριστό. Και το σύμβολο της πίστεως δεν αφήνει καμιά αμφιβολία περί της ουσιώδους σημασίας αυτής της πίστεως: ο Χριστός είναι ο Σωτήρας των ανθρώπων από την αμαρτία και από τις συνέπειες της. Συμφιλιώνει τους ανθρώπους με τον Θεό από τον οποίο έπεσαν. Από αυτή την άποψη δεν υφίσταται καμιά ουσιαστική αντίθεση μεταξύ Λούθηρου και Θωμά. Όπως και να πιάσουμε το πράγμα: εάν δεν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι αγνοούν τον δημιουργό τους, ώστε χωρίς αυτόν να περπατήσουν τον δρόμο τους, εάν δεν είναι αλήθεια ότι προσβάλλουν τον ουράνιο Πατέρα τους, επειδή θεωρούν πως χωρίς Αυτόν και τις εντολές του μπορούν να τα καταφέρουν στην ζωή, τότε δεν χρειάζονται και κάποιον Σωτήρα. Η πίστη στον Χριστό έχει νόημα μόνο εάν οι άνθρωποι αμαρτάνουν κατά του Θεού. Το ότι οι άνθρωποι το κάνουν, το διαπιστώνει η χριστιανική πίστη από τα κακά που ακολουθούν την αμαρτία: υπερηφάνεια, μίσος και φθόνος, μιζέρια, αρρώστια, θάνατος, και η βαριά ανησυχία αυτής της ύπαρξης που βασίζεται μόνο στον εαυτό της. Σύμφωνα με την χριστιανική πίστη αυτά είναι συνέπεια και τιμωρία της αμαρτίας, η οποία επιβάλλεται στον άνθρωπο ως στον «άσωτο υιό» του Δημιουργού. Το κακό πάει τόσο βαθιά, ώστε ούτε η καλύτερη θέληση δεν μπορεί να ανατρέψει τα δεδομένα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα ενάντια στις δυνάμεις της καταστροφής,τις οποίες ο ίδιος κάλεσε. Για τον λόγο αυτό απαιτείται η σωτηρία δια του Χριστού. Ο άνθρωπος ζημίωσε μόνος του τον εαυτό του με την κατάχρηση των χαρισμάτων του. Δεν είναι πια το παραδείσιο, καλό πλάσμα που προέρχεται από τα χέρια του Θεού. «Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα Θεού» (Γεν., 1,27). Ο άνθρωπος όμως καταχράστηκε αυτό το έργο του Θεού. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό, αλλά η αμαρτία δεν άφησε αυτή την δημιουργία ανέπαφη. Το αποφασιστικό «δεύτερο άρθρο» επιδρά αναγκαστικά πάνω στο πρώτο: η πίστη στον Θεό δημιουργό, μέσα στον Χριστιανισμό σημαίνει πως η δημιουργία σήμερα δεν μπορεί να έχει την ίδια δόξα όπως στην πρώτη μέρα της δημιουργίας. Και όμως η πίστη πως κόσμος είναι δημιούργημα του Θεού, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την πίστη περί της σωτηρίας: ο άνθρωπος μπορεί να είναι αμαρτωλός μόνο ως δημιούργημα, μόνο ως «υιός» μπορεί «να χαθεί». Η Εκκλησία έπρεπε να απορρίψει την άποψη ότι ο κόσμος είναι προϊόν μιας σκοτεινής αντίθετης δύναμης, έργο του διαβόλου, ως ενός δεύτερου, κακού θεού. Ο Αυγουστίνος καταπολέμησε αυτή την πλάνη στους Μαννιχαίους. Η πίστη πρέπει να εκφράζει και τα δυο: πως ο κόσμος και η ανθρώπινη φύση δημιουργήθηκαν από τον Θεό, και πως δια της αμαρτίας χάλασαν και τα δυο. Σε αυτό το σημείο αρχίζει η διαμάχη. Ο Λούθηρος υποθέτει πως στον αμαρτωλό το χαρακτηριστικό που έχει εξαιτίας τής δημιουργίας, έχει γίνει αγνώριστο λόγω της καταστροφής που υπέστη. Θεωρεί πως ο άνθρωπος κατέστρεψε τις έμφυτες «φυσικές» δυνάμεις, πως κατασπατάλησε την προίκα που έλαβε κατά την δημιουργία. Ο Θωμάς Ακινάτης από την άλλη τονίζει, πως ο άνθρωπος δεν έχει την δύναμη, όσο μεγάλη και να είναι η αμαρτία του, να καταστρέψει ριζικά το καλό έργο του Θεού. Διδάσκει πως η ανθρώπινη φύση με τις δυνάμεις που διαθέτει είναι καθ’εαυτή καλή, και δεν χάνεται ούτε με την αμαρτία. Ο άνθρωπος έχασε την αρχική του δικαιοσύνη, δια της οποίας ήταν συνδεδεμένος με τον Θεό ζώντας με πίστη, αγάπη, ελπίδα και κάθε άλλη αρετή. Η αρχική αυτή δικαιοσύνη είναι για τον Θωμά μια ιδιαίτερη χάρη, που προστίθεται στην φύση του ανθρώπου, και όχι η αρχική ουσία του ανθρώπου, όπως λέει ο Λούθηρος. Με τον τρόπο αυτό μπόρεσε ο άνθρωπος να χάσει την χάρη αυτή και την εγγύτητα προς τον Θεό, χωρίς νά καταστραφούν οι φυσικές του δυνάμεις. Τις δυνάμεις αυτές τις έχει ο άνθρωπος ακόμα και τώρα. Επειδή όμως οι φυσικές δυνάμεις έχουν την τάση προς την καλή, την σωστή χρήση, και όχι προς κατάχρηση, παρέμεινε μαζί τους και η «τάση προς αρετή», όπως μαρτυρεί για παράδειγμα η συνείδηση (I.2.q.85, I.2, ad 3). Όπως ένα διαφανές μέσο, ο αέρας ή το γυαλί, διατηρεί την διαφάνεια του ακόμα και όταν το φως που το διαπερνά σκοτεινιάζει, έτσι και η καλή αυτή τάση δεν μπορεί να καταστραφεί. Απλώς η αμαρτία την παρεμποδίζει με μεγάλη ισχύ (I. 2. q. 85, 2). Αυτό λέει πολλά για τον Θωμά. Η αρετή, για την εξάσκηση της οποίας ο άνθρωπος παραμένει πάντα ικανός, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει στην κυριαρχία της αμαρτίας, και με τον τρόπο αυτό παρεμποδίζεται και η ουσία του ανθρώπου (I. 2. q. 83,2). Η αμαρτία η οποία συνεχίζει την ύπαρξη της μαζί με την ανθρωπότητα, δεν είναι απλώς η μια ή η άλλη πράξη, αλλά μια κατάσταση: μια «προδιάθεση», μια διαρκής «κατάσταση» του ανθρώπου, που «έγινε κάτι σαν φύση του». Μπορεί να συγκριθεί με την ασθένεια, η οποία δεν καταστρέφει τις δυνάμεις του σώματος, αλλά τις φέρνει σε μια χρόνια αταξία, η οποία παρεμποδίζει την σωστή χρήση τους (I. 2 q. 82, I). Η ανθρώπινη φύση δεν ήταν δυνατόν να καταστραφεί, αλλά είναι «πληγωμένη», και οι τέσσερις πληγές της είναι: τύφλωση, κακία, ασθένεια και τυφλή απληστία (I. 2. q. 85, 3). Στην πρωταρχική κατάσταση, η θέληση του ανθρώπου ήταν δια της χάριτος του Θεού υποταγμένη, και για τον λόγο αυτό του προστέθηκαν από μόνες τους οι δυνάμεις τις ψυχής, και στην ψυχή προστέθηκαν από μόνες τους οι δυνάμεις του σώματος. Με την «αφαίρεση» της χάριτος όλα επαναστατούν (I. 2. q. 82).
Είναι αναμενόμενο πως η θωμιστική αντίληψη περί ανθρώπου έχει πολλαπλές συνέπειες: καθιστά κατανοητά τα δυο πράγματα (φαινομενικά μεταξύ τους άσχετα) για τα οποία μιλήσαμε: την μεγάλη εκτίμηση για την διάνοια και την επιστήμη με την μορφή της χριστιανικής φιλοσοφίας, αλλά και την μεγάλη εκτίμηση του μυστηρίου και του ιερατείου που το προσφέρει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου