Συνέχεια από: Δευτέρα, 19 Ιανουαρίου 2015
Ο διδάσκαλος της Καθολικής Εκκλησίας
Gerhard Krüger
Θωμάς Ακινάτης γ
Αν ο άνθρωπος διατηρεί τις δυνάμεις του και τουλάχιστον την τάση για την σωστή χρήση τους, τότε το ίδιο πρέπει να ισχύει και για την δύναμη προς επίγνωση. Ο άνθρωπος πρέπει να έχει την δυνατότητα να αναγνωρίζει την αλήθεια, δηλαδή κατ’ αρχάς: τον κτιστό κόσμο, μέσα στον οποίο έχει την θέση ανάμεσα στα άλλα δημιουργήματα, αλλά και τον Θεό, εφόσον είναι ο δημιουργός αυτού του κόσμου. Ο Θωμάς υποστηρίζει πως υπάρχει μια γενική ανθρώπινη αποκάλυψη, η οποία βρίσκεται πριν από κάθε ιδιαίτερη, χριστιανική αποκάλυψη. Αποδίδει στον άνθρωπο την δυνατότητα μιας «φυσικής» θεογνωσίας. Θεμελιώνει τον ισχυρισμό του σε μερικά χωρία της Βίβλου, ιδιαιτέρως στους λόγους του Αποστόλου Παύλου στην προς Ρωμαιους επιστολή (α,19-20): «19 διότι τὸ γνωστὸν τοῦ Θεοῦ φανερόν ἐστιν ἐν αὐτοῖς (στους ανθρώπους)· ὁ γὰρ Θεὸς αὐτοῖς ἐφανέρωσε. 20 τὰ γὰρ ἀόρατα αὐτοῦ ἀπὸ κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασι νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καὶ θειότης...». Ο Θωμάς βλέπει στα λόγια αυτά την νομιμοποίηση της φυσικής γνώσης του Θεού, δηλαδή της «φυσικής» θεολογίας. Και η ιστορία -τουλάχιστον έτσι φαίνεται- δικαιώνει τις προσδοκίες, τις οποίες πρέπει να έχει κανείς βάσει αυτών των δεδομένων: μας δείχνει με την περίπτωση της κλασσικής φιλοσοφίας της αρχαιότητας, πως η δύναμη της λογικής μπορεί συνήθως να πλανάται -στον πολυθεϊσμό της ειδωλολατρίας, στον μανιχαϊσμό, στον πανθεϊσμό, ή και στην άρνηση του Θεού-, αλλά δεν είναι αδύνατο, με μια ύψιστη προσπάθεια του στοχασμού, να διεισδύσει στην γνώση του αληθινού Θεού. Ο Σωκράτης που σε πείσμα της υπεροψίας της κοσμικής γνώσης δήλωνε πως γνωρίζει μόνο αυτό, ότι τίποτα δεν γνωρίζει, και ο μαθητής του Πλάτων, που πέραν του κοσμικού Είναι αναζητούσε το θεμελιώδες ον το οποίο θεμελιώνει τα πάντα, και το οποίο αποκάλεσε «το αγαθό»-και τους δυο θωρούσαν οι πατέρες της Εκκλησίας ως προδρόμους του Χριστού. «Κανένας άλλος δεν μας πλησίασε τόσο όσο αυτοί», είπε ο Αυγουστίνος αναφερόμενος στους διαδόχους τού Πλάτωνα (Civ. VIII 5). Και πράγματι, στον Πλάτωνα δεν βρίσκουμε απλώς μια προαίσθηση τής πίστεως περί δημιουργίας, αλλά και την γνώση πως ο άνθρωπος έχει ανάγκη σωτηρίας. Ο Πλάτων αποδίδει την γνώση όλων των αγαθών του κόσμου και το είναι αυτών των αγαθών, στο αγαθό εκείνο που βρίσκεται επέκεινα του κόσμου, το οποίο φωτίζει και θεμελιώνει. Δηλώνει με σαφήνεια πως ο άνθρωπος πρέπει πρώτα με κόπο να τα θυμηθεί όλα. Η φιλοσοφία σύμφωνα με τον Πλάτωνα δεν είναι τίποτε άλλο από αυτή την μνήμη. Ο Πλάτων λοιπόν δεν θεωρεί πως είναι καλά τα πράγματα, έτσι όπως προσφέρονται στις αισθήσεις μας. Βρίσκει το αγαθό μέσα στον άνθρωπο βαθιά θαμμένο. Είναι όμως πεπεισμένος, πως στα αμφίβολα, αμφίσημα πράγματα αυτού του κόσμου, μπορεί κανείς, φιλοσοφώντας, να ανακαλύψει το πρωταρχικό αγαθό, που παρά την παραμόρφωση βρίσκεται ακόμα στην βάση κάθε πράγματος, να ανακαλύψει τα αρχέτυπα, τις «ιδέες» των πραγμάτων. Θεωρούσε λοιπόν πως πέραν του πραγματικού ανθρώπου και της αμφίβολης κοινότητας, μπορούσε να ανακαλύψει τον αληθινό άνθρωπο και την αληθινή κοινότητα ως «αρχέτυπο» που βρίσκεται στην βάση. Ο Αυγουστίνος συνέχισε τον Πλάτωνα, λέγοντας πως οι πλατωνικές ιδέες, τα αρχέτυπα, είναι σκέψεις του Θεού. Όποιος τις αναγνωρίσει, θα καταλάβει τι και πως ήθελε ο Θεός τα δημιουργήματα του. Ο Αυγουστίνος μετέτρεψε τον Πλατωνισμό σε χριστιανική φιλοσοφία, και μέχρι τον 13ο αιώνα, μέχρι την εποχή του Θωμά Ακινάτη, είχε παραμείνει καθοριστικός. Ο Θωμάς όμως «βάφτισε» ένα άλλο ειδωλολάτρη φιλόσοφο, τον μεγάλο μαθητή και αντίπαλο του Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη. [Στήν πραγματικότητα είναι ο Αρεοπαγίτης]. Η μεγάλη διαφορά του Αριστοτέλη από τον Πλάτωνα δεν είναι τόσο το πρόβλημα το οποίο αντιμετωπίζει, αλλά ο τρόπος με τον οποίο αξιολογεί την δυνατότητα λύσης του. Στο σημείο αυτό είναι πιο αισιόδοξος από τον Πλάτωνα. Θεωρεί πως η πρωταρχική, αληθινή μορφή των πραγμάτων δεν είναι τόσο βαθιά κρυμμένη. Στα δεδομένα, με τις αισθήσεις προσλήψιμα πράγματα, φανερώνεται χειροπιαστά και με σαφήνεια. Η γνώση του κόσμου επομένως, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, οδηγεί στην γνώση ενός θεμελίου ανώτερου από τον κόσμο, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε το θεμέλιο αυτό, πολύ πιο θετικά σε σύγκριση με τον Πλάτωνα, να προσλαμβάνεται ως πνευματικό, σκεπτόμενο ον, δηλαδή ως «Θεός». Στον Αριστοτέλη λείπει η ανάγκη σωτηρίας, η πρόγνωση του «δεύτερου άρθρου». Προσφέρει όμως μια φυσική επιστήμη η οποία αποδέχεται τον κόσμο, μια «φυσική», η οποία ανακαλύπτει ως τελική αιτία κάθε συμβάντος στον κόσμο, ένα μοναδικό, υπεράνω του κόσμου Θεό, και με τον τρόπο αυτό μεταβαίνει στην «μεταφυσική». Ο Αριστοτέλης ίσως να μην είναι ο πρώτος, αλλά είναι ο πιο σημαντικός από τους φιλοσόφους, που πρόσφεραν μια απόδειξη της ύπαρξης του Θεού. Ο Θωμάς, ο οποίος υιοθετεί από τον Αριστοτέλη αυτή την απόδειξη, βρίσκει εκεί την φυσική θεολογία, την οποία ο Παύλος θεωρεί αναγκαία: η αριστοτελική απόδειξη, δια της οποίας είναι δυνατόν να διαπιστωθεί πως ο Θεός είναι η «πρώτη αιτία» κάθε συμβάντος και ζωής μέσα στον κόσμο, βρίσκεται στην κορυφή του «Εγχειριδίου» του.
Συνεχίζεται
Συνεχίζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου