Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (17)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο ΚΑΡΤΕΣΙΟΣ (DESCARTES) ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΑΠΟΛΥΤΟΥ ΕΓΩ

Η σκέψη ως βούληση στην οψιμότερη σκέψη του Descartes

Η έννοια της ενόρασης ως το θεμέλιο της γνώσης αντικαθίσταται στην οψιμότερη σκέψη του Descartes με τη βασική αρχή του ego cogito ergo sum. Αυτό ήταν εκ πρώτης όψεως το αποτέλεσμα μιας σκεπτικιστικής κρίσης που δημιουργήθηκε από την αναγνώριση του προβλήματος το οποίο γεννά η ιδέα του παντοδύναμου Θεού. Παρ' ότι ο Descartes γνώριζε σε γενικές γραμμές την ιδέα της θεϊκής παντοδυναμίας προ πολλού, δεν είχε στην πραγματικότητα εκτιμήσει το σύνολο των συνεπειών της, ειδικά ως προς τη βεβαιότητα των μαθηματικών, αφού υπέθετε ότι το εσωτερικό φως της ενόρασης ήταν αντανάκλαση της θεϊκής σοφίας, και άρα ήταν βέβαιο. Ωστόσο κατανόησε ότι, εάν ο Θεός ήταν πράγματι παντοδύναμος, αυτό το φως ίσως ήταν ψευδές και όσες αλήθειες φανέρωνε ηταν απλώς ψευδαισθήσεις. Έγινε, επίσης, φανερό για τον ίδιο ότι η πιθανότητα και μόνο να υπάρχει τέτοιος Θεός -και όχι η πραγματική ύπαρξή του- αρκούσε για να υπονομεύσει τη βεβαιότητα της ενόρασης και της επιστήμης.

Ο Descartes αναγνώρισε την ανάγκη για βεβαιότητα επειδή είχε την εμπειρία του σκεπτικισμού της εποχής του και διαπίστωσε την ανεπάρκεια των πιθανοφανών επιχειρημάτων προκειμένου να τον καταπολεμήσει. Αυτός ο σκεπτικισμός, όπως είδαμε, ήταν υποπροϊόν του δόγματος της θεϊκής παντοδυναμίας. Επομένως η θεϊκή παντοδυναμία διαδραμάτισε σημαντικό, έστω και έμμεσο, ρόλο για να εδραιωθεί η βεβαιότητα ως το κριτήριο της καρτεσιανής επιστήμης. Ήδη στους Κανόνες ο Descartes είχε εκφράσει ουσιαστικές αμφιβολίες γύρω από την αλήθεια της αίσθησης, της φαντασίας και της μνήμης. Η ρητή αναγνώριση του ενδεχόμενου να μας εξαπατά ένας παντοδύναμος Θεός προκάλεσε πιο έντονες αμφιβολίες. Κανένας απ' όσους τρόπους σκέψης είχε κατά το παρελθόν περιγράψει λεπτομερώς δεν παρείχε κάποιο θεμέλιο για την αλήθεια το οποίο να είναι απαλλαγμένο από τον σκεπτικισμό που γεννά αυτός ο Θεός. Για να ανακαλύψει μια τέτοια fundamentum absolutum inconcussum Veritatis (το ακλόνητο, αδιάσειστο θεμέλιο της αλήθειας), o Descartes κατανόησε ότι θα έπρεπε να δημιουργήσει κάποιο νέο θεμέλιο για την κρίση. 

Στους «Κανόνες» ο Descartes αναγνώριζε τέσσερις γνωσιακές ικανότητες: την κατανόηση, τη φαντασία, την αίσθηση και τη μνήμη (ΑΤ, 10:411· CSM, 1:39). Η μνήμη, σύμφωνα με τον Descartes, δεν διαχωρίζεται από τη φαντασία. Κανόνες, ΑΤ, 10:414· CSM, 1:41-42. Αργότερα διαχώρισε τη σωματική από τη διανοητική μνήμη. Πίστευε ότι αμφότερες είναι αναξιόπιστες και υπόκεινται σε σφάλματα.

Αυτή η θεώρηση διευρύνεται και μετασχηματίζεται στην οψιμότερη σκέψη του. Ένα πράγμα το οποίο σκέπτεται (res cogitans), υποστηρίζει ο Descartes στον Δεύτερο Στοχασμό, είναι πράγμα που αμφιβάλλει, κατανοεί, καταφάσκει, διαψεύδει, βούλεται, αρνείται, φαντάζεται και αισθάνεται (ΑΤ, 7:28· CSM, 2:19). Στον Τρίτο Στοχασμό αυτοχαρακτηρίζεται σκεπτόμενο πράγμα το οποίο αμφιβάλλει, καταφάσκει, διαψεύδει, γνωρίζει μερικά πράγματα, αγνοεί πολλά, αγαπά, μισεί, βούλεται, επιθυμεί και, επίσης, φαντάζεται και αισθάνεται (ΑΤ, 7:34· CSM, 2:24). Για τον Descartes η σκέψη είναι καθετί για το οποίο έχουμε άμεση επίγνωση και εμπίπτει σε τέσσερις γενικές κατηγορίες: στη βούληση (που συμπεριλαμβάνει την αμφιβολία, την κατάφαση, την άρνηση, την απόρριψη, την αγάπη και το μίσος), στην κατανόηση, στη φαντασία και στην αισθαντικότητα (Απαντήσεις, ΑΤ, 7:160· CSM, 2:113). [Βλ., επίσης, Descartes προς τον Mersenne, Μάιος 1637· και προς Reneri, Απρίλιος-Μάιος 1638· ΑΤ, 1:366· 2:36. Ο Descartes δίνει μια παρόμοια ανάλυση, που συμπεριλαμβάνει, επίσης, τη μνήμη ως πέμπτη κατηγορία, στο The Description of the Human Body, AT, 11:224].

Στις οψιμότερες «Αρχές» υποστηρίζει ότι υπάρχει μία ακόμη πιο ριζική διαίρεση της σκέψης σε δύο τρόπους: 1) στην κατ' αίσθηση αντίληψη ή στη λειτουργία της διάνοιας, που συμπεριλαμβάνει την αισθαντικότητα, τη φαντασία και τη σύλληψη πραγμάτων καθαρά διανοητικών, και 2) στην ενέργεια της βούλησης, που συμπεριλαμβάνει το επιθυμητικό, την έμμονη αποστροφή, την κατάφαση, την άρνηση και την αμφιβολία (AT, 9Β:17· CSM, 1:204). 

Τέλος, στα «Πάθη» περιγράφει δύο κατηγορίες σκέψης, τις οποίες παρουσίασε στις Αρχές ως τις δύο βασικές λειτουργίες της ψυχής, τις ενέργειές της και τα πάθη της (ΑΤ, 11:342-349· CSM, 1:335-339). Γενικά οι ενέργειες είναι ισοδύναμες με τη βούληση, και τα πάθη με αντιλήψεις ή μορφές κατανόησης. Η βούληση συμπεριλαμβάνει όσες ενέργειες καταλήγουν στην ψυχή, όπως η αγάπη του Θεού και σκέψεις για μη υλικά αντικείμενα, και όσες καταλήγουν στο σώμα και οδηγούν σε αυτοπροαίρετη κίνηση. Τα πάθη ή οι αντιλήψεις της ψυχής συμπεριλαμβάνουν ό,τι έχει την ψυχή ως αιτία του (τις αντιλήψεις της βούλησης, τη φαντασία πραγμάτων που δεν υπάρχουν και τη θεώρηση πραγμάτων που είναι μόνο διανοητικά, όπως η γνώση του Θεού και της ψυχής) και ό,τι έχει το σώμα ως αιτία του (όπως η αισθαντικότητα) (Burman, AT, 5:154). Ωστόσο μόνο όσα προέρχονται από το σώμα είναι κυριολεκτικά πάθη, διότι όσα προέρχονται από την ψυχή είναι συνάμα ενέργειες και πάθη ή αντιλήψεις, και, σύμφωνα με τον Descartes, λαμβάνουν το όνομά τους από την ανώτερη λειτουργία των ενεργειών. Επιπλέον, ακόμη και όσα πάθη έχουν την απαρχή τους στο σώμα στηρίζονται εν μέρει στην ενέργεια της βούλησης, η οποία τα παρουσιάζει στην κατανόηση, παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να γίνουν αντιληπτά.

Η νέα αντίληψη για τη σκέψη αναδιαμορφώνει την ανάλυση που παρουσιάστηκε στους «Κανόνες» με αποφασιστικό τρόπο. Κατά κανόνα τα εξωτερικά αντικείμενα εντυπώνουν τις μορφές τους στις αισθήσεις, οι οποίες μεταβιβάζουν αυτές τις μορφές μέσω των νεύρων στον εγκέφαλο, και ειδικότερα στην επίφυση, που ο Descartes πίστευε ότι ήταν ο κύριος σύνδεσμος ανάμεσα στο σώμα και στην ψυχή. Η αίσθηση υπ' αυτή την έννοια είναι το κατώτερο μέρος του πνεύματος ή της ψυχής και υπάρχει υπό την προϋπόθεση ότι το πνεύμα συνδέεται με το σώμα. Παρά ταύτα, είναι η ψυχή, και όχι το σώμα, που αισθάνεται (Διοπτρική, ΑΤ, 6:109· Απαντήσεις, ΑΤ, 7:132-133· CSM, 2:95-96). Στον εγκέφαλο αυτή η αισθητηριακή εντύπωση δημιουργεί μια εικόνα στη φαντασία, που ο Descartes στην οψιμότερη σκέψη του υποθέτει ότι λίγο πολύ είναι μια «οθόνη» πάνω στην οποία προβάλλονται εικόνες, στην πίσω πλευρά του εγκεφάλου ή επίφυση (Στοχασμοί, ΑΤ, 7:27-28· CSM, 2:18-19).

Αυτή η διαδικασία είναι ελλιπής, διότι δοκιμάζεται από τις ψευδαισθήσεις και τις παραισθήσεις. Οι ψευδαισθήσεις που λαμβάνουν χώρα στα όρια των φυσικών ικανοτήτων των νεύρων μάς προκαλούν επανορθώσιμα λάθη. Οι παραισθήσεις, αντιθέτως, είναι η συνέπεια της αποδιοργάνωσης του βιολογικού μηχανισμού μέσω του οποίου οι εντυπώσεις μεταβιβάζονται στον εγκέφαλο. Οι βιολογικές διαδικασίες, τις οποίες ο Descartes αποκαλεί «ζωικά πνεύματα», δημιουργούν αλλαγές στον εγκέφαλο που μιμούνται τις αισθήσεις και προκαλούν στη φαντασία εικόνες για τις οποίες δεν υπάρχουν αντίστοιχα αντικείμενα στον κόσμο. Αυτή είναι η πηγή της τρέλας και των ονείρων, που καθιστούν τη φαντασία καθ’ εαυτήν αναξιόπιστη. Άρα η σκέψη δεν μπορεί να ερείδεται στην αίσθηση και στη φαντασία. Κοιμισμένοι ή σε εγρήγορση, θα πρέπει να εισακούουμε μονάχα τον Λόγο (Λόγος, AT, 6:39. CSM, 1:131). Μάλιστα, σύμφωνα με τον Descartes, δεν συλλαμβάνουμε σώματα με τις αισθήσεις ή με τη φαντασία, αλλά μόνο με τη διάνοια· η ικανότητα του αισθάνεσθαι είναι παθητική και άχρηστη χωρίς την ικανότητα της παραγωγής ιδεών (Στοχασμοί, ΑΤ, 7:79· CSM, 2:55). Αυτές οι ιδέες στη συνέχεια συνδέονται σε κρίσεις. Όπως και στην πρώιμη σκέψη του, η κρίση παραμένει θεμελιώδης για τον Descartes, αλλά ο ουσιαστικός χαρακτήρας της κρίσης έχει μεταβληθεί.

Για τον ώριμο Descartes κρίση είναι ο συνδυασμός δύο διαφορετικών πνευματικών ικανοτήτων, της βούλησης και της κατανόησης. Η κατανόηση, η οποία ήταν το πρωταρχικό στοιχείο της κρίσης στην πρώιμη σκέψη του Descartes, είναι παθητική στην οψιμότερη περίοδο, έχοντας παραγκωνιστεί από τη βούληση. Ο ρόλος της βούλησης στην κρίση, ωστόσο, μπορεί να κατανοηθεί μόνο στο πλαίσιο του πιο αποφασιστικού ρόλου της στην οψιμότερη σύλληψη του Descartes για τη σκέψη αυτή καθ’ εαυτήν.

Η βούληση είναι η ενεργητική δύναμη στην κατ' αίσθηση αντίληψη και κατευθύνει την κατανόηση προς τις εικόνες της φαντασίας. Μέσω της βούλησης η κατανόηση γίνεται ενεργητική ως percipere (από το per, που σημαίνει «κατά», και το capere, που σημαίνει «λαμβάνω»). Επιπλέον, η βούληση παρακινεί τον εγκέφαλο να διαμορφώσει εικόνες ως βοήθημα για την κατανόηση, σφετεριζόμενη την προηγούμενη λειτουργία της φαντασίας. Εξ άλλου, υποσκελίζει την ενόραση ως το μέσο το οποίο συγκεντρώνει τις ενύπαρκτες ιδέες και τις φέρει ενώπιον της κατανόησης (Απαντήσεις, ΑΤ, 7:188-189· CSM, 2:132). Έτσι, ενώ η κρίση τυπικά είναι ένας συνδυασμός της βούλησης και της κατανόησης, ο Descartes υποστηρίζει ότι είναι κατ' ουσίαν προσδιορισμός της βούλησης (Σχόλια για κάποιο φυλλάδιο, ΑΤ, 8B:363· CSM, 1:307). Στη βάση των κρίσεών της, η βούληση παρακινεί το σώμα είτε να επιδιώκει είτε να αποκρούει ό,τι η κρίση επικυρώνει ή απορρίπτει. Στα ώριμα έργα του Descartes η σκέψη σε όλες τις μορφές της θεωρείται προσκολλημένη και εδραζόμενη στη βούληση. [Βλ. Peter Schouls, Descartes and the Enlightenment (Εδιμβούργο: Edinburgh University Press, 1989), ειδικά σ.35-50. Ο Antony Kenny αποδεικνύει ότι, αν και μια σειρά σχολαστικών ισχυρίζονταν ότι η βούληση μπορούσε να επιβάλλει συμφωνία και διαφωνία, ο Descartes ήταν ο πρώτος ο οποίος αντιμετώπισε την κρίση ως μια αδιαμεσολάβητη ενέργεια της βούλησης. «Descartes on the Will», στο Cartesian Studies, επιμ. R.J. Butler (Νέα Υόρκη: Barnes & Noble, 1972), σ.4].

Αυτή η έμφαση στη βούληση είναι στενά συνδεδεμένη με το εγχείρημα του Descartes να ανακαλύψει κάποια ασφαλή βάση για την ανθρώπινη ελευθερία και τον Λόγο σε αντίθεση με τον παντοδύναμο Θεό. Ενώ η αρχική έννοια της σκέψης ως ενόρασης και κατανόησης προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό τον παλαιό ορθολογισμό, η καθυπόταξη της ενόρασης και της κατανόησης στη βούληση εδράζεται στη νομιναλιστική θεώρηση του ανθρώπου ως βουλόμενης ύπαρξης. Στην προσπάθειά του να κατασκευάσει ένα ανάχωμα απέναντι στον υπεράνω τού ορθολογισμού Θεό της βούλησης, ο Descartes προσπαθεί να επαναθεμελιώσει τον Λόγο σε μια ενύπαρκτη ανθρώπινη βούληση που είναι απρόσβλητη από τη θεϊκή εξαπάτηση.

Αυτή η σύνδεση βούλησης και σκέψης είναι η βάση της θεμελιώδους αρχής του Descartes ego cogito ergo sum. Όπως είδαμε, αυτή η αρχή είναι το αποστάλαγμα από την τροχιά της αμφιβολίας. Καθώς εξετάζαμε προηγουμένως αυτή την τροχιά, αποδεχθήκαμε την αμφιβολία ως αυτονόητη. Στη συνέχεια της έρευνάς μας, ωστόσο, έγινε φανερό ότι η αμφιβολία έχει ένα πιο ειδικό νόημα για τον Descartes απ' ό,τι νομίζαμε στην αρχή: Είναι μορφή της σκέψης εν γένει και της βούλησης ειδικότερα. 

Ως μορφή της βούλησης η αμφιβολία φαίνεται να είναι μοναδική. Όταν περιγράφει τη βούληση στις «Απαντήσεις», στις «Αρχές» και στα «Πάθη», ο Descartes συμπεριλαμβάνει την αμφιβολία, την κατάφαση, την άρνηση, την αγάπη, το μίσος, την επιθυμία και την απόρριψη (ΑΤ, 8Α:17, 11:342-343, 7:377 CSM, 1:204, 335-336, 2:259). Αυτό που γίνεται σαφές ακόμη και από μια επιφανειακή εξέταση είναι ότι, με εξαίρεση την αμφιβολία, οι μορφές της βούλησης αποτελούν ζεύγη αντιθέτων. Αυτό δεν είναι περίεργο. Η βούληση συνεπάγεται επιλογή· κατάφαση και άρνηση, αγάπη και μίσος, επιθυμία και απόρριψη είναι εναλλάγματα της επιλογής. Σε αυτή την απαρίθμηση η αμφιβολία δεν έχει κάποιο αντίθετο. Επομένως είτε η αμφιβολία δεν εμπεριέχει επιλογή με τον ίδιο τρόπο που το κάνουν οι άλλες μορφές της βούλησης είτε ο Descartes απέκρυψε το αντίθετο της αμφιβολίας.

Θα περίμενε κανείς ότι η αμφιβολία είναι ζεύγος με την πίστη ή την πεποίθηση. Η απουσία της πίστης στις περιγραφές του δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί. Παραδοσιακά η πίστη αρχίζει εκεί όπου τελειώνει η γνώση, δηλαδή εκεί όπου δεν μπορούμε κατ' αρχήν να έχουμε απόδειξη για την αλήθεια ή το ψεύδος. Η πίστη, με άλλα λόγια, είναι κρίση χωρίς θεμέλιο. Η σχολαστική επιστήμη αποδεχόταν τέτοιου είδους κρίσεις επειδή φαινόταν να στηρίζονται στον Θεό, ο οποίος ήταν το πιο βέβαιο πράγμα απ' όλα. Η καθολική επιστήμη που ο Descartes επιδίωκε να ιδρύσει, ωστόσο, ήταν σύστημα στέρεα θεμελιωμένων κρίσεων που δεν βασίζονταν στον Θεό και δεν κινδύνευαν από την ενδεχόμενη εξαπάτησή του. Κατά συνέπεια η πίστη δεν είχε θέση στην επιστήμη του Descartes.

Το καρτεσιανό ενάλλαγμα στην πίστη είναι η βεβαιότητα. Η βεβαιότητα όμως έχει πολλά κοινά με την πίστη ή την πεποίθηση, γιατί είναι το αποτέλεσμα της κατάπεισης της διάνοιας από ένα εσωτερικό ή φυσικό φως. Το τελευταίο μάς πείθει επειδή δεν είναι δυνατόν να πιστεύουμε το αντίθετο. Βέβαια, αυτή η έννοια της αλήθειας ως βεβαιότητας προσεγγίζει τη νεοπλατωνική θεώρηση της αλήθειας, η οποία, επίσης, χαρακτήριζε τη λουθηρανική και καλβινιστική αντίληψη για τη βεβαιότητα της σωτηρίας. Ο Descartes, λοιπόν, επιστρέφει με έναν κυκλοτερή τρόπο στην άποψη του Αυγουστίνου ότι η πίστη είναι η απάντηση στον σκεπτικισμό, αν και η νέα του πίστη διαχωρίζεται από τη θεϊκή. Η βεβαιότητα δεν στηρίζεται σε κάποια θεϊκή εγγύηση αλλά στο αναμφίβολο. Ό,τι είναι βέβαιο είναι το αναμφίβολο και ό,τι είναι αμφίβολο είναι το αβέβαιο. Υπάρχει επομένως μια αναγκαία και αναπόδραστη σχέση ανάμεσα στην αμφιβολία και στη βεβαιότητα, που είναι ταυτόσημη με εκείνη ανάμεσα στην κατάφαση και στην άρνηση ή στην επιθυμία και στην απόρριψη.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου