Τρίτη 26 Ιουλίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (22)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΤΡΙΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο FICHTE ΚΑΙ Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΕΓΩ

«Η ομιλία του νεκρού Ιησού από την ουράνια σφαίρα, όπου δεν υπάρχει Θεός»

Καθόμουν κάποτε ένα καλοκαιρινό απομεσήμερο στον ήλιο, σε κάποια βουνοπλαγιά, και [...] ονειρεύτηκα πως ξύπνησα σε νεκροταφείο. [...] Μια ανώτερη και ευγενής μορφή κατερχόταν από τα ύψη με απέραντη οδύνη και όλοι οι νεκροί φώναζαν: «Χριστέ, δεν υπάρχει Θεός;». [...] Απάντησε: «Δεν υπάρχει κανείς. [...] Ταξίδεψα στους κόσμους, σκαρφάλωσα στους ήλιους και πέταξα με τον Γαλαξία στις ερήμους του ουρανού αλλά δεν υπάρχει Θεός. Κατέβηκα κάτω ίσαμε κει που η ύπαρξη ρίχνει τη σκιά της και περιεργάστηκα την άβυσσο και αναφώνησα “Πατέρα, πού είσαι;”, αλλά άκουσα μονάχα την αιώνια καταιγίδα, που κανένας δεν την κυβερνά, και το τρέμον ουράνιο τόξο, το οποίο είναι μόνο ουσία, που δεν τη δημιούργησε κανένας ήλιος, απλωνόταν πάνω από την άβυσσο και έπεφτε μέσα της. Και όταν ατένισα τον αχανή κόσμο αναζητώντας το θεϊκό βλέμμα, μονάχα μια κενή κόγχη οφθαλμού με κοίταζε επίμονα και η αιωνιότητα εκτεινόταν πάνω από το χάος και το κατάτρωγε και αναμασούσε τον εαυτό της. Κλάψτε, θρηνήστε, ουρλιάξτε μέχρι που να διαλυθούν οι σκιές, γιατί Εκείνος δεν υπάρχει! [...] Άτεγκτο, αποσβολωμένο τίποτα! Κρύο, αιώνια αναγκαιότητα! Παράλογη ευκαιρία! Γνωρίζετε τον εαυτό σας; Πότε θα συντρίψετε τον κόσμο και εμένα; [...] Πόσο μόνος είναι κανείς στον απέραντο τάφο του παντός! Είμαι μόνος μου - ω Πατέρα, ω Πατέρα! Πού είναι η άπειρη αγκαλιά σου όπου αναπαυόμουν; Αλίμονο, αν κάθε εγώ είναι ο δικός του πατέρας και δημιουργός, γιατί να μην είναι και ο δικός του άγγελος-εκδικητής;».

Αυτό το εφιαλτικό απόσπασμα από τον συγγραφέα των αρχών του δέκατου ένατου αιώνα Jean Paul είναι μια φιλολογική εξεικόνιση των κινδύνων που διαβλέπει στη διδασκαλία των ρομαντικών συγχρόνων του, τους οποίους αποκαλεί «αισθητικούς μηδενιστές». Ο μηδενισμός τους, σύμφωνα με τον Jean Paul, είναι το αποτέλεσμα του ισχυρισμού ότι ο άνθρωπος είναι αυτόνομο, αυτοδημιούργητο εγώ, ανεξάρτητο από τον Θεό και τη φύση. Πιστεύει ότι αυτή η  θεώρηση του ανθρώπου και η συνακόλουθη επιθυμία για απόλυτη αυτονομία είναι το αποτέλεσμα του «άνομου, ιδιότροπου πνεύματος της παρούσας εποχής, που θα εκμηδένιζε εγωιστικά τον κόσμο και το σύμπαν προκειμένου να δημιουργήσει χώρο για ελεύθερο παιχνίδι στο κενό». Οι συνέπειές του είναι ανησυχητικές, διότι «σε μια εποχή που ο Θεός δύει σαν τον ήλιο, αμέσως μετά και ο κόσμος επίσης εξαφανίζεται στο σκοτάδι. Όποιος περιφρονεί το σύμπαν δεν σέβεται τίποτα παρά μόνο τον εαυτό του, και τη νύχτα δεν φοβάται παρά μόνο τα δημιουργήματά του». Σύμφωνα με την άποψη του Jean Paul, ωστόσο, οι ρομαντικοί τελικά δεν ευθύνονται για τον μηδενισμό απλώς επαναλαμβάνουν ένα δόγμα το οποίο διατυπώθηκε από τους δασκάλους τους, τους Γερμανούς ιδεαλιστές.

Στην επίθεσή του ο Jean Paul απηχεί τις απόψεις του δικού του δασκάλου, του Friedrich Jacobi, και ο φιλολογικός αγώνας του ενάντια στον μηδενισμό είναι αντανάκλαση του φιλοσοφικού αγώνα του Jacobi ενάντια στον γερμανικό ιδεαλισμό, και ιδίως ενάντια στον κριτικό ιδεαλισμό του Fichte. Στην πραγματικότητα, η έννοια του «μηδενισμού» τέθηκε για πρώτη φορά σε γενική χρήση για να περιγράψει τον κίνδυνο που αυτός ο ιδεαλισμός εγκυμονούσε για τη διανοητική, πνευματική και πολιτική υγεία της ανθρωπότητας. Ο πρώτος που χρησιμοποίησε γραπτώς τον όρο ήταν, καθώς φαίνεται, ο F.L. Goetzius στο De nonismo et nihilismo in theologia (1733). Αυτό το έργο όμως ήταν σχετικά άγνωστο και προφανώς δεν έπαιξε ρόλο στην οψιμότερη επανεμφάνιση και ανάπτυξη της έννοιας. Ο όρος επανεμφανίστηκε προς το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα, όταν χρησιμοποιήθηκε από τον J.H. Obereit, και κυρίως από τον D. Jenisch, ο οποίος χαρακτήρισε τον υπερβατολογικό ιδεαλισμό ως μηδενισμό το 1796 στο έργο του «Για το θεμέλιο και την αξία των ανακαλύψεων του κυρίου καθηγητού Kant σε μεταφυσική, ηθική και αισθητική». Δεν χρησιμοποιεί τον όρο για να περιγράψει το έργο του Kant (ή του Fichte), αλλά για να χαρακτηρίσει τους ακραίους καντιανούς οι οποίοι δίδασκαν ότι τα πράγματα αυτά καθ' εαυτά δεν είναι τίποτα για τη γνώση μας. Μολονότι ο Jenisch χρησιμοποιεί τον όρο, στην πραγματικότητα ποτέ δεν ανέπτυξε κάποια έννοια του μηδενισμού. Αυτή ήταν η συνεισφορά του Jacobi, ο οποίος πρωτοχρησιμοποίησε τον όρο σε δημοσιευμένη επιστολή προς τον Fichte το 1799: «Ειλικρινά, αγαπητέ μου Fichte, δεν θα με λυπούσε εάν εσύ ή οποιοσδήποτε άλλος αποκαλούσε χίμαιρα ό,τι αντιπαραθέτω στον ιδεαλισμό, τον οποίο προσεγγίζω ως μηδενισμό».

Πάνω από μια δεκαετία πριν από την επιστολή του στον Fichte o Jacobi ενεπλάκη σε μια περίφημη διαμάχη με τον Herder γύρω από τον σπινοζισμό, την αποκαλούμενη διαμάχη για τον πανθεϊσμό. Ο Herder υποστήριζε ότι ο σπινοζισμός ήταν θεϊσμός, ενώ ο Jacobi ότι ήταν υλισμός, και άρα αθεϊσμός. Η επιχειρηματολογία του ενάντια στον Fichte ακολουθεί παρόμοια κατεύθυνση. Ο Jacobi υπήρξε από τους πρώτους θαυμαστές του Fichte, και στην επιστολή από την οποία προέρχεται το προαναφερθέν απόσπασμα συνεχίζει να τον αποκαλεί μεσσία του θεωρησιακού Λόγου. Αν και ήταν πεπεισμένος για την ιδιοφυΐα του Fichte και δεν είχε αμφιβολίες για τις ηθικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις του, ανησυχούσε γιατί οι θεμελιώδεις αρχές του Fichte οδηγούσαν, σε αντίθεση με τις προθέσεις του, στον αθεϊσμό. Η επιστολή του προς τον Fichte εμφανίστηκε όταν ο Fichte δεχόταν επίθεση επειδή υποτίθεται ότι δίδασκε τον αθεϊσμό. Η επιστολή του Jacobi επιδίωκε να διαλύσει την ψευδαίσθηση ότι ο ίδιος ήταν είτε υποστηρικτής του Fichte είτε αντίπαλός του.
Οι αντιρρήσεις του όμως για το σύστημα του Fichte είναι έντονες. Κατά τη γνώμη του, ο ιδεαλισμός του Fichte δεν αναγνωρίζει καμία αλήθεια πέραν της συνείδησης ή του Λόγου, και άρα ενδίδει στον απόλυτο υποκειμενισμό, που κατ' ουσίαν είναι αντεστραμμένος σπινοζισμός. Ανάγει τα πάντα στη δραστηριότητα του εγώ, και επομένως ανάγει τον Θεό σε απλό δημιούργημα της ανθρώπινης φαντασίας. Αυτή η άποψη τον απωθεί και την αποστρέφεται ως την «πιο απαίσια φρίκη». Εάν δεν υπάρχει τίποτα πέρα από τις αναπαραστάσεις του εγώ, τότε το αγαθό, το ωραίο και το ιερό είναι απλώς κούφια λόγια. 

Αντί αυτής της φιλοσοφίας, που, κατά τη γνώμη του, επιδιώκει να κάνει τα πάντα κατανοητά ενώ στην πραγματικότητα ανάγει τα πάντα στο τίποτα, ο ίδιος προτιμά μια φιλοσοφία η οποία παραδέχεται ότι δεν μπορεί να γνωρίζει τα ουσιωδέστερα πράγματα και καθοδηγείται από την ανεξιχνίαστη σοφία της αποκάλυψης. Αυτή η φιλοσοφία τού μη γνωρίζειν χαρακτηριζόταν από τους ιδεαλιστές ως χίμαιρα, επειδή, κατά την άποψή τους, κάθε απόφαση γινόταν θέμα ατομικής κλίσης ή ιδιοτροπίας. 
Μολονότι ο Jacobi απορρίπτει αυτή την κακόβουλη κατασκευή, πιστεύει ότι ακόμη κι αν είχαν δίκιο, η σκέψη του θα ήταν προτιμότερη από τον ιδεαλισμό, ο οποίος είναι η φιλοσοφία των καθαρών εμφανειών, και άρα του τίποτα. Ο άνθρωπος, σύμφωνα με τον Jacobi, δεν μπορεί να είναι θεμέλιο του εαυτού του. Στηρίζεται σε κάτι εκτός του εαυτού του, και το εγχείρημα να γίνει κανείς θεμέλιο του εαυτού του διαλύει καθετί ουσιαστικό. Ο Jacobi συμπεραίνει: «Ο άνθρωπος έχει αυτή και μόνο την επιλογή: τίποτα ή Θεός. Επιλέγοντας το τίποτα κάνει τον εαυτό του Θεό· αυτό σημαίνει ότι κάνει τον Θεό εμφάνεια, γιατί δεν είναι δυνατόν, εάν δεν υπάρχει Θεός, ο άνθρωπος και ό,τι τον περιβάλλει να είναι κάτι παραπάνω από εμφάνεια. Το επαναλαμβάνω: ο Θεός υπάρχει και υπάρχει έξω από εμένα, όντας ζωντανή ουσία που υφίσταται αφ' εαυτού της, ή εγώ είμαι Θεός. Τρίτη λύση δεν υπάρχει». 

Στην κριτική του ιδεαλισμού από τους Jacobi και Jean Paul διαβλέπουμε τις απαρχές της σύγχρονης έννοιας του μηδενισμού. Αυτό το κεφάλαιο λαμβάνει ως αφετηρία του την υποδοχή της σκέψης του Fichte από τον Jacobi, τον Jean Paul και τους ρομαντικούς, προκειμένου να εξετάσει τη σημασία της σκέψης του Fichte για την καταγωγή της έννοιας του μηδενισμού. Ο μηδενισμός, όπως θα δούμε, απορρέει από την έννοια της άπειρης βούλησης που ανακάλυψε ο Fichte στη σκέψη του Descartes και του Kant. 

Ο Fichte, ωστόσο, ριζοσπαστικοποιεί αυτή την έννοια της βούλησης με τρόπο απαράδεκτο τόσο για τον Kant όσο και για τον Descartes, μετασχηματίζοντας την έννοια του εγώ σε κοσμογονική βούληση. Αυτή η ριζοσπαστικοποίηση απομακρύνει τη σκέψη από τη χαραυγή του Διαφωτισμού που ανήγγειλαν ο Descartes και ο Kant, οδηγώντας τη στη σκοτεινή νύχτα του νοούμενου εγώ και του μηδενισμού, που τόσο φόβιζαν τον Jacobi και τον Jean Paul. Ο φιχτιανός ιδεαλισμός υπ' αυτή την έννοια είναι η κρυφή πηγή του μηδενισμού, που γίνεται εμφανής κατά τον δέκατο ένατο και στις αρχές του εικοστού αιώνα.
Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου