Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

ΠΑΥΛΟΣ ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ - ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (36)

 Συνέχεια από: Κυριακή 21 Αυγούστου 2022

ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)

ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ

Μέρος Τρίτο

TOMEΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

Κεφάλαιο 11

Η ΠΕΡΙ ΕΙΡΗΝΗΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΑΥΛΟΥ

11.1. Στην προς Εφεσίους επιστολή διασώζεται μια κλασική διατύπωση περί ειρήνης με άμεση αναφορά στη χριστολογία. «Αὐτός γάρ ἔστιν (ἐνν. ὁ Χριστός) ἡ εἰρήνη ἡμῶν». Όπως και σε πολλές παρόμοιες θεολογικές αναφορές του αποστόλου Παύλου, έτσι και η περί ειρήνης διδασκαλία του παρουσιάζεται ως συνάρτηση της χριστολογίας.[ΕΝΩ ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΕ ΙΣΩΣ ΝΑ ΣΥΝΑΡΤΗΣΕΙ ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΑΙΣΑΡΑ] Πρόσφατα, σε ορισμένους κύκλους της Εκκλησίας διαπιστώνεται έντονη παρανόηση και παρερμηνεία του νοήματος του γενικού χριστιανικού αξιώματος, ότι «ο Χριστός είναι η ειρήνη του κόσμου». Σε σημείο μάλιστα να εσωτερικοποιείται το αίτημα της ειρήνης, κάτι που ουσιαστικά ισοδυναμεί με άρνησή της. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι σ' ολόκληρη την ιστορία του χριστιανισμού, ο σχεδόν αποκλειστικός χώρος στον οποίο γινόταν λόγος και εκδηλωνόταν ειλικρινές ενδιαφέρον για την ειρήνη, μέσα από συνειδητή λειτουργική και εκπαιδευτική διαδικασία, ήταν αναμφίβολα ο εκκλησιαστικός.

Το καίριο λοιπόν ερώτημα, πέρα από τις όποιες και όσες δίκαιες ή άδικες κατηγορίες για την κατά καιρούς στάση της Εκκλησίας απέναντι στον πόλεμο (ευλογίες των όπλων κλπ.), είναι η στάση της ως σώματος Χριστού απέναντι στο κεφαλαιώδες αίτημα της ειρήνης.

Για να κατανοήσουμε τη σημασία του (δευτερο-)παύλειου αυτού χωρίου, αλλά και να μπορέσουμε να το ερμηνεύσουμε δυναμικά και διαχρονικά,[ΔΙΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΔΥΝΑΜΟ ΚΑΙ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ] είναι απαραίτητο να ανατρέξουμε στην αρχική του συνάφεια. Και πρώτα-πρώτα την ευρύτερη τοιαύτη, δηλαδή την προς Εφεσίους επιστολή, στην οποία με περισσή δεξιότητα παρουσιάζεται «τό μυστήριον τό ἀποκεκρυμμένον ἀπό τῶν αἰώνων ἐν τῷ Θεῷ» (Εφ 3,9), το μυστικό δηλαδή σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του κόσμου. Και το σχέδιο αυτό πραγματώνεται με τη δημιουργία της Εκκλησίας, τη συγκρότηση δηλαδή των πιστών σε ένα σώμα και μια κοινωνία ειρήνης.

Η κατανόηση αυτή της Εκκλησίας, ως σώματος Χριστού και κυρίως ως κοινωνίας ειρήνης, αναπτύσσεται παραστατικά στη στενότερη συνάφεια του στίχου αυτού της προς Εφεσίους (2,11-22). Στην ενότητα αυτή ο Χριστός περιγράφεται ως «ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (2,14), όχι γιατί είναι χορηγός της εσωτερικής γαλήνης των πιστών, αλλά γιατί κατήργησε την έχθρα ανάμεσα στους Ιουδαίους και τους εθνικούς, «τό μεσότοιχον τοῦ φραγμοῦ λύσας», δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό «ἕνα καινόν ἄνθρωπον ποιῶν εἰρήνην» (2,15). Αποκαταλλάσσοντας, λοιπόν, ο Χριστός διά του Σταυρού του τους πρώην εχθρούς μεταξύ των «εὐηγγελίσατο εἰρήνην... τοῖς μακράν καί εἰρήνην τοῖς ἐγγύς» (2,17).[ΜΠΡΑΒΟ ΕΡΜΗΝΕΙΑ. ΥΠΕΡΕΒΗ ΤΟΝ ΕΘΝΙΚΙΣΜΟ ΜΙΛΑΜΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ]

11.2. Ήδη από την Π.Δ. η «ειρήνη» συσχετίζεται με ό,τι καλό και αγαθό υπάρχει για τον άνθρωπο· με κάθε ευδαιμονία, τόσο πνευματική όσο και υλική. Παντού η ειρήνη παρουσιάζεται δεμένη με τη γενικότερη κοινωνική ευτυχία. Είναι χαρακτηριστικό πως η εβραϊκή λέξη shalom (ειρήνη) σημαίνει ότι κάποιος είναι ανέπαφος, ολοκληρωμένος, πλήρης (Ιώβ), ότι κάτι που άρχισε ολοκληρώθηκε (Α´ Βασ 9,25), ή ότι οι εκκρεμότητες αποκαταστάθηκαν, ότι ένα χρέος εξοφλήθηκε. Η έννοια της ειρήνης στην Αγία Γραφή γενικά δεν σημαίνει μόνο την απουσία των κακών του πολέμου, ή ακόμη την ειρωνική για τα σημερινά δεδομένα αρχαία ελληνική αντίληψη, το μεσοδιάστημα δηλαδή μεταξύ δύο πολέμων. Σημαίνει γενικά κάθε αγαθό, κάθε πλούτο, κάθε ευτυχία, σωτηρία, δόξα. Ουσιαστικά δηλαδή σημαίνει την εσχατολογική αποκατάσταση του κόσμου στην αρχική του τάξη. Έχει μεγάλη σημασία ότι αυτοί που μετέφρασαν την Π.Δ. στα ελληνικά (οι Ο´) απέδωσαν με τη λέξη «ειρήνη» όλα τα αγαθά και τις ελπίδες της ανθρώπινης ζωής πού περιέκλειε η εβραϊκή λέξη shalom.

Θα πρέπει, νομίζω, να σταθούμε για λίγο στο κήρυγμα των Προφητών για ειρήνη και δικαιοσύνη. Ο συσχετισμός αυτός της ειρήνης με τη δικαιοσύνη παρουσιάζεται ανάγλυφα στα προφητικά βιβλία, αφού την πατρίδα των προφητών την απειλούσε συνεχώς ο πόλεμος. Συνέδεσαν λοιπόν την ειρήνη με την επικράτηση της δικαιοσύνης στις σχέσεις των ανθρώπων μέσα στην κοινότητα του Ισραήλ. Οι προφήτες αναπτύσσουν αυτή τους τη διδασκαλία παίρνοντας αφορμή από την πολιτική των βασιλιάδων του Ισραήλ και των συμβούλων τους, των γνωστών ψευδοπροφητών, που συνέδεαν την ειρήνη με διάφορες συμμαχίες (και κατά συνέπεια οικονομικές εξαρτήσεις) πότε με την Αίγυπτο ενάντια στους Ασσύριους και Βαβυλώνιους και πότε αντίστροφα. Μια τέτοια πολιτική ήταν τρομερά πολυδάπανη και αναπόφευκτα οδηγούσε στην οικονομική αφαίμαξη του λαού και την αλλοτρίωσή του από την παραδοσιακή του πίστη και τις θρησκευτικές, ηθικές και πολιτιστικές του αξίες. Αντίθετα για τους προφήτες η ειρήνη είναι, ανάμεσα στα άλλα, συνάρτηση της κοινωνικής δικαιοσύνης: «καί ἔσται τά ἔργα δικαιοσύνης εἰρήνη, καί κρατήσει ἡ δικαιοσύνη ἀνάπαυσιν... καί κατοικήσει ὁ λαός αὐτοῦ ἐν πόλει εἰρήνης» (Ησ 32,17εξ).

Είναι αλήθεια πως το κήρυγμα των προφητών συναντούσε συχνά εμπόδια μπροστά στην εσκεμμένη αποστασία των αρχόντων ή την αδικαιολόγητη πνευματική αδράνεια του λαού. Οι προφήτες όμως δεν αποθαρρύνονταν. Κι αν ακόμη οι βασιλιάδες, οι σοφοί, οι δικαστές, οι ψευδοπροφήτες, επιδίδονταν σε έργα αδικίας ή ακολουθούσαν πολιτική που τελικά οδηγούσε στον όλεθρο, αυτοί πίστευαν, και το διακήρυσσαν, πως τα πράγματα που κήρυτταν, θα πραγματοποιούνταν σίγουρα στο μέλλον. Ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό για την επικράτηση της ειρήνης· για να ζήσει, όχι για να οδηγηθεί στον όλεθρο. Γι' αυτό προαναγγέλουν μία νέα εποχή, όπου ο βασιλιάς του λαού του Θεού, ο Μεσσίας δηλαδή, θα είναι «ἄρχων εἰρήνης» (Ησ 9,5. Ζαχ 9,9εξ). Και το χαρμόσυνο άγγελμα, που αυτός θα φέρει στον κόσμο, το χαρακτηρίζουν ως «εὐαγγέλιον εἰρήνης» (Ναούμ 2,1). Χαρακτηριστική είναι η διατύπωση του προφήτη Ιεζεκιήλ που περιγράφει την πανηγυρική και νικηφόρα έκβαση του αγώνα που αναλαμβάνει ο Θεός της ειρήνης και της δικαιοσύνης:

«Καί διαθήσομαι τῷ Δαβίδ διαθήκην εἰρήνης καί ἀφανιῶ θηρία πονηρά ἀπό τῆς γῆς... καί κατοικήσουσιν ἐπί της γῆς αὐτῶν ἐν ἐλπίδι εἰρήνης, καί γνώσονται ὅτι ἐγῶ εἰμί Κύριος ἐν τῷ συντρίψαι μέ τόν ζυγόν αὐτῶν, καί ἐξελοῦμαι αὐτούς ἐκ χειρός τῶν καταδουλωσαμένων αὐτούς... καί ἀναστήσω αὐτούς εἰς φυτόν εἰρήνης» (Ιεζ 34,24εξ).

Σ' αυτήν τη νέα κατάσταση πραγμάτων τ' άρματα του πολέμου θα μετατραπούν σε αλέτρια και τα φονικά όπλα σε δρεπάνια.

«Καί κρινεῖ (ὁ Θεός) ἀναμέσον τῶν ἐθνῶν καί ἐλέγξει λαόν πολύν καί συγκόψουσιν τάς μαχαίρας αὐτῶν εἰς ἄροτρα καί τάς ζιβύνας αὐτῶν εἰς δρέπανα» (Ησ 2,4).

Σε μια τέτοια πραγματικότητα αναφέρεται και ο ύμνος των αγγέλων κατά τη γέννηση του Ιησού («Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη», Λουκ 2,14), όπως επίσης και η περιγραφή (λίγο πριν από τη διήγηση της γέννησης) της πραγματικής αποστολής του Μεσσία. Γράφει λοιπόν ο ευαγγελιστής Λουκάς στο τέλος της προσευχής του Ζαχαρία, ότι ο Μεσσίας θα κατευθύνει «τούς πόδας ὑμῶν εἰς ὁδόν εἰρήνης» (Λουκ 1,79). Και σε τέτοιο υπόβαθρο πρέπει να κατανοηθεί γιατί ο Χριστός μακαρίζει τους ειρηνοποιούς: «Μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὄτι αὐτοί υἱοί Θεοῦ κληθήσονται» (Ματθ 5,6).

Πολλοί χριστιανοί ξεχνούν πως το βασικό χριστιανικό δόγμα δεν είναι τόσο η δημιουργία του κόσμου, όσο η αναδημιουργία, η παλιγγενεσία. Και «παλιγγενεσία» δεν έχει τη σημασία της δημιουργίας ενός κόσμου που κατέληξε στο φυσικό όλεθρο, αλλά ανανέωση, ηθική και πνευματική, της αρχικής δημιουργίας. Δεν υπάρχουν δύο κόσμοι, αλλά ένας που έχει ιστορία, αρχή, περιπέτεια, πτώση και αποκατάσταση στην αρχική του πορεία. Πρόκειται για θρησκευτικής και ηθικής φύσης περιπέτεια του ανθρώπινου γένους, που έμμεσα επηρέασε τη φυσική του ζωή και το περιβάλλον: «τῇ γάρ ματαιότητι ἡ κτίσις ὑπετάγη», λέει ο απόστολος Παύλος, για να διαβεβαιώσει αμέσως μετά: «ὅτι καί αὐτή ἡ κτίσις ἐλευθερωθήσεται ἀπό τῆς δουλείας τῆς φθορᾶς» (Ρωμ 8,20-21). Ο κόσμος δημιουργήθηκε όχι για να οδηγηθεί σε πυρηνικό ολοκαύτωμα ή σε οικολογική καταστροφή, αλλά για να αναγεννηθεί και να ζήσει ειρηνικά. Ο Χριστός και το σώμα του, δηλ. η Εκκλησία, αποτελούν την είσοδο μέσα στην ιστορία και την έναρξη της πραγματοποίησης της παλιγγενεσίας, της μεταμόρφωσης δηλαδή ολόκληρης της ανθρωπότητας σε μια καινούρια ιστορική πραγματικότητα. Η διατύπωση του Παύλου είναι σαφής: «Τά ἀρχαῖα παρῆλθε, ἰδού γέγονεν καινά τά πάντα» (Β´ Κορ 5,18). «Καί εἶδον οὐρανόν καινόν καί γῆν καινήν» (Αποκ 21,1), όπως λέει και ο προφήτης της Αποκάλυψης.

Σε ένα τέτοιο ακριβώς πλαίσιο πρέπει να κατανοηθεί και η ομολογία «αὐτός γάρ (ὁ Χριστός) ἐστίν ἡ εἰρήνη ἡμῶν» (Εφ 2,14). Η ειρήνη του Χριστού, για την οποία κάνει λόγο η Κ.Δ., δεν έχει μόνο πνευματική ή εσχατολογική σημασία· κυρίως έχει ιστορική διάσταση, πρόκειται δηλαδή για ιστορική αλήθεια. Βέβαια, οι συγγραφείς της Κ.Δ. βλέπουν τον άνθρωπο υποδουλωμένο σε υπερκόσμιες αντίθεες δυνάμεις (στις λεγόμενες «ἀρχές καί ἐξουσίες τοῦ αἰῶνος τούτου»), αποκομμένο από τις ζωοποιές θεϊκές δυνατότητες, επιρρεπή στην καταπίεση, στο παράλογο, στο άδικο, στο φαύλο. Ο «αἰών οὗτος» της Κ.Δ. κυριαρχείται από ένα βάναυσο δεσπότη, τον κύριο και θεό της Ρώμης, και όχι από τον Θεό, που «τοσοῦτον ἠγάπησε τόν κόσμον, ὥστε τόν υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενῆ ἔδωκε, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν μή ἄποληται ἀλλ' ἔχει ζωήν αἰώνιον» (Ιω 3,16). Είναι φανερή η διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στον Θεό και στον κόσμο, ανάμεσα στις δυνάμεις του «πνεύματος» και τις δυνάμεις της «σαρκός». «Τό γάρ φρόνημα τῆς σαρκός», γράφει ο απόστολος Παύλος, «θάνατος, τό δέ φρόνημα τοῦ πνεύματος ζωή καί εἰρήνη» (Ρωμ 8,6). Ο άνθρωπος δηλαδή μέσα στην αδυναμία του, φυσιολογικά οδηγείται σε ό,τι είναι αντίθετο προς τη ζωή, προς το θάνατο και τον όλεθρο. Επαναλαμβάνεται δηλαδή κι εδώ το προφητικό όραμα της Π.Δ. για ένα μελλούμενο κόσμο ειρήνης και δικαιοσύνης.

11.3. Η παύλεια περί ειρήνης διδασκαλία για να γίνει κατανοητή είναι ανάγκη να ξεκαθαριστούν οι εξής βασικές αλήθειες:

(α) Το γνήσιο και ορθόδοξο χριστιανικό φρόνημα δεν διάκειται αρνητικά, ή ακόμα και αδιάφορα, απέναντι στην ιστορία· είναι μέσα στη φύση της Εκκλησίας η εμπλοκή στα πράγματα του κόσμου. (β) Ο αυθεντικός χριστιανισμός δεν είναι ατομοκεντρικός. Ως κεντρική έννοια δεν έχει το μεμονωμένο άτομο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι παραγνωρίζει την ιδιαιτερότητα του κάθε ανθρώπου. Κεντρική του διάσταση είναι η εκκλησιολογική· ενδιαφέρεται δηλαδή για τον άνθρωπο ως σύνολο, ως κοινότητα, σε σχέση και κοινωνία με τους άλλους. (γ) Ο γνήσιος χριστιανισμός είναι καθολικός, αποβλέπει δηλαδή στον όλο άνθρωπο ως ενότητα, δεν τον ξεχωρίζει σε ανώτερα και κατώτερα στοιχεία. Όποιος κατανοεί αυτή την καθολικότητα του ανθρώπου, όποιος αποκρούει τη διαρχία ανάμεσα στο πνεύμα και την ύλη, δεν μπορεί να βιώσει τον Χριστό και την ειρήνη του ως υπερβατική πραγματικότητα, στην οποία όσο βαθύτερα βυθίζεται κανείς τόσο περισσότερο αποφεύγει τα προβλήματα της εποχής του, τις έγνοιες δηλαδή και τις υποχρεώσεις που επιβάλλει η ιστορική πραγματικότητα, για να βρει μια δήθεν εσωτερική ειρήνη και γαλήνη.

Αν, λοιπόν, δεν υπάρχει αυτός ο διχασμός ανάμεσα σε έξω και έσω άνθρωπο δεν μπορεί παρά να εκφράσει την ειρήνη που του δωρίζει το Άγιο Πνεύμα ως δράση ειρηνιστική, ως κινητοποίηση ενάντια στην αδικία, τον πόλεμο, τους εξοπλισμούς, τον αφανισμό της γης, αφού όλα αυτά στρέφονται ενάντια στην πίστη και την ελπίδα του.

Κι ερχόμαστε στην ουσία του ερωτήματος που θέσαμε στην αρχή. Στο πώς, δηλαδή, η παύλεια αυτή περί ειρήνης διδασκαλία πέρασε μέσα από τη μακραίωνη παράδοση της Ορθοδοξίας στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Στο λατρευτικό χώρο, στον οποίο εκφράζεται η ταυτότητα της Εκκλησίας ως λατρεύουσα κοινότητα, η ειρήνη αποτελεί όχι απλώς ουσιαστικό, αλλά κυρίαρχο και πρωταρχικό αίτημα. Η Θ. Λειτουργία αρχίζει και τελειώνει με έντονη αναφορά στην ειρήνη, αρχίζει με τα Ειρηνικά, που λέγονται έτσι γιατί αναφέρονται στην ειρήνη και αποσκοπούν στο να μεταφέρουν στη συνείδηση του λαού το Θείο δώρο, μα συνάμα και υπέρτατο καθήκον, της ειρήνης («ἐν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν» «ὑπέρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης» «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου...» κλπ.). Τελειώνει με τη φράση «ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν». Θα μπορούσε ώρες ατέλειωτες να μιλάει κανείς για τη δυναμική διάσταση της ειρήνης μέσα στη λατρεία. Από τις συνεχείς επαναλήψεις των ειρηνικών, μέχρι την κορύφωση της αναφοράς, οπού οι πιστοί προσφέρουν τα τίμια δώρα («πρόσχωμεν τήν ἁγίαν ἀναφοράν ἐν εἰρήνῃ προσφέρειν...»)· από την οπισθάμβωνη ευχή (εἰρήνην τῷ κόσμῳ σου δώρησαι» κλπ.), μέχρι τη «μετα-Λειτουργία» (τη δράση δηλαδή στην οποίαν καλούνται αιώνες τώρα οι πιστοί με το «ἐν εἰρήνῃ προέλθωμεν»), κυρίαρχη θέση κατέχει το αίτημα της ειρήνης. Άλλωστε η «απόλυση» δεν αποτελεί το τέλος ενός τελετουργικού, στο οποίο ο πιστός μετέχει με απάθεια, αλλά την αρχή μιας αέναης κίνησης και δράσης για τη μεταμόρφωση του κόσμου. Θα ήταν σχιζοφρενικό μέσα στο Ναό να δεόμαστε: «ὑπέρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου» και να μην αγωνιζόμαστε έξω από αυτόν για την επικράτηση της ειρήνης, την ακεραιότητα της κτιστής δημιουργίας, την κατάργηση των εξοπλισμών, την αποτροπή ενός πυρηνικού ή οικολογικού ολοκαυτώματος κ.ο.κ. «Η ίδια δράση φέρνει τον άνθρωπο εις την πάντα νουν υπερέχουσαν ειρήνην», λένε οι αγιορείτες πατέρες.

Ο,ΤΙ ΚΑΙ ΝΑ ΕΙΠΕ Ο ΚΥΡΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΠΟΣΤΟΛΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΟΥΣ. ΟΠΩΣ ΑΚΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ ΝΑ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΕΙ ΟΣΟΥΣ ΣΥΛΛΑΜΒΑΝΟΥΝ.  ΚΑΤΕΛΗΞΕ ΚΑΙ Ο ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ ΠΕΡΙΤΤΟΣ ΜΠΡΟΣ ΣΕ ΤΕΤΟΙΑ ΑΝΟΗΣΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου