Πέμπτη 25 Αυγούστου 2022

ΠΑΥΛΟΣ ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ - ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ (38)

 Συνέχεια από: Τρίτη 23 Αυγούστου 2022

ΠΕΤΡΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ

ΠΑΥΛΟΣ (ΠΡΩΤΟΣ ΤΟΜΟΣ)

ΤΟΜΕΣ ΣΤΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ

Μέρος Τρίτο

TOMEΣ ΣΤΗΝ ΠΑΥΛΕΙΑ ΗΘΙΚΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ

Κεφάλαιο 12

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΛΟΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ Κ.Δ.

12.3. ΟΙ ΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΛΟΓΕΙΑΣ

Στον ορθόδοξο χώρο, από όσο μπορώ να ξέρω, δεν έχει ακόμη παρουσιαστεί ανεξάρτητη μονογραφία πάνω στο θέμα. Δεν έλειψαν, εντούτοις, οι σχετικές αναφορές, στην ελληνόφωνη τουλάχιστον βιβλιογραφία. Εκτός από την ενδιαφέρουσα παρατήρηση του Ε. Ι. Ζολώτα, την οποία σημειώσαμε πιο πάνω72, έχουμε και τις παρακάτω ενδεικτικές αναφορές. Το θέμα, βέβαια, επαναφέρεται μερικές δεκαετίες αργότερα. Συγκεκριμένα, στις αρχές της μεταπολεμικής περιόδου ο Β. Ιωαννίδης, στα πλαίσια της προσπάθειάς του να αφυπνίσει το ενδιαφέρον της ορθόδοξης ελλαδικής εκκλησίας για τα σύγχρονα κοινωνικά προβλήματα, κάνει σχετικά εκτενή αναφορά στο πρόγραμμα της λογείας73. Το πρόγραμμα αυτό του Παύλου, ο Ιωαννίδης το χαρακτηρίζει «ἔρανο... ὑπέρ τῶν πτωχῶν πιστῶν τῆς Ἰερουσαλήμ»74, στον οποίο οι χριστιανοί των άλλων εκκλησιών είχαν ανταποκριθεί με «πνεῦμα ἀλληλεγγύης καί σεβασμοῦ πρός τήν πρώτην χριστιανικήν Ἐκκλησίαν»75. Είναι χαρακτηριστικό ότι για τον προσδιορισμό της θεολογικής σημασίας της λογείας, ο Ιωαννίδης βασίζεται κυρίως στη Β´ Κορ76. Οι όροι τους οποίους χρησιμοποιεί ο απόστολος στα κεφ. 8-9 της επιστολής αυτής δείχνουν τη θρησκευτικότητα τῆς ὑπέρ τῶν πτωχῶν μερίμνης, ὡς ἐκπληρώσεως θείου θελήματος καί ἁγίου ἔργου»77. Ως σκοπός της λογείας προβάλλεται «ἡ ἀναπλήρωσις ἀμοιβαίως τῶν ὑστερημάτων κατά δύναμιν καί μετά προθυμίας».78 Το νόημα των στίχ. Β´ Κορ 8,13εξ είναι «νά μή στερῆταί τις οὐδενός, οὔτε νά περισσεύῃ, ἀλλά νά ὑπάρχῃ ἰσότης καί δικαιοσύνη».79
Παρόλα αυτά, λίγο αργότερα ο Π. Τρεμπέλας, επηρεαζόμενος προφανώς από πληροφορίες δυτικών υπομνηματιστών των αρχών του αιώνα μας, σχολιάζει για τη λογεία στο Α´ Κορ 16,1, ότι πρόκειται για καθεστώς καθιερωμένο ήδη στους Ιουδαίους της διασποράς να συνεισφέρουν για το Ναό και τους κατοίκους των Ιεροσολύμων. Κατά τον Τρεμπέλα, το καθεστώς αυτό υιοθέτησε και η Εκκλησία για τη μητέρα των Εκκλησιών.80
Το θέμα επανέφερε το 1963 ο Σ. Αγουρίδης υποστηρίζοντας ότι η αρχέγονη χριστιανική κοινότητα ήταν ενωμένη όχι μόνο στην πίστη και στη λατρεία, αλλά και στη χρήση των μέσων συντήρησης81. Αναφερόμενος ειδικά στη λογεία κάνει την παρακάτω πολύ αξιόλογη παρατήρηση: «Ἄς ἔχωμεν δέ κατά νοῦν ὅτι τό σύστημα τοῦτο τῶν λογιῶν ἦτο πολύ μεγαλυτέρας σημασίας ἄπ' ὅ,τι φαίνεται εἰς τάς πηγάς μας. Δέν μνημονεύονται συχνάκις ἐν ταῖς πηγαῖς αἱ λογίαι, διότι δέν ἦσαν θέμα ἐπίμαχον»82.
Το 1966 ο Γ. Γρατσέας, που ανέλαβε να συντάξει το λήμμα «λογία» στη ΘΗΕ υπογραμμίζει το κοινωνικό ενδιαφέρον της πρώτης Εκκλησίας, συσχετίζοντας τη λογεία με τα κοινωνικά προβλήματα που διαφαίνονται πίσω από την περικοπή Α´ Κορ 11,22εξ.83
Το 1968 ο Β. Στογιάννος με αφορμή το Γαλ 2,9-10 αναφέρεται περιθωριακά στο πρωτοχριστιανικό φαινόμενο της λογείας και, γνωρίζοντας τη διάσταση απόψεων των ερευνητών, τονίζει ότι το πρόβλημα του νομικού ή όχι χαρακτήρα της λογείας δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει λυθεί84. Προχωράει όμως στην πολύ ενδιαφέρουσα διαπίστωση, ότι αποτελεί εσφαλμένη αφετηρία η συσχέτιση της λογείας με τη χαρισματική αποστολική συνείδηση του Παύλου, για να τονιστεί στη συνέχεια η διά της λογείας εξάρτησή του από την Ιερουσαλήμ κατά νομικό τρόπο85. Αλλά και η παραδοχή του φιλανθρωπικού χαρακτήρα της λογείας δεν συνεπάγεται κατ' ανάγκη τη μη ύπαρξη ορατής ενότητας των επί μέρους χριστιανικών κοινοτήτων της αποστολικής εποχής.86 Σε άλλη μεταγενέστερη μελέτη του ο Β. Στογιάννος, παρουσιάζοντας την μέχρι τον Georgi έρευνα87, υποστηρίζει ότι, εξαιτίας του αποσπασματικού και ευκαιριακού χαρακτήρα του κειμένου στο Γαλ 2,9-10,88 το μόνο βέβαιο είναι πως η οικονομική βοήθεια προς την κοινότητα της Ιερουσαλήμ δεν απέβλεπε σε συγκεκριμένη επείγουσα κατάσταση· σε τέτοια περίπτωση αυτή θα έφτανε πολύ
αργά, μετά από μια ολόκληρη δεκαετία.89
Το 1972 ο Μ. Σιώτης υποστήριξε ότι «τα περιστατικά δι' ὧν σαφῶς διακρίνεται ἡ οὐσιαστική συμβολή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου εἰς τήν διασφάλισιν τῆς ἐνότητος τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ὡς καί τήν ἐπέκτασιν αὐτῆς εἶναι... (καί) ἡ ὀργάνωσις καί διεξαγωγή τῶν διαφόρων ἐράνων ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων».90
Το 1974 ο Χ. Βούλγαρης, αφού απορρίπτει την υπόθεση του Κ. Holl 91, επαναλαμβάνει την άποψη του δασκάλου του Μ. Σιώτη, υποστηρίζοντας ότι με το πρόγραμμα της λογείας « ὁ Παῦλος συνέβαλεν ἀποφασιστικῶς εἰς τήν διασφάλισιν καί ἐνίσχυσιν τῆς ἐνότητος τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας».92
Τέλος, το 1977 ο Γ. Μαντζαρίδης αναφερόμενος στο φαινόμενο της πρωτοχριστιανικής λογείας από κοινωνιολογική άποψη τονίζει τον εκκλησιολογικό της χαρακτήρα, προσδιορίζοντάς την ως τον ορατό σύνδεσμο των πιστών των διαφόρων χριστιανικών κοινοτήτων προς τη μητέρα των εκκλησιών κοινότητα των Ιεροσολύμων.93

12.4. ΤΑ ΚΑΙΝΟΔΙΑΘΗΚΙΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΛΟΓΕΙΑ

Τα χωρία της Κ.Δ. στα οποία γίνεται σαφής λόγος για τη λογεία, βρίσκονται αποκλειστικά στις μεγάλες και, από κάθε άποψη, αδιαφιλονίκητες επιστολές του αποστόλου Παύλου. Τα χωρία αυτά κατά χρονολογική σειρά είναι τα εξής: Γαλ 2,10· Α´ Κορ 16,1-4· Β´ Κορ 8-9· Ρωμ 15,25-32. Υπάρχουν, εντούτοις, και οι παρακάτω έμμεσες αναφορές, που σχετίζονται τόσο με τη λογεία καθαυτή, όσο και με παράλληλες σχετικές εκδηλώσεις του αρχέγονου χριστιανισμού· οι αναφορές αυτές είναι οι εξής: Πραξ 11,27-30· 12,25· 20,33εξ· 24,17· Εβρ 6,10, όπως και ορισμένοι υπαινιγμοί στα διάφορα κείμενα της Κ.Δ.

12.4.1. ΟΙ ΑΜΕΣΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

Στην προς Γαλάτας επιστολή του ο Παύλος διασώζει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πολυσυζητημένη άμεση αναφορά για τη λογεία. Στο τέλος ακριβώς αυτού, που κατά κοινή σχεδόν ομολογία θεωρείται η παύλεια εκδοχή της Αποστολικής Συνόδου, διαβάζουμε:
«μόνον τῶν πτωχῶν ἵνα μνημονεύωμεν, ὅ
καί ἐσπούδασα αὐτό τοῦτο ποιῆσαι»
(Γαλ 2,10).
Τρία είναι τα χαρακτηριστικά στοιχεία αυτής της αναφοράς: (α) είναι η μοναδική συμφωνία την οποία διασώζει ο Παύλος από την πολύκροτη εκείνη Σύνοδο, εκτός βέβαια από την απόφαση για κατανομή της ιεραποστολικής δικαιοδοσίας· (β) δίνει την εντύπωση της επιβολής του προγράμματος της λογείας από την αρχική ιουδαιοχριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων και (γ) φανερώνει το εξαιρετικό ενδιαφέρον του αποστόλου για το ζήτημα αυτό.
Τη δεύτερη χρονικά μαρτυρία για τη λογεία τη βρίσκουμε στην Α´ Κορινθίους. Προς το τέλος της επιστολής, δίνοντας προφανώς ορισμένες διευκρινίσεις σε συγκεκριμένο ερώτημα των χριστιανών της Κορίνθου, ο Παύλος γράφει:
«Περί δέ τῆς λογείας τῆς εἰς τούς ἁγίους, ὥσπερ διέταξα ταῖς ἐκκλησίαις τῆς Γαλατίας, οὕτως καί ὑμεῖς ποιήσατε, κατά μίαν σαββάτου ἕκαστος ὑμῶν παρ' ἑαυτῷ τιθέτῳ θησαυρίζων ὅ,τι ἐάν εὐοδῶται, ἵνα μή, ὅταν ἔλθω, τότε λογίαι γίνωνται, ὅταν δέ παραγένωμαι, οὕς ἐάν δοκιμάσητε, δι' ἐπιστολῶν τούτους πέμψω ἀπενεγκεῖν τήν χάριν ὑμῶν εἰς Ἱερουσαλήμ· ἐάν δέ ἄξιον ᾗ τοῦ κἀμέ πορεύεσθαι, σύν ἐμοί πορεύσονται»
(Α´ Κορ 16,1-4).
Στη σύντομη αυτή αναφορά μαρτυρούνται: (α) η στενή σχέση της λογείας με τη λατρεία· (β) η διενέργεια του προγράμματος και στην Ασία· (γ) η συστηματική οργάνωση του όλου προγράμματος. Η παράγραφος αυτή της Α´ Κορ είναι η μοναδική της Κ.Δ., στην οποία το πρόγραμμα αυτό του αποστόλου Παύλου για την οικονομική εξόρμηση προς ενίσχυση των δεινοπαθούντων αδελφών της ιεροσολυμιτικής κοινότητας ονομάζεται «λογεία».
Η εκτενέστερη αναφορά στην οικονομική αυτή εξόρμηση του αποστόλου Παύλου βρίσκεται στην επιστολή, η οποία έχει κατακυρωθεί στον κανόνα της Κ.Δ. ως Β´ προς Κορινθίους. Η δεύτερη από τις τρεις μεγάλες ενότητες της επιστολής αυτής, αποτελούμενη από δυο ολόκληρα κεφ. (8-9),94 αναφέρεται λεπτομερειακά στην αναγκαιότητα και τη θεολογική σημασία της λογείας. Τα γενικά χαρακτηριστικά αυτής της αναφοράς είναι ότι η λογεία: (α) προσδιορίζεται από μια αρκετά πλούσια και ενδιαφέρουσα σειρά από όρους, όπως «χάρις», «κοινωνία», «διακονία», «ευλογία», «λειτουργία» κ.ά.· (β) σχετίζεται τόσο προς το δόγμα (8,9), όσο και προς τη λατρεία (9,11 εξ)· (γ) συνδέεται προς το κοινωνικό ιδεώδες της ισοκατανομής και κοινωνίας των υλικών αγαθών.
Τέλος, στην προς Ρωμαίους επιστολή του αποστόλου Παύλου, και σε συνδυασμό με τα σχέδιά του για επέκταση της ιεραποστολής προς την Ισπανία μέσω Ρώμης,95 διαβάζουμε τα εξής ενδιαφέροντα για το πρόγραμμα της λογείας:
«Νυνί δέ πορεύομαι εἰς Ἱερασουλήμ διακονῶν τοῖς ἁγίοις, εὐδόκησαν γάρ Μακεδονία καί Ἀχαΐα κοινωνίαν τινά ποιήσασθαι εἰς τούς πτωχούς τῶν ἁγίων τῶν ἐν Ἱερουσαλήμ· εὐδόκησαν γάρ καί ὀφειλέται εἰσίν αὐτῶν· εἰ γάρ τοῖς πνευματικοῖς αὐτῶν ἐκοινώνησαν τά ἔθνη, ὀφείλουσι καί ἐν τοῖς σαρκικοῖς λειτουργήσω αὐτοῖς, τοῦτο οὖν ἐπιτελέσας καί σφραγισάμενος αὐτοῖς τόν καρπόν ταὐτόν, ἀπελεύσομαι δι' ὑμῶν εἰς τήν Σπανίαν· οἶδα δέ ὅτι ἐρχόμενος πρός ὑμᾶς ἐν πληρώματι εὐλογίας Χριστοῦ ἐλεύσομαι.
Παρακαλῶ δέ ὑμᾶς, [ἀδελφοί,] διά τοῦ κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί διά τῆς ἀγάπης τοῦ πνεύματος συναγωνίσασθαί μοι ἐν ταῖς προσευχαῖς ὑπέρ ἐμοῦ πρός τόν Θεόν, ἵνα ρυσθῶ ἀπό τῶν ἀπειθούντων ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ, καί ἡ διακονία μου ἡ εἰς Ἱερουσαλήμ εὐπρόσδεικτος γένηται τοῖς ἁγίοις, ἵνα ἐν χαρᾷ ἔλθω πρός ὑμᾶς διά θελήματος Θεοῦ συναναπαύσωμαι ὑμῖν».
(Ρωμ 15,25-32).
Τα χαρακτηριστικά της περικοπής αυτής είναι τα εξής: (α) η λογεία πέρα από κάθε αμφιβολία προοριζόταν για κοινωνικούς σκοπούς (εἰς τούς πτωχούς τῶν ἁγίων)· (β) παράλληλα όμως χαρακτηρίζεται και ως οφειλή των εθνικών προς τη μητέρα των εκκλησιών, αφού αυτή έγινε αφορμή να δεχτούν τη χριστιανική πίστη· (γ) ολόκληρο το τρίτο ιεραποστολικό ταξίδι του Παύλου είχε ως αποκλειστικό στόχο τη μεταφορά της λογείας, η οποία φαίνεται να βρίσκεται στο τελικό στάδιο της ολοκλήρωσής της· και (δ) για πρώτη φορά πληροφορούμαστε ότι ο Παύλος είχε υποψίες ότι οι Ιουδαίοι δεν θα έκαναν αποδεκτή την προσφορά της λογείας.

12.4.2. Οι έμμεσες αναφορές

Το τόσο εκτεταμένο αυτό πρόγραμμα της λογείας, όπως τουλάχιστο διαφαίνεται στις γνήσιες επιστολές του αποστόλου Παύλου, αποσιωπείται εντελώς από τις Πράξεις. Όπως πολύ σωστά παρατηρεί o K. F. Nickle96 είναι ομολογουμένως αξιοσημείωτο, ότι το παύλειο αυτό πρόγραμμα ο συγγραφέας των Πράξεων το διασώζει σε μια μόνο διαστρεβλωμένη αναφορά (Πραξ 24,17) και έναν υπαινιγμό (Πραξ 20,33εξ). Παράλληλα, όμως, μαρτυρείται ένα άλλο σημαντικό γεγονός, γνωστό ως «αντιοχειανή λογεία» (Πραξ 11,22-30· 12,25). Οι έμμεσες αυτές μαρτυρίες της πρωτοχριστιανικής λογείας, με πρώτη την «αντιοχειανή», περιγράφονται από τον συγγραφέα των Πράξεων ως εξής:
«Ἐν ταύταις δέ ταῖς ἡμέραις κατῆλθαν ἀπό Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν ἀναστάς δέ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἄγαβος ἐσήμανεν διά τοῦ Πνεύματος λιμόν μεγάλην μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ' ὅλην τήν οἰκουμένην, ἥτις ἐγένετο ἐπί Κλαυδίου, τῶν δέ μαθητῶν καθώς εὐπορεῖτο τίς, ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς· καί ἐποίησαν, ἀποστείλαντες πρός τούς πρεσβυτέρους διά χειρός Βαρνάβα καί Σαύλου».
(Πραξ 11,27-30).
«Βαρνάβας δέ καί Σαῦλος ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλήμ πληρώσαντες τήν διακονίαν, συμπαραλαβόντες καί Ἰωάννην τόν ἐπικληθέντα Μᾶρκον».
(Πραξ 12,25).
Με βάση τις λοιπές εσωτερικές μαρτυρίες της Κ.Δ., αλλά και διάφορες εξωτερικές97, έχει ορθότατα υποστηριχτεί, και αποτελεί ένα από αδιαφιλονίκητα πορίσματα της νεώτερης βιβλικής επιστήμης, ότι τα γεγονότα των κεφ. 11 και 15 των Πράξεων (Αποστολική Σύνοδος) πρέπει να σχετίζονται με εκείνα που περιγράφονται στο κεφ. 2 της προς Γαλάτας98. Κατά συνέπεια, ως χρόνος μεταφοράς της οικονομικής βοήθειας της εκκλησίας της Αντιόχειας προς την ιεροσολυμιτική αρχική χριστιανική κοινότητα έχει προσδιοριστεί το έτος 48 μ.Χ.99 O Nickle αναγνωρίζοντας τις οφθαλμοφανείς ομοιότητες ανάμεσα στο μετέπειτα πρόγραμμα του αποστόλου Παύλου και την αντιοχειανή λογεία καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι η δεύτερη αποτελεί πρότυπο σχήμα του πρώτου· «τα παράλληλα είναι πολύ χτυπητά και σαφή για να θεωρηθούν τυχαία»100. Με βάση όμως την αποδεδειγμένη θεολογική προσαρμογή των έργων του Λουκά, το πρόβλημα δεν μπορεί να θεωρηθεί λυμένο. Το μόνο αναμφισβήτητο γεγονός είναι ότι και τα δυο προγράμματα, τόσο η παύλεια, όσο και η λεγόμενη «αντιοχειανή» λογεία, ήταν έργο των πρωτεργατών της ιεραποστολής προς τα έθνη, των «οργανωτών κοινοτήτων» κατά την ανάλυση του Theissen.101
Για το παύλειο πρόγραμμα της λογείας καθαυτό ο συγγραφέας των Πράξεων διασώζει στο κείμενο της προσευχής του αποστόλου Παύλου προς τους πρεσβυτέρους της Μιλήτου τον εξής ασαφή έμμεσο υπαινιγμό:
«ἀργυρίου ἤ χρυσίου ἤ ἱματισμοῦ οὐδενός ἐπεθύμησα· αὐτοί γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καί τοῖς οὔσιν μετ' ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὐταί. Πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτως κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων...».
(Πραξ 20, 33).
Σαφέστερος είναι ο υπαινιγμός που διασώζεται στο λόγο του Παύλου προς τον Φήλικα. Εκεί ο απόστολος αναφέρει ότι:
«δ' ἐτῶν δέ πλειόνων ἐλεημοσύνας ποιήσων εἰς τό ἔθνος μου παρεγενόμην καί προσφορᾶς...»
(Πραξ 24,17).
Σχετική πρέπει να θεωρηθεί και η μαρτυρία του Λουκά για την υστεροβουλία του Φίληκα:
«ἄμα καί ἐλπίζω ὅτι χρήματα δοθήσεται αὐτῶ ὑπό τοῦ Παύλου· διό καί πυκνότερον αὐτόν μεταπεμπόμενος ὡμίλει αὐτῷ»
(Πραξ 24,26).
Με βάση τις σχετικές μαρτυρίες των Πράξεων μπορούμε να παρατηρήσουμε τα εξής: ο συγγραφέας των Πράξεων (α) αποφεύγει να συσχετίσει το σκοπό της μετάβασης του Παύλου στα Ιεροσόλυμα κατά την τελευταία ιεραποστολική του περιοδεία με τη λογεία (βλ. Πραξ 19,21· 20,1 εξ). Το Ρωμ 15,24 εξ, εντούτοις, δεν αφήνει αμφιβολία ότι σκοπός αυτού του ταξιδιού ήταν η μεταφορά της λογείας·102 (β) αποσιωπά ή επιμελώς υποβαθμίζει κάθε αναφορά στο παύλειο πρόγραμμα της λογείας·103 (γ)
στη μοναδική απευθείας αναφορά συσχετίζει τη λογεία (την «αντιοχειανή») με το λιμό επί Κλαυδίου.
Αν όμως στο κατεξοχήν ιστορικό (κατά πρόθεση τουλάχιστον) βιβλίο του αρχέγονου χριστιανισμού σπανίζουν οι αναφορές στο παύλειο πρόγραμμα της λογείας, υπάρχει ένα τουλάχιστο κείμενο της μετα-παύλειας παράδοσης, που διασώζει μια αρκετά ενδιαφέρουσα μαρτυρία. Στην προς Εβραίους επιστολή αναφέρονται για τους εξ Εβραίων χριστιανούς της Ιταλίας τα εξής:
«οὐ γάρ ἄδικος ὁ Θεός ἐπιλαθέσθαι τοῦ ἔργου ὑμῶν καί τῆς ἀγάπης ἧς ἐνεδείξασθε εἰς τό ὄνομα αὐτοῦ, διακονήσαντες τοῖς ἁγίοις καί διακονοῦντες»
(Εβρ 6,10).
Τα ενδιαφέροντα στοιχεία αυτής της αναφοράς είναι: (α) η μαρτυρία για ουσιαστική συμμετοχή της εκκλησίας της Ρώμης –ή και της ευρύτερης περιοχής της Ιταλίας– στο πρόγραμμα της λογείας· (β) η
μαρτυρία ότι το πρόγραμμα αυτό δεν ήταν ένα μεμονωμένο γεγονός, αλλά συνεχιζόμενη πρακτική· και (γ) ο θεοκεντρικός χαρακτήρας του προγράμματος.
12.4.3. Τέλος, πέρα από τις πιο πάνω άμεσες και έμμεσες μαρτυρίες για την οργάνωση και διεκπεραίωση της λογείας, θα πρέπει να σημειώσουμε και τις ακόλουθες περιπτώσεις, στις οποίες είτε αντανακλάται η σχετική προς το πρόγραμμα της λογείας ορολογία του Παύλου, είτε γίνεται έμμεσος υπαινιγμός της πρωτοχριστιανικής αυτής πρακτικής: Ρωμ. 12,13 (ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες)· Ρωμ 1,13 (καρπόν τινά σχῶ καί ἐν ὑμῖν καθώς καί ἐν τοῖς λοιποῖς ἔθνεσι)· Εφ 4,28 (ἵνα ἔχῃ μεταδιδόναι τῷ χρείαν ἔχοντι)· Β´ Θεσ 3,13· Α´ Τιμ 5,16· 6,18 (ἀγαθοεργεῖν... εὐμεταδότους εἶναι κοινωνικούς)· Τιτ 3,8.14· Εβρ 13,16 (τῆς δέ εὐποιίας καί κοινωνίας μή ἐπιλανθάνεσθε· τοιαύταις γάρ οὐσίαις εὐαρεστεῖται ὁ Θεός)· Ιακ 1,27· 2,2εξ· 2,1εξ· Α´ Πέτρ 4,10εξ (χάρισμα... διακονοῦντες... διακονεῖ)· Α´ Ιω 3,17· Γ´ Ιω 5εξ.
12.4.4. Από την παρουσίαση των καινοδιαθηκικών δεδομένων, προκύπτουν τα εξής προκαταρκτικά για την παραπέρα διερεύνυση του θέματος συμπεράσματα.
α. Όλες οι παύλειες (άμεσες) αναφορές στο πρόγραμμα της λογείας, με εξαίρεση τα κεφ. 8 και 9 της Β´ Κορ, είναι ευκαιριακές και οπωσδήποτε δεν επιτρέπουν τη θεμελίωση αντικειμενικής αναπαράστασης του φαινομένου, το οποίο όπως διαφαίνεται κάλυψε ένα σημαντικότατο μέρος της ιεραποστολικής δραστηριότητας του αποστόλου Παύλου. Κατά συνέπεια, για τον καθορισμό της θεολογικής σημασίας του προγράμματος της λογείας κατά τον απόστολο Παύλο οι μαρτυρίες τόσο της προς Γαλάτας, στην οποία κατά βάση στηρίχθηκε η νομική θεώρηση του θέματος, όσο και της προς Ρωμαίους, στην οποία φαίνεται κατά κύριο λόγο να στηρίζεται η εκκλησιολογική, μόνο δευτερευόντως μπορούν να λαμβάνονται υπόψη. Για τον προσδιορισμό της θεολογικής σημασίας της λογείας απαιτείται ενδελεχής ερμηνευτική ανάλυση104 των κεφ. 8 και 9 της Β´ Κορ, της εκτενέστερης δηλαδή αναφοράς του αποστόλου Παύλου στο εξεταζόμενο πρόβλημα.
β. Όποια και να είναι η θεωρία, την οποία υιοθετεί κανείς σχετικά τόσο με το σκοπό και τις συνθήκες της «αντιοχειανής» λογείας, όσο και με την έκταση που κατέλαβε η συζήτηση για το θέμα της λογείας στην Αποστολική Σύνοδο, είναι αναμφισβήτητο το γεγονός, ότι το πρόγραμμα της λογείας προσέλαβε ιδιαίτερη θεολογική σημασία στη θεολογική σκέψη του αποστόλου Παύλου, και ιδιαίτερα κατά την συγγραφή της Β´ Κορ. Είτε, δηλαδή, ο κορυφαίος θεολόγος του αρχέγονου χριστιανισμού παρέλαβε ένα θεσμό που ήταν κιόλας σε χρήση στην πρωτοχριστιανική κοινότητα105, είτε ο θεσμός αυτός ήταν επινόηση και πρωτοβουλία του Παύλου106, είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι ο Παύλος ήταν εκείνος που έδωσε νέες προοπτικές και ανυπολόγιστη θεολογική σημασία στη σκοπιμότητα αυτής της πρακτικής. Εκείνο που θεωρούμε απαραίτητο, είναι η ανάλυση παράλληλων εκδηλώσεων του σύγχρονου ή και προγενέστερου από τον Παύλο ιουδαϊκού και εθνικού κόσμου, με σκοπό να καταδειχτεί ο βαθμός συγγένειας ή εξάρτησης της λογείας από τυχόν παρόμοια προχριστιανικά φαινόμενα
.[ΩΣΤΕ ΝΑ ΕΚΘΡΟΝΙΣΤΕΙ ΠΙΟ ΕΥΚΟΛΑ Ο ΑΠ. ΠΑΥΛΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΘΕΤΟ ΣΩΤΗΡΙΑ ΠΟΥ ΕΙΣΗΓΑΓΕ, Η ΟΠΟΙΑ ΣΧΕΤΙΚΟΠΟΙΕΙ ΤΗΝ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΛΗΡΟΥ.]

Σημειώσεις


72. Σελ. 27. υπ. 13.
73. Β. Χ. Ιωαννίδη, Τό Εὐαγγέλιον καί τό κοινωνικόν πρόβλημα, 1950, 1957, σελ. 54-58.
74. Στο ίδιο, σελ. 54.
75. Στο ίδιο, σελ. 56.
76. Στο ίδιο, σελ. 55.
77. Στο ίδιο, σελ. 56.
78. Στο ίδιο, σελ. 57.
79. Στο ίδιο, σελ. 57 υπ. 2. Παρόλο που ο Ιωαννίδης εύστοχα αναγνωρίζει ότι η κλασική αντιμετώπιση του κοινωνικού προβλήματος με βάση την ελεημοσύνη «εἶναι ἀνεπαρκής διά τήν ἄρσιν τοῦ κακοῦ» (σελ. 61), και ότι «τό ζήτημα σήμερον εἶναι ὄχι νά βοηθῶμεν τούς πτωχούς, ἀλλά (τό) πῶς θά ἀρθῶσιν τά αἴτια τῆς ὑπάρξεως πτωχῶν» (στο ίδιο), εντούτοις η οπτική γωνία κάτω από την οποία εξετάζει το όλο πρόβλημα είναι επηρεασμένη από το εμφυλιο πολεμικό κλίμα της εποχής του. Πρέπει να σημειωθεί ότι το έργο άρχισε να γράφεται σε συνέχειες στο περιοδικό Γρηγόριος ο Παλαμάς στην καρδιά του εμφύλιου, το 1947. Είναι ενδεικτικός και ο στόχος του έργου όπως διαγράφεται στη σελ. 23: «Λόγω ἀκριβῶς καί τῆς τοιαύτης δράσεως τῶν Κομμουνιστικῶν κομμάτων ἡ λύσις τοῦ κοινωνικοῦ προβλήματος ἀποτελεῖ τό φλέγον ζήτημα τῆς ἐποχῆς...». Γι' αυτό άλλωστε δεν έτυχε της δέουσας προσοχής από τους διανοούμενους της εποχής του.
80. Π. Ν. Τρεμπέλα, Ὑπόμνημα εἰς τάς ἐπιστολάς τῆς Κ.Δ. τομ. Α´ (1956) στο στίχο.
81. Σ. Αγουρίδη, Η κοινοκτημοσύνη, σελ. 3.
82. Στο ίδιο, σελ. 9.
83. Γ. Γρατσέα, «λογία», ΘΗΕ τομ. VIII στ. 325-26. Πρβλ. του ίδιου, Ἡ περί πτώχειας διδασκαλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς (1962).
84. Β. Π. Στογιάννου, Πέτρος παρά Παύλῳ (1968) σελ. 124.
85. Στο ίδιο.
86. Στο ίδιο.
87. Β. Π. Στογιαννου, «Η Αποστολική Σύνοδος», ΕΕΘΣΘ 18 (1973) 27-223, σελ. 120εξ.
88. Στο ίδιο, σελ. 122.
89. Στο ίδιο, σελ. 123.
90. Μ. Σιώτη, «Ἡ ἑνότης τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας καί ἡ ἐρμηνεία τῶν Ἁγίων Γραφῶν», Εισηγήσεις Α´ Ορθοδόξου Ερμηνευτικού Συνεδρίου· 17-21 Mαΐoυ 1972 (1973) 39-80, σελ. 44-45.
91. Χ. Σ. Βούλγαρη, Ἡ ἑνότης τῆς Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας (1974) σελ. 239.
92. Στο ίδιο, σελ. 377. Πρβλ. του ίδιου, Νέα θεώρησις τῶν ἐρίδων τῆς ἀποστολικῆς ἐκκλησίας τῆς Κορίνθου καί τῶν ἐν αυτῆ ἀντιπάλων τοῦ ἀπόστόλου Παύλου (19802) σελ. 65εξ.
93. Γ. Ι. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού (1977) σελ. 42-43.
94. Το κείμενο της ενότητας Β´ Κορ 8-9 και εκτενής σχολιασμός του στο Β´ Μέρος.
95. Πρβλ. Ρωμ 15,24εξ· Πραξ 19,21· Ρωμ 1,10εξ.
96. The Collection, σελ. 148.
97. Πρβλ. Ιώσηπου, Ιουδαϊκή Αρχαιολογία III 15· βλ. ακόμη J. Jeremias, «Sabbathjahr und neutestamentliche Chronologie», ZNW 27 (1928) 98-103, ο οποίος απέδειξε ότι το ιουδαϊκό έτος 47-48 ήταν σαββατικό έτος, κατά το οποίο τα χωράφια έμεναν ακαλλιέργητα.
98. K. F. Nickle, The Collection, σελ. 51εξ· επίσης Β. Π. Στογιάννου, «Η Αποστολική Σύνοδος», σελ. 189εξ.
99. Στο ίδιο, σελ. 197εξ.
100. K. F. Nickle, The Collection, σελ. 26.
101. Βλ. πιο πάνω σελ. 38.
102. K. F. Nickle, The Collection, σελ. 68.
103. Ως λόγοι αυτής της παράξενης αποσιώπησης του τόσο σημαντικού γεγονότος του αρχέγονου χριστιανισμού έχουν κατά καιρούς προταθεί οι εξής: (α) ο συγγραφέας των Πράξεων αγνοούσε πραγματικά το πρόγραμμα· (β) το πιθανότερο είναι ότι εσκεμμένα απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά σ' αυτό, αφού δεν ταίριαζε στο θεολογικό πλάνο του (E. Barnikol, Römer 15 - Letzte Reiseziele des Paulus: Jerusalem, Rom und Antiochien [1931] σελ. 7)· (γ) η μνεία του προγράμματος θα κατέστρεφε την εικόνα των σχέσεων Παύλου-ιεροσολυμιτών (Ε. Mayer, Ursprung, σελ. 194)· (δ) η αναφορά στη λογεία πιθανώς να διέστρεφε την αυθεντία του Παύλου (W. L. Knox, Saint Paul and the Church of Jerusalem [1925] σελ. 295)· (ε) επειδή στόχος του συγγραφέα των Πράξεων ήταν να παρουσιάσει μια καλή εικόνα του χριστιανικού κινήματος στις ρωμαϊκές αρχές, αποσιωπήθηκε η ύπαρξη του εράνου, αφού ήταν νομικά παράνομη (K. F. Nickle, The Collection, σελ. 149εξ) κ.ά.. Είναι προφανές πως οι παραπάνω προταθέντες λόγοι κινούνται στη σφαίρα των υποθέσεων. Ένα είναι το βέβαιο· για τη διερεύνηση του σκοπού της λογείας μόνο στα παύλεια αδιαφιλονίκητα κείμενα μπορούμε να βασιστούμε. Πρβλ. και C. R. Bowen, “Paul's Collection and the Book of Acts,” JBL 42 (1923) 49-58.
104. Κάτι τέτοιο διαπιστώνει κανείς και στις μελέτες των Georgi και Nickle, όχι όμως σε πρωταρχικό βαθμό σε σχέση με τις άλλες μαρτυρίες της Κ.Δ.
105. Την άποψη αυτή υιοθετεί ο K. F. Nickle, Collection, σελ. 72.
106. Προϋποθέτοντας το θεολογικό (και όχι ιστορικό) χαρακτήρα των Πράξεων η άποψη αυτή φαίνεται πιο πιθανή. Πρβλ. όμως για το θέμα και τη μελέτη του R. W. Funk, “The Enigma of the Famine Visit,” JBL 75 (1956) 130εξ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου