Σάββατο 20 Αυγούστου 2022

Αγ. Γρηγόριος Νύσσης - Ερμηνεία του Άσματος Ασμάτων (Λόγος ΣΤ')

   Συνέχεια από: Παρασκευή 22 Ιουλίου 2022

    ΛΟΓΟΣ ΣΤ'

(Άσμα Ασμάτων 3,1-8)

Η ΝΥΦΗ

1. «Τις νύχτες πάνω στο κρεβάτι (στην κοίτη) μου 

αναζήτησα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου· 

τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα· 

τον φώναξα και δεν μ’ άκουσε. 

2. Θα σηκωθώ και θα φέρω γύρα στην πόλη, 

στις αγορές και στις πλατείες, 

αναζητώντας αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου· 

3. τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα.

Με βρήκαν οι φύλακες που τριγυρνούν στην πόλη.

Μήπως είδατε αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου;

4. Μόλις απομακρύνθηκα λίγο απ’ αυτούς, 

αμέσως βρήκα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου.

Τον κράτησα σφιχτά και δεν τον άφησα,

ώσπου τον έφερα στον οίκο της μητέρας μου

και τον εισήγαγα στην κάμαρα εκείνης που με γέννησε.

5. Σας όρκισα, κόρες της Ιερουσαλήμ,

στις δυνάμεις και στις εξουσίες του αγρού,

μη ξυπνήστε και μη σηκώστε την αγάπη μου ώσπου να το θελήσει.

Ο ΧΟΡΟΣ 

6. Ποιά είναι αυτή που ανεβαίνει από την έρημο,

ως καπνού στήλη, μοσχοβολώντας σμύρνα και λιβάνι

κι όλες τις αρωματικές σκόνες του μυροποιού;

Η ΝΥΦΗ

7. Να, η κλίνη εδώ του Σολομώντα·

εξήντα παλικάρια ολόγυρα

από τους δυνατούς του Ισραήλ.

8. Όλοι σπαθί κρατώντας,

καλά στον πόλεμο δασκαλεμένοι·

κάθε άντρας και σπαθί πλάι στον μηρό του

για τους φόβους της νύχτας.

Το Άσμα των Ασμάτων με το ανάγνωσμα αυτό μας μιλάει πάλι για τα μεγάλα και υψηλά δόγματα. Η διήγηση της νύμφης είναι φιλοσοφία, με όσα λέει για αυτή την ίδια, διδάσκοντας ποιά σχέση πρέπει να έχουν με το θείο οι εραστές του υπερκείμενου κάλλους. Αυτό που μαθαίνομε με τα λόγια αυτά είναι το εξής (πρέπει νομίζω να εκθέσουμε προηγουμένως το νόημα που κρύβουν οι στίχοι κι έτσι έπειτα να συνδέσουμε τα θεόπνευστα λόγια με όσα είπαμε πρωτύτερα). Διαφαίνεται λοιπόν, με λίγα λόγια, ένα τέτοιο δόγμα με όσα ειπώθηκαν. Με την ανώτατη διαίρεση, η φύση των όντων χωρίζεται σε δύο μέρη· ένα αισθητό και υλικό και ένα άλλο νοητό και άυλο. Αισθητό λοιπόν λέμε όποιο γίνεται αντιληπτό με την αίσθηση, ενώ νοητό όποιο ξεπερνά την αντίληψη με τις αισθήσεις.

Από αυτά το νοητό είναι άπειρο και απεριόριστο, ενώ το άλλο περιλαμβάνεται οπωσδήποτε σε κάποια όρια. Επειδή κάθε ύλη χαρακτηρίζεται από το ποσό και το ποιό, τον όγκο και το είδος και την επιφάνεια και το σχήμα, όσα θεωρούμε γι’ αυτήν γίνονται το όριο της κατανόησής της, ώστε να μην έχει όποιος ερευνά τα υλικά σώματα να συλλάβει με τη φαντασία του κάτι έξω από αυτά. Ενώ το νοητό και άυλο, επειδή είναι καθαρό από αυτόν τον περιορισμό, ξεφεύγει τα όρια και δεν περατώνεται πουθενά. Αλλά και η νοητή πάλι φύση διαιρείται σε δύο και είναι, από τη μία μεν η άκτιστη και δημιουργός των όντων, που είναι πάντοτε αυτό που είναι και είναι πάντοτε η ίδια, ανώτερη από κάθε προσθήκη και που δεν επιδέχεται ελάττωση στα αγαθά, κι από την άλλη δε εκείνη που έχει γίνει με δημιουργία, βλέπει πάντοτε προς το πρώτο αίτιο των όντων, με τη μετουσία του υπέρτατου συντηρείται πάντοτε μέσα στο αγαθό και κατά κάποιο τρόπο κτίζεται διαρκώς, ενώ με την επαύξησή της στα αγαθά μεταβάλλεται στο καλύτερο. Έτσι ούτε σ’ αυτή δεν παρατηρείται κάποιο πέρας ούτε η αύξησή της προς το καλύτερο περιγράφεται από κάποιο όριο, αλλά πάντοτε είναι το διαρκώς παρόν αγαθό, όσο εξαιρετικά μεγάλο και τέλειο κι αν φαίνεται πως είναι, αρχή του ανώτερου και μεγαλύτερου, ώστε και σε τούτο ν’ αληθεύει ο αποστολικός λόγος με την επέκταση προς τα εμπρός να λησμονούνται όσα είχαν ως τότε πραγματωθεί. Γιατί το μεγαλύτερο και εξαιρετικό καθ’ υπερβολή αγαθό που βρίσκουμε κάθε φορά, συγκροτώντας την επιθυμία εκείνων που το μετέχουν, δεν αφήνει να στρέφουμε το βλέμμα προς τα περασμένα, απορρίπτοντας τη θύμηση των κατώτερων με την απόλαυση των ανώτερων.

Το νόημα λοιπόν που προβάλλει η φιλοσοφία της διήγησης της νύμφης είναι νομίζω αυτό. Τώρα είναι καιρός ν’ αναφερθούμε πρώτα στις λέξεις των θεόπνευστων λόγων κι έτσι έπειτα να συνδέσουμε το νόημα των στίχων με όσα εκθέσαμε προηγουμένως. «Στο κρεβάτι μου», λέει, «τις νύχτες αναζήτησα αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου, τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα, τον φώναξα και δεν μ’ άκουσε. Θα σηκωθώ λοιπόν και θα φέρω γύρα στην πόλη, στις αγορές και στις πλατείες και θ’ αναζητήσω αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου. Τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα. Με βρήκαν οι φύλακες που τριγυρίζουν στην πόλη. Μήπως είδατε αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου; Μόλις τους άφησα κι έφυγα, βρήκα αμέσως αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου. Τον κράτησα και δεν τον άφησα, ώσπου τον οδήγησα στον οίκο της μητέρας μου και τον εισήγαγα στην κάμαρα εκείνης που με γέννησε».

Πώς λοιπόν σ’ αυτά που ειπώθηκαν βρίσκουμε τα νοήματα που εκθέσαμε προηγουμένως δογματικώς; Στις προηγούμενες αναβάσεις, σύμφωνα με το βαθμό της αύξησης που σημειωνόταν κάθε φορά, μεταβαλλόταν πάντοτε προς το καλύτερο και ποτέ δε σταματούσε στο αγαθό που είχε κατακτήσει, και άλλοτε συγκρινόταν με το ιππικό που κατάστρεψε τον Αιγύπτιο τύραννο και ξανά παρομοιαζόταν με τρυγόνια και περιδέραια σχετικά με το στολισμό τού λαιμού. Και σα να μην της έφτασαν αυτά προχωρεί έπειτα στο ακόμη ανώτερο. Γιατί με τη νάρδο της γνωρίζει καλά τη θεία ευωδία και δε σταματά ούτε σ’ αυτό· αλλά και πάλι τον ίδιο τον ποθητό της σαν ένα μύρο ευωδιαστό τον βάζει ανάμεσα στους λογικούς μαστούς, από όπου αναβλύζουν τα θεία διδάγματα, δένοντάς τον μέσα στην άπλα της καρδιάς της. Έπειτα κάνει το γεωργό καρπό της, ονομάζοντάς τον τσαμπί, που σκορπά γλυκιά και ευχάριστη μυρωδιά από τα λουλούδια του. Κι αφού έφτασε στο ύψος αυτό με τέτοιες αναβάσεις, λέγεται καλή και στέκεται πλησίον του και η ομορφιά των ματιών της παρομοιάζεται με τα περιστέρια.

Έπειτα προχωρεί πάλι προς το ανώτερο. Επειδή κι εκείνη βλέπει καθαρότερα, αντιλαμβάνεται την ωραιότητα του Λόγου και θαυμάζει πως κατεβαίνει ολοΐσκιωτος στην κλίνη τής κάτω ζωής, σκιαζόμενος από την υλική φύση του ανθρώπινου σώματος. Μαζί με αυτά περιγράφει τον οίκο της αρετής, που τα ξύλα της οροφής του είναι ο κέδρος και το κυπαρίσσι, που ούτε σαπίζουν ούτε φθείρονται. Με αυτά ερμηνεύει τη μονιμότητα και το αμετάβλητο της σχέσης προς το αγαθό. Έπειτα δείχνεται φανερά η μεταβολή της προς το καλύτερο και μοιάζει με κρίνο στ’ αγκάθια. Και πάλι διαπιστώνει εκείνη τη διαφορά του νυμφίου από τους άλλους. Τον ονομάζει μηλιά ανάμεσα σε άκαρπα δέντρα του δάσους που τη στολίζουν τα ωραία μήλα και μπαίνοντας στη σκιά της μπαίνει στο κελάρι του οίνου. Στηρίζεται με μύρα, μέσα στους καρπούς της μηλιάς ξαπλώνει κι αφού δεχτεί το εκλεκτό βέλος στην καρδιά της μέσω της γλυκιάς λαβωματιάς γίνεται και η ίδια βέλος στα χέρια του τοξότη, που το αριστερό του κατευθύνει την καμπύλη του τόξου ψηλά προς το στόχο, ενώ με το δεξί τραβάει προς τον εαυτό της το βέλος.

Έπειτα από αυτά, αφού πια έφτασε στην τελειότητα, συμβουλεύει και τις άλλες να δείξουν την ίδια προθυμία για το θέμα αυτό, ξυπνώντας με όρκο το ενδιαφέρον τους για την αγάπη. Ποιός θα διαφωνήσει ότι η ψυχή που πήγε τόσο ψηλά δεν έφτασε στο ακρότατο όριο της τελειότητας; Κι όμως το πέρας όσων πραγματοποιήθηκαν ως τώρα γίνεται αρχή για τη χειραγώγηση προς τα ψηλότερα. Όλα εκείνα δηλαδή θεωρήθηκαν ήχος φωνής που στρέφει την ψυχή μέσω της ακοής στη θεωρία των μυστικών. Κι αρχίζει να βλέπει τον ποθητό της να παρουσιάζεται στα μάτια της με άλλη μορφή. Παρομοιάζεται με ζαρκάδι και παραβάλλεται μ’ ελαφόπουλο∙ και δε στέκεται σ’ αυτό που βλέπει ούτε στη μία αυτή μορφή ούτε στον ίδιο τόπο. Αλλά σκιρτά επάνω στα όρη πηδώντας από βουνοκορφή σε βουνοκορφή. Και πάλι η νύμφη φτάνει σ’ ανώτερο επίπεδο, ακούγοντας δεύτερη φωνή, που την παρακινεί ν’ αφήσει τη σκιά του τοίχου και να βγει στο ύπαιθρο, ν’ αναπαυθεί στη σκέπη της πέτρας που είναι συνέχεια του προτειχίσματος και να χαρεί την ανοιξιάτικη ωραιότητα, δρέποντας τα άνθη της εποχής, τα ακμαία και ώριμα και κατάλληλα να μαζευτούν, κι όσα άλλα χαρίζει η εποχή ν’ απολαύσουν όσοι ευχαριστιούνται με τα μουσικά κελαηδήματα των πουλιών. Και μ’ αυτά πάλι, αφού γίνει η νύμφη τελειότερη, αξιώνεται να δει καθαρά την ίδια την όψη εκείνου που της μιλάει και ν’ ακούσει τα λόγια του από τον ίδιο κι όχι από άλλους.

Είναι φυσικό να μακαριστεί πάλι η ψυχή έπειτα από αυτά για την υψηλή ανάβασή της, αφού έφτασε στο ακρότατο όριο όσων ποθούσε. Τί θα μπορούσε να σκεφτεί κανένας μεγαλύτερο για μακαρισμό από το να δει το Θεό; Αλλά κι αυτό είναι πέρας βέβαια όσων έχουν κατορθωθεί προηγουμένως, γίνεται όμως αρχή ελπίδας για τα ψηλότερα. Ακούει δηλαδή πάλι τη φωνή που δίνει διαταγή στους κυνηγούς για να σωθούν οι λογικοί αμπελώνες να πιάσουν τα αγρίμια που βλάφτουν τους καρπούς, εκείνα τα μικρά αλεπουδάκια. Κι αφού γίνει αυτό μεταλλάσσει τα δύο το ένα στο άλλο. Γιατί και ο Θεός μπαίνει μέσα στην ψυχή και η ψυχή πάλι μετοικεί στο Θεό. Γιατί λέει «δικός μου είναι ο αγαπημένος μου κι εγώ δική του», εκείνου που ποιμαίνει μέσα στα κρίνα και μεταθέτει την ανθρώπινη ζωή από τις σκιώδεις φαντασίες στην αλήθεια των όντων. Βλέπεις σε πόσο ύψος ανέβηκε αυτή που πορεύεται, κατά τον προφητικό λόγο, από δύναμη σε δύναμη, ώστε να νομίζει ότι έχει επιτύχει το ακρότατο σημείο της ελπίδας των αγαθών. Τί ανώτερο μπορεί να συμβεί από το να βρεθεί κάποιος μέσα στον ίδιο τον ποθητό και να δεχτεί στον εαυτό του τον ποθούμενο; Αλλ’ όμως φτάνοντας και σ’ αυτό, σα να είναι φτωχή από το αγαθό, θρηνεί πάλι κι επειδή δεν έχει ακόμα αυτό που απασχολεί την επιθυμία της, βρίσκεται σε αμηχανία και θυμώνει και κοινολογεί την αμηχανία αυτή της ψυχής με τη διήγησή της και περιγράφει πως βρήκε αυτό που αναζητούσε.

Αλλά όλα αυτά τα μαθαίνουμε με την ανάλυση των λόγων που έχουμε μπροστά μας και που μας διδάσκουν σαφώς ότι δεν περιορίζεται από κανένα πέρας το μεγαλείο της θείας φύσης ούτε κανένα μέτρο γνώσεως γίνεται όριο στην κατανόηση αυτών που ζητούνται, που έπειτα από αυτό πρέπει να σταματήσει αυτός που ορέγεται τα υψηλάΑλλά ο νούς που τρέχει προς τα άνω να είναι, εξαιτίας της κατανόησης των υψηλών, σε τέτοια θέση, ώστε όλη η τελειότητα της γνώσης που μπορεί να επιτύχει η ανθρώπινη φύση να γίνει αρχή της επιθυμίας για τα υψηλότεραΠρόσεξε τώρα με ακρίβεια αυτόν τον λόγο που έχουμε μπροστά μας να εξετάσουμε, προκατανοώντας το εξής· ότι η σωματική περιγραφή του ποιήματος είναι ένας θάλαμος νυφικός και μια προετοιμασία γάμου, τα οποία δίνουν το υλικό στην θεώρησή μας. Του υλικού αυτού η φιλοσοφία, μεταφέροντας τις εμφάσεις των νοημάτων προς το καθαρό και άϋλο δια των όσων επιτελούνται μέσα σ' αυτά, προάγει τα δόγματα, χρησιμοποιώντας τα ταυτόχρονα με τα αινίγματα όσων έχουν επιτευχθεί, για να γίνουν σαφή τα δηλούμενα.

Επειδή λοιπόν ο λόγος υπέθεσε την ψυχή ως νύμφη και αυτός που αγαπά με όλη την καρδιά και την ψυχή και τη δύναμή της ονομάζεται νυμφίος, στη συνέχεια αυτή που έφτασε στο ακρότατο σημείο της ελπίδας της όπως θεωρούσε και νομίζοντας ότι έχει πλέον ενωθεί με τον ποθητό της ονομάζει κλίνη την τελειότερη μετουσία του αγαθού και τον καιρό (την ώρα) που θα πέσουν στην κλίνη τη λέει νύχτα. Με το όνομα της νύχτας δείχνει τη θεωρία των αοράτων, όμοια με το Μωυσή που βρέθηκε μέσα στο γνόφο όπου ήταν ο Θεός ο οποίος «έκανε», όπως λέει ο προφήτης, «το σκότος κρυψώνα ολόγυρά του». Κι όταν βρεθεί μέσα σ' αυτό, τότε μαθαίνει ότι τόσο απέχει να φτάσει την τελειότητα, όσο εκείνοι που δεν έχουν επιχειρήσει ούτε ν' αρχίσουν. Γιατί λέει· τώρα, επειδή πια έγινα άξια για τα τέλεια και αναπαύομαι πάνω σ' ένα είδος κλίνης από την κατανόηση όσων έχω γνωρίσει, όταν εγκατέλειψα τα αισθητήρια και βρέθηκα μέσα στα αόρατα, όταν αναζητώντας τον κρυμμένο μέσα στο γνόφο (σκότος) με τριγύρισε η θεία νύχτα, τότε είχα βέβαια την αγάπη προς αυτόν που ποθούσα, αλλά το ποθητό είχε ξεφύγει από τη λαβή των λογισμών μου. Γιατί τον αναζητούσα τις νύχτες πάνω στην κλίνη μου, για να καταλάβω ποια είναι η ουσία του, από που άρχεται (αρχίζει), σε τι καταλήγει, σε ποιο έχει το είναι του· αλλά δεν τον βρήκα. Τον φώναξα με τ' όνομά του, όσο μπορούσα να βρω ονόματα γι' αυτόν που δεν μπορεί να κατονομαστεί, αλλά δεν υπήρχε η σημασία ενός ονόματος που να επιτύχει αυτόν που ζητούσα. Πως είναι δυνατό να βρεθεί, καλούμενος με ένα όνομα, αυτός που είναι πάνω από κάθε όνομα; Γι' αυτό λέει «τον φώναξα και δεν με άκουσε». Τότε συνειδητοποίησα ότι η μεγαλοπρέπεια, η δόξα του και η αγιοσύνη του δεν έχουν όριο.

Γι' αυτό σηκώνεται πάλι και τριγυρίζει νοερά στη νοητή και υπερκόσμια φύση, που την ονομάζει πόλη, όπου οι αρχές και οι κυριότητες και οι θρόνοι οι ξεχωρισμένοι για τις εξουσίες και η συγκέντρωση (η πανήγυρις) των επουρανίων, που την ονομάζει αγορά, και το πλήθος που δεν περιλαμβάνεται με αριθμό, που το δηλώνει με το όνομα της πλατείας, μήπως τυχόν εκεί μέσα βρεί το αντικείμενο της αγάπης της (το αγαπώμενον). Τριγυρνούσε λοιπόν ερευνώντας σε κάθε αγγελική τάξη και καθώς δεν είδε ανάμεσα στα αγαθά που βρήκε και αυτό που ζητούσε (το ζητούμενον), είπε στον εαυτό της· αντιλήφθηκαν άραγε εκείνοι αυτό που αγαπώ εγώ; Και τους ρωτάει· «μήπως είδατε εσείς αυτόν που αγάπησε η ψυχή μου;» Επειδή όμως αυτοί δεν απάντησαν στην ερώτησή της και με τη σιωπή τους δήλωσαν ότι κι αυτοί δεν είχαν αντιληφθεί αυτό που ζητούσε εκείνη, αφού πέρασε από άκρη σε άκρη με την ασταμάτητη κίνηση του μυαλού (διήλθε με την πολυπραγμοσύνη της διανοίας της) όλη εκείνη την υπερκόσμια πόλη και δεν είδε ούτε μέσα στα νοητά και ασώματα αυτό που ποθούσε, τότε, παραιτώντας κάθε τι που μπορεί να βρεθεί, έτσι μονάχα γνώρισε αυτό που ζητούσε (το ζητούμενον), αυτό που καταλαβαίνουμε ότι είναι μονάχα μη καταλαβαίνοντας τι είναι, που κάθε γνώρισμά του για να το κατανοούμε γίνεται εμπόδιο για την εύρεσή του σε όσους το αναζητούν. Γι' αυτό λέει· «μόλις απομακρύνθηκα λίγο από αυτούς», αφήνοντας όλη την κτίση και προσπερνώντας κάθε τι που παρατηρούμε μέσα στην κτίση και παραιτώντας κάθε προσπάθεια κατανόησης, βρήκα τον αγαπημένο μου με την πίστη και δε θα παύσω πια να κρατώ με την πίστη αυτόν που βρήκα, ώσπου να εισέλθει στην κάμαρά μου. Και η κάμαρα είναι ασφαλώς η καρδία, που τότε δέχεται τη θεία ενοίκηση μέσα της, όταν επανέλθει σ’ εκείνη την κατάσταση, που ήταν στην αρχή όταν διαπλάστηκε από εκείνη που τη συνέλαβε (τη μητέρα της). Και αν θεωρήσει ως μητέρα κανένας την πρώτη αιτία της συστάσεώς (ύπαρξής) μας δεν θα κάνει λάθος.

Είναι τώρα καιρός να παραθέσουμε πάλι αυτολεξεί τις ίδιες τις θείες φωνές, ώστε να συνδέσουμε τους λόγους με την ανάλυσή μας. «Τις νύχτες αναζήτησα πάνω στο κρεβάτι μου τον αγαπημένο της καρδιάς μου (της ψυχής μου), τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα, τον φώναξα και δε με άκουσε. Θα σηκωθώ και θα φέρω γύρα στην πόλη, στις αγορές και στις πλατείες, και θ' αναζητήσω εκείνον που αγάπησε η καρδιά μου. Τον αναζήτησα και δεν τον βρήκα. Με συνάντησαν οι φύλακες που τριγυρνούν στην πόλη. Μήπως είδατε αυτόν που αγάπησε η καρδιά μου; Μόλις απομακρύνθηκα λίγο απ' αυτούς, βρήκα αμέσως αυτόν που αγάπησε η καρδιά μου. Τον κράτησα και δεν τον άφησα, ώσπου τον εισήγαγα στο σπίτι της μάνας μου, στην κάμαρα αυτής που με γέννησε».

Μετά από αυτά από καλοσύνη πάλι απευθύνει το λόγο και στις κοπέλες της Ιερουσαλήμ, που προηγουμένως αντιπαραβάλλοντάς τις με την ομορφιά της νύμφης που την παρομοίασε με κρίνο ο Λογος τις χαρακτήρισε αγκάθια και με τον όρκο στ' όνομα των δυνάμεων του κόσμου τις παρακινεί στο ίσο μέτρο της αγάπης, ώστε το θέλημα του νυμφίου να ενεργοποιηθεί και σ᾽ αυτές. Έχει λεχθεί στα προηγούμενα τι είναι ο κόσμος μέσα στον οποίο λειτουργούν οι εξουσίες και οι δυνάμεις και τι είναι το θέλημα εκείνου που δέχεται αγάπη από την καρδιά και όλη την ψυχή, ώστε δε χρειάζεται με τα ίδια πάλι να παρατείνουμε το λόγο, αφού η άποψη που εξετάσαμε στα προηγούμενα φανερώνει ικανοποιητικά κι αυτό που εννοείται στο σημείο αυτό. 

Αλλά ας προχωρήσει ο λόγος στη συνέχειά του, μήπως μπορέσουμε κι εμείς να συνανεβούμε μαζί με την τέλεια περιστερά που φτερουγίζει στα ύψη και ν' ακούσουμε τη φωνή των φίλων του νυμφίου που τους γεμίζει θαυμασμό η άνοδός της από την έρημο. Το πράγμα αυτό κάνει μεγαλύτερη την έκπληξη των θεατών, αν η έρημος βλαστάνει τέτοια νύμφη που να μιμείται την ομορφιά των δέντρων, που καλλιεργούνται στην έρημο για τον καπνό του θυμιάματός τους. Και τα θυμιάματα ήταν η σμύρνα και το λιβάνι. Μαζί με τον καπνό από αυτά που κάποια σκόνη μαζευόταν από εξαχνωμένα αρώματα και συνανάβαινε, ώστε αντί σκόνη ανακατεύονταν με τον αέρα τα χυμένα αρώματα που έκαναν να ψηλώνει ο αχνός στον αέρα.

Η διατύπωση είναι η εξής· «Ποια είναι αυτή που ανεβαίνει από την έρημο σαν στήλη καπνού, μοσχοβολώντας σμύρνα και λιβάνι κι από όλες τις σκόνες του μυροπώλη;». Αν προσέξει κανένας λεπτομερώς όσα ειπώθηκαν, θα βρει την αλήθεια της διδασκαλίας που σκεφτήκαμε προηγουμένως. Όπως δηλαδή στις θεατρικές παραστάσεις, αν και είναι οι ίδιοι αυτοί που υποδύονται τα πρόσωπα του έργου που τους ανέθεσαν, θεωρούνται όμως διαφορετικοί αυτοί που με τα διαφορετικά προσωπεία εναλλάσσουν τα πρόσωπα που παίζουν, κι αυτός που τώρα φαίνεται δούλος ή ιδιώτης σε λίγο παρουσιάζεται πρωτοπαλίκαρο και πολεμιστής, και πάλι εγκαταλείποντας το σχήμα του υποταχτικού παίρνει το ρόλο του στρατηγού ή υποδύεται το πρόσωπο του βασιλιά, έτσι και στην προκοπή στην αρετή· αυτοί που με την επιθυμία των υψηλότερων μεταμορφώνονται από δόξα σε δόξα δεν παραμένουν πάντοτε στον ίδιο χαρακτήρα, αλλά ανάλογα με την τελειότητα που πετυχαίνει κάποιος κάθε φορά με τα αγαθά λάμπει ένας ιδιαίτερος χαρακτήρας στη ζωή που φαίνεται ν' αλλάζει και να γίνεται διάφορος με την επαύξηση των αγαθών. Γι' αυτό νομίζω παραξευνεύονται μ' αυτό που βλέπουν οι φίλοι του νυμφίου, που πρώτα την ήξεραν ωραία, αλλά ωραία ανάμεσα στις γυναίκες, έπειτα όμως τονίζουν την ομορφιά της, ομοιάζοντάς την με το χρυσάφι που έχει στίγματα ασημιού. Τώρα όμως χωρίς να βλέπουν κανένα από τα προηγούμενα σημάδια, αλλά χαρακτηρίζοντάς την από τα υψηλότερα, θαυμάζουν όχι μόνο που ανέβηκε, αλλά από που ξεκίνησε. Αυτό είναι που μεγαλώνει την έκπληξή τους. Βλέπουν να είναι μία αυτή που ανεβαίνει, αλλά παρομοιάζουν το θέαμα με ολόκληρο άλσος. Γιατί νομίζουν πως βλέπουν ν' ανεβαίνουν στα ύψη κορμοί και να μεγαλώνουν κι εκείνο που τροφοδοτεί τους κορμούς αυτούς δεν είναι γόνιμη και γεμάτη νερά γη, αλλά ξερή και διψασμένη και έρημη.

Πού ριζώνουν λοιπόν οι κορμοί αυτοί και από που αυξάνουν; Ρίζα τους είναι η σκόνη από τα αρώματα, αρδεύονται από τον καπνό των θυμιαμάτων που με τις ευωδιές του δροσίζει αυτό το άλσος. Πόσο μεγάλο έπαινο αποτελεί ο λόγος γι' αυτήν που της προσμαρτυρεί τέτοιες ιδιότητες. Το ότι ρωτάει ο ένας τον άλλο γι' αυτήν που φάνηκε, επειδή παρουσιάζεται με κάποια άλλη μορφή και όχι με την πρότερη, είναι εγκώμιο παντέλειο της προκοπής στην αρετή που αναγνωρίζει σ' αυτήν πολλή παραλλαγή και μεταβολή (μετάσταση) προς το καλύτερο. Η φωνή είναι ανθρώπων που παραξενεύονται και θαυμάζουν τη μορφή που θάλλει πέρα από τη συνηθισμένη όψη, επειδή προηγουμένως αυτή που ανεβαίνει από την έρημο μας φαινόταν μαύρη. Πώς έπλυνε το πρόσωπό της κι απαλλάχτηκε από τη σκοτεινή μορφή; Πώς τώρα αστράφτει από χιονόλευκη ομορφιά (χιονώδες κάλλος); Είναι η έρημος που φαίνεται αιτία γι' αυτά, που την έκανε να τιναχτεί στα ύψη σαν βλαστός και να παίρνει αυτό το είδος της ομορφιάς. Γιατί το ανέβασμα προς το ύψος δεν το επέτυχε από μια τυχαία σύμπτωση ούτε με κάποια κλήρωση χωρίς λογική, αλλά με δικούς της αγώνες απόχτησε την ομορφιά, μ' εγκράτεια και επιμέλεια. Έτσι κάποτε και η ψυχή του προφήτη ένιωσε τη δίψα της θείας πηγής, επειδή η σάρκα του είχε γίνει έρημος, απάτητη και χωρίς νερό και άναψε μέσα του η θεία δίψα.

Η ανάβασή της λοιπόν από την έρημο μαρτυρεί γι' αυτήν ότι ανέβηκε σε τόσο ύψος με την προσοχή και την εγκράτεια, ώστε να θαυμάσουν και οι φίλοι του νυμφίου, που εξηγούν την ομορφιά της με πολλά παραδείγματα, γιατί τέτοια που είναι δεν μπορεί να περιληφθεί σ' ένα μονάχα. Πρώτα παρομοιάζουν την ομορφιά της με κορμό και μάλιστα όχι με ένα, αλλ' η παρομοίωση για το θαυμασμό της απλώνεται σε πλήθος δέντρων, για να μπορέσει να γίνει ολοφάνερο πόσο πολύμορφες και ποικίλες είναι οι αρετές με την περιγραφή του άλσους. Έπειτα στην απεικόνιση της ομορφιάς χρησιμοποιείται ο καπνός από τα θυμιάματα κι αυτός όχι απλός, αλλά από ανάμιξη σμύρνας και λιβανιού, ώστε από τα δύο ν' αποτελεστεί μία χάρη των αρωμάτων, που τονίζουν την ομορφιά της νύμφης. Άλλο εγκώμιό της αποτελεί η ανάμιξη των αρωμάτων αυτών. Η σμύρνα είναι κατάλληλη για την ταφή των σωμάτων, ενώ το λιβάνι είναι αφιερωμένο για να τιμάται το θείο. Όποιος λοιπόν είναι ν' αφιερωθεί στην υπηρεσία του Θεού δεν θα γίνει αλλιώς λιβάνι που καίεται για το Θεό, αν δε γίνει πρώτα σμύρνα, δηλαδή αν δε νεκρώσει τα μέλη του πάνω στη γη, ενταφιαζόμενος μαζί μ' εκείνον που δέχτηκε για χάρη μας το θάνατο και καταδέχτηκε στη σάρκα του με τη νέκρωση των μελών του εκείνη τη σμύρνα που χρησιμοποιήθηκε στον ενταφιασμό του Κυρίου. Όταν γίνουν αυτά, όλα τα είδη των αρωμάτων της αρετής μέσα στον κύκλο της ζωής, όπως μέσα σε ένα γουδί κοπανισμένα και λεπτοποιημένα, φτιάχνουν το ευχάριστο εκείνο σύννεφο σκόνης (κονιορτό), που όποιος το αναπνεύσει μοσχοβολάει πλημμυρώντας από την ευωδιασμένη πνοή (του μεμυρισμένου Πνεύματος πλήρης γενόμενος).

Μετά τη μαρτυρία για την ομορφιά, οι φίλοι του νυμφίου, που ετοιμάζουν και τον αγνό θάλαμο κι είναι οι προξενητές της αγνής νύμφης, της δείχνουν την ομορφιά του βασιλικού κρεβατιού (το κάλλος της βασιλικής κλίνης), για να κάνουν τη νύμφη να ποθήσει περισσότερο τη θεία και άχραντη συμβίωση μαζί του. Η περιγραφή του βασιλικού κρεβατιού είναι η ακόλουθη, που την φέρνουν μπροστά στα μάτια της με όσα λένε στον παραστατικό λόγο τους. Λένε δηλαδή· «Εδώ είναι το κρεβάτι του Σολομώντα· εξήντα παλικάρια ολόγυρα από τα παλικάρια του Ισραήλ, όλοι σπαθί κρατώντας. Ξέρουν καλά από πόλεμο. Κάθε άντρας και σπαθί στο πλάι του για τους φόβους της νύχτας». Ότι ο λόγος για το κρεβάτι δεν προέρχεται από την ιερή Ιστορία, μπορεί να γίνει φανερό στον καθένα από όσα σωματικά ιστορούνται για το Σολομώντα, που και τ' ανάκτορά του και το τραπέζι του και τη λοιπή ζωή του ως βασιλιά την περιέγραψε με κάθε ακρίβεια η Γραφή. Τίποτε καινούργιο ή διαφορετικό δεν είπε για το κρεβάτι, ώστε να είναι ολότελα υποχρεωτικό να μην επιμείνει η εξήγησή μας στο γράμμα, αλλά με μια επιμελέστερη κατανόηση να μεταφέρουμε το λόγο σε θεωρία πνευματική, απομακρύνοντας το νού μας από την υλική έμφαση (σημασιολόγηση).

Τι στολισμός νυφικού κρεβατιού μπορεί να γίνει από εξήντα πολεμιστές, που η γνώση τους περιορίζεται στα φοβερά του πολέμου και στολισμός τους είναι το σπαθί που προβάλλει στο σώμα, και ποιος φόβος νυχτερινός τους απειλεί; (με τη λέξη «φόβος», ο Λόγος θέλει να δείξει τον αιφνιδιασμό, την φοβερή έκπληξη που προκαλούν κάποια δειλιάσματα νυχτερινά, που λέει ότι παθαίνουν οι πολεμιστές αυτοί). Πρέπει λοιπόν ν' αναζητήσουμε με κάθε τρόπο κάποια έννοια λογικά σύμφωνη με όσα προεκθέσαμε. Ποια είναι η έννοια; Φαίνεται ότι η θεία ομορφιά (το θείον κάλλος) έχει στο φοβερό το θέλγητρό της που φανερώνεται από τα αντίθετα στη σωματική ομορφιά. Εδώ δηλαδή στη γη αυτό που προσελκύει στην επιθυμία είναι η προσήνεια στην όψη, η μειλιχιότητα και ο χωρισμός από κάθε φοβερή και οργίλη διάθεση, ενώ εκείνη η αθάνατη ομορφιά είναι η φοβερή και καταπλήσσουσα ανδρεία. Επειδή δηλαδή η όλο πάθη και ρύπους επιθυμία των σωμάτων έχει θρονιαστεί στα σάρκινα μέλη, σαν κάποιο ληστρικό σύνταγμα που παραφυλάει το νού και πολλές φορές αρπάζοντάς τον τόν φέρνει συχνά στο θέλημά της κι αυτό που γίνεται είναι εχθρικό στο Θεό, όπως λέει ο Απόστολος ότι «το φρόνημα της σάρκας είναι έχθρα προς το Θεό», γι' αυτό είναι επόμενο ο θείος έρωτας να γίνεται από τα αντίθετα στη σωματική επιθυμία. Ώστε, αν εδώ προηγείται η διάλυση, η άνεση και η βλακώδης διάχυση, εκεί ύλη του θείου έρωτα γίνεται η απειλητική και καταπλήσσουσα ανδρεία. Όταν ο ανδρικός θυμός κατατρόμαξε την ηδονή που ελλοχεύει και τη φυγάδευσε, προβάλλει η καθαρή ομορφιά της ψυχής, φανερώνεται ένα πάθος που δεν κηλιδώνεται από κανένα πάθος σωματικής επιθυμίας.

Υποχρεωτικά λοιπόν το νυφικό κρεβάτι του βασιλιά είναι περικυκλωμένο από τους οπλίτες, που η πολεμική εμπειρία τους και το έτοιμο σπαθί που έχουν στο μηρό τους προκαλεί θαυμασμό και έκπληξη στους σκοτεινούς λογισμούς, που τις νύχτες και στα πηχτά σκοτάδια παραφυλάνε τους ευθείς στην καρδιά και τους χτυπούν με τα βέλη. Ότι ο εξοπλισμός εκείνων που περιστοιχίζουν το κρεβάτι αποσκοπεί το γκρέμισμα των ακάθαρτων ηδονών, μπορεί να δηλωθεί από την περιγραφή του λόγου, που λέει ότι «όλοι ξέρουν πολύ καλά τον πόλεμο, κάθε άντρας έχει στο μηρό του το σπαθί του». Γιατί στ' αλήθεια είναι γνώρισμα ανθρώπων που γνωρίζουν, πως πρέπει ν' αντιπαραταχθούν στη σάρκα και στο αίμα έχοντας κρεμασμένο το σπαθί στο μηρό τους. Οπωσδήποτε νοεί όποιος δεν είναι άπειρος στα αινίγματα της Γραφής και από την αναφορά του μηρού και ότι ο λόγος είναι σπαθί (ρομφαία). Αυτός λοιπόν που είναι ζωσμένος το φοβερό όπλο, κι εννοώ τη ρομφαία της σωφροσύνης, αυτός είναι ο αγαπητός στο άφθαρτο κρεβάτι, ένας από τους δυνατούς του Ισραήλ και άξιος για τον κατάλογο των εξήντα. Ότι ο αριθμός αυτός έχει μυστικό νόημα δεν αμφιβάλλομε, αλλά είναι φανερό μόνο σ' εκείνους, στους οποίους αποκαλύπτει τα κρυμμένα μυστήρια η χάρις του Πνεύματος, ενώ εμείς λέμε ότι νιώθουμε καλά, αφού έχουμε γεμίσει το νού μας από τα επιφανειακά νοήματα του λόγου. Έτσι κι ο Μωυσής νομοθετεί για το Πάσχα, αφού φάμε από τα κρέατα που έχουμε μπροστά μας, ν' αφήσουμε χωρίς να πολυεξετάσουμε την ασάφεια που κρύβεται στα οστά. Αν όμως κανένας επιθυμεί το μυστικό μυελό του λόγου, ας τον ζητήσει από εκείνον που αποκαλύπτει τα κρυφά (κεκρυμμένα) στους άξιους.

Για να μη νομιστεί όμως ότι προσπερνούμε το λόγο αδιερεύνητο κι ότι είμαστε τελείως αδιάφοροι για την εντολή του Θεού που μας διατάζει να ερευνούμε τις Γραφές, ας εξετάσουμε με τον ακόλουθο τρόπο το λόγο για τους εξήντα πολεμιστές. Παίρνει δώδεκα ραβδιά σύμφωνα με τον αριθμό των φυλών του Ισραήλ ο Μωυσής κατά τη θεία διαταγή, αλλά από όλα προτιμήθηκε ένα μονάχα που βλάστησε αντίθετα με τα άλλα. Και πάλι ο Ιησούς του Ναυή παίρνει από τον Ιορδάνη πέτρες ισάριθμες με τις φυλές του Ισραήλ κι από αυτές δεν παραπετάχθηκε καμία, επειδή όλες είχαν παρθεί το ίδιο τιμητικά για τη μαρτυρία του μυστηρίου στον Ιορδάνη. Τα ιστορούμενα έχουν μεγάλη συνέπεια. Ο λόγος δείχνει κάποια πρόοδο του λαού προς την τελειότητα, ώστε στις αρχές του νόμου να βρεθεί μια μόνο ράβδος ζωντανή και βλαστάνουσα και οι άλλες να πεταχτούν, επειδή ήταν ξερές και άκαρπες. Όταν όμως πέρασε περισσότερος καιρός και τα παραγγέλματα του νόμου έγιναν ακριβέστερα κατανοητά από αυτούς, ώστε να καταλάβουν και τη δεύτερη περιτομή που τους έκανε ο Ιησούς και να τη δεχτούν όταν το πέτρινο μαχαίρι αφαιρούσε από αυτούς κάθε ακάθαρτο μέρος (και νοεί ασφαλώς ο συνετός ακροατής τη σημασία τόσο της πέτρας όσο και του μαχαιριού), ήταν φυσικό, όταν πιά σταθεροποιήθηκε μέσα τους η ζωή η σύμφωνη με το νόμο και την αρετή, να μην παραπεταχτεί καμιά πέτρα από όσες είχαν παρθεί στο όνομα των φυλών του Ισραήλ.

Επειδή όμως πρέπει να επιδιώκομε πάντοτε τις προσθήκες των αγαθών, προχωρώντας ο καιρός πλήθυνε και η δύναμη του Ισραήλ. Γιατί έτσι λέει το ποίημα στους στίχους που μας απασχολούν τώρα, ότι τότε από τους δυνατούς του Ισραήλ δεν πήραν μια πέτρα ή μια ράβδο, αλλά αντί ραβδιά ή πέτρες από κάθε φυλή πέντε πολεμιστές ασκημένους στον πόλεμο, κρατώντας σπαθί και από τους δυνατούς του Ισραήλ, που περιστοιχίζουν το θεϊκό κρεβάτι κι από αυτούς γι' αυτό δεν αποβάλλεται κανένας, επειδή οι πέντε αυτοί γίνονται οι διαλεχτοί κάθε μιάς φυλής και ο αριθμός αυτός επί δώδεκα μας δίνει το σύνολο των εξήντα. Πρέπει λοιπόν πέντε φοβεροί χειριστές των όπλων από κάθε φυλή να γίνουν φύλακες του βασιλικού κρεβατιού, ώστε, αν δεν συμπληρώνεται ο αριθμός πέντε, το ελλιπές αυτό σύνολο να είναι απαράδεκτο.

Απομένει λοιπόν να τολμήσομε το συλλογισμό, πώς οπλίζονται οι πέντε της κάθε φυλής, για να γίνουν φύλακες του βασιλικού κρεβατιού, πώς καθένας από τους πέντε αυτούς γίνεται με τον οπλισμό του φοβερός στους αντιπάλους, προτείνοντας το σπαθί του μηρού του; Ή είναι φανερό ότι οι πέντε αυτοί οπλίτες αντιπροσωπεύουν ένα άνθρωπο και κάθε μια αίσθηση είναι που προβάλλει το οικείο σπαθί για να τρομάξει τους αντίθετους; Είναι ρομφαία του ματιού το να έχεις διαρκώς το βλέμμα στραμμένο στον Κύριο και να βλέπεις ορθά και κανένα ακάθαρτο θέαμα να μη σε μολύνει. Το όπλο της ακοής επίσης είναι ν' ακροάζεται τα θεία διδάγματα και να μη δέχεται ποτέ μάταιο λόγο. Με τον ίδιο τρόπο μπορείς να οπλίσεις και τη γεύση και την αφή και την όσφρηση, θωρακίζοντας κατάλληλα κάθε μία αίσθηση με τη ρομφαία της εγκράτειας, για να προκαλούν το θάμπωμα και την έκπληξη στους σκοτεινούς εχθρούς, που ο καιρός τους για να επιβουλεύονται τις ψυχές είναι η νύχτα και το σκότος. Γιατί την ώρα αυτή είπε ο προφήτης εξασφαλίζουν τα διάφορα αγρίμια την πονηρή τροφή τους από τα κοπάδια του Θεού. «Όρισε το σκότος», λέει, «κι έγινε νύχτα· τότε κινητοποιούνται όλα τα θηρία του δάσους, λιοντάρια που ουρλιάζουν για ν' αρπάξουν το θήραμα».

Επειδή λοιπόν καθένας που σώζεται γίνεται Ισραήλ (δεν είναι όλοι Ισραηλίτες όσοι προέρχονται από τον Ισραήλ, αλλά η ονομασία αυτή κυριολεκτείται σε όσους βλέπουν το Θεό, από το κοίταγμα αυτό) και ιδιαίτερο γνώρισμα εκείνου που βλέπει το Θεό είναι κανένα αισθητήριό του να μην βλέπει προς την αμαρτία (γιατί κανένας δεν μπορεί να βλέπει δύο κυρίους, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να μισηθεί ο ένας, αν πρέπει ο άλλος να έχει την αγάπη), γι' αυτό το λόγο όλοι όσοι σώζονται γίνονται μία κλίνη του βασιλέως. Αν όλοι όσοι απόχτησαν καθαρή καρδία πρόκειται να δουν το Θεό, και όσοι είδαν το Θεό γίνονται και ονομάζονται κυριολεκτικά Ισραηλίτες, κι αν το όνομα Ισραήλ κατά κάποιο μυστικό λόγο διαιρείται σε δώδεκα φυλές, τότε σωστά συμποσούται το σύνολο όσων σώζονται στον αριθμό εξήντα, ένας οπλίτης από κάθε μέρος, αλλά και ο ένας αυτός σύμφωνα με τον αριθμό των αισθήσεων μοιράζεται σε πέντε.

Όλοι λοιπόν όσοι φόρεσαν τη θεία πανοπλία περικυκλώνουν ένα βασιλικό κρεβάτι, γινωμένοι όλοι ένας Ισραήλ και που το σύνολο των πρωτοπαλίκαρων συγκεφαλαιώνεται οπωσδήποτε στον αριθμό εξήντα, επί τις δώδεκα δηλαδή φυλές το κάθε πρωτοπαλίκαρο νοούμενο ως πέντε, μια παράταξη κι ένας στρατός και μία κλίνη, δηλαδή θα γίνουν όλοι μια Εκκλησία κι ένας λαός και μια νύμφη κάτω από ένα ταξίαρχο και αρχηγό της Εκκλησίας και νυμφίο συναρμοσμένοι όλοι στο σύνδεσμο ενός σώματος. Και ότι κρεβάτι (κλίνην) είναι η ανάπαυση όσων σώζονται το μαθαίνουμε από το λόγο του Κυρίου, που λέει σ' εκείνον που χτυπάει με αδιαντροπιά την πόρτα σε ώρα νύχτας «η πόρτα έχει κλείσει και τα παιδιά μου, όπως και εγώ, έχουν πλαγιάσει». Σωστά ονομάζει ο Λόγος παιδιά του αυτούς που πραγματοποίησαν την απάθεια με τα όπλα της δικαιοσύνης, παραδίδοντάς μας μ' αυτά μια διδασκαλία, ότι το αγαθό που αποχτούμε με την επιμέλειά μας δεν είναι τίποτε διαφορετικό από εκείνο που έχει αποτεθεί από την αρχή στην φύση μας. Γιατί τόσο κι αυτός που κρέμασε στο μηρό το σπαθί του αποτίναξε από πάνω του το πάθος με την προσοχή στο βίο της αρετής, όσο κι όποιος κοπιάζει στην ηλικία δεν αισθάνεται ένα τέτοιο πάθος· γιατί η νηπιακή ηλικία δε χωρεί το πάθος αυτό. Είναι λοιπόν το ίδιο να εννοήσουμε οπλίτες που βρίσκονται γύρω από το κρεβάτι (περί την κλίνην) καθενός καθώς και νήπια που αναπαύονται πάνω στο στρώμα (επί της κοίτης)· η απάθεια είναι μία κι εκείνων που δεν ένιωσαν και κείνων που αποτίναξαν το πάθος. Οι πρώτοι δεν το συνειδητοποίησαν ακόμη, ενώ οι άλλοι ξανάφεραν (επανήγαγαν) τον εαυτό τους σ' αυτή την κατάσταση, αφού με την απάθεια γύρισαν κι έγιναν παιδιά, γιατί είναι ευτυχία να βρεθεί κανείς μέσα σ' αυτά, γενόμενος ή νήπιο (παιδίον) ή οπλίτης ή αληθινός Ισραηλίτης, ως μεν Ισραηλίτης να βλέπει το Θεό με καθαρή καρδία, ως δε οπλίτης να φυλάει με απάθεια και καθαρότητα το κρεβάτι του βασιλιά (την κλίνην του βασιλέως), δηλαδή την εαυτού καρδία του, και ως παιδί ν' αναπαύεται πάνω στη μακάρια κοίτη με τη δύναμη του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, στον οποίο ανήκει η δόξα στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου