Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας (14)

  Συνέχεια από: Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας

Κεφάλαιο 1: Η νομιναλιστική επανάσταση και η καταγωγή της νεωτερικότητας στ

Από την Avignon προς τον μοντέρνο κόσμο (συνέχεια)

Ο Francis Bacon (1561-1626) έχει συχνά χαρακτηριστεί ως ο πατέρας της μοντέρνας επιστήμης. Όπως και οι νομιναλιστές πρόγονοι του, έτσι και ο Bacon απέρριπτε τον ρεαλισμό, τόσο στην σχολαστική, όσο και στην κλασσική του μορφή. Συμφωνούσε με τους νομιναλιστές, πως «στην φύση τίποτα δεν υπάρχει πραγματικά πέραν των ατομικών σωμάτων, που εκτελούν ατομικές πράξεις.» Ως αποτέλεσμα το σύμπαν είναι ένας λαβύρινθος απροσπέλαστος στην αβοήθητη ανθρώπινη διάνοια. Σύμφωνα με τον Bacon, οι προηγούμενοι στοχαστές προχώρησαν μέσα σε αυτόν τον λαβύρινθο, καθώς δεν χρησιμοποίησαν τις προς τον σκοπό αυτό διαθέσιμες σε αυτούς δυνάμεις, βασιζόμενοι αντ’ αυτού στην απλή παρατήρηση και βεβιασμένη απλοποίηση. Υπάρχουν διάφοροι λόγοι για την ανικανότητα αυτή, και ο Bacon τους περιγράφει με μεγάλη λεπτομέρεια στο The New Organon, στη διάσημη συζήτηση περί των τεσσάρων ειδώλων ή εσφαλμένων αντιλήψεων που έχουν ριζώσει στη διάνοια. Τα ανθρώπινα όντα κατέληξαν να πιστεύουν, πως όλα όσα χρειάζεται να ξέρουν προέρχονται από την άμεση εμπειρία τους. Έγιναν συνεπώς απρόθυμοι ή ανίκανοι να επιβεβαιώσουν τις γενικεύσεις τους εξετάζοντας τα επιμέρους. Είχαν αποκτήσει λοιπόν την συνήθεια μάλλον να μαντεύουν παρά να γνωρίζουν, και στη θέση της πραγματικής γνώσης είχαν βάλει τα όνειρα της φαντασίας. Ακόμα και στην εποχή του, που ο ρεαλισμός είχε αμφισβητηθεί, ο Bacon πίστευε πως οι άνθρωποι ήταν απρόθυμοι για μια τέτοια διερεύνηση, λόγω μια άκαιρης λατρείας για την αρχαιότητα, και μιας πεποίθησης, πως η επιστημονική πρόοδος ήταν αδύνατη επειδή η φύση κρυβόταν, η ζωή ήταν μικρή, οι αισθήσεις απατηλές, η κρίση αδύναμη, το πείραμα δύσκολο, και παρόμοια. Αυτό που χρειάζεται, έλεγε, είναι μια πλήρης αναδόμηση της επιστήμης, των τεχνών και της ανθρώπινης γνώσης, πάνω σε κατάλληλα θεμέλια.

Η γνώση την οποία αναζητά ο Bacon διαφέρει ριζικά από αυτήν του σχολαστικισμού. Δεν τον ενδιαφέρει τι είναι η φύση και προς τα που πάει, δηλαδή το είδος και το τελικό αίτιο (formal and final cause) των πραγμάτων, αλλά ο συγκεκριμένος χαρακτήρας και η κίνηση της ύλης, δηλαδή το υλικό και ποιητικό αίτιο. Με άλλα λόγια, θέλει να ξέρει πως λειτουργεί η φύση και όχι τι είναι, και ο σκοπός του επομένως δεν είναι η θεωρία και η υπόθεση, αλλά η πρακτική βελτίωση της ανθρώπινης κατάστασης. Όταν η φύση κατανοείται με αυτό τον τρόπο, μπορεί να ωθηθεί (εξαναγκαστεί) να παραγάγει έργα χρήσιμα για την ανθρώπινη ζωή, καθώς όταν κατανοήσουμε τις ιδιότητες των επιμέρους, θα έχουμε τη δυνατότητα να τα συνδυάσουμε με τρόπους που θα έχουν το επιθυμητό για μας αποτέλεσμα. Τελικός σκοπός του Bacon είναι να δημιουργήσει ένα μοντέλο της φύσεως, όχι ως στατικό σύστημα κατηγοριών, αλλά ως δυναμικό όλο, ως διαδραστική λειτουργία όλων των επιμέρους. Το να κατανοηθεί με τον τρόπο αυτό η φύση, σημαίνει να κατανοηθεί ως δύναμη. 

Ο Bacon πίστευε πως η δύναμη που αναδυόταν από τη γνώση της φύσεως, μπορούσε να οδηγήσει την ανθρωπότητα σε αφάνταστα ύψη. Σύμφωνα με τον ίδιο όμως, μια τέτοια γνώση μπορούσε να αποκτηθεί μόνο με το χαμήλωμα, με την υποταγή στην φύση και τον περιορισμό της άσκησης της ιδίας βουλήσεως. Για να κυριαρχήσει κανείς επί της φύσεως, είναι απαραίτητο να γίνει πρώτα υπηρέτης και ερμηνευτής της φύσεως. Για τον Bacon, ο σκοπός της επιστήμης δεν είναι απλώς:

«Η ευτυχία των υποθέσεων, αλλά η πραγματική δουλειά και περιουσία της ανθρώπινης ράτσας, και η πλήρης ισχύς της λειτουργίας. Γιατί ο άνθρωπος δεν είναι άλλο τι παρά υπηρέτης και ερμηνευτής της φύσεως: ό,τι κάνει και ό,τι γνωρίζει, είναι μόνο ό,τι έχει παρατηρήσει από την φυσική τάξη στην πραγματικότητα ή στον στοχασμό. Πέρα από αυτό ούτε γνωρίζει, ούτε μπορεί να κάνει κάτι. Καθώς η αλυσίδα των αιτιών δεν μπορεί με καμιά δύναμη να χαλαρώσει ή να σπάσει, ούτε μπορεί να διατάξει κανείς την φύση, εκτός και αν την υπακούει. Και έτσι τα δίδυμα αυτά αντικείμενα, η ανθρώπινη γνώση και η ανθρώπινη δύναμη, συναντιούνται πράγματι σε ένα. Και είναι λόγω της άγνοιας των αιτίων που αποτυγχάνουν οι λειτουργίες».

Η προϋπόθεση αυτής της γνώσης είναι η ταπείνωση του ανθρώπινου πνεύματος, καθώς η επιτυχία εξαρτάται από την εγκατάλειψη της υπερήφανης πεποίθησης μας πως κατέχουμε ένα ανώτερο μέρος στην τάξη της δημιουργίας. Αντί να δρούμε ως κύριοι της δημιουργίας, όπως το εισηγήθηκε ο ουμανισμός, πρέπει να γίνουμε μαθητευόμενοι στο εργαστήριο της φύσεως. Δεν χρειαζόμαστε μεγάλη ικανότητα ή ατομική αριστεία, αλλά αποφασιστική επιμονή και υπακοή στους πιο βέβαιους κανόνες και τις επιδεικνυόμενες τεχνικές. 

Ενώ η ταπείνωση μας παρέχει την είσοδο στην μελέτη της φύσεως, η ωμότητα μας παρέχει το μέσο για να φτάσουμε στο σκοπό μας. Η απλή εμπειρία θα μας πάει μόνο μέχρι την εξωτερική αυλή της φύσεως. Για να μπούμε στα ενδότερα μέρη της, πρέπει να την ξεσκίσουμε σε κομμάτια, περιορίζοντας, ενοχλώντας, κόβοντας και βασανίζοντας την φύση, ώστε να την εξαναγκάσουμε να μας αποκαλύψει τις μυστικές εισόδους στα θησαυροφυλάκια της. Μόνο ως αμείλικτοι υπηρέτες που δένουν και βασανίζουν τον κύριο τους, για να μάθουν την πηγή της δυνάμεως, μπορούμε να αποκτήσουμε από την φύση τη γνώση των κρυμμένων δυνάμεων και λειτουργιών της. Στη βάση της γνώσεως αυτής μπορούμε να δημιουργήσουμε μια «σειρά και γένος επινοήσεων, πολλές από τις οποίες υποτάσσουν και υπερβαίνουν τις ανάγκες και μιζέριες της ανθρωπότητος».

Ο Bacon λοιπόν προσφέρει μια νέα και επαναστατική απάντηση στο πρόβλημα που έθεσε ο νομιναλισμός και ο νομιναλιστικός Θεός. Αντιμετωπίζει και αποδέχεται το νομιναλιστικό όραμα για τον κόσμο, και προσπαθεί να βρει μια λύση για τα θεμελιώδη προβλήματα του. Δεν αναζητά μια ποιητική μεταμόρφωση αυτού του κόσμου, ούτε μια νέα διαθήκη με τον Θεό του. Αγωνίζεται αντιθέτως να ανακαλύψει τις μυστικές δυνάμεις με τις οποίες κινείται η φύση, ώστε να αποκτήσει κυριαρχία πάνω της. Για τον Bacon, όπως και για τον Ockham και τον Πετράρχη, ο άνθρωπος είναι ένα βουλητικό όν που επιδιώκει να εξασφαλίσει τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Σε αντίθεση τόσο ως προς τον φραγκισκανικό ασκητισμό, όσο και προς την έννοια της θεοειδούς ατομικότητας του ουμανισμού, ο Bacon φαντάζεται πως ο άνθρωπος είναι ένα σχετικά αδύναμο και φοβισμένο ον, το οποίο μπορεί να επιτύχει μόνο εργαζόμενο επίμονα μαζί με τους συνανθρώπους του, για πολλά χρόνια, ώστε να μάθει τους νόμους της φύσεως και να μετατρέψει τη γνώση αυτή για ανθρώπινη χρήση. Ο δημοκρατικός χαρακτήρας του προγράμματος που συνέλαβε ο Bacon είναι που καθιστά κατανοητή την επιτυχία του. Δεν εξαρτάται από την εργασία της μεγάλης, και επομένως σπάνιας ιδιοφυΐας, αλλά από την συνεπή εφαρμογή της κανονικής διάνοιας σε μια σειρά μικρών προβλημάτων που μπορούν να αναλυθούν εύκολα. Ο Bacon διαφέρει ως προς το σημείο αυτό από τους ουμανιστές προγόνους του. Ο ήρωας της γνώσης, όπως τον φαντάζεται ο Bacon στην «Νέα Ατλαντίδα» δεν ένας εκθαμβωτικός «άνδρας με μεγάλη ψυχή», αλλά ένας μοναχικός, σαν ιερέας, μη ηρωικός επιστήμονας, που είναι πρόθυμος να διερευνήσει όχι πια το ωραίο και το ευγενές, αλλά το χαμηλό και διεφθαρμένο, γιατί όπως και ο Bacon, γνωρίζει πως «οτιδήποτε αξίζει να υπάρχει, αξίζει και να γνωριστεί». 

Ενώ ο Bacon έστρωσε τα πρώτα τούβλα της νέας επιστήμης πάνω στο θεμέλιο του νομιναλισμού, τα τείχη ύψωσαν οι Galileo, Descartes και Hobbes. Η μέθοδος του Bacon ήταν στην πραγματικότητα για την κατανόηση της φύσεως ως ύλης εν κινήσει. Η ολοκληρωτική επικέντρωση στα ατομικά όντα και η επαγωγική μέθοδος, την κατέστησαν ανίκανη να συλλάβει την κίνηση καθ’ εαυτή. Η μετάθεση της κίνησης στον αφηρημένο κόσμο της γεωμετρίας, που πραγματοποίησε ο Γαλιλαίος, όπως και η νέα αντίληψη περί αδράνειας που εισήγαγε, ήταν τα κρίσιμα βήματα που κατέστησαν δυνατή την μοντέρνα μαθηματική επιστήμη. Πάνω σε αυτά τα θεμέλια, οι Descartes και Hobbes ανέπτυξαν εναλλακτικά οράματα για το μοντέρνο επιστημονικό εγχείρημα. 

Οι διαφορές μεταξύ Descartes και Hobbes είναι κρίσιμες και κεντρικές για το σταυροδρόμι της νεωτερικότητας. Ένας κλάδος της μοντέρνας σκέψης αρχίζει με τον Descartes και περιλαμβάνει τους Leibniz, Malebranche, Spinoza, Kant, Fichte, Schopenhauer, και τους πιο σύγχρονους Ευρωπαίους (continental) φιλοσόφους. Υπάρχει και ένας δεύτερος κλάδος που ξεκινά με τους Hobbes, Locke, Hume και Mill, και περιλαμβάνει πολλούς σύγχρονους Αγγλο-Αμερικανούς στοχαστές. Οι δυο αυτοί κλάδοι σκέψης αντιπροσωπεύουν εναλλακτικές απαντήσεις στο θεμελιώδες πρόβλημα που έθεσε ο Θεός του νομιναλισμού, μέσα στο πλαίσιο της μοντέρνας επιστήμης. Οι διαφορές μεταξύ τους περιλαμβάνουν ένα αριθμό θεμάτων, αλλά το ερώτημα περί φύσεως και της σχέσης ανθρώπου και Θεού είναι κεντρικής σημασίας. 

Ο άνθρωπος είναι για τον Bacon ένα μέρος της φύσεως. «Μπορεί να κάνει μόνο τόσα, όσα παρατήρησε στην πραγματικότητα ή στον στοχασμό περί της πορείας της φύσεως. Πέραν αυτών ούτε γνωρίζει, ούτε μπορεί να κάνει κάτι». Ο άνθρωπος είναι φυσικό ον υποκείμενο σε όλους τους περιορισμούς της φύσεως. Ενώ μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση του και σε περιορισμένο βαθμό να κυριαρχήσει στον φυσικό κόσμο, παραμένει μέρος της φύσεως και δεν είναι ο δημιουργός της. 

Ο Descartes μας προσφέρει ένα διαφορετικό όραμα του μοντέρνου προγράμματος. Και ο δικός του στοχασμός είχε επηρεαστεί βαθιά από το πρόβλημα του νομιναλιστικού Θεού, η λύση του όμως ήταν διαφορετική σε αποφασιστικές πτυχές από αυτήν του Bacon. Συγκεκριμένα, έχει μια ριζικά διαφορετική αντίληψη για τη θέση του ανθρώπου σε σχέση με το Θεό και τη φύση. Ο Descartes ήταν πεπεισμένος, στον πρώιμο στοχασμό του, πως μπορούσε να κατασκευάσει μια αποδεικτική επιστήμη στη βάση των μαθηματικών. Πίστευε πως μια τέτοια επιστήμη μπορούσε να δημιουργήσει μια μαθηματική αναπαράσταση κάθε κινήσεως, που θα επέτρεπε στον άνθρωπο να κυριαρχήσει πραγματικά επί της φύσεως, και θα του έδινε τη δυνατότητα, όχι μόνο να βελτιώσει την ανθρώπινη μιζέρια, όπως το έλπιζε ο Bacon, αλλά θα τον καθιστούσε αθάνατο κύριο ολόκληρης της δημιουργίας. Το αρχικό αυτό πρόγραμμα τέθηκε υπό αμφισβήτηση από τη διαπίστωση του Descartes, πως η ιδέα ενός αληθινά παντοδύναμου Θεού υπέσκαπτε την βεβαιότητα των μαθηματικών. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε στο πνευματικό εγχείρημα το οποίο κατέληξε με τη διατύπωση της διάσημης αρχής του Descartes, cogito ergo sum, ως το θεμέλιο όλης της ανθρώπινης γνώσης. Το επιστημονικό πρόγραμμα όπως το θέτει ο Descartes στην ώριμη σκέψη του είναι επομένως μια ξεκάθαρη απάντηση στο πρόβλημα που έθεσε ο νομιναλισμός. 

Αυτό που διακρίνει την καρτεσιανή λύση στο πρόβλημα αυτό από τη λύση του Bacon, είναι φανερό στην θεμελιώδη αρχή του Descartes, καθώς θεμελιώνει ολόκληρη την μοντέρνα επιστήμη πάνω σε ένα αυτόνομο υποκείμενο, το οποίο όχι μόνο υπερβαίνει την φύση, αλλά είναι ικανό να αντισταθεί και εν τέλει να αμφισβητήσει (ή και να αντικαταστήσει) τον ίδιο τον Θεό. Ο άνθρωπος για τον Descartes καθίσταται κύριος και ιδιοκτήτης της φύσεως, απαλλοτριώνοντας την από τον παλιό της ιδιοκτήτη, αφαιρώντας την από τον Θεό. Αυτό είναι δυνατόν επειδή ο άνθρωπος είναι ήδη κατά κάποιο τρόπο Θεός, ή τουλάχιστον είναι η ίδια άπειρη βούληση που συνιστά τον Θεό. 

Η καρτεσιανή έννοια της επιστήμης στηρίζεται λοιπόν σε μια νέα έννοια του ανθρώπου ως βουλητικού όντος, που έχει ως πρότυπο τον παντοδύναμο Θεό του νομιναλισμού, και είναι όπως και εκείνος ικανός να κυριαρχεί επί της φύσεως δια της άσκησης της άπειρης βούλησης του. Στο σημείο αυτό ο Descartes δεν στηρίζεται στον νομιναλισμό, αλλά στο ουμανιστικό ιδανικό του αυτοδημιούργητου και αυτάρκους ατόμου, και πάνω στην ιδέα του Λούθηρου της συνένωσης της ανθρώπινης και θείας βούλησης. Ο ισχυρός αυτός συνδυασμός δημιουργεί την έννοια της υποκειμενικότητας, η οποία παίζει κεντρικό ρόλο στον ορθολογισμό, ιδεαλισμό, και αργότερα στην ευρωπαϊκή σκέψη (continental thought). 

Εφόσον ο Descartes αφήνει τον άνθρωπο μέσα στην φύση ως εν κινήσει σώμα, και ταυτόχρονα τον ανεβάζει πάνω από αυτό, σε ένα επίπεδο που μοιάζει με παντοδυναμία, τοποθετεί το θεμέλιο για μια αναπόφευκτη και αθεράπευτη δυσαρέσκεια, που ενέχει τεράστιους ηθικούς και πολιτικούς κινδύνους για την νεωτερικότητα. Η άπειρη ανθρώπινη βούληση επιδιώκει διαρκώς να κυριαρχήσει και να υπερβεί το σώμα, η ίδια όμως είναι πάντοτε σωματική. Στην προσπάθεια της να πραγματοποιήσει την άπειρη ουσία της, πρέπει να αρνείται διαρκώς το πεπερασμένο. Μια τέτοια άρνηση όμως είναι αδύνατη. Ενώ μπορεί να είναι εξιδανικευμένη και ευγενής όπως οι σκοποί (aspirations), ο ιδεαλισμός στην πρακτική του μορφή αντιμετωπίζει διαρκώς τον πειρασμό του χιλιασμού, να χρησιμοποιήσει δηλαδή όλο και πιο ακραία μέσα ελέγχου, ώστε να επιτύχει τους άφταστους σκοπούς του.

Ο Hobbes έχει μια πιο περιορισμένη θεώρηση των ανθρώπινων ικανοτήτων σε σχέση με τον Descartes. Ο άνθρωπος είναι για τον Hobbes ένα κομμάτι της φύσης, ένα σώμα εν κινήσει. Όπως και οι νομιναλιστές, ο Hobbes πιστεύει πως η κίνηση αυτή δεν είναι καθορισμένη τελεολογικά, σε αντίθεση όμως προς αυτούς, δεν τη θεωρεί τυχαία, αλλά μηχανική. Δεν πραγματοποιεί την ουσία της με τον τρόπο του Αριστοτέλη, ούτε ελκύεται προς ένα φυσικό σκοπό δια του έρωτα ή της ομορφιάς, αλλά προχωρά λόγω συγκρούσεων με τα άλλα ατομικά αντικείμενα. Ο άνθρωπος κινείται λοιπόν δια της διαδοχής αιτιωδών κινήσεων, και όχι δια των εσωτερικών φυσικών κινήτρων ή δια της θείας εμπνεύσεως ή ελεύθερης βούλησης. Σε αντίθεση προς τον Descartes, ο Hobbes δεν βλέπει τον άνθρωπο να υψώνεται πάνω από τη φύση. Οι άνθρωποι είναι μάλλον εξολοκλήρου φυσικά όντα που υπακούν στους νόμους της φύσεως. Σύμφωνα με τους νόμους που διοικούν την ύλη, καθένα από τα αντικείμενα αυτά (άνθρωπος) παραμένει στην δοσμένη σε αυτό κίνηση, εκτός και εάν παρεμβληθεί, συγκρουσθεί με αυτό κάποιο άλλο σώμα. Μια τέτοια σύγκρουση ανθρώπινων αντικειμένων είναι μια διαμάχη, καθώς περιορίζει τη συνεχή (και σύμφωνα με τον Hobbes ελεύθερη) κίνηση του ατόμου. Σε ένα πυκνοκατοικημένο κόσμο η φυσική κατάσταση του ανθρώπου είναι η κατάσταση πολέμου. Ο σκοπός της επιστήμης, όπως την καταλαβαίνει ο Hobbes, είναι να οργανώσει την κίνηση των ανθρώπινων όσο και των μη ανθρώπινων σωμάτων, ώστε να μεγιστοποιηθεί η απρόσκοπτη (και επομένως ελεύθερη) κίνηση των ανθρώπινων όντων. 

Η σημασία της ελεύθερης βούλησης μειώνεται σε τεράστιο βαθμό μέσα στον στοχασμό του Hobbes. Ο Hobbes στην πραγματικότητα αρνείται πως τα ανθρώπινα όντα έχουν ελεύθερη βούληση, χαρακτηρίζοντας τη βούληση απλώς ως την τελευταία όρεξη πριν την πράξη. Η ανθρώπινη ζωή σύμφωνα με τον Hobbes βιώνεται μέσα στη φύση και περιορίζεται πάντοτε από τον φυσικό κόσμο. Ο άνθρωπος είναι περισσότερο δημιούργημα παρά δημιουργός, περισσότερο κυβερνώμενος από τους νόμους παρά νομοθέτης. Δεν είναι υπερβατικό ον, που μπορεί να φανταστεί τον εαυτό του Θεό, αλλά ένα εξαναγκασμένο αντικείμενο, κύρια επιθυμία του οποίου είναι να συνεχίσει τη προδιαγεγραμμένη πορεία του με ελάχιστη αλληλεπίδραση με τους άλλους. 

Οι περισσότεροι άνθρωποι σύμφωνα με τον Hobbes φοβούνται τον θάνατο και συμφωνούν να διοικούνται μέσα σε ένα κράτος, ώστε να επιτύχουν την ειρήνη και να μεγιστοποιήσουν την ελεύθερη κίνηση τους. Οι κύριοι κίνδυνοι για μια τέτοια εξουσία και την ειρήνη την οποία εξασφαλίζει είναι η επιθυμία για δόξα (που χαρακτήριζε τον ουμανισμό) και η πεποίθηση πως οι πράξεις μας σε αυτή τη ζωή μπορούν να επηρεάσουν την επερχόμενη ζωή (αυτό ήταν το κεντρικό δόγμα της Μεταρρύθμισης). Η επιθυμία για δόξα μετριάζεται από τον Λεβιάθαν, τον οποίο ο Hobbes χαρακτηρίζει ως ένα «θνητό θεό», καθώς κανείς δεν μπορεί να συναγωνιστεί μαζί του για την τιμή (δόξα). Η επίδραση του θρησκευτικού πάθους μειώνεται με την ορθή κατανόηση του προορισμού. Ο Hobbes συμφωνεί με τον Λούθηρο και τον Καλβίνο πως τα πάντα είναι προορισμένα, αντιτείνει όμως, πως αυτό ακριβώς το γεγονός καταδεικνύει πως τα πράγματα που κάνουμε σε αυτόν τον κόσμο δεν έχουν επίδραση στη σωτηρία μας. Αν όλα είναι προορισμένα, τότε δεν υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει κανείς, είτε για να κερδίσει είτε να χάσει τη σωτηρία. 

Με την εξάλειψη της δόξας και μακαριότητας ως κινήτρων για την ανθρώπινη πράξη, ο Hobbes πιστεύει πως οι άνθρωποι θα τείνουν φυσικά στο να επιτύχουν την διατήρηση και την ευημερία. Αυτά είναι μικρότερα αγαθά από την γήινη ή υπερφυσική δόξα, είναι όμως λιγότερο πιθανό πως θα γίνουν πηγή βίαιων διαμαχών. Ο Hobbes επιδιώκει να καταστήσει τον άνθρωπο κύριο και κάτοχο της φύσεως, όχι για να επιτύχει την αποθέωση του, αλλά για να ικανοποιήσει τις φυσικές, σωματικές επιθυμίες του. 

Η νεωτερικότητα έχει δυο στόχους-να καταστήσει τον άνθρωπο κύριο και κάτοχο της φύσεως και να καταστήσει δυνατή την ανθρώπινη ελευθερία. Το ερώτημα που παραμένει, είναι εάν αυτά τα δυο είναι συμβατά μεταξύ τους. Η διαμάχη μεταξύ Hobbes και Descartes στις Ενστάσεις και Αποκρίσεις πάνω στους Στοχασμούς (Meditations) εισηγούνται πως δεν είναι. Αυτό που βλέπουμε στη διαμάχη αυτή είναι η ανάδυση θεμάτων που βρίσκονται στην καρδιά της διαμάχης μεταξύ Λούθηρου και Έρασμου. Για το Descartes, όπως και για τον Έρασμο, υπάρχει η ανθρώπινη ελευθερία μαζί με την αιτιότητα δια της φύσεως. Για τον Hobbes, όπως και για τον Λούθηρο, υπάρχει μόνο η απόλυτη δύναμη του Θεού, ως η τελική αιτία πίσω από την κίνηση του συνόλου της ύλης. Με τον τρόπο αυτό βλέπουμε την εκ νέου ανάδυση στην καρδιά της νεωτερικότητας της προβληματικής σχέσης μεταξύ ανθρώπινου και θείου, που στοίχειωνε τον Χριστιανισμό από την αρχή του. Η μοντέρνα οντική στροφή μακριά από τον άνθρωπο και το Θεό, προς την φύση, υποθέτει εν τέλει πως συνεχίζει να υπάρχει η μεταφυσική και δομική σημασία των κατηγοριών που προσπαθεί να υπερβεί. Οι διάδοχοι του Hobbes και του Descartes στην μοντέρνα παράδοση παλεύουν με αυτή την ερώτηση. Ο Διαφωτισμός συγκεκριμένα, χαρακτηρίζεται από μια σειρά αποτυχημένων προσπαθειών να λυθεί αυτό το πρόβλημα. Η κεντρική θέση του προβλήματος αυτού στο μοντέρνο εγχείρημα γίνεται σαφής στη διδασκαλία του Kant περί αντινομίας και στην Γαλλική Επανάσταση. Στο τέλος της νεωτερικότητας μας μένει να αντιμετωπίσουμε την ερώτηση, εάν υπάρχει οποιαδήποτε λύση στο πρόβλημα αυτό εντός του οντολογικού ορίζοντα, τον οποίο ανοίγει η νεωτερικότητα, και επομένως, με το ερώτημα εάν η νεωτερικότητα, ακόμα και στην πιο εκκοσμικευμένη της μορφή μπορεί να ξεφύγει από το μεταφυσικό/θεολογικό πρόβλημα με το οποίο άρχισε να υπάρχει.

Ο Πλάτων διερευνά στον Παρμενίδη την πρωτογενή ερώτηση περί του ενός και των πολλών. Η ερώτηση είναι πρωτογενής επειδή δεν μπορεί να απαντηθεί, και δεν μπορεί να απαντηθεί επειδή η ίδια είναι προϋπόθεση κάθε σκέψης, και επομένως του ερωτάν και απαντάν. Δεν μπορούμε να σκεφτόμαστε περί των πραγμάτων, χωρίς να σκεφτόμαστε πως τα πράγματα είναι ταυτόχρονα ένα και πολλά. Υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις για το δίλημμα αυτό, μερικές στηρίζονται στην αντιφατική φύση της ύπαρξης και άλλες στην ανεπάρκεια της γλώσσας να συλλάβει το Είναι, δεν χρειάζεται όμως να μπούμε στην θεματική αυτή. Είναι αρκετό για τις επιδιώξεις μας να αναγνωρίσουμε πως δεν υπάρχει μια μονοσήμαντη απάντηση στην ερώτηση αυτή. Επομένως, δεν μπορεί να υπάρχει ένα τελικό θεωρητικό όραμα του όλου, που να μπορεί να λειτουργήσει ως απόλυτη, θεμελιώδης και ακράδαντη αλήθεια. Ούτε η επιμονή κατά τον τρόπο του Παρμενίδη στο ένα, ούτε ο ριζικός ατομικισμός ή νομιναλισμός, μπορεί να λύσει την αντίφαση. Ούτε μπορεί να απαλειφθεί με γλωσσολογικά μέσα, που φαντάζονται το κάθε τι ως απλό παιχνίδι λέξεων και σημάτων, ένα παιχνίδι της γλώσσας ή παιχνίδια που δημιουργούν τον κόσμο εκ νέου, κάθε φορά που μιλούμε. Αυτό το ερώτημα υπάρχει στη βάση και διαμορφώνει όλη την φιλοσοφική πράξη. Ο Παρμενίδης του Πλάτωνα ισχυρίζεται εκεί πως η προσπάθεια να εξηγήσουμε τον κόσμο, είτε δια του ενός χωρίς αναφορά στα πολλά, είτε δια των πολλών χωρίς την αναφορά στο ένα, είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Ο νομιναλισμός απορρίπτει τον ρεαλισμό επειδή πάει πολύ μακριά προς την κατεύθυνση του ενός, υποθέτοντας την ταυτότητα του Θεού και της δημιουργίας Του. Ο νομιναλισμός αντιθέτως κάνει μια αυστηρή διάκριση μεταξύ των δυο, και κατά συνέπεια δίνει μεγάλη έμφαση στην πολλαπλότητα και τα επιμέρους. 

Οι τρεις άνδρες που έφυγαν από τον καθεδρικό ναό Notre-Dame des Doms την ημέρα εκείνη του 1326- William of Ockham, Francesco Petrarca και Meister Eckhart- αντιμετώπισαν την ερώτηση αυτή και προσπάθησαν να την απαντήσουν. Οι απαντήσεις τους, και αυτές των διαδόχων τους, διαμόρφωσαν τον μοντέρνο κόσμο με διάφορους και συχνά αντιφατικούς τρόπους, επαναπροσδιορίζοντας την φύση και της σχέση μεταξύ ανθρώπου, Θεού και κόσμου. Στις μάχες τις οποίες αντιμετωπίζουμε τώρα, και τις οποίες μας επιφυλάσσει το μέλλον, μάχες για τη φύση του εκσυγχρονισμού και της παγκοσμιοποίησης, είναι υποχρεωτικό να καταλάβουμε τους τρόπους, με τους οποίου όχι μόνο οι αντίπαλοι μας, αλλά και εμείς, συνεχίζουμε να διαμορφωνόμαστε και να ενθουσιαζόμαστε με πεποιθήσεις και ιδέες, που δεν είναι μοντέρνες. Ιδέες που στην πραγματικότητα αποτελούν επανεμφάνιση των ερωτήσεων οι οποίες γέννησαν την μοντέρνα εποχή. 

Τέλος 1ου Κεφαλαίου 

Συνεχίζεται με: Ο Πετράρχης και η επινόηση της ατομικότητας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου