Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (32)

 Συνέχει από: Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΑΥΓΗ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟΥ. 
Ρομαντισμός και μηδενισμός.

Ο Hegel και η διαλεκτική καθυπόταξη του δαιμονιακού

Ο Hegel, όπως και ο Goethe, αναγνώρισε τον κίνδυνο του ρομαντικού μηδενισμού και επιχείρησε να τον ξεπεράσει αποδεικνύοντας ότι η αρχή της ελευθερίας ή της άρνησης δεν οδηγούσε σε κενό νοήματος και σε απελπισία, αλλά σε απόλυτη γνώση και καθ' όλα ορθολογική ηθική και πολιτική. Ο Hegel είχε ως αφετηρία του την ίδια αντίφαση που αντιμετώπισαν ο Fichte και οι ρομαντικοί, αλλά κατέληξε σε μια ορθολογική πνευματική και πολιτική τάξη που βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με τον υποκειμενικό ανορθολογισμό τους. Απέρριψε το εγχείρημα του Fichte να κατασκευάσει το σύνολο της ύπαρξης με βάση το απόλυτο υποκείμενο και θέλησε να συμφιλιώσει το υποκείμενο και το αντικείμενο, και άρα την ελευθερία και τη φύση, μέσω μιας εμβριθέστερης έννοιας της συνείδησης. Αυτή η συμφιλίωση εδράζεται στη διαλεκτική απόδειξη πως η ανυπαρξία αντίφασης είναι ο ανώτερος Λόγος.

Όπως και ο Fichte, ο Hegel έχει ως αφετηρία το δόγμα της καντιανής αντινομίας, αλλά, αντί να θέτει την προτεραιότητα της ελευθερίας έναντι της φύσης, επιδιώκει τη συμφιλίωσή τους. Η βάση για τη συμφιλίωση υφίσταται στην ίδια την αντινομία. Για τον Kant η αναγκαιότητα της αντίφασης στην αντινομία είναι διανοητική καταστροφή. Για τον Hegel, αντιθέτως, είναι η πηγή της σωτηρίας, διότι, εάν η αντίφαση είναι αναγκαία, όπως απέδειξε ο Kant, τότε υπάρχει αναγκαιότητα η οποία εξυπονοείται στην αντίφαση και μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για συμφιλίωση, που είναι όντως η συμφιλίωση. Αυτή η θεωρησιακή σύνθεση των αντιθέσεων είναι η βάση του εγελιανού ιδεαλισμού. Του δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξει ένα συνεκτικό σύστημα το οποίο αποφεύγει τον αδυσώπητο υποκειμενισμό του Fichte και των ρομαντικών, καθώς και τον άκαμπτο αντικειμενισμό ή υλισμό του εμπειρισμού και της φυσικής επιστήμης.

Ο Hegel ήταν σε θέση να φέρει εις πέρας αυτή τη συμφιλίωση, υπό την προϋπόθεση ότι θα γινόταν αποδεκτός ο υπονοούμενος μηδενισμός που βρίσκεται στην καρδιά του υπερβατολογικού ιδεαλισμού. Ο καντιανισμός, σύμφωνα με την άποψή του, καθιστούσε αναπόφευκτο τον μηδενισμό. Κατά τη γνώμη του, θα έπρεπε να επιλέξουμε ανάμεσα σε έναν ψευδή μηδενισμό που προϋποθέτει έναν υπερβατικό και μυστηριώδη Θεό και σε ένα γνήσιο μηδενισμό που αναγνωρίζει και συμμετέχει στο απόλυτο. Ο ψευδής μηδενισμός, που αντιπροσωπεύεται από τον Jacobi, απολήγει στην αποκαρδιωτική παραδοχή ότι ο Λόγος δεν άρχει στον κόσμο. Επομένως υποτάσσει τα ανθρώπινα όντα σε έναν αυθαίρετο και πανίσχυρο Θεό. Η εγελιανή μορφή του μηδενισμού, που ακολουθεί τη φιχτιανή κατεύθυνση, απορρίπτει την ιδιότροπη θεϊκή παντοδυναμία χάριν της γνήσιας παντοδυναμίας και της διαλεκτικής ορθολογικότητας του απόλυτου πνεύματος.

Κατά πόσο όμως αυτός ο μηδενισμός μπορεί να χρησιμεύσει ως το θεμέλιο για συμφιλίωση εξαρτάται από την ορθολογικότητα του ίδιου του απόλυτου. Το απόλυτο πνεύμα του Hegel, όπως το απόλυτο εγώ του Fichte, βασίζεται στην αρνητικότητα. Ως διαλεκτική κίνηση είναι συγχρόνως αντιφατικό και ενωτικό, συγχρόνως επιμεριστικό και συνθετικό. Είναι γίγνεσθαι. Το γίγνεσθαι όμως για τον Hegel είναι απόλυτη αρνητικότητα:

Το γίγνεσθαι κατ' ουσίαν, η αναστοχαστική κίνησή του, είναι η κίνηση από το τίποτα στο τίποτα και μέσω αυτού η επιστροφή στον εαυτό του. Το μεταβατικό ή το γίγνεσθαι αναιρεί τον εαυτό του στη μετάβασή του· το άλλο, που γίνεται σε αυτή τη μετάβαση, δεν είναι το ουκ είναι κάποιου είναι αλλά το τίποτα ενός τίποτα, και αυτό το να είσαι η άρνηση του τίποτα συγκροτεί το είναι. Το είναι υπάρχει μόνο ως η κίνηση του τίποτα στο τίποτα, και επομένως είναι ουσία· και αυτή δεν έχει την κίνηση μέσα στον εαυτό της αλλά μάλλον είναι ως απόλυτη φαινομενικότητα, καθαρή αρνητικότητα, με τίποτα έξω από αυτή την ίδια που να την αρνείται, αλλά που αρνείται η ίδια μέσω της άρνησης του εαυτού της, που υπάρχει μόνο σε αυτή την άρνηση.

Το απόλυτο, όπως το κατανοεί ο Hegel, είναι το τίποτα που αρνείται τον εαυτό του, η εκμηδένιση της εκμηδένισης. Εάν το αποδεχθούμε αυτό και αναγνωρίσουμε την αναγκαιότητά του, πιστεύει ο Hegel, θα το υπερβούμε. Από αυτή την «άβυσσο του τίποτα [...] το αίσθημα: ο Θεός είναι νεκρός [...]. Η ανώτατη ολότητα σε όλη της τη σοβαρότητα και από το βαθύτερο θεμέλιο της, συνάμα εμπεριέχουσα το παν και στην πιο χαρούμενη ελευθερία της μορφής της μπορεί και πρέπει να αναστηθεί». Ο μηδενισμός σε τελική ανάλυση, σύμφωνα με τον Hegel, επιστρέφει στον εαυτό του και ανασυγκροτεί τον εαυτό του ως την πιο περιεκτική τάξη.

Εάν ελευθερία είναι η υπέρβαση του φυσικού κόσμου του πεπερασμένου ή συγκεκριμένου είναι, τότε ελευθερία είναι ουσιαστικά το τίποτα, και ως τέτοια είναι πάντοτε άρνηση του είναι. Η απόλυτη ελευθερία πρέπει υπ' αυτή την έννοια να είναι απόλυτη άρνηση. Η απόλυτη άρνηση, ωστόσο, πρέπει να είναι αυτοάρνηση, δηλαδή η άρνηση της άρνησης, και κατά συνέπεια η πηγή του είναι. Αυτή είναι η κατεύθυνση που ακολουθεί η επιχειρηματολογία του Hegel στην προσπάθειά του να αποδείξει την αδυνατότητα του απόλυτου μηδενισμού. Αποδεικνύει ότι το θεμέλιο τού είναι εν γένει στηρίζεται στην ανυπαρξία και ότι αυτή η ανυπαρξία είναι προσιτή στον ανθρώπινο Λόγο. Μάλιστα, αναπλάθει τον Λόγο και την επιστήμη εν γένει στη βάση αυτής της αυτοαρνητικής ανυπαρξίας. Αυτή είναι η ουσία της αντίληψής του για τη διαλεκτική. Η ανυπαρξία αυτή, ωστόσο, είναι ελευθερία. Η αυτοάρνηση της ανυπαρξίας είναι συνεπώς ο αυτοπεριορισμός της ελευθερίας, και κατά συνέπεια η ίδρυση ενός συστήματος ορθολογικής αναγκαιότητας.

Για τον Hegel η αυτοκαθιδρυμένη και αυτοπεριοριζόμενη ελευθερία είναι η κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Ιστορία είναι η διαλεκτική ανάπτυξη αυτής της ελευθερίας από την καθαρή συνείδηση μέσω της αυτοσυνείδησης, του Λόγου και του πνεύματος στην απόλυτη γνώση. Η Φαινομενολογία του πνεύματος είναι η εξιστόρηση αυτού του μεγάλου ανθρώπινου πλου. Περιγράφει την ασυνείδητη διαδικασία μέσω της οποίας η ελευθερία ανυψώνεται καθ' εαυτήν σε ακέραιη αυτογνωσία και σε μια πλήρως διαμεσολαβημένη ενότητα με τον εαυτό της στην απόλυτη γνώση.

Ο Hegel υπ' αυτή την έννοια αναλαμβάνει να κάνει μια εμβριθή και μοιραία κίνηση η οποία ξεπερνά τον Kant και τον Fichte. Ο Kant και ο Fichte πίστευαν ότι υπήρχε αγεφύρωτη άβυσσος που διαχώριζε τον άνθρωπο από το απόλυτο. Επομένως για τον Kant η θεωρησιακή γνώση εν γένει είναι αδύνατη. Η επιστήμη είναι απλώς φαινομενική, δηλαδή απλώς η γνώση των φαινομένων ή των αναπαραστάσεων του πράγματος αυτού καθ' εαυτό, και δεν μπορούμε να κατανοήσουμε το τελικό θεμέλιο της ύπαρξής μας. Στην ηθική σφαίρα, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει επιστημονική γνώση του καλού και του κακού. Έχουμε ωστόσο άμεση πρόσβαση σε ηθικές αλήθειες μέσω του ηθικού νόμου. Ο πρακτικός Λόγος μάς λέει τι οφείλουμε να κάνουμε. Για να μιλήσουμε μεταφορικά, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον Θεό, αλλά μπορούμε να γνωρίζουμε τι θέλει ο Θεός από εμάς. Ο Fichte, όπως είδαμε, προσπάθησε να κατασκευάσει ένα ενιαίο σύστημα επιστήμης διευρύνοντας την καντιανή αντίληψη για τον πρακτικό Λόγο, αλλά και αυτός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόλυτη γνώση ήταν ανέφικτη. Ο άνθρωπος δεσμεύεται ηθικά να αγωνίζεται για τέτοιου είδους γνώση και ελευθερία, αλλά δεν θα επιτύχει ποτέ τον στόχο που υποχρεούται να επιδιώκει.

Για τον Hegel το απόλυτο δεν είναι απόλυτο εγώ αλλά απόλυτο πνεύμα. Κατά τη γνώμη του, ο Fichte και ο Kant δεν κατόρθωσαν να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στη γνώση και στο απόλυτο επειδή παρέμειναν προσκολλημένοι σε μια πλημμελή φιλοσοφία της συνείδησης. Κατανοούσαν το καθετί μόνο από την προοπτική του εγώ. Αυτή η υποκειμενική εκκίνηση από τη συνείδηση ήταν ουσιώδης για να κατανοηθεί σωστά ο κόσμος, αλλά τελικά αποδείχτηκε ανεπαρκής επειδή δεν αναγνώριζε ότι η εκάστοτε ατομική συνείδηση είναι απλώς στιγμή της γενικής συνείδησης ή του πνεύματος. Η ιστορία υπ' αυτή την έννοια είναι η διαδικασία μέσω της οποίας το πνεύμα αποκτά συνείδηση του εαυτού του ως απόλυτου. Είναι επίσης η συμφιλίωση όλων των στιγμών του πνεύματος σε μια θεωρησιακή σύνθεση. Για την ατομική συνείδηση αυτό σημαίνει την προϊούσα αναγνώριση ότι είναι μια στιγμή της γενικής συνείδησης ή του πνεύματος, δηλαδή μέρος του κοινωνικού όλου. Είναι επίσης η θεμελιώδης αναγνώριση μέσα στην απόλυτη γνώση ότι το πνεύμα είναι απόλυτο, δηλαδή ότι το πνεύμα είναι θεϊκό. Απόλυτη γνώση υπ' αυτή την έννοια είναι η θεωρησιακή συμφιλίωση και σύνθεση του ατομικού, της κοινωνίας και του θεϊκού. Σε αντιδιαστολή με τον Kant και τον Fichte, ο Hegel γεφυρώνει έτσι το χάσμα ανάμεσα στον άνθρωπο και στον Θεό, παραχωρώντας απόλυτη πραγματικότητα στο πνεύμα και όχι στον άνθρωπο ή στον Θεό.

Αυτή η παραχώρηση της θεμελιώδους πραγματικότητας σε ένα αυτοκινούμενο και αυτοαναπτυσσόμενο πνεύμα καθιστά την ιστορία κατ΄ εξοχήν σφαίρα του ανθρώπινου είναι. Η ηθικότητα παύει να αποτελεί πρόβλημα, αφού τα άτομα δεν φαντάζονται πλέον ότι είναι ανεξάρτητοι και απόλυτοι σκοποί από μόνα τους, αλλά στιγμές κάποιου ευρύτερου κοινωνικού όλου. Η ηθικότητα δεν γίνεται περιττή, αλλά υποτάσσεται στο έθος και στην πολιτική. Οι ενέργειες δεν κρίνονται με βάση κάποιο ηθικό κριτήριο αλλά από το κατά πόσο συμβάλλουν στην καθίδρυση κάποιας απολύτως ορθολογικής ηθικής και πολιτικής, βάσει των οποίων το άτομο ακεραιώνεται στην πνευματική ολότητα.

Αυτό σημαίνει ότι όλα τα κριτήρια για το καλό και το κακό σχετίζονται με το ιδιαίτερο καθήκον ή πνεύμα κάποιας δεδομένης ιστορικής εποχής, και όλα τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα είναι απλές στιγμές του πνεύματος. Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι τα κοσμοϊστορικά άτομα. Αυτά τα ανθρώπινα όντα είναι οι ακούσιοι φορείς του απόλυτου, οι οποίοι φέρουν εις πέρας τις ανώτερες και περισσότερο ανεξιχνίαστες επιδιώξεις του. Είναι οι πρωτοξάδελφοι του Φάουστ - τίγρεις, δαιμονιακοί καταστροφείς και ανατρεπτικά στοιχεία, κατακτητές οι οποίοι επιζητούν μονάχα κυριαρχία και δόξα. Ωστόσο, όπως ο Φάουστ, και χωρίς να το γνωρίζουν οι ίδιοι, ο αγώνας τους, ως αποτέλεσμα της «πανουργίας του Λόγου», τίθεται στην υπηρεσία του «θεϊκού», και, όπως ο Μεφιστοφελής, η άρνησή τους εξυπηρετεί αποκλειστικά το καλό, είτε εκούσια είτε όχι. Το πεπρωμένο του Ναπολέοντα είναι το καταλληλότερο παράδειγμα. Ενόσω ο Ναπολέων ενεργούσε για το γενικό συμφέρον ήταν επιτυχημένος, αλλά άπαξ και πραγμάτωσε τους σκοπούς του πνεύματος έγινε περιττός και απομακρύνθηκε από την ευρωπαϊκή σκηνή. Όπως ο Goethe, ο Hegel μετατρέπει τον δαιμονιακό καταστροφέα του ρομαντικού μηδενισμού σε φορέα του Λόγου. Ο κατακτητικός τίγρης γίνεται ο υπηρέτης του αμνού
· το ανορθολογικό γίνεται ορθολογικό, το δαιμονιακό καθυποτάσσεται στο θεϊκό.

Ωστόσο αυτός ο μετασχηματισμός εδράζεται στην πραγμάτωση της ορθολογικής τάξης, θεωρώντας ότι ο Λόγος είναι πιο πανούργος απ' ό,τι το άλογο, ότι ο Λόγος έχει γίνει απόλυτος. Το Σύστημα της επιστήμης του Hegel είναι η απόπειρα να αποδειχτεί αυτό το γεγονός. Από πρακτική άποψη, το σημαντικότερο μέρος αυτής της επιχειρηματολογίας είναι η προσπάθειά του να καταδειχτεί η λυσιτελής ορθολογικότητα της ηθικής και της πολιτικής στη Φιλοσοφία του δικαίου.

Στον πρόλογο της Φιλοσοφίας του δικαίου ο Hegel υποστηρίζει ότι «το ορθολογικό είναι πραγματικό και το πραγματικό είναι ορθολογικό». Αυτό έχει συχνά ερμηνευτεί ως εφησυχαστική δικαιολόγηση για τη δεσπόζουσα πολιτική τάξη. Στην πραγματικότητα, η πολιτική τάξη την οποία περιγράφει ο Hegel στη Φιλοσοφία του δικαίου αντετίθετο ριζικά στα κράτη της εποχής του. Ο εν λόγω ισχυρισμός θα πρέπει να κατανοηθεί σε σχέση με την αντίληψή του για την ανέλιξη του πνεύματος. Σε προηγούμενη διάλεξη, που αποτελεί εκδοχή του συγγράμματος, έλεγε: «Το ορθολογικό γίνεται πραγματικό και το πραγματικό γίνεται ορθολογικό». Εδώ αναφέρεται στη συμφιλίωση του Λόγου και της πραγματικότητας, στην απόλυτη γνώση που αναγνωρίζει ότι η φαινομενικά άνευ νοήματος δυστυχία εκείνου που ο ίδιος αποκαλούσε «το σφαγείο της παγκόσμιας ιστορίας» αντισταθμίζεται από την ορθολογικότητα του κράτους το οποίο τελικά λαμβάνει ύπαρξη· δηλαδή η δαιμονιακή δύναμη η οποία εκδηλώνεται σε κοσμοϊστορικά άτομα αναγνωρίζεται τελικά ως η ασύνειδη έκφραση και ο τρόπος ενέργειας του διαλεκτικού Λόγου. Για να γίνει φανερό κάτι τέτοιο, ο Hegel πρέπει να αποδείξει ότι ο τίγρης πράγματι έγινε υπηρέτης του αμνού. Η Φιλοσοφία του δικαίου περιγράφει την τελική και αξεπέραστη μορφή της ορθολογικής ηθικής και πολιτικής ζωής που έγινε δυνατή μέσω της συμφιλίωσης του πνεύματος με τον εαυτό του στην απόλυτη γνώση.

Χωρίς να εξετάσουμε τη δομή αυτού του ορθολογικού κράτους λεπτομερώς, είναι αρκετό για την ανάλυσή μας να επισημάνουμε ότι πρόκειται για ένα κράτος το οποίο έχει περιορίσει και έχει δαμάσει ολοκληρωτικά το δαιμονιακό. Δεν υπάρχουν πλέον κοσμοϊστορικά άτομα. Το πνεύμα ή ο Λόγος έχει πραγματωθεί και δεν χρειάζεται πλέον να στηριχθεί στις ασύνειδες ενέργειες ατόμων. Το ιστορικό καθήκον των δαιμονιακών ανδρών εκπληρώθηκε επειδή η ανθρωπότητα απέκτησε τελικά συνείδηση του σκοπού της.

Ο Hegel με αυτό δεν εννοεί ότι τα άτομα εν γένει έγιναν πλήρως και εντελώς ορθολογικά. Μάλλον μία τάξη, η αποκαλούμενη καθολική τάξη των δημόσιων λειτουργών ή γραφειοκρατών, ενεργεί ως ο ενσυνείδητος φορέας του πνεύματος μέσα στο κράτος και διευθετεί ηθικά και πολιτικά ζητήματα σε συμφωνία με τον Λόγο. Οι γραφειοκράτες συγκροτούν μια καθολική τάξη επειδή συμμετέχουν άμεσα στο απόλυτο πνεύμα. Έχουν φιλοσοφική παιδεία και αποβλέπουν στο γενικό συμφέρον όταν παίρνουν αποφάσεις. Καθοδηγούνται από την ορθολογική βούλησή τους. Οι δαιμονιακές τίγρεις και οι Ουίλλιαμ Λόβελ δαμάζονται από τον διαλεκτικό Λόγο, που τους δείχνει ότι η επιθυμία τους για ελευθερία μπορεί τελικά να ικανοποιηθεί μονάχα μέσα στο ορθολογικό κράτος. Η άρνησή τους, υποστηρίζει ο Hegel, είναι τελικά αυτοάρνηση, άρνηση της άρνησης που παράγει είναι και συνειδητοποιεί την αδυνατότητα της απόλυτης άρνησης και της απόλυτης ελευθερίας. Ο δαιμονιακός τίγρης μεταμορφώνεται έτσι στον αλτρουστη δημόσιο λειτουργό, στον οποίο «η αμερόληπτη, αδέκαστη και ευγενική συμπεριφορά γίνεται συνήθεια».

Αυτός ο μετασχηματισμός δεν σημαίνει ότι κάθε ανθρώπινη σύγκρουση εξαφανίζεται. Πόλεμος και πολεμιστές εξακολουθούν να παίζουν κάποιο ρόλο μέσα στο ορθολογικό κράτος, αλλά η σχέση τους με το δαιμονιακό εξαφανίζεται. Οι πόλεμοι δεν διεξάγονται για δόξα ή κατάκτηση, αλλά για την προάσπιση της αυτονομίας του κράτους. Δομικά εξυπηρετούν στη διατήρηση της εσωτερικής ενότητας του κράτους απέναντι στις κεντρόφυγες δυνάμεις της αστικής κοινωνίας. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι πόλεμοι γίνονται πολιτισμένοι και λιγότερο βίαιοι.

Ύστερα από τις μακροχρόνιες συγκρούσεις, το εγελιανό σύστημα παρείχε τη βάση για συμφιλίωση. Κατά συνέπεια είχε ευρύτατη και βαθιά επιρροή. Παρείχε έναν πολιορκητικό κριό ενάντια στον μηδενισμό, που πρωτοεμφανίστηκε με τον Fichte και τους πρώτους Γερμανούς ρομαντικούς. Ωστόσο αυτός ο νέος προμαχώνας του διαλεκτικού Λόγου στηριζόταν σε ασταθή θεμέλια. Η μεγαλοφυής απάντηση του Hegel στον μηδενισμό βασιζόταν στην ίδια αρνητικότητα που συνιστούσε τον πυρήνα της μηδενιστικής σκέψης, και αυτό έπαιξε σημαντικό ρόλο στην επιτυχία της. Ωστόσο ο μετασχηματισμός της αρνητικότητας σε ορθολογικότητα και της άρνησης σε κατάφαση ήταν δυνατός μόνο στη βάση της θεωρησιακής σύνθεσης του απόλυτου. Αυτή η σύνθεση όμως ήταν ύποπτη ευθύς εξ αρχής και τελικά αποδείχτηκε ανεπαρκής όχι μόνο για τους επικριτές του Hegel αλλά και για πολλούς από τους μαθητές και συνοδοιπόρους του.

Η έκλειψη του εγελιανού συστήματος οφειλόταν εν μέρει στην εξαναγκαστική παραίτηση του φίλου και υποστηρικτή του βαρώνου Von Altenstein από το αξίωμα του Υπουργού Πολιτισμού της Πρωσσίας το 1838 και στην αναρρίχηση του Φρειδερίκου Γουλλιέλμου IV, φλογερού ρομαντικού εθνικιστή, στον θρόνο της Πρωσσίας το 1840. Ο Schelling εκλήθη να αναλάβει την έδρα του Hegel στο Βερολίνο και του ανατέθηκε να «ξεριζώσει τον εγελιανισμό». Η αποτυχία της Επανάστασης του 1848 ήταν επίσης μεγάλο πλήγμα στην εγελιανή συνταύτιση του ορθολογικού και του πραγματικού. Ανεξάρτητα από τις ρίζες της δυσαρέσκειας με το σύστημα του Hegel, το καθαυτό γεγονός ότι απέτυχε να πείσει τις επόμενες γενιές είναι ένδειξη ότι ήταν ελαττωματικό, αφού προβλέπει την επιτυχία του.

Ανεξάρτητα από τη φιλοσοφική αλήθεια του εγελιανού συστήματος, τελικά απέτυχε στις προσπάθειές του να περιορίσει τον πόθο για απόλυτη ελευθερία που εκφράστηκε στη Γαλλική Επανάσταση και στον ρομαντικό μηδενισμό. Ο Hegel πίστευε ότι ο αγώνας για την πραγμάτωση της απόλυτης ελευθερίας κατ' ανάγκην οδηγούσε σε καταστροφή, και προσπάθησε να στρέψει αυτό τον πόθο σε μια περισσότερο περιορισμένη, ορθολογική ελευθερία. Η πορεία την οποία ο Hegel σχεδίασε για την ανθρωπότητα εδράζεται σε μια θεωρησιακή σύνθεση που έφερε σε αμηχανία τους συγχρόνους του, και στη συνταύτιση του ορθολογικού και του πραγματικού, η οποία εξόργισε πολλούς από αυτούς. Ο Hegel επομένως δεν σημείωσε μεγαλύτερη επιτυχία απ' ό,τι ο Kant στην προσπάθειά του να πείσει τους διαδόχους του να αρκεστούν στη δική του νήσο της αλήθειας. Οι ηγέτες της ανθρώπινης σκέψης που διαδέχτηκαν τον Hegel άνοιξαν πανιά για απατηλές θάλασσες, αναζητώντας τη φανταστική χώρα της απόλυτης ελευθερίας.

«Τα πρόβατα τα εμά ακούουσι την φωνήν μου, και εγώ γνωρίζω αυτά, και με ακολουθούσι» (Κατά Ιωάννην 10:27).

MΠΟΡΕΙ Ο ΑΜΝΟΣ ΝΑ ΣΥΜΦΙΛΙΩΘΕΙ ΜΕ ΤΟΝ ΤΙΓΡΗ,ΚΑΙ ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΣΧΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΛΛΑ  ΑΥΤΑ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΑΤΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ.

5 σχόλια:

  1. Το μηδέν υπάρχει; Αυτό υποστηρίζουν ο Φίχτε και ο Χέγγελ;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος15/9/22 4:10 μ.μ.

    ''“Our willingness to accept scientific claims that are against common sense is the key to an understanding of the real struggle between science and the supernatural. We take the side of science in spite of the patent absurdity of some of its constructs, in spite of its failure to fulfill many of its extravagant promises of health and life, in spite of the tolerance of the scientific community for unsubstantiated just-so stories, because we have a prior commitment, a commitment to materialism. It is not that the methods and institutions of science somehow compel us to accept a material explanation of the phenomenal world, but, on the contrary, that we are forced by our a priori adherence to material causes to create an apparatus of investigation and a set of concepts that produce material explanations, no matter how counter-intuitive, no matter how mystifying to the uninitiated. Moreover, that materialism is absolute, for we cannot allow a Divine Foot in the door.'' Richard C. Lewontin.

    Richard Charles "Dick" Lewontin is an American evolutionary biologist, mathematician, geneticist. A leader in developing the mathematical basis of population genetics and evolutionary theory, he pioneered the application of techniques from molecular biology, such as gel electrophoresis, to questions of genetic variation and evolution.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ωραίο το παραπάνω σχόλιο για τον υλισμό. Το παραθέτω σε μετάφραση:
    "Η προθυμία μας να δεχτούμε επιστημονικούς ισχυρισμούς που είναι ενάντια στην κοινή λογική είναι το κλειδί για την κατανόηση της πραγματικής πάλης μεταξύ της επιστήμης και του υπερφυσικού. Παίρνουμε το μέρος της επιστήμης παρά τον αυθαίρετο παραλογισμό ορισμένων από τις κατασκευές της, παρά την αποτυχία της να εκπληρώσει πολλές από τις υπερβολικές υποσχέσεις της για υγεία και ζωή, παρά την ανοχή της επιστημονικής κοινότητας για αβάσιμες ιστορίες, γιατί έχουμε μια προηγούμενη δέσμευση, μια δέσμευση στον υλισμό. Δεν είναι ότι οι μέθοδοι και οι θεσμοί της επιστήμης μας αναγκάζουν με κάποιο τρόπο να αποδεχτούμε μια υλική εξήγηση του φαινομενικού κόσμου, αλλά, αντίθετα, ότι αναγκαζόμαστε από την a priori προσήλωσή μας σε υλικά αίτια να δημιουργήσουμε μια συσκευή έρευνας και ένα σύνολο εννοιών που παράγουν υλικές εξηγήσεις, όσο αντιδιαισθητικές κι αν είναι, όσο μυστηριώδεις και αν είναι για τους αμύητους. Επιπλέον, αυτός ο υλισμός είναι απόλυτος, γιατί δεν μπορούμε να επιτρέψουμε ένα θεϊκό πόδι στην πόρτα μας".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος15/9/22 8:18 μ.μ.

    Ευχαριστούμε για τη μετάφραση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος18/9/22 9:02 μ.μ.

    https://www-ariannaeditrice-it.translate.goog/articoli/il-manifesto-dell-idiota-globale?_x_tr_sl=it&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=en&_x_tr_pto=wapp

    ΑπάντησηΔιαγραφή