Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (31)

Συνέχεια από: Τρίτη 23 Αυγούστου

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Η ΑΥΓΗ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟΥ. 
Ρομαντισμός και μηδενισμός.

Η ενασχόληση με τον διάβολο: Ο Φάουστ του Goethe και η αναποτελεσματικότητα του κακού

Ο μηδενισμός πρωτοεμφανίζεται στην ευρωπαϊκή σκηνή μεταξύ 1789 και 1807 και συνδέεται με τον ριζικό πολιτικό και πνευματικό μετασχηματισμό που σάρωσε την Ευρώπη κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Μολονότι αυτό το κίνημα άσκησε αξιοσημείωτη επιρροή στη γερμανική και στην ευρύτερη ευρωπαϊκή φαντασία, δεν κατόρθωσε να κατισχύσει εκείνη την εποχή, και κατ' ουσίαν μέχρι το τέλος του δέκατου ένατου αιώνα. Κατά τη διάρκεια των χρόνων που μεσολάβησαν η απουσία του ήταν τόσο εμφανής, ώστε πολλοί μεταγενέστεροι μελετητές έφθασαν να πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι ο Turgenev είχε επινοήσει τον όρο. Πώς να εξηγήσουμε την έκλειψη του μηδενισμού; Παρ' ότι οφειλόταν εν μέρει στην κάμψη των επαναστατικών παθών, ήταν εξ ίσου -εάν όχι κυρίως- αποτέλεσμα της συντριπτικής επήρειας των Goethe και Hegel.

Ο Goethe κάποτε επισήμανε ότι «το κλασικό είναι υγιές, το ρομαντικό είναι άρρωστο» και αφιέρωσε μεγάλο μέρος του έργου του για να αποδείξει την αλήθεια αυτής της απόφανσης. Ο Goethe γνώριζε τόσο καλά τη ρομαντική ψυχή επειδή και ο ίδιος αρχικώς είχε ακολουθήσει ανάλογη ρομαντική κατεύθυνση, κατά την περίοδο του Sturm und Drang. Επομένως, όταν απέρριπτε τον ρομαντισμό, απέρριπτε εν μέρει το ρομαντικό στοιχείο της δικής του ψυχής, επιχειρώντας να εξορκίσει τους δικούς του δαίμονες. Αυτό το εγχείρημα είναι ήδη σαφές στο πρώιμο έργο του Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, αλλά είναι επίσης πρόδηλο στον Φάουστ.

Για τη συγγραφή του Φάουστ χρειάστηκαν πάνω από εξήντα χρόνια και οι περιστάσεις της σύνθεσης και της έκδοσής του είναι σημαντικές για να κατανοήσουμε την υποδοχή και την επίδρασή του. Μολονότι μια αρχική εκδοχή του έργου, το Urfaust, εκπονήθηκε μεταξύ 1773 και 1775, δεν εμφανίστηκε τίποτα σε έντυπη μορφή, μέχρις ότου ο Goethe να δημοσιεύσει τον Φάουστ: Απόσπασμα το 1790. Το πρώτο μέρος του έργου όπως υφίσταται σήμερα δεν δημοσιεύθηκε μέχρι το 1808 και το δεύτερο μέρος ολοκληρώθηκε λίγες μέρες πριν από τον θάνατο του Goethe το 1832 και δημοσιεύθηκε την ίδια χρονιά. Το Απόσπασμα έγινε δεκτό με μεγάλο ενθουσιασμό, ιδίως μεταξύ των ρομαντικών. Το Φάουστ: Μέρος πρώτο δεν έτυχε της ίδιας υποδοχής, παρ' όλα αυτά όμως διαβάστηκε και συζητήθηκε ευρέως. Η υποδοχή του Φάουστ: Μέρος δεύτερο ήταν πολύ περισσότερο προβληματική. Είναι σκοτεινό και συγκεχυμένο. Το επεισόδιο της Ελένης, το οποίο δημοσιεύθηκε ανεξάρτητα το 1827, εκτιμήθηκε δεόντως, αλλά το υπόλοιπο του δεύτερου μέρους έφερε σε αμηχανία τους αναγνώστες και οδήγησε τους κριτικούς να συμπεράνουν ότι επρόκειτο για το προϊόν μιας μεγαλοφυΐας σε παρακμή.

Στην αρχή του έργου ο Φάουστ είναι όλως διόλου ρομαντικός. Τίποτα δεν τον ικανοποιεί. Ισχυρίζεται ότι κατέχει όλες τις παραδοσιακές μορφές ανθρώπινης γνώσης -φιλοσοφία, δίκαιο, ιατρική και θεολογία- και το μόνο που έμαθε είναι ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε, δηλαδή διαπιστώνει ότι γνωρίζει τις εμφάνειες των πραγμάτων, όχι όμως και ό,τι βρίσκεται πίσω από αυτές. Το αποτέλεσμα είναι ότι στρέφεται στη μαγεία με την ελπίδα ότι θα δαμάσει τις δαιμονιακές δυνάμεις που άρχουν στον κόσμο. Η συνάντησή του με το πρώτο από τα δαιμονιακά πνεύματα, το πνεύμα της γης, τον τρομοκρατεί και τον ταπεινώνει, διότι αναγνωρίζει ότι πρόκειται για ένα ον το οποίο ξεπερνά εντελώς τις δυνάμεις του και δεν μπορεί να το κατανοήσει ή να το ελέγξει. Αυτό το πνεύμα είναι το πνεύμα της φύσης καθ' εαυτήν, απ' όπου απορρέουν τα πάντα και γύρω από την οποία περιστρέφονται όλα. Όλα τα αντίθετα, άμπωτη και πλημμυρίδα, ζωή και θάνατος, εμπεριέχονται σε αυτό το πνεύμα και συνυφαίνονται. Είναι μια άπειρη και αιώνια θάλασσα ακατάπαυστης κίνησης που δεν είναι δυνατόν να συλληφθεί ή να αντιγραφεί. Ο ίδιος ο Φάουστ δεν είναι παρά μέρος αυτού του πνεύματος και δεν θα γίνει ποτέ ένα με αυτό. Τον τρομοκρατεί και τον καταβάλλει.

Με την αποτυχία αυτής της απόπειρας να κατακτήσει το άπειρο με ένα άλμα, ο Φάουστ επανέρχεται στο πεπερασμένο, ελπίζοντας να λάβει την ικανοποίηση που έχασε μέσω του δαιμονιακού αισθησιασμού. Γι' αυτό τον σκοπό κάνει συμφωνία με τον Μεφιστοφελή να δεχθεί τις υπηρεσίες του υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνει υπηρέτης του Μεφιστοφελή εάν ποτέ λάβει ικανοποίηση, δηλαδή εάν ποτέ πει «Σταμάτα, στιγμή, είσαι τόσο όμορφη!». Ο Φάουστ υπ' αυτή την έννοια ακολουθεί την ίδια αισθησιακή διαδρομή με τον Λόβελ και τους υπόλοιπους ρομαντικούς μηδενιστές, αναζητώντας την ελευθερία και τη γνώση των κρυφών δυνάμεων που κυβερνούν τον κόσμο.

Στο πρώτο μέρος του έργου ο Φάουστ ανακτά τη νεότητά του και αποπλανεί μια αθώα νεαρή κοπέλα, την Γκρέτα, την οποία αφήνει έγκυο και την εγκαταλείπει. Η μητέρα της πεθαίνει από δηλητήριο που της χορήγησε η Γκρέτα σύμφωνα με οδηγίες του Φάουστ⋅ ο Φάουστ σκοτώνει σε μονομαχία τον αδελφό της⋅ το παιδί τους πνίγεται⋅ και η Γκρέτα καταδικάζεται για τον φόνο του. Ορμώμενος από ένα κράμα έρωτα και τύψεων, ο Φάουστ επιχειρεί να τη σώσει, αλλά εκείνη αρνείται τη βοήθεια της δαιμονιακής δύναμής του και επιλέγει τον θάνατο και τη σωτηρία. Ο Φάουστ συντρίβεται. Αυτή ήταν η ιστορία που γνώρισαν και θαύμασαν στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα. 

Το δεύτερο μέρος του έργου είναι περισσότερο αλληγορικό και λιγότερο προσιτό. Ο Φάουστ θεραπεύεται από τα βάσανά του χάρη στις αναζωογονητικές δυνάμεις της φύσης. Στη συνέχεια προσφέρει τις υπηρεσίες του στον βασιλιά, αλλά εκστασιάζεται από το όραμα της Ελένης, την οποία αναπολεί, και αναχωρεί προς αναζήτησή της. Ερευνά το μυθολογικό παρελθόν του αρχαίου κόσμου και τις πρωτεϊκές δυνάμεις της ανθρώπινης φύσης. Κατόπιν επιχειρεί να συνθέσει ρομαντική και κλασική τέχνη, συμβολιζόμενη από τον γάμο του με την Ελένη. Πρόκειται για σκέτη αποτυχία. Το τέκνο τους, ο δαιμονιακός Ευφορίων, αυτοκαταστρέφεται και η Ελένη διαλύεται. Ο Φάουστ απομακρύνεται μέσα σε ένα χρυσό σύννεφο. Επιστρέφει στη γη πολλά χρόνια αργότερα, και αφού παρακολουθήσει την αέναη άμπωτη και πλημμυρίδα των κυμάτων, αποφασίζει να οικοδομήσει μεγάλα αναχώματα ενάντια στη θάλασσα ώστε να δημιουργηθεί μια νέα χώρα, προκειμένου να ιδρύσει ένα νέο κράτος. Για να ολοκληρώσει όμως αυτό το εγχείρημα, επιτρέπει να δολοφονηθεί από τους μισθοφόρους του Μεφιστοφελή ένα γηραιό ζευγάρι το οποίο στέκεται στον δρόμο του. Ενώ το εγχείρημά του κοντεύει να ολοκληρωθεί, ακούει να σκάβουν και φαντάζεται ότι οι μαγικοί εργάτες του ορθώνουν τα τελευταία τείχη. Μέσα στη φυσική και πνευματική τύφλωσή του δεν καταλαβαίνει πως στην πραγματικότητα ανοίγουν τον τάφο του. Σε αυτή τη στιγμή της ψευδαίσθησης έχει ένα μεγαλειώδες όραμα της ελεύθερης χώρας και του ελεύθερου λαού και δηλώνει ότι σε μια τέτοια στιγμή θα μπορούσε να πει «Σταμάτα, είσαι τόσο όμορφη!». Με αυτή τη δήλωση πεθαίνει. Ο Μεφιστοφελής διεκδικεί την ψυχή του, αλλά η αξίωσή του απορρίπτεται από αγγέλους οι οποίοι φέρουν την ψυχή του Φάουστ στον ουρανό. Παρά τα εγκλήματά του, ο Φάουστ έχει σωθεί.

Ενώ ασκεί κριτική στον ρομαντισμό, ο Goethe εν τέλει είναι απρόθυμος να καταδικάσει τον ρομαντικό μηδενισμό. Αυτή η απροθυμία οφειλόταν εν μέρει στη στέρεα εδραιωμένη γνώμη του ότι οι δαιμονιακές δυνάμεις που άρχουν στον κόσμο σε τελική ανάλυση ήσαν καλές:

Μολονότι το δαιμονιακό εκδηλώνεται σε όλα τα υλικά και τα άυλα πράγματα [...], παρουσιάζει την πιο θαυμαστή σχέση κυρίως με τον άνθρωπο. [...] Όταν εμφανίζεται ασυγκράτητο μεταξύ των ανθρώπων [...], μια τερατώδης δύναμη εξέρχεται από αυτούς και ασκούν απίστευτη εξουσία πάνω σε όλα τα πλάσματα, ακόμη και πάνω στα στοιχειακά, και ποιος μπορεί να πει μέχρι ποιου σημείου φθάνει η επήρειά τους; Οι ενωμένες δυνάμεις της κοινότητας καθόλου δεν μπορούν να τους αντισταθούν [...], τίποτα δεν μπορεί να τους κατανικήσει, εκτός από το ίδιο το σύμπαν, με το οποίο βρίσκονται σε ανταγωνισμό· τέτοιες παρατηρήσεις ίσως να οδήγησαν στο αλλόκοτο αλλά και τερατώδες απόφθεγμα: Nemo contra deum nisi deus ipse [Κανείς δεν τα βάζει με τον Θεό, παρ' εκτός από τον ίδιο τον Θεό].

Οι δαίμονες αυτοί, όπως πιστεύει ο Goethe, «τελικά στηρίζονται στον Θεό». Παρ' ότι οι ενέργειες των ατόμων τα οποία κατακυριεύονται από αυτή τη δαιμονιακή δύναμη φαίνονται κακές, ο Goethe συμπεραίνει ότι δεν έχουν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Ο δαιμονιακός τους αγώνας μοιάζει με τον αγώνα του ίδιου του Θεού. Όπως καθιστά σαφές ο χορός των αγγέλων στην αρχή του Φάουστ, ο Θεός δεν ευθύνεται μόνο για την αρμονία του κόσμου αλλά και για το αβυσσαλέο χάος του. Η απειρότητα του Θεού εμπεριέχει αυτή την αντίφαση. Οι δαιμονιακές φύσεις, τις οποίες θαυμάζει ο Goethe, είναι υπ' αυτή την έννοια μέρος του Θεού, και άρα υπερβαίνουν επίσης τη φύση και τον Λόγο.

Αυτή η δαιμονιακή υπέρβαση γίνεται πρόδηλη όταν ο Φάουστ στρέφεται προς το μαγικό, γιατί η μαγεία, ως ικανότητα να δημιουργείται κάτι εκ του μηδενός, είναι έκφραση της πιο απόλυτης ελευθερίας. Είναι μέσο με το οποίο ο άνθρωπος υπερβαίνει τη φύση και απελευθερώνεται από το ουκ εγώ. Είναι επομένως και το μέσο με το οποίο ο Φάουστ θέτει τον εαυτό του στο ίδιο επίπεδο με το θεϊκό. Ωστόσο ο κύριος της μαγείας στον Φάουστ δεν είναι ο Φάουστ αλλά ο Μεφιστοφελής. Στην πραγματικότητα, ο Μεφιστοφελής είναι η ποιητική μεγαλοφυΐα του Φάουστ, μια δαιμονιακή βούληση που καθιστά δυνατά τα μαγικά, ή, ορθότερα, ποιητικά, δημιουργήματά του. Ο Μεφιστοφελής περιγράφει τον εαυτό του ως μέρος αυτής της δύναμης / που αέναα επιθυμεί κακό και αέναα παράγει καλό. / [...] Είμαι το πνεύμα που αέναα αρνείται! / Και με το δίκιο του: γιατί καθετί που μέλλει να υπάρξει / αξίζει να αφανιστεί / γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα τίποτα να μη γεννηθεί. / Έτσι, λοιπόν, καθετί που αποκαλείτε αμάρτημα, / καταστροφή, με δυο λόγια κακό, / είναι το πιο καταδικό μου στοιχείο. / [...] Είμαι μέρος κάποιου μέρους, που στην αρχή ήταν ένα, / μέρος του σκότους, που γέννησε το φως, / του αγέρωχου φωτός, ερίζει για της μητέρας φύσης / τη θέση και το γόητρο. (1337 - 1352).

Είναι το πνεύμα της άρνησης, αλλά είναι ικανός μόνο για συγκεκριμένη και όχι απόλυτη άρνηση. Γι' αυτό ο Φάουστ τού ανταπαντά: «Δεν μπορείς να αρνείσαι εν γένει, γι' αυτό αρχίζεις με ό,τι είναι μικρό» (1360-1361). Ο Μεφιστοφελής, και κατ' επέκταση ο Φάουστ, είναι κακός εν μέρει, δηλαδή είναι υπό την ηγεμονία κάποιου παντοδύναμου Θεού ο οποίος διευθέτησε τον κόσμο με τέτοιο τρόπο, ώστε όλες οι απόπειρες για να προκληθεί κακό παράγουν καλοσύνη. Ο Μεφιστοφελής αρνείται κατηγορηματικά κάτι τέτοιο ισχυριζόμενος ότι το σκότος γέννησε το φως, αλλά εδώ μάλλον είναι ανειλικρινής. Στο έργο Ποίηση και αλήθεια ο Goethe περιγράφει τη θεολογική αντίληψη που είναι η βάση γι' αυτή την ερμηνεία: Ο Θεός δημιουργεί τον Λούσιφερ και ο Λούσιφερ δημιουργεί τους αγγέλους κατ' εικόνα του. Κατόπιν ο ίδιος και μερικοί άγγελοι επαναστατούν ενάντια στον Θεό και εκδιώκονται από τον ουρανό. Γίνονται ύλη. Άρα ο Θεός δημιουργεί φως για να εξισορροπήσει το σκοτάδι, και το κράμα φωτός και σκότους απαρτίζει τα πεπερασμένα πράγματα της εμπειρίας μας. Ο Μεφιστοφελής εδώ αντιπροσωπεύει κάποια παρόμοια τοποθέτηση με εκείνη του Fichte καθώς επιχειρεί να εξηγήσει καθετί με βάση τη δράση της απόλυτης ελευθερίας που κατανοείται ως απόλυτη αρνητικότητα. Ο ίδιος ο Goethe απορρίπτει την αρνητική απαρχή και υποστηρίζει την ανωτερότητα της θετικής δύναμης του Θεού.

Αυτό το ζήτημα τίθεται ρητά στον δεύτερο πρόλογο του έργου, τον «Πρόλογο στον ουρανό», που παίρνει τη μορφή διαλόγου ανάμεσα στον Μεφιστοφελή και στον Θεό. Ο Μεφιστοφελής αρχίζει τη συζήτηση εξιστορώντας τους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι βασανίζονται επίγεια. Ο Θεός, για να απαντήσει στον έμμεσο ισχυρισμό αυτής της πρότασης, ότι δηλαδή ο κόσμος πλάστηκε ατελής, δείχνει τον υπηρέτη του Φάουστ για παράδειγμα. Ο Μεφιστοφελής επισημαίνει ότι ο Φάουστ υπηρετεί τον Θεό με παράξενους τρόπους, διότι διεκδικεί τα πάντα για τον εαυτό του και εν τούτοις δεν μένει ικανοποιημένος. Ο Θεός ανταπαντά ότι, αν και ο Φάουστ τον υπηρετεί με περίπλοκο τρόπο, σύντομα θα ενεργεί σαφέστερα. Ο Μεφιστοφελής υποστηρίζει ότι μπορεί να αποπλανήσει τον Φάουστ εάν δεν επέμβει ο Θεός. Ο Θεός απαντά ότι αυτό δεν απαγορεύεται ενόσω ο Φάουστ είναι στη γη, επειδή «ο άνθρωπος αμαρτάνει εφ' όσον αγωνίζεται» (318). Μάλιστα, ο διάβολος είναι αναγκαίος για να προαχθεί η ανθρώπινη δραστηριότητα: «Ποτέ δεν μίσησα το είδος σου⋅ / απ' όλα τα πνεύματα που 'ναι αρνητικά / ο αλιτήριος είναι για μένα ο λιγότερο ενοχλητικός. / Η ανθρώπινη δραστηριότητα ατονεί πάρα πολύ εύκολα· / ο άνθρωπος ερωτεύεται με μεγάλη ευκολία. / Γι' αυτό με ευχαρίστηση τον παραδίδω στον συνοδοιπόρο, / ο οποίος ξελογιάζει και δουλεύει, και ως διάβολος πρέπει να δημιουργεί» (337-343).

Ο μεγάλος κίνδυνος για τον άνθρωπο είναι ότι πέφτει σε λήθαργο, ότι ικανοποιείται με τη ζωή και παύει να αγωνίζεται. Μπορεί να απαλλαγεί από την οκνηρία μόνο μέσω της γοητείας του κακού, ή, ακριβέστερα, μέσω της γοητείας αυτού που εμφανίζεται ως κακό, αφού ο Θεός βεβαιώνει ότι το φαινομενικό κακό είναι στην πραγματικότητα μέρος κάποιας ανώτερης και απαραμείωτης καλοσύνης. Επομένως, ενώ ο Φάουστ διαπράττει πολλά εγκλήματα, δεν πρέπει να καταδικαστούν και στην πραγματικότητα αποτελούν μέρος της τεράστιας ενέργειας που είναι εγγενώς καλή. Επειδή αγωνίζεται, αμαρτάνει κατ' ανάγκην και αναπόφευκτα.

Το αποτέλεσμα είναι ότι ο Φάουστ δεν είναι δυνατόν να καταδικαστεί. Καθώς η ψυχή του ανυψώνεται στον ουρανό, οι άγγελοι τραγουδούν: «Το ευγενικό μέλος του πνευματικού κόσμου σώθηκε από το κακό, αυτόν που πάντα παρακινούσε τον εαυτό του να αγωνίζεται μπορούμε να τον λυτρώσουμε» (11934-11937), Ο Φάουστ, λοιπόν, ο οποίος στηρίζεται στις δαιμονιακές δυνάμεις της άρνησης, ποτέ δεν ξεπερνά τη σφαίρα της καλοσύνης και δεν είναι ποτέ δυνατόν να κάνει πραγματικά κακό. Δεν είναι Μάκβεθ και δεν είναι καν ένας Ουίλλιαμ Λόβελ. Σε αντίθεση με το ρομαντικό όραμα του απόλυτα ελεύθερου ατόμου, το οποίο ενσαρκώνεται στον τίγρη του Blake, ο Φάουστ είναι πράος· εάν όχι άκακος, οπωσδήποτε δεν είναι φοβερός ή τρομακτικός.

Ο Goethe δεν εξημερώνει τον Φάουστ επειδή παρανόησε αυτό το είδος ανθρώπινου όντος. Ουσιαστικά τον απασχόλησαν αυτοί οι δαιμονιακοί χαρακτήρες ίσως περισσότερο απ' ό,τι οποιονδήποτε άλλο σύγχρονό του, αλλά κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η τεράστια ενεργητικότητά τους συντελούσε αποφασιστικά στην αύξηση της ζωής. Εξ άλλου ήταν σίγουρος ότι δεν υποτάσσονταν στους νόμους της φύσης και σε όσες συμβάσεις καθορίζουν τα συνηθισμένα ανθρώπινα όντα. Επομένως ο λόγος για τον οποίο ο Φάουστ δεν είναι τρομακτικός έχει ελάχιστη σχέση με τον ίδιο τον Φάουστ. Είναι μάλλον η συνέπεια του χώρου που καταλαμβάνει στον κόσμο του Goethe. Πρόκειται για αρχέγονη δύναμη, αλλά τέτοιες δυνάμεις διευθετούνται από τον Θεό για το καλό της ανθρωπότητας.

Μολονότι ο Goethe χαρακτηρίζει τον Φάουστ τραγωδία, στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για συναισθηματική τραγωδία. Σε αυτό τον νεοπλατωνικό κόσμο που άρχεται από κάποιο φιλεύσπλαχνο και παντοδύναμο Θεό δεν μπορεί να υπάρχει πραγματικό κακό, και άρα πραγματική ελευθερία. Ο Μεφιστοφελής και οι δυνάμεις της άρνησης συνεχώς διαψεύδονται. Το γεγονός αυτό πουθενά δεν είναι τόσο έκδηλο όσο στη σπουδαία ομιλία του Μεφιστοφελή μετά τον θάνατο του Φάουστ. Πιστεύει ότι κέρδισε το στοίχημα και ότι το έργο του είναι vollbracht, «ολοκληρωμένο», «περατώθηκε». Ωστόσο ο χορός ισχυρίζεται ότι πρόκειται για vorbei, «παρελθόν», για «περασμένα». Ο Μεφιστοφελής εξοργίζεται: «Παρελθόν! Κούφια λέξη. Γιατί παρελθόν; / Παρελθόν και καθαρό τίποτα: απολύτως ένα και το αυτό! / Ποιος, λοιπόν, είναι ο σκοπός της αιώνιας δημιουργίας; / Να εξανεμίσει το δημιουργημένο στο τίποτα; / Είναι καλό, λες και δεν υπήρξε ποτέ, / και περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του, λες και υπήρξε! / Γι' αυτό και εγώ θα δώσω την αγάπη μου στο αέναα κενό» (11598-11605).

Η άρνηση πάντοτε αρνείται τον εαυτό της και ο μέγας αρνητής υπόκειται και ο ίδιος στους δικούς του νόμους, κληροδοτώντας μόνο τον κύκλο του γίγνεσθαι, την αέναη μετάβαση, και άρα την αέναη διάψευση, αλλά επίσης την αέναη παρόρμηση για περαιτέρω δραστηριότητα. Τελικά ο Goethe προσεγγίζει τον Mozart μάλλον παρά τους φιχτιανούς ρομαντικούς: Στον Φάουστ ο τίγρης του Blake γίνεται λιοντάρι, ωθώντας το άρμα του Λόγου που οδηγεί ο Σαράστρο σε μάχη ενάντια στη σύζυγο και εχθρό του Σαράστρο, τη βασίλισσα της νύχτας. 

ΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΑΚΟ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ. ΚΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΝΑ Ο ΠΑΝΤΟΔΥΝΑΜΟΣ ΘΕΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΑΓΩΝΙΖΕΤΑΙ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΤΟΤΗΤΟΣ.
ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΚΤΙΣΤΟΤΗΤΟΣ ΑΝΤΙΚΑΤΕΣΤΗΣΑΝ ΣΤΗΝ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΝΟΥ.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Οι Έλληνες είχαν ήρωες με συγκεκριμένο ΤΕΛΟΣ για συγκεκριμένους ΛΟΓΟΥΣ και ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΙΕΣ ΔΕΝ ΧΩΡΟΥΣΑΝ για κανέναν. Ούτε για τους εκλεκτότερους του ανθρώπινου είδους.
Μπορούν άραγε σήμερα οι άνθρωποι να καταλάβουν γιατί ο Οιδίποδας έβγαλε τα μάτια του αφού στην τελική δεν ήξερε; Εκεί φτάσαμε δυστυχώς φίλε αμέθυστε.
Ένας από τους μεγαλύτερους μάλιστα, ο Αχιλλέας και όπως αυτόν τον συναντάει ο Οδυσσέας στον κάτω κόσμο, προεικονίζει με μεγάλη ομοιότητα τον άσωτο υιό χωρίς την Λύση του Πατέρα. Μάλλον η προ Χριστού εκκλησία, όπως και σήμερα, δεν έκανε καλά την δουλειά της ούτε και τότε.
Όπως και να έχει αυτό ήταν και είναι το όριο της ανθρώπινης ύπαρξης. Το συμπέρασμα ένα. Ο άνθρωπος δεν μπορεί μόνος του. Ποτέ δεν θα μπορέσει. Με αυτή την έννοια οι μύθοι των Ελλήνων ήταν απόλυτα ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΙ.
Η μυθολογία των Ευρωπαίων νεοτεριστών απλά προσπάθησε να χωρέσει τις φτηνές δικαιολογίες της ανθρώπινης ύπαρξης και να φαντασιωθεί λυτρώσεις άνευ λύτρων και Εγγυητή. Η λύτρωση ως κατόρθωμα του Εγώ. Μα αυτό ακόμα και αν μπορεί να γίνει δεν είναι παρά άθλος και οι Έλληνες τεκμηρίωσαν περίτρανα ότι Άθλος και Λύτρωση ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΙ.
Συγχώρεσε μου την έκφραση δανειζόμενος ένα παλιό στιχάκι του Πανούση, αλλά την βρίσκω ταιριαστή στις φαντασιώσεις της εποχή μας
"Μπρός γυαλί πίσω λυχνία μ@λ@κισμένη φαντασία"