Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας (15)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας

Κεφάλαιο 2: : Ο Πετράρχης και η επινόηση της ατομικότητας α

Μια ωραία μέρα του 399 π. Χ, ένας άνθρωπος με την καθαρότερη ίσως διάνοια που υπήρξε ποτέ, επέλεξε να πεθάνει παρά να πάει στην εξορία, φεύγοντας από την πόλη όπου γεννήθηκε. Ο άνθρωπος αυτός ήταν φυσικά ο Σωκράτης. Το γιατί έφτασε σε αυτή την απόφαση δε θα το μάθουμε ποτέ. Αυτό όμως συνέβη προφανώς σε κάποια στιγμή, αφού είχε ολοκληρωθεί η διαβουλευτική φάση της δίκης του και πριν από τον καθορισμό της ποινής του. Στέκονταν στην Αγορά μαζί με τους φίλους του, στον τόπο όπου ξόδεψε τη ζωή του ενοχλώντας τους συμπολίτες του και φιλοσοφώντας μαζί με τους φίλους και ακόλουθους του. Από πάνω του υψωνόταν η Ακρόπολις και οι ναοί των θεών, τη φύση των οποίων, αν όχι την ίδια τους την ύπαρξη, αμφισβητούσε. Η μεγάλη Αθηνά καλυμμένη με χρυσό, κρατώντας το μεγάλο ακόντιο της, εκθαμβωτική μέσα στο λαμπερό φως του αττικού ήλιου, τον κοίταζε αμίλητη. Γνώριζε πως θα έκλεινε η κάλπη, και ο ίδιος πολύ πιθανόν να έλπιζε πως η πλειοψηφία των 500 δικαστών θα ψήφιζε υπέρ του. Αν δεν συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε ο ίδιος να προτείνει μια ποινή, και οι κατήγοροι του θα απαιτούσαν βεβαίως τον θάνατο του. Γνώριζε πως οι περισσότεροι από τους δικαστές θα προτιμούσαν απλά να τον ξεφορτωθούν. Αν καταδικάζονταν θα μπορούσε να επιλέξει να πάει στην εξορία και να ζήσει κάπου άλλου με ορισμένους φίλους του. Αυτό όμως ήταν απαράδεκτο γι’ αυτόν. Δεν γνωρίζουμε γιατί απέρριψε τη δυνατότητα αυτή, αλλά σίγουρο είναι πως η απόφαση του τον οδήγησε στον θάνατο. Από τις μεταγενέστερες αναφορές των φίλων και ακόλουθων του, γνωρίζουμε πως πίστευαν, ότι ο Σωκράτης θεωρούσε πως δε θα μπορούσε κάπου αλλού να είναι το ίδιο πρόσωπο, πως η ταυτότητα του ήταν με άρρηκτο τρόπο συνδεδεμένη με την Αθήνα. 

Η επιλογή του Σωκράτη κατέδειξε με παραδειγματικό τρόπο τον ουσιαστικά πολιτικό χαρακτήρα του ανθρώπου. Όπως το έθεσε αργότερα ο Αριστοτέλης, το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να είσαι «ζώον λόγον έχον», δηλαδή «ζωή που έχει ομιλία», ή όπως μεταφράστηκε αργότερα «λογικό ζώο». Ο λόγος βέβαια υπάρχει μόνο στην κοινότητα με τους άλλους. Για να είναι επομένως κανείς «ζώον λόγον έχον», πρέπει να είναι επίσης «ζώον πολιτικόν». Αυτοί λοιπόν που ζουν εκτός της πόλεως είναι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη είτε θηρία είτε θεοί. Ακόμα και το πιο αυταρχικό ανθρώπινο ον, ο φιλόσοφος, δεν είναι ικανός προς μια τέτοια έξω της πολιτικής ύπαρξη.

Το όραμα περί της ανθρώπινης ταυτότητας ως ουσιαστικά πολιτικής αμφισβητήθηκε από τους ύστερους στωικούς φιλοσόφους, οι οποίοι ισχυρίστηκαν πως ο σοφός άνθρωπος ήταν πολίτης όχι μιας συγκεκριμένης πόλης, αλλά του κόσμου, και πως δεν συμμετείχε απλά στον λόγο μιας πόλης, αλλά στον θείο λόγο που διέπει όλα τα πράγματα. Σε αυτούς βέβαια δεν ήταν ποτέ ξεκάθαρο, πως κανείς ίσως εκτός του Σωκράτη, δεν απέκτησε μια τέτοια ανεξαρτησία, αλλά και αυτός επέλεξε να μην ακολουθήσει ένα τέτοιο δρόμο. Αλλά και στη δική τους θεώρηση, ο εξόχως σοφός άνθρωπος δεν βρίσκεται πέραν της πόλεως, με την ευρεία έννοια του όρου, καθώς ο κόσμος σύμφωνα με την αντίληψη τους είναι μια τιτάνια πόλη με δικούς της φυσικούς νόμους. Ο στωικός σοφός δεν είναι λοιπόν α-πολιτικός αλλά κοσμο-πολιτικός, δεν είναι ανεξάρτητο άτομο, αλλά πολίτης της κοσμικής πόλεως.-

Ο Χριστιανισμός επίσης αμφισβήτησε τον ηγεμονικό ρόλο της πολιτικής πτυχής μέσα στη σύσταση της ταυτότητας, όπως την αντιλαμβάνονταν ο αρχαίος κόσμος. Οι Χριστιανοί όμως απέρριπταν το να είναι πολίτες στις πόλεις των ειδωλολατρών, επειδή θεωρούσαν πως είναι πολίτες μιας ανώτερης και υψηλής πόλης, της πόλης του Θεού. Μαζεύονταν λοιπόν σε μικρές και μεγάλες κοινότητες για να λατρεύσουν το Θεό, ζώντας πάντοτε με την προσδοκία της επιστροφής Του και της μεταμόρφωσης ολόκληρου του κόσμου σε μια δίκαιη πόλη, την οποία θα διοικούσε ο ίδιος ο Θεός. Το εσχατολογικό αυτό όραμα ενέπνευσε τους αρχαίους Χριστιανούς από τον Παύλο;;;;; μέχρι τον Αυγουστίνο, και συνέχισε να ασκεί την επίδραση του μέχρι την εποχή του Δάντη (1265-1321), σχεδόν χίλια χρόνια αργότερα. Εξορισμένος από την αγαπημένη του Φλωρεντία λόγω καταστρεπτικής πολιτικής διαμάχης, πέρασε τις δυο τελευταίες δεκαετίες της ζωής του κατασκευάζοντας μέσα στην φαντασία του τον ερχόμενο κόσμο, μια οριστική «πόλη», με καθορισμένους από το Θεό τόπους για τους ευλογημένους, τους καταραμένους και για τον καθένα που βρίσκεται στο ενδιάμεσο. 

Η μετάβαση προς τον μοντέρνο κόσμο ξεκινά με την απόρριψη αυτού του πολιτικού, κοσμολογικού και θεολογικού οράματος περί της ανθρώπινης ταυτότητας. Η απόρριψη αυτή ριζώνει εν μέρει στην νομιναλιστική απόρριψη του οργανωμένου κόσμου και του οργανωμένου Θεού, όπως τον παρουσίασε ο σχολαστικισμός. Όπως είδαμε, σύμφωνα με τον νομιναλισμό δεν υπάρχει κάποιος θείος λόγος ή λογική, που να μπορεί να λειτουργήσει ως θεμέλιο για την πολιτική, κοσμοπολιτική ή θεολογική ταυτότητα. Επιπλέον, η ιδέα ενός οργανωμένου πολιτικού ή θεολογικού κόσμου, μέσα στον οποίο μεγάλωσαν ο Δάντης και οι πρόγονοι του, κατέρρεε. Οι διαμάχες μεταξύ πάπα και αυτοκράτορα, μεταξύ των δυνάμεων του τοπικισμού και του εθνικισμού, μεταξύ πόλης και υπαίθρου, ήταν μια αντανάκλαση της διάλυσης της μεσαιωνικής ζωής, η οποία (διάλυση) είχε ξεκινήσει με την αποτυχία των Σταυροφοριών. Πως θα ήταν δυνατόν να βρεθεί θεμέλιο για την ταυτότητα μέσα σε ένα κόσμο, στον οποίο ο Θεός, ο άνθρωπος και η φύση ήταν εν κινήσει, δεν μπορούσαν να κατανοηθούν και βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους;

Ο πρώτος που αντιμετώπισε το ερώτημα αυτό και προσπάθησε να το απαντήσει ήταν ο Francesco Petrarca (1304-1374), ο οποίος δεν αναζήτησε στήριγμα στην πόλη, τον Θεό ή τον κόσμο, αλλά μέσα στον εαυτό του, βρίσκοντας μια νησίδα σταθερότητας και ελπίδας, όχι στην ιδιότητα του πολίτη, αλλά στην ατομικότητα. Ο Πετράρχης μεγάλωσε σε ένα κόσμο που τον είχε διαμορφώσει η κατάρρευση μιας ιδέας της πολιτικής και πολιτισμικής ευταξίας, που είχε διατηρήσει την Ευρώπη για αιώνες. Αν και μόλις 40 χρόνια νεότερος από τον Δάντη, είναι χωρισμένος από αυτόν, όπως και από ολόκληρη την παράδοση που εκτείνεται μέχρι τον Σωκράτη, με ένα χάσμα που είναι άμεσα ορατό στην αρχή του αυτοβιογραφικού του έργου «Οικεία γράμματα»:

«Ξόδεψα όλη μου τη ζωή, μέχρι την στιγμή αυτή, σε ένα σχεδόν διαρκές ταξίδι…Συνελήφθην στην εξορία, γεννήθηκα στην εξορία, με τόση πολλή δουλειά που έκανε η μάνα μου, και με τόσους κινδύνους, ώστε οι μαίες, αλλά και οι γιατροί τη θεώρησαν για πολλή ώρα νεκρή. Βίωσα έτσι τον κίνδυνο ακόμα και πριν γεννηθώ, και προσέγγισα το κατώφλι της ζωής κάτω από τη σκιά (επιτήρηση) του θανάτου…από τότε μέχρι τώρα, δεν είχα καμιά ευκαιρία, ή είχα κάποια πολύ σπάνια, να ησυχάσω κάπου ή να αναπνεύσω!»

Ένας άνθρωπος χωρίς σπίτι, που διαρκώς περιπλανιόταν μέσα στον κόσμο, λεία της μοίρας, περιτριγυρισμένος από μια ενοχλητική ποικιλία ανθρώπων, ο Πετράρχης αγωνιζόταν να βρει κάποια σύνδεση προς τους άλλους, που θα έδινε σταθερότητα στη ζωή του. Στα νεανικά του χρόνια οι φίλοι του φαίνεται πως έπαιζαν αυτό τον ρόλο. Η φιλία δυστυχώς αποδείχτηκε ανεπαρκής, καθώς το 1348 έφτασε η μαύρη πανώλη και «όλοι αυτοί οι φίλοι…καταστράφηκαν μέσα σε μια στιγμή, σχεδόν με ένα χτύπημα.» Οι συνέπειες ήταν εντυπωσιακές: «Το έτος 1348 μας άφησε μόνους και αβοήθητους…Μας υπέβαλε σε ανεπανόρθωτες απώλειες.» Ενώπιον των δυσκολιών αυτών, ο Πετράρχης ούτε στράφηκε προς τη θρησκεία, ούτε απελπίστηκε. «Στην πραγματικότητα έγινα πιο δυνατός μέσα σε αυτή την απελπιστική κατάσταση. Τί μπορεί να φοβίσει κάποιον που πάλεψε τόσες πολλές φορές με τον θάνατο;» Εν μέσω αυτών των δυσκολιών, χωρίς σπίτι, με τους φίλους του να τους έχει αρπάξει ο θάνατος μακριά του, βρήκε ένα νέο τρόπο ζωής, που του έδωσε τέτοια δύναμη, ώστε ήταν πεπεισμένος, πως «δε θα υποκύψω σε τίποτα άλλο. Και αν ο κόσμος καταστραφεί, τα θρυμματιζόμενα ερείπια θα με βρουν ατρόμητο». Πέρα από την κοινότητα, και πέρα από την θρησκεία, εν μέσω πολέμου, κατάρρευσης και καταστροφής, ο Πετράρχης ανακάλυψε ένα νέο θεμέλιο για την ανθρώπινη ζωή, ένα θεμέλιο γι’ αυτό που θα γινόταν η μοντέρνα εποχή. 

Το παρόν κεφάλαιο εξετάζει τις απαρχές της νεωτερικότητα στην έννοια της ατομικότητας σύμφωνα με τον Πετράρχη. Η σκέψη του είναι μια απόκριση στην κρίση του πολιτισμού της ύστερης μεσαιωνικής περιόδου. Βρίσκει την απάντηση στην κρίση μέσα στο όραμα περί ανθρώπου ως πεπερασμένου ατόμου ικανού προς αυτό-κυριαρχία και αυτό-τελείωση. Μια τέτοια αυτό-κυριαρχία είναι για τον Πετράρχη δυνατή μόνο εκτός της πολιτικής ζωής. Το θεμέλιο της, η μοντέρνα αντίληψη περί ατόμου, και με τον τρόπο η μοντέρνα εποχή, είναι ιδιαίτερα ιδιωτική και απολιτική.

Η ζωή του Πετράρχη

Ο πατέρας του Πετράρχη, ο πάππος και ο προπάππος του ήταν συμβολαιογράφοι στην Φλωρεντία. Όπως και ο Δάντης, ο πατέρας του αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη λόγω πολιτικών διαμαχών. Κατέφυγε πρώτα στην Πίζα και κατόπιν, το 1312 στην Avignon, όπου βρήκε δουλειά στην παπική αυλή. Ο Πετράρχης μεγάλωσε στη Carpentras, μια μικρή πολιτεία κοντά στην Avignon. Στην παιδική του ηλικία σπούδασε γραμματική και ρητορική, και όπως ο πατέρας του, επέδειξε μεγάλο ενθουσιασμό για τον Κικέρωνα. Το 1316, σε ηλικία δώδεκα ετών τον έστειλαν στο Montpelier για να σπουδάσει νομικά, όπου έμεινε μέχρι το 1320, όταν μαζί τον μικρότερο αδελφό Gherardo, πήγε στη Bologna για να συνεχίσει τις σπουδές του. Κατά την περίοδο αυτή πλάτυνε τις γνώσεις του πάνω στον Κικέρωνα και τον Βιργίλιο, όπως και στους παραδοσιακούς συγγραφείς στον τομέα των νομικών. Ήρθε επίσης σε επαφή με αυτούς που έγραφαν δημοτική ποίηση και ξεκίνησε τη δια βίου μελέτη του Αυγουστίνου. Με το θάνατο του πατέρα του, αυτός και ο αδελφός του επέστρεψαν στην Avignon κατά τις αρχές του 1326. 

Αυτή ήταν μια ταραχώδης χρονιά στην πόλη του πάπα, που τότε ήταν το διανοητικό κέντρο του χριστιανικού κόσμου. Ο πάπας Ιωάννης ΧΧΙΙ βρισκόταν εν μέσω της διαμάχης του με τους Φραγκισκανούς ως προς το θέμα της πενίας. Όπως είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο, οι Michael της Cesena και ο William του Ockham υπερασπίστηκαν την θέση των Φραγκισκανών. Η διαμάχη που γινόταν όλο και πιο έντονη, έφερε τον πάπα και την κούρια ενάντια στο πιο δημοφιλές και το πιο γρήγορα αυξανόμενο πνευματικό τάγμα μέσα στην Εκκλησία, για ένα θέμα το οποίο όχι μόνο άγγιζε στην καρδιά το ζήτημα του νοήματος του Χριστιανισμού, αλλά και το ερώτημα για τον κατάλληλο τρόπο ζωής των ιερωμένων. Ενώ δεν υπάρχει άμεση απόδειξη πως ο νεαρός Πετράρχης παρακολουθούσε τη διαμάχη αυτή, είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως δεν ήταν καλά πληροφορημένος για τις θέσεις και των δυο πλευρών. Είχε φιλικές σχέσεις με την ισχυρή οικογένεια Colonna, η οποία ασκούσε μεγάλη επίδραση στην κούρια την εποχή εκείνη. Γνωρίζουμε επίσης από τις μεταγενέστερες αναμνήσεις του, πως ήταν βυθισμένος στη διανοητική ζωή της Avignon την εποχή εκείνη. Είναι λοιπόν πιθανόν, πως ο Πετράρχης γνώριζε καλά τα περί της διαμάχης αυτής. 

Όποια επίδραση και να είχε η διαμάχη αυτή και η νομιναλιστική θέση την οποία υπερασπίστηκε ο Ockham, στην κοσμοθεωρία του Πετράρχη, όλα επισκιάστηκαν πολύ σύντομα από ένα σημαδιακό γεγονός στη ζωή του Πετράρχη, τη συνάντηση του το 1327 με μια νεαρή γυναίκα, την οποία αμέσως ερωτεύτηκε. Καθώς τα αισθήματα του δε βρήκαν ανταπόκριση, ο έρωτας του ήταν απελπισμένος και τραγικός ταυτόχρονα. Ολόκληρη η ποιητική του παραγωγή καθορίστηκε από τον έρωτα του για τη γυναίκα αυτή, την οποία αποκαλούσε Λάουρα στα ποιήματα του. Ο θάνατος που επήλθε λίγο αργότερα κατά τη διάρκεια της πανώλης, δεν ησύχασε την ψυχή του. Σε όλη του τη ζωή πάλευε να δαμάσει αυτό το πάθος.

Έχοντας ξοδέψει την κληρονομιά του, έχοντας ανάγκη χρημάτων ο Πετράρχης αποφάσισε να ακολουθήσει την καριέρα του κληρικού, αναλαμβάνοντας χαμηλές θέσεις στην υπηρεσία του καρδινάλιου Colonna, το 1330. Ο Colonna ήταν περισσότερο προστάτης παρά εργοδότης, και άφηνε στον Πετράρχη αρκετό χρόνο για ταξίδια, συλλογή βιβλίων, διάβασμα, και ιδιαιτέρως για γράψιμο. Στην υπηρεσία του Colonna έμεινε επίσημα μέχρι το 1347, αν και την περίοδο αυτή ταξίδεψε πολύ και πέρασε τον περισσότερο χρόνο του σε ένα μικρό σπίτι που είχε αγοράσει σε μια όμορφη κοιλάδα κοντά στην Avignon, με το όνομα Vaucluse. Φεύγοντας από την υπηρεσία του Colonna, ο Πετράρχης λάμβανε οικονομική υποστήριξη από διάφορους χορηγούς, τους οποίους είχε αποκτήσει στα χρόνια που πέρασαν, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Visconti, οικογένεια τυράννων από το Μιλάνο. Ζούσε κυρίως στην Πάρμα, το Μιλάνο, τη Πάδοβα και τη Βενετία. Η λογοτεχνική του παραγωγή ήταν ογκώδης, αλλά λόγω της συνήθειας που είχε για επαναληπτικές διορθώσεις, δεν εκδόθηκε στο σύνολο της κατά τη διάρκεια της ζωής του. Στα πρώτα χρόνια της υπηρεσίας του στον Colonna, δημιούργησε την πρώτη λόγια έκδοση της Livy. Ακολούθησε μια σειρά σημαντικών έργων: η μεγάλη συλλογή των λυρικών ποιημάτων γνωστή ως Canzoniere, μια συλλογή σημαντικών βίων με τον τίτλο Deviris illustribus, ένα επικό ποίημα για τον θρίαμβο του Scipio Africanus επί του Hannibal με τον τίτλο Africa. Ένας ιδιαίτερα ενδοσκοπικός και αυτοκριτικός διάλογος μεταξύ αυτού και του Αυγουστίνου, με τον τίτλο Secretummeum (Το μυστικό μου). Ένα μεγάλο έργο που εξήρε την ιδιωτική ζωή σε σχέση προς την δημόσια, με τον τίτλο Devita solitario. Και το πιο διάσημο έργο του De remediis utriusque fortunae, το οποίο διαβαζόταν στην Ευρώπη για περισσότερα από 300 χρόνια. Επιπλέον, με βάση το σχεδόν αυτοβιογραφικό έργο του Κικέρωνα «Γράμματα στον Αττικό», ο Πετράρχης δημοσίευσε τέσσερις διαφορετικές συλλογές των επιστολών του, συμπεριλαμβάνοντας και επιστολές προς αρχαίους συγγραφείς. Το 1341 έλαβε δάφνινο στεφάνι για την ποίηση στη Ρώμη, και συγκρίθηκε τόσο εν ζωή, όσο και μετά θάνατον με τον Κικέρωνα και τον Βιργίλιο. 

Ενώ η λογοτεχνική παραγωγή του Πετράρχη είχε σημαντική επίδραση στους σύγχρονους του και όσους ακολούθησαν, η δια βίου προσπάθεια του να αναστήσει και να κάνει γνωστά τα μεγάλα λογοτεχνικά και φιλοσοφικά έργα του αρχαίου κόσμου, ήταν το ίδιο σημαντική για το ουμανιστικό εγχείρημα και την Αναγέννηση. Ο Πετράρχης κατείχε προς το τέλος της ζωής του την μεγαλύτερη ιδιωτική βιβλιοθήκη στην Ευρώπη, και αυτή η συλλογή χρησιμοποιήθηκε για να ιδρυθεί η studia humanitatis. Ο Πετράρχης ήταν δια βίου όχι μόνο υποστηρικτής της ανάστασης της λατινικής λογοτεχνίας, αλλά και της επανίδρυσης του Ρωμαϊκού κράτους και της επιστροφής του πάπα στην Ρώμη. Υποστήριξε τις προσπάθειες του Coladi Rienzo να αναβιώσει την Ρωμαϊκή Δημοκρατία, και όταν απέτυχαν, προσπαθούσε να πείσει τους αυτοκράτορες Λουδοβίκο τον IV και Κάρολο τον IV, να επιστρέψουν στη Ρώμη. Πίεσε επίσης μια σειρά από πάπες να επανιδρύσουν τον παπισμό στην Ρώμη. Λόγω της διανοητικής του ικανότητας υπηρέτησε σε διάφορες διπλωματικές αποστολές, που σκοπό είχαν να διαμεσολαβήσουν μεταξύ εμπόλεμων κρατών, έχοντας ως απώτερο σκοπό την επανένωση της Ιταλίας και την εξάλειψη εξωτερικών παρεμβάσεων στις υποθέσεις της Ιταλίας. Μέχρι το 1340 είχε γίνει ο διασημότερος άνθρωπος στην Ευρώπη, και τις υπηρεσίες του ζητούσαν πάπες, αυτοκράτορες, πρίγκηπες και τύραννοι. Ο Πετράρχης βέβαια ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει την ελευθερία του και την ιδιωτικότητα του, απορρίπτοντας όλες τις προσφορές να ζήσει σε κάποια από τις αυλές. Με τον τρόπο αυτό δημιούργησε ένα μοντέλο ανεξάρτητης διανοητικής ζωής, που είχε καταστεί κεντρικό σημείο της ουμανιστικής παράδοσης, και συνεχίζει να παίζει σημαντικό ρόλο μέχρι σήμερα. 

Η κοσμοθεωρία του Πετράρχη και η ανθρώπινη κατάσταση

Στην αρχή του δεύτερου τόμου του έργου De remediis ο Πετράρχης επισημαίνει, πως μέσα στη διάνοια του δεν εντυπώθηκε τίποτε πιο βαθιά από τον λόγο του Ηράκλειτου, πως τα πάντα υπάρχουν εξαιτίας του πολέμου. Τα πάντα, συνεχίζει, το αποδεικνύουν, καθώς «η Μητέρα Φύση δεν δημιούργησε τίποτα χωρίς μάχη και μίσος». Ο Πετράρχης βλέπει παντού τη συνεχή αλλαγή, ξεκινώντας από τα άψυχα πράγματα και επεκτεινόμενος σε ολόκληρη την πνευματική σφαίρα. Ο πόλεμος, διαβεβαιώνει, είναι γενικός: «Από τον πρώτο των αγγέλων μέχρι το μικρότερο και πιο ασήμαντο σκουλήκι-η μάχη είναι αμείωτη και αμείλικτη».

Η ανθρώπινη ζωή καθορίζεται κυρίως από τον πόλεμο. Μια αιτία βρίσκεται, σύμφωνα με τον Πετράρχη, στη φύση των πραγμάτων, αλλά ο πόλεμος που διεξάγεται μέσα στις ψυχές μας είναι πολύ μεγαλύτερος. Έτσι λοιπόν, τον άνθρωπο δεν απειλεί μόνο η φύση ή η τύχη, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος. Αυτό είναι κατά πρώτον το αποτέλεσμα του αγώνα για το πρωτείο που χαρακτηρίζει την ανθρώπινη ζωή, η οποία οδηγείται από την επιθυμία για φήμη και τα αντίθετα έργα του φθόνου και της μνησικακίας. Ως αποτέλεσμα, «οι υποθέσεις του ανθρώπου δεν σταματούν ποτέ, και … εκείνος που κάθεται στο ψηλότερο σημείο ενός γλιστερού τροχού είναι πιο κοντά στην πτώση απ’ όλους τους άλλους». Και πράγματι, «καμιά δύναμη πάνω στη γη δεν είναι σταθερή», καθώς ο πόλεμος κρύβεται με την μεταμφίεση της ειρήνης. Αλλά και σε περιόδους ειρήνης κατεχόμαστε από τα πάθη μας, από «αόρατους κυρίους μέσα στη διάνοια μας (mind), γεννημένους από το κρυμμένο δηλητήριο που παραμονεύει σε αυτήν καθαυτήν την απαρχή του ανθρώπου». Οι συνοδοιπόροι της ειρήνης είναι επομένως ο έλεγχοςκαι η φιληδονία. Για να μπορέσει ο άνθρωπος να αποκτήσει και να διατηρήσει την ελευθερία του, πρέπει να καταπολεμά για πάντα τον πειρασμό. 

Ο Πετράρχης ήταν πεπεισμένος, πως οι θρησκευτικοί θεσμοί της εποχής του δεν ήταν απλώς ανίκανοι να λύσουν αυτό το πρόβλημα, αλλά το χειροτέρευαν. Η ιεραρχία της Εκκλησίας ήταν κατά τη γνώμη του διεφθαρμένη. Δοθείσης της ευκαιρίας, έλεγξε τον ιδιαίτερα φιλάργυρο καρδινάλιο Annibaldo, λέγοντας πως είναι σημαντικό η εκκλησία να κατέχει χρυσό, αλλά να μην κατέχεται από αυτόν. Η διαφθορά αυτή προερχόταν σύμφωνα με τον Πετράρχη, από την υποταγή της Ρώμης στην Avignon και τους Γάλλους, ήταν όμως και εκδήλωση μιας βαθύτερης πνευματικής κατάπτωσης, η οποία βρισκόταν στην καρδιά της μεσαιωνικής Χριστιανοσύνης. 

Ο Πετράρχης πίστευε πως η ευρωπαϊκή ιστορία χωρίζεται σε τέσσερις περιόδους. Οι πρώτες δυο περίοδοι καθοδηγούνταν από την διάνοια. Στην πρώτη από αυτές κυριαρχούσε η πλατωνική μεταφυσική, και στη δεύτερη η ηθική σοφία του Σενέκα των Στωικών. Και στις δυο αυτές περιόδους η διάνοια στήριζε την ανθρώπινη αρετή. Η τρίτη περίοδος, που ξεκίνησε με την Ενσάρκωση και τελείωσε τον 5ο αιώνα, καθοδηγούνταν από το υπερφυσικό στοιχείο. Η τέταρτη περίοδος, η οποία στηρίχτηκε στην επίθεση του Αριστοτέλη κατά του Πλάτωνα, κυριαρχήθηκε από τον σχολαστικισμό, και ειδικά τον αβερροϊσμό. Η διάνοια περισσότερο, παρά η αποκάλυψη, καθοδηγούσε την ανθρώπινη ζωή κατά την περίοδο αυτή. Στην περίπτωση αυτή όμως υπέσκαπτε μάλλον, παρά στήριζε την αρετή. 

Ο Πετράρχης ήταν δυσαρεστημένος τόσο με τον ρεαλιστικό σχολαστικισμό, όσο και με τον νομιναλισμό, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Ήταν ξεκάθαρος στην επίθεση του κατά του αβερροϊσμού, τον οποίο θεωρούσε ως την πιο ακραία μορφή ρεαλισμού. Η βασική αρχή του αβερροϊσμού τοποθετεί τη διάνοια πάνω από κάθε μορφή εξατομίκευσης, θεωρώντας πως δεν είναι διαλυμένη, αλλά σε ενότητα. Έτσι, το αντικείμενο της σκέψης δεν είναι ο ατομικός εαυτός, αλλά η ύπαρξη. Ο Πετράρχης θεωρούσε αυτή την τοποθέτηση, όπως και οι νομιναλιστές, αιρετική. Όπως οι νομιναλιστές, πίστευε επίσης, πως ο ρεαλιστικός σχολαστικισμός χανόταν στις κατηγορίες του Αριστοτέλη, και για το λόγο αυτό δεν συλλάμβανε την τελική πραγματικότητα των ατομικών πραγμάτων. Ενώ θα μπορούσε να είχε συμφωνήσει με τους νομιναλιστές για τα θέματα αυτά, απεχθανόταν τη διαλεκτική τους προσέγγιση, που του φαινόταν να είναι περισσότερο μια μάχη με τις λέξεις, με μικρό ενδιαφέρον για την αλήθεια. Στο σημείο αυτό ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένος με τους "Brittani", στους οποίους συμπεριλάμβανε τους Scotus, Ockhamκ αι τους οπαδούς τους. Όπως πολλοί στην εποχή του, δεν χώνευε αυτό που φαινόταν να είναι μια ατέλειωτη έριδα για πράγματα μακριά από την πραγματικότητα, με ένα λεξιλόγιο που ήταν αδύνατο να κατανοηθεί. Ένιωθε πως η θεολογία απομακρυνόταν από την ευσέβεια, και με την αφηρημένη και τεχνική γλώσσα της, είχε πάει όσο πιο μακριά μπορούσε, από οτιδήποτε θα μπορούσε να πείσει ή να εμπνεύσει κανονικούς ανθρώπους.

Η σχέση του Πετράρχη με τους Φραγκισκανούς ήταν επίσης αμφίσημη. Ασχολείται με τον Φραγκίσκο της Ασίζης στο έργο του «Ο μονήρης βίος», αλλά με συντομία, και επειδή φαίνεται πως θαύμαζε τους γενικούς σκοπούς του τάγματος, αμφιταλαντευόταν μεταξύ της άποψης πως η πενία τους ήταν υπερβολικά αυστηρή και της υποψίας πως συχνά ήταν ανειλικρινής. Είναι επίσης αμφίβολο, αν ο Πετράρχης επιθυμούσε να δει όλους τους Χριστιανούς να ζουν σύμφωνα με τα μέτρα των Φραγκισκανών. Στον «Μονήρη βίο» ο Πετράρχης επαινεί τη θρησκευτικότητα του Φραγκίσκου και των άλλων ασκητών, θεωρούσε τη ζωή τους βάρβαρη και απάνθρωπη. Μπορεί να απέφυγαν τη διαφθορά, αλλά μόνο καταφεύγοντας στο άλλο άκρο. Σύμφωνα με τον Πετράρχη, μια ζωή στην κραιπάλη δεν μπορεί να θεραπευθεί με μια ζωή στερήσεων. Μια μεσαία οδός ήταν αναγκαία, και πίστευε πως αυτή ήταν η ζωή της αρετής. 

Μόνο η αρετή, σύμφωνα με τον Πετράρχη, μπορεί να μας καταστήσει νικηφόρους στον ατέλειωτο πόλεμο μας με την μοίρα. Η μοίρα μας πολεμά διαρκώς με τα δυο της όπλα, ευημερία και κακουχία, και οι πληγές που τα δυο αυτά όπλα ανοίγουν είναι τα πάθη και ψυχικοί αναβρασμοί. Χτυπημένοι από τα πάθη παύουμε να είμαστε κύριοι του εαυτού μας, και συρόμαστε στον ένα και στον άλλο δρόμο. Οι άνθρωποι μπορούν να αποφύγουν αυτόν τον δρόμο μόνο με άσκηση και συνήθεια που ξεκινά από νωρίς. Ένα τέτοιο σύστημα άσκησης χαρακτήριζε τον ρωμαϊκό κόσμο, και του προσέδωσε την μεγάλη του δύναμη και ευγένεια. Ο Πετράρχης πίστευε πως στη δική του διεφθαρμένη εποχή, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα και η άσκηση επέτειναν το πρόβλημα. Ένιωθε λοιπόν, πως ο μόνος τρόπος να επέλθει μια ηθική μεταρρύθμιση, ήταν η μεταμόρφωση των ανθρώπινων αξιών, καθώς η κατάπτωση της εποχής του δεν ήταν ένα πολιτικό, αλλά πολιτισμικό πρόβλημα. Έλπιζε να πείσει την αριστοκρατία, ώστε να τιμήσει την αρετή και την σοφία, και όχι τον πλούτο και την πολυτέλεια. Αυτοί με τη σειρά τους θα γίνονταν μοντέλο για την υπόλοιπη ανθρωπότητα. Μια τέτοια αλλαγή θα απαιτούσε μια βαθιά μεταρρύθμιση του πολιτισμού. Ο άμεσος στόχος του Πετράρχη, έτσι όπως τον αντιλαμβάνονταν, ήταν να επιφέρει την μεταρρύθμιση προτείνοντας ένα πιο ευγενές και όμορφο όραμα του ευ ζην. 

Το πρόγραμμα του Πετράρχη, από την αρχή μέχρι το τέλος, ήταν μια πολιτισμική ανανέωση. Τα μέσα αυτής της ανανέωσης όμως, δεν είναι δεδομένα ή σταθερά. Ο Πετράρχης πίστευε πως οι άνθρωποι είναι σε όλες τις εποχές ικανοί να αποκτήσουν υψηλό επίπεδο πολιτισμού και αρετής, αλλά αυτό μπορούν να το πετύχουν μόνο εάν έχουν λάβει την κατάλληλη τροφή. Τα τελευταία χίλια χρόνια όμως οι άνθρωποι δυστυχώς πεινούσαν. Ο Πετράρχης αισθανόταν πως το πρώτο βήμα προς τη θεραπεία αυτού του προβλήματος ήταν να καταστήσει σαφές τι είναι η ενάρετη ζωή, και κατόπιν να πείσει τους συνανθρώπους του για την ομορφιά και τον ευγενή χαρακτήρα της. Για να απαντήσει αυτή την ερώτηση και να μπορέσει να προσφέρει πειστικές εικόνες μιας τέτοιας ζωής, επέστρεψε στους αρχαίους. Τον Πετράρχη δεν ενδιέφερε απλώς η μίμηση της αρχαιότητας, αλλά η βελτίωση των ανθρώπων. Κοίταζε τους αρχαίους και έλπιζε να επαναφέρει τη υψηλή θέση που απολάμβανε ο πολιτισμός στην Ρώμη, καθώς ήταν πεπεισμένος, πως αυτός είναι ο μόνος τρόπος να παραγάγει αρετή σε ένα κόσμο συνεχούς διαμάχης και μεταβολής. Το πρόγραμμα του Πετράρχη είχε μια πολιτική συνισταμένη, αλλά δεν ήταν πολιτικό στην ουσία του. Η πολιτική ζωή όπως την αντιλαμβάνονταν ήταν ένα μέσο προς την ηθικότητα, και όχι αυτοσκοπός. Αναγνώριζε τη σημασία της πολιτικής στήριξης για τον πολιτισμό, αλλά τοποθέτησε εν τέλει τον πολιτισμό πάνω από το κράτος. Επιπλέον, για λόγους που εξετάσουμε αργότερα, ο Πετράρχης είχε ειλικρινείς αμφιβολίες, για το αν τα πολιτισμικά και τα ηθικά κριτήρια μπορούν να τεθούν από την κοινότητα. Οραματίστηκε ένα κόσμο στον οποίο οι άνθρωποι θα συγκρατούνταν μαζί όχι με φυσικούς πολιτικούς δεσμούς, αλλά με εθελοντικούς δεσμούς φιλίας. Η κοινότητα την οποία οραματίστηκε, θα ήταν περισσότερο συντροφιά ιδιωτών με μια φιλική συμπεριφορά του ενός προς τον άλλο, που θα επικοινωνούσαν μέσω του λόγου, των επιστολών, των βιβλίων, κτλ., παρά μια δημοκρατία ή πολιτική κοινότητα. 

Ο Πετράρχης ήταν πεπεισμένος από τη συνάντηση του με τον σχολαστικισμό, πως η ηθικότητα δεν μπορούσε να στηρίζεται απλά στην αληθινή γνώση. Οι άνθρωποι έπρεπε να θέλουν την ηθική πράξη. Οι άνθρωποι λοιπόν έπρεπε να έχουν ηθικούς σκοπούς και να θέλουν να αποκτήσουν ηθικότητα. Η σκέψη είναι με αυτή την έννοια η αναζήτηση του αγαθού. Το ηθικό πρόβλημα το οποία συναντά η σκέψη μέσα σε ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από διαμάχες μάλλον, παρά από τάξη, είναι πως δεν υπάρχουν φυσικοί σκοποί τους οποίους να επιδιώκουν οι άνθρωποι. Στο σημείο αυτό ο Πετράρχη μοιράζεται την νομιναλιστική στάση, πως δεν υπάρχουν ουσιαστικές μορφές, αληθινά είδη, και για τον λόγο αυτό φυσικοί σκοποί. Για να μπορέσω να καταλάβω τι σκοπούς πρέπει να επιδιώξω, είναι απαραίτητο να καταλάβω τι είμαι, γιατί δεν είμαι απλώς ένα ακόμη μέλος του ανθρώπινου είδους, το οποίο έχει ορισμένα ουσιαστικά χαρακτηριστικά που το καθορίζουν και μια δέσμη ηθικών υποχρεώσεων, αλλά είμαι ένα απόλυτα συγκεκριμένο άτομο, δημιουργημένο άμεσα και μοναδικά από το Θεό. Για να καταλάβω τι οφείλω να κάνω, πρέπει να καταλάβω τι είμαι, μέσα και για τον εαυτό μου. Για τον Πετράρχη, κάθε ηθική ερώτηση αναφέρεται στην αυτογνωσία, και όλη ανθρώπινη ιστορία είναι μελέτη της ανθρώπινης βιογραφίας. 

Συνεχίζεται με το κεφάλαιο: Αγάπη και αρετή

ΠΟΤΕ Η ΠΑΤΕΡΙΚΗ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΣΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΤΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΑΠΙΣΜΟΥ. Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ, ΧΑΡΙΝ ΤΟΥ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΥ, ΤΑΥΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΥΡΙΑΚΟ ΣΩΜΑ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΥΣΗ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ ΤΗΣ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: