Ο πάπας Βονιφάτιος Η' κήρυξε το 1300 Ιωβηλαίο έτος και προσκάλεσε όλη τη χριστιανοσύνη να το γιορτάσει στη Ρώμη. Ένας ιλιγγιώδης αριθμός προσκυνητών και επισκεπτών ξεχύθηκε στην αρχαία πρωτεύουσα - τόσος πολύς ήταν ο κόσμος, ώστε για να δεχτεί η πόλη τα πλήθη που συνέρρεαν, χρειάστηκε να ανοιχτούν νέες πύλες στα τείχη της.
Στους επισκέπτες περιλαμβάνονταν οι περισσότεροι από τους Ευρωπαίους επικεφαλής κρατών, καθώς επίσης χριστιανοί κληρικοί και λαϊκοί από κάθε περιοχή και κοινωνική τάξη. Ο αριθμός τους υπολογιζόταν σε διακόσιες χιλιάδες κάθε μέρα, και μιλάμε για μια πόλη της οποίας ο κανονικός πληθυσμός ήταν λιγότερο από εκατό χιλιάδες. Οι εορτασμοί και οι τελετές συνεχίζονταν κυριολεκτικά χωρίς σταματημό, γεμίζοντας τον αέρα με τον καπνό κρεάτων που ψήνονταν και αρωματικό λιβάνι. Τίποτα παρόμοιο δεν είχε δει η Ρώμη από τις μέρες των αυτοκρατόρων και τους «θριάμβους» με τους οποίους γιόρταζαν τις νίκες των λεγεώνων τους. Αλλά αυτός ο εορτασμός ήταν απατηλός. Δεν ήταν τόσο ένας θρίαμβος όσο ένας τρόπος απόσπασης της προσοχής από μια σειρά από ήττες. Πίσω από το προσωπείο του παπικού μεγαλείου και της θρησκευτικής ενότητας βρισκόταν μια ολοένα και πιο διαιρεμένη, ταραγμένη και βίαιη κοινωνία.
Ο Βονιφάτιος προήδρευε του Ιωβηλαίου σαν αναγεννημένος αυτοκράτορας: όχι μόνο ως κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας, με την τεράστια κτηματική περιουσία της και τις λεγεώνες των κληρικών, αλλά και ως υπέρτατη ηθική και πολιτική εξουσία της Ευρώπης. Ένας ιστορικός αποκαλεί τον εορτασμό «ίσως το πρώτο παράδειγμα της χειραγώγησης των μαζών για πολιτικό σκοπό· σ’ αυτή την περίπτωση ήταν η επίδειξη της δύναμης της παπικής θεοκρατίας και της πλήρους δικαιοδοσίας της παπικής κυριαρχίας σε όλο το χριστιανικό κόσμο». Με τόλμη, ο πάπας ανακήρυξε τον εαυτό του τελικό κριτή των συγκρούσεων μεταξύ ηγεμόνων και πηγή δικαιοσύνης για τους κοινούς ανθρώπους - ένας ηγέτης του οποίου η βούληση σε αμφισβητούμενες υποθέσεις πρέπει να γίνεται σεβαστή, αφού ήταν ο εκπρόσωπος του Χριστού στη γη. Αυτό, φυσικά, δεν ήταν καινούρια ιδέα. Είχε ξεκινήσει με τους μεγάλους προκατόχους του Βονιφάτιου, τον Γρηγόριο Ζ' και τον Ιννοκέντιο Γ'. Αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει πολύ περισσότερο απ’ ό,τι ήθελε να νομίζει ο πάπας. Η πλανημένη του απόπειρα να ενσαρκώσει τους μεγάλους αρχιτέκτονες της παπικής κυριαρχίας θυμίζει τη δήλωση του Καρλ Μαρξ πως όταν η ιστορία επαναλαμβάνεται, «την πρώτη φορά το κάνει ως τραγωδία και τη δεύτερη ως φάρσα».
Η θητεία του Βονιφάτιου Η' είχε αρχίσει δυσοίωνα, για να μην πούμε κάτι χειρότερο. Το 1294, το Σώμα των Καρδιναλίων, βασανισμένο από εσωτερικές διαμάχες και ελπίζοντας να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη του κόσμου στην ηγεσία της Ρώμης, είχε εκλέξει ως πάπα έναν ευσεβή αναχωρητή ονόματι Πέτρος του Μορόνε, που πήγε κατευθείαν από το κελί του ερημίτη στα μεγαλόπρεπα γραφεία του Βατικανού. Εκεί, ο δύσμοιρος άντρας πήρε το όνομα Καιλεστίνος Ε' πριν προλάβει να δείξει τόσο τη γλυκιά πνευματικότητα της φύσης του όσο και την ανικανότητά του να διατηρήσει το πιο δύσκολο διοικητικό αξίωμα της χριστιανοσύνης. Ο καρδινάλιος Βενεδικτος Καετάνι, όπως ήταν τότε γνωστός ο Βονιφάτιος, τον είχε συμβουλεύσει αρχικά να μη δεχτεί την εκλογή.
Πέντε μήνες αργότερα, υποστήριξε τη δίχως προηγούμενο απόφαση του πρώην ερημίτη να παραιτηθεί από την έδρα του Αγίου Πέτρου. Ο Καετάνι εξελέγη τότε πάπας δικαιωματικά, αλλά οι σύμβουλοί του τον προειδοποίησαν να μην αφήσει τον ογδοντάχρονο προκάτοχό του ελεύθερο, αφού οι φραγκισκανοί Πνευματικοί, που κινούνταν τότε κατά της διαφθοράς και εκκοσμίκευσης της Εκκλησίας, μπορεί να τον χρησιμοποιούσαν για να υποδαυλίσουν αντίδραση στην καθεστηκυία τάξη. Δύο φορές συνελήφθη ο ηλικιωμένος άντρας και κρατήθηκε από τους αντιπροσώπους του πάπα. Δύο φορές κατάφερε να δραπετεύσει, αλλά η δεύτερη απόδρασή του, μέσω θαλάσσης, απέτυχε επειδή βουλίαξε το πλοίο που τον μετέφερε. Πέφτοντας πάλι στα χέρια των διωκτών του στην ιταλική ακτή, ο Μορόνε φυλακίστηκε σε ένα υγρό, στενό κελί στο φρούριο του Φουμόνε, στο Φερεντίνο, όπου πέθανε θλιβερά, αφού υπέφερε επί δέκα μήνες.
Ο Βονιφάτιος αψήφησε τις επικρίσεις για τη συμπεριφορά του. Στο κάτω κάτω, ήταν όλα όσα δεν ήταν ο ερημίτης-πάπας: πλούσιος αριστοκράτης, ειδικός στα νομικά και τα οικονομικά, τακτικιστής, που είχε ανδρωθεί μέσα στον απόκρυφο, φίλερι κόσμο της πολιτικής του Βατικανού. Σίγουρα θα κατάφερνε να λύσει τα προβλήματα που ο απλός ερημίτης δεν είχε μπορέσει να κατανοήσει. Το πιο σοβαρό από αυτά ήταν η ανησυχητική αύξηση βίαιων εχθροπραξιών μεταξύ των ευγενών οικογενειών της Ευρώπης. Από τη μια άκρη της ηπείρου ως την άλλη, η αλληλεγγύη της αριστοκρατίας, που είχε καλλιεργηθεί επί αιώνες με διπλωματικούς γόμους, κώδικες κομψής συμπεριφοράς και Σταυροφορίες, έδινε τη θέση της σε έναν αγώνα δύναμης πιο έντονο και αχαλίνωτο απ’ ό,τι θα μπορούσε κανείς να πιστέψει. Από τη Σικελία ως τη Σκοτία, συνωμοσίες και κόντρα συνωμοσίες, πόλεμοι και εξεγέρσεις βρίσκονταν σε ημερήσια διάταξη (ή διαταραχή). Η Γαλλία, που από καιρό ήταν η πατρίδα της παιδείας και της courtoisie, είχε αναδυθεί υπό τον Φίλιππο τον Ωραίο ως η πιο συγκεντρωτική και ισχυρή μοναρχία της Ευρώπης. Η Αγγλία του Εδουάρδου Α' περνούσε μια φάση ανάλογης συγκέντρωσης εξουσίας στα χέρια των μεγάλων ευγενών. Την εποχή, όμως, που ο βονιφάτιος ανέλαβε το αξίωμά του, τα δύο έθνη ξεκίνησαν τον Εκατονταετή Πόλεμο - έναν απελπισμένο αγώνα για την κυριαρχία της Ευρώπης, που δόθηκε κυρίως με, μισθοφόρους και κατά τον οποίο και οι δύο μονάρχες αναγκάστηκαν να φορολογήσουν την Εκκλησία για να καλύψουν τις στρατιωτικές τους δαπάνες.
Εδώ, όπως και σε άλλα θέατρα σύγκρουσης, οι Αρχές της Καθολικής Εκκλησίας ήταν παγιδευμένες ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη, αναγκασμένες ή να υπηρετήσουν το «δικό τους» βασιλιά (όπως συνήθως έκαναν οι Γάλλοι επίσκοποι) ή να περιφρουρήσουν τα δικαιώματα της Εκκλησίας και να αντιμετωπίσουν την οργή των λαϊκών ηγετών. Αυτή η δύσκολη κατάσταση επιδεινωνόταν από το γεγονός ότι ο πάπας ήταν επίσης φεουδάρχης, κι έτσι η αφοσίωσή του στα συμφέροντά του θα μπορούσε να φανεί σαν προδοσία στους τοπικούς ηγεμόνες. Απτόητος από τέτοιου είδους μπερδέματα, ο Βονιφάτιος έριξε τη δύναμη του αξιώματος του και το προσωπικό του γόητρο στην προσπάθεια για επίλυση των συγκρούσεων, οι οποίες μετέτρεπαν την Ευρώπη σε ένα άθροισμα αλληλομισούμενων ηγεμονιών που μάχονταν η μία την άλλη. Για να αποκαταστήσει την ειρήνη και να προστατέψει τα συμφέροντα της Εκκλησίας, παρενέβη στην Ιταλία, την Ισπανία, τη Σκοτία, την Ουγγαρία, την Πολωνία... και, φυσικά, την Αγγλία και τη Γαλλία. Σχεδόν σε κάθε περίπτωση, όμως, οι ενέργειες του αποδείχτηκαν ή άκαρπες ή έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα. Ο Βονιφάτιος φανταζόταν ότι θα μπορούσε να επιβάλει τη θέλησή του στους ανυπάκουους ηγεμόνες εκδίδοντας διατάγματα, που υποστηρίζονταν από την εξουσία του να τους αφορίσει και να τους εκθρονίσει. Αλλά η αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων στο παρελθόν εξαρτιόταν πάντα από το δέος των λαϊκών ηγεμόνων προς το παπικό αξίωμα και το φόβο τους για τοπικές εξεγέρσεις ενάντια στη δική τους εξουσία. Οι παπικές απειλές ήταν μάταιες κατά μοναρχών τόσο ισχυρών, δημοφιλών και αδίστακτων, όπως ο Εδουάρδος Α' και ο Φίλιππος ο Ωραίος.
«Το σπαθί του κυρίου μου είναι από ατσάλι», έλεγε ένας από τους υπουργούς του Φιλίππου, «του πάπα είναι από πολυλογίες». Τα λόγια ήταν το εργαλείο του αξιώματος του πάπα, αλλά ήταν και η αιτία της καταστροφής του. Έχει περιγράφει ως «ένας άνθρωπος με ελάχιστο τακτ και με άνετους τρόπους, του οποίου οι δίχως ευαισθησία πράξεις και τα καυστικά σχόλια τού δημιούργησαν πολλούς εχθρούς». Λόγιοι στο Πανεπιστήμιο των Παρισίων θυμήθηκαν την εποχή που, ως καρδινάλιος Καετάνι, τους απαγόρευε να αμφισβητήσουν τα προνόμια των δομινικανών και φραγκισκανών μοναχών. «Εσείς, οι καθηγητές των Παρισίων, έχετε κάνει όλη σας την παιδεία και το δόγμα περίγελο», έγραφε αυταρχικά. «Για μας, η φήμη σας είναι απλή ανοησία και καπνός... Αντί να ανακαλέσει αυτό το προνόμιο [το δικαίωμα των επαιτών να ακούν εξομολογήσεις], η ρωμαϊκή Κουρία θα καταστρέψει εντελώς το Πανεπιστήμιο των Παρισίων. Καλούμεθα από το Θεό όχι να αποκτούμε σοφία ή να αφήνουμε έκθαμβη την ανθρωπότητα, αλλά να σώσουμε τις ψυχές μας». Είναι φανερό ότι αυτός ο πάπας δε διέθετε την ώριμη κρίση και τις διπλωματικές ικανότητες ενός Ιννοκέντιου Γ. Εξαιτίας, όμως, των αλλαγών που συνέβαιναν στην ευρωπαϊκή κοινωνία, ακόμα κι ένας πάπας με τις ικανότητες του Ιννοκέντιου δε θα μπορούσε να φέρει την ειρήνη στη χριστιανική κοινότητα.
Η πολιτική διαμάχη που ανησυχούσε τόσο πολύ τον Βονιφάτιο δεν ήταν παρά ένα σύμπτωμα της βαθιάς κοινωνικής κρίσης. Η αισιόδοξη, επεκτατική, ολοένα και πιο ενοποιημένη δυτική κοινότητα του Μέσου Μεσαίωνα έδινε τη θέση της σε μια κοινωνία επιρρεπή σε «φυσικές καταστροφές και κοινωνικές ανατροπές». Πάνω από δύο αιώνες οικονομικής ανάπτυξης είχαν τελειώσει με ύφεση και στασιμότητα, επιτείνοντας τη σύγκρουση μεταξύ αρχόντων και χωρικών, μεγάλων και μικρών ευγενών, μισθοφόρων στρατιωτών και πολιτών, ανθρώπων της πόλης και της υπαίθρου.
Η πληθυσμιακή έκρηξη είχε κι αυτή τελειώσει, με την αύξηση να πέφτει σχεδόν στο μηδέν. Ακόμα και το κλίμα είχε χαλάσει, καθώς η Ευρώπη εισερχόταν σε μια «μικρή Εποχή Παγετώνων», με κρύους χειμώνες και σύντομες εποχές παραγωγής. Ο Βονιφάτιος δε θα ζούσε για να δει τη βουβωνική πανώλη -το Μαύρο Θάνατο- να ρημάζει την ήπειρο, αλλά είχε επίγνωση ότι η σχετικά ειρηνική και ενωμένη κοινωνία που είχε γνωρίσει ως νέος εξαφανιζόταν. Οι κοινοί άνθρωποι, πιο εκτεθειμένοι στα σκαμπανεβάσματα της τύχης, ένιωθαν αυτή τη μεταμόρφωση με ιδιαίτερη οξύτητα, αν και δεν την καταλάβαιναν καθόλου. Η αλλαγή του αιώνα είδε μια αύξηση των αποκαλυπτικών προφητειών και προσδοκιών, μια νέα ανάπτυξη «ενθουσιωδών» πνευματικών κινήσεων (μερικές από τις οποίες φλέρταραν με την αίρεση) και μια ανα βίωση του «μυστικισμού» που ενέπλεκε τόσο τους λαϊκούς όσο και τον κλήρο. Οι ίδιες δυνάμεις που είχαν αμφισβητήσει την Εκκλησία κατά τη θητεία του Ιννοκέντιου Γ' είχαν επανεμφανιστεί με ορμή, αλλά αυτή τη φορά με φόντο μια κοινωνία σε παρακμή.
Ο Βονιφάτιος αποδείχτηκε ανίσχυρος έναντι αυτών των εχθρών, παρά τις τολμηρές πολιτικές του φιλοδοξίες. Όταν κήρυξε μια νέα Σταυροφορία για την επανένωση της Ευρώπης και την ανάκτηση των Αγίων Τόπων από τους μουσουλμάνους, οι διακηρύξεις του απλώς αγνοήθηκαν. Όταν απαίτησε να αφήσει ο Εδουάρδος Α' της Αγγλίας τη Σκοτία στην ησυχία της, η αντίδραση του βασιλιά ήταν να αρπάξει ένα σημαντικό τμήμα των εσόδων του αγγλικού κλήρου. Οι προσπάθειες του πάπα να κάνει τον Φίλιππο τον Ωραίο να πειθαρχήσει ήταν ακόμα πιο καταστροφικές, αφού οι Γάλλοι γραφειοκράτες δεν τον φοβούνταν και πολύ και δεν είχαν κανένα δισταγμό στο να χρησιμοποιήσουν τους άφθονους πόρους τους για να υπονομεύσουν την εξουσία του. Σε απάντηση ενός παπικού διατάγματος που απαιτούσε από τον Φίλιππο να πάψει να φορολογεί τους Γάλλους κληρικούς για να πληρώνει τους πολέμους του, ο βασιλιάς έκοψε απλώς την παροχή γαλλικού χρήματος και θησαυρών προς τη Ρώμη. Όταν ο Βονιφάτιος δημοσίευσε μια νέα βούλα καλώντας το γαλλικό καθεστώς να επιστρέφει στον ίσιο δρόμο, οι υπουργοί του Φιλίππου την έκαψαν και εξέδωσαν μια χυδαία πλαστογραφία εν ονόματί του. Ο εκπρόσωπος που στάλθηκε από τον πάπα για διαμαρτυρηθεί γι’ αυτές τις ενέργειες συνελήφθη από το Γάλλο υπουργό Εσωτερικών και φυλακίστηκε. Τελικά, το 1302, ο πολιορκημένος πάπας εξέδωσε την περίφημη βούλα Unarn Sanctam, διεκδικώντας την εξουσία να εκθρονίζει ανυπάκουους βασιλιάδες και δηλώνοντας: «Δηλώνουμε, διακηρύσσουμε και ορίζουμε ότι η υποταγή στο Ρωμαίο ποντίφικα είναι απολύτως απαραίτητη για τη σωτηρία κάθε ανθρώπινου πλάσματος». Η αντίδραση του Φιλίππου ήταν να συγκαλέσει σύνοδο στο Παρίσι, στην οποία συμμετείχαν πιστοί σ’ αυτόν κληρικοί, οι οποίοι αμέσως στιγμάτισαν τον Βονιφάτιο ως αιρετικό, ληστή, σιμωνιακό και επιδιδόμενο σε μαύρη μαγεία και τον κατηγόρησαν για το φόνο του Καιλεστίνου Ε'.
Ο Βονιφάτιος αντεπιτέθηκε με το μόνο όπλο που είχε στη διάθεσή του: μια διαταγή με την οποία επέβαλλε την απόλυτη εξουσία του επί του γαλλικού κλήρου και αφόριζε το Γάλλο βασιλιά. Πολύ αργά. Πριν προλάβει να δημοσιευτεί η διαταγή, ο υπουργός του Φιλίππου, ο Νογκαρέ, έφτασε στην Ιταλία και, με τη βοήθεια των κληρονομικών εχθρών του πάπα, της οικογένειας Κολόνα, συγκέντρωσε ένα στρατό από δύο χιλιάδες μισθοφόρους για επίθεση στο παπικό ανάκτορο στη γενέτειρά του, το Ανάνι. Η αντίσταση ήταν μάταιη. Η συνοδεία του πάπα από καρδινάλιους τον εγκατέλειψε και συνελήφθη μόνος, στολισμένος με τα παπικά διάσημα και καθισμένος στο θρόνο του ανακτόρου του. Ο Νογκαρέ, ο οποίος είχε λάβει εντολή να τον φέρει πίσω στη Γαλλία για μια παρωδία δίκης, λέγεται ότι μετά βίας τον γλίτωσε από τον αρχηγό της οικογένειας Κολόνα, που ήθελε να τον σκοτώσει. Ενώ μεθυσμένοι μισθοφόροι λεηλατούσαν το ανάκτορο, ο Νογκαρέ φυλάκισε τον πάπα στο ακροπύργιο χωρίς φαγητό και νερό - μια δοκιμασία που τελείωσε τρεις μέρες αργότερα, όταν φιλικά δια-κείμενοι χωρικοί ελευθέρωσαν τον κρατούμενο, σκόρπισαν τα υπολείμματα της ομάδας των μισθοφόρων και έστειλαν τον υπουργό «πακέτο» πίσω στη Γαλλία. Στη συνέχεια, έστειλαν τον Βονιφάτιο στη Ρώμη, συνοδεία των Ορσίνι, μιας άλλης εχθρικής αριστοκρατικής οικογένειας. Λίγους μήνες αργότερα, με την υγεία και το ηθικό του τσακισμένα, πέθανε στην Αιώνια Πόλη. Δεν είχαν περάσει ούτε τρία χρόνια από την απατηλή αυγή του Ιωβηλαίου.
Αυτή η δίχως προηγούμενο κακοποίηση ενός εν ενεργεία πάπα ήταν σημάδι ότι η ισορροπία της ισχύος μεταξύ κοσμικών και εκκλησιαστικών δυνάμεων στην Ευρώπη υφίστατο μια τεκτονική μετατόπιση. Τούτο εγινε φανερό όταν ο διάδοχος του Βονιφάτιου, ο Κλήμης Ε', μετέφερε το παπικό αρχηγείο στην Αβινιόν και επε'τρεψε στη γαλλική μοναρχία να εγκαθιδρύσει αποτελεσματικό έλεγχο στα οικονομικά και την πολιτική της Εκκλησίας. Ενώ ο Φίλιππος ο Ωραίος συνέτριβε το Τάγμα των Ναϊτών Ιπποτών, των σημαντικότερων οικονομικών παραγόντων της Ρώμης, και απαλλοτρίωνε τον αξιοσημείωτο πλούτο τους, ο πάπας διόριζε ντουζίνες Γάλλων καρδιναλίων και η Αγγλία ξεκινούσε τη διαδικασία της αργής απόσυρσης, που κάποια στιγμή θα έβγαζε εντελώς το έθνος από την τροχιά της Ρώμης. Στα μέσα της δεκαετίας του 1300, ο καθολικισμός υπέμεινε το σκάνδαλο του «Μεγάλου Σχίσματος», κατά το οποίο η Αβινιόν και η Ρώμη φιλοξενούσαν καθεμία υποτιθέμενους πάπες και ο ένας ανταγωνιστής ποντίφι-κας ήταν απατεώνας ή «αντίπαπας» για τον άλλο. Ειδικά για ένα αξίωμα του οποίου η νομιμότητα ήταν πάντα εξαρτημένη περισσότερο από το δέος και το σεβασμό παρά από την ισχύ, τέτοιου είδους συμβάντα θα μπορούσαν να είναι μοιραία. Έναν περίπου αιώνα αργότερα, ένας Γερμανός μοναχός ονόματι Μαρτίνος Λούθηρος, εντελώς απογοητευμένος από τον παπισμό, θα ξεκινούσε ένα πολύ μεγαλύτερο σχίσμα - ένα σχίσμα που έδωσε τέλος στην ενότητα της Εκκλησίας και έριξε την ήπειρο σε έναν αιώνα θρησκευτικών συγκρούσεων.
Με την οργανωμένη Εκκλησία σε αναστάτωση και με ταραχές δίχως προηγούμενο να κρέμονται απειλητικά λίγο πάνω από τον ορίζοντα, δεν είναι ν’ απορεί κανείς που πολλοί ιστορικοί μιλούν για το «τέλος του Μεσαίωνα» με ελεγειακούς τόνους. Ιδιαίτερα για τους καθολικούς (αλλά όχι μόνο γι’ αυτούς), η εποχή των αναμορφωτών παπών και σχολαστικών αγίων είναι ο «μεγάλος αιώνας», ενώ ο 14ος αιώνας είναι γεμάτος βίαια γεγονότα και κακούς οιωνούς. Αλλά η όλη ιστορία δεν είναι ακριβώς έτσι. Είναι αλήθεια ότι η μεσαιωνική ομοφωνία άρχιζε να διαλύεται. Δε χρειαζόταν να είναι κανείς προφήτης για να προβλέψει ότι οι συνέπειες θα ήταν οδυνηρές και αιματηρές. Ωστόσο, οι ίδιες υπόγειες δυνάμεις, που τράνταζαν το οικοδόμημα της χριστιανικής ενότητας, άνοιγαν ριζικά νέες προοπτικές στη σκέψη. Η δυτική διανόηση εξακολουθούσε να είναι σχεδόν εντελώς χριστιανική, φυσικά, και ακόμα ολότελα αριστοτελική. Αλλά τα τέκνα του Αριστοτέλη είχαν τώρα γεννήσει δικούς τους απογόνους με ανεξάρτητο στοχασμό - τολμηρούς καινοτόμους που θα οδηγούσαν τη σκέψη του μεγάλου δασκάλου προς απρόσμενες, νέες κατευθύνσεις.
Όπως συμβαίνει συχνά, η σύγκρουση ήταν η «μαμή» των νέων ιδεών. Στην αυγή του νέου αιώνα, οι φραγκισκανοί μοναχοί θα βρίσκονταν μπλεγμένοι σε μια διμέτωπη σύγκρουση. Εσωτερικά, η διαφωνία μεταξύ της πτέρυγας των Πνευματικών του τάγματος και των πιο συντηρητικών Μοναστηριακών είχε ενταθεί, αντανακλώντας το νέο κύμα θρησκευτικού ενθουσιασμού που σάρωνε τότε την Ευρώπη. Οι ριζοσπάστες πίστευαν ότι το τάγμα τους είχε χάσει την επαφή του με τα ιδεώδη του Αγίου Φραγκίσκου. Σύμφωνα με εκπροσώπους τους, όπως ο χαρισματικός μοναχός από τη Ναρβώνη, Πέτρος Ιωάννης Όλιβι, οι Μινορίτες είχαν χαλαρώσει την απαγόρευση του ιδρυτή τους για την κατοχή κοινόχρηστης περιουσίας και παρασύρονταν με την υπόλοιπη Εκκλησία προς τις αρχές του υλισμού, του νομικισμού και της πολιτικής ισχύος. Ως αντίδοτο, οι Πνευματικοί υποστήριζαν τη συλλογική και την ατομική πενία, τον αυθορμητισμό και την πνευματική εσωτερικότητα. Μερικοί φλέρταραν με τις ιδέες των ιωακεψιτών σχετικά με την έλευση της Τρίτης Εποχής του Αγίου Πνεύματος, όταν το θρησκευτικό κατεστημένο θα έχανε τη σημασία του. Άλλοι κατέκριναν την εμπλοκή της Ρώμης στην ευρωπαϊκή πολιτική, αμφισβητούσαν την αυθεντία του πάπα σε δογματικά θέματα και ήταν υπέρ της εξουσιοδότησης των λαϊκών βασιλέων και ηγεμόνων. Η καθολική ηγεσία είχε αντιδράσει καταδικάζοντας τα γραπτά του Όλιβι και καταστρώνοντας μια όλο και πιο έντονη εκστρατεία καταστολής άλλων ταραξιών. Αλλά υπήρχε η ανησυχητική τάση μεταξύ των ριζοσπαστών να βλέπουν την καταστολή ως επιπλέον απόδειξη της διαφθοράς και της παρανομίας της ιεραρχίας.
Την ίδια εποχή που η εσωτερική ενότητά τους διασπάτο, οι φραγκισκανοί είχαν εμπλακεί σ’ ένα νέο γύρο φιλοσοφικών διαφωνιών με τους παλιούς τους αντιπάλους, τους δομινικανούς. Η ατμόσφαιρα στη Ρώμη είχε αλλάξει σημαντικά μετά τις καταδίκες του 1277. Χάρη στην παθιασμένη υποστήριξη των δομινικανών στον αρχηγό τους, Θωμά Ακινάτη, καθώς και στη μεταβολή του ευρωπαϊκού πολιτικού κλίματος, η Ρώμη αναγνώρισε ότι η σκέψη του Θωμά δεν ήταν και τόσο ριζοσπαστική ή απειλητική όσο είχε φοβηθεί στην αρχή. «Είναι καλύτερα να παντρεύεσαι παρά να φλέγεσαι», είχε δηλώσει ο Απόστολος Παύλος. Τώρα που ήταν ξεκάθαρο ότι ο πόθος για τη γνώση ήταν εξίσου ασυγκράτητος με τη σαρκική επιθυμία, οι Αρχές μπορούσαν να εκτιμήσουν πόσο έξυπνα είχε ζέψει ο Θωμάς αυτή τη λαχτάρα στα ιερά δόγματα και τους θεσμούς της Εκκλησίας. Ο δομινικανός θεολόγος άξιζε να αγιοποιηθεί, όχι μόνο λόγω των πνευματικών του χαρισμάτων, αλλά κι επειδή η «βάπτιση» του Αριστοτέλη εκ μέρους του είχε αποδώσει δύο μεγάλα, ολοφάνερα οφέλη. Έκανε για το επιστημονικό εγχείρημα ό,τι είχε κάνει ο Ιννοκέντιος Γ για το λαϊκό ευαγγελισμό - δηλαδή, είχε φέρει μια δυνητικά εχθρική δύναμη μέσα στα πανεπιστήμια που διοικούσε η Εκκλησία, όπου μπορούσε να παρακολουθείται, να ελέγχεται και να χρησιμοποιείται προς μεγαλύτερη δόξα του Θεού. Και δημιουργώντας μια «φυσική θεολογία», έδινε στα ιερό! δόγματα το κύρος και την πειστικότητα της επιστημονικής αλήθειας.
Η αριστοτελική/χριστιανική σκέψη του Θωμά δεν είχε ακόμα κατακτήσει την υπεροχή που απέκτησε αργότερα στους καθολικούς κύκλους, αλλά ήταν φανερό ότι γινόταν αρκετά σεβαστή. Αυτό δεν εντυπώσιασε τους φραγκισκανούς -ιδιαίτερα εκείνους με ριζοσπαστικές τάσεις-, που έβλεπαν το θωμισμό ως θεολογική έκφραση μιας Εκκλησίας που ένιωθε υπερβολικά άνετα μέσα στον κόσμο, ήταν υπερβολικά απομακρυσμένη από τον πυρήνα της θρησκευτικής εμπειρίας και υπερβολικά σίγουρη για την ικανότητά της να καταλαβαίνει και να επιβάλλει το νόμο του Θεού στη γη. Πόσο ταίριαζε στους δομινικανούς, τη ραχοκοκαλιά της Ιεράς Εξέτασης, να ασπαστούν μια θεολογία που ισχυριζόταν ότι συγκέντρωνε όλη τη γνώση σε ένα τακτοποιημένο πακέτο! Πρωιμότεροι επικριτές, όπως ο Μποναβεντούρα και ο Τζον Πέκαμ, είχαν κατηγορήσει τον Ακινάτη ότι δόξαζε τη λογική εις βάρος της πίστης και είχαν ορίσει μια ισχυρή δόση Πλάτωνα σαν διορθωτικό. Όμως η νέα κριτική, διατυπωμένη από δυναμικούς στοχαστές, όπως ο Ιωάννης Ντανς Σκότους (Σκότος) και ο εξαίρετος μαθητής του Γουλιέλμος του Όκαμ, ακολούθησε πολύ πιο ριζοσπαστική πορεία.
Οι φραγκισκανοί νεωτεριστές δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα ούτε να δοξάσουν τη λογική ούτε να την απομυθοποιήσουν. Το πρόβλημα, όπως το έβλεπαν εκείνοι, ήταν ότι η παλαιότερη γενιά θεολόγων, τόσο δομινικανών όσο και φραγκισκανών, είχε παρανοήσει το τι γνωρίζουμε και πώς το γνωρίζουμε και, κατά συνέπεια, είχε χαράξει ένα άτυπο σύνορο μεταξύ πίστης και λογικής. Εκείνο που χρειαζόταν επειγόντως, κατά την άποψή τους, δεν ήταν μια απλή διόρθωση του θωμισμού, αλλά ένας εντελώς νέος χάρτης της γνώσης. Και ο τρόπος για να δημιουργηθεί ένας τέτοιος χάρτης ήταν να στρέψουν τον Αριστοτέλη κατά του εαυτού του: να χρησιμοποιήσουν τις μεθόδους συλλογισμού του Αριστοτέλη για να εξετάσουν και να κρίνουν τα συμπεράσματα που θεωρούνταν κοινώς αριστοτελικά.16 Λόγιοι από τη μια άκρη της Ευρώπης ως την άλλη θα το αποκαλοΰσαν σύντομα αυτό «σύγχρονη» προσέγγιση (via moderna), σε αντίθεση με την προσέγγιση της παλιάς σχολής (via antiqua), που την εκπροσωπούσαν τόσο ο Θωμάς όσο και ο Μποναβεντούρα. Αυτοί οι παλιοί φίλοι και αντίπαλοι θα είχαν αισθανθεί αποτροπιασμό, δίχως αμφιβολία, με την τάση των «νεωτεριστών» να χωρίζουν τις σφαίρες της θεολογίας και της επιστήμης, αλλά η επίδρασή τους στα πανεπιστήμια εξασθενούσε. Μέσα από την κρίση της μεσαιωνικής κοινωνίας, ένας νέος τρόπος σκέψης γεννιόταν.
Ο Ιωάννης Ντανς Σκότους δεν ήταν επαναστάτης από ιδιοσυγκρασία, αλλά η σύντομη ζωή του ήταν γεμάτη επαναστατικό νόημα. Εεννημένος γύρω στο 1265 σε ένα χωριό λίγο βορειότερα των συνόρων της Αγγλίας με τη Σκοτία, στη δεκαετία του 1289 δίδασκε ήδη στην Οξφόρδη.17 Λίγο μετά την αλλαγή του αιώνα, πήγε να διδάξει στο ΕΙαρίσι. Εξαιτίας της διαμάχης του Φιλίππου του Ωραίου με τον πάπα Βονιφάτιο, ο Ντανς Σκότους και άλλοι μοναχοί, αφοσιωμένοι στον πάπα, αναγκάστηκαν να φύγουν από το πανεπιστήμιο το 1303, αλλά εκείνος επέστρεψε την επόμενη χρονιά και ονομάστηκε φραγκισκανός συγκλητικός καθηγητής στη Σχολή Θεολογίας το 1305. Τρία χρόνια αργότερα, πήγε στην Κολονία για να διευθύνει μια σχολή των φραγκισκανών και πέθανε εκεί από άγνωστη αιτία. Η συγκινητική επιγραφή στην ταφόπλακα του στην εκκλησία των Μινοριτών στην Κολονία λέει: «Η Σκοτία με γέννησε, η Αγγλία με δέχτηκε, η Γαλλία με δίδαξε, η Κολονία με κρατάει σφιχτά». Αντίθετα με τον Γουλιέλμο του Όκαμ, που συνδεόταν με την πνευματική πτέρυγα των φραγκισκανών, ο Ντανς Σκότους φαίνεται ότι έμεινε έξω από την εσωτερική πολιτική του τάγματος και τα θεολογικά του συγγράμματα, ενώ είναι τολμηρά και νεωτεριστικά, σταματούν λίγο πριν πάρουν θέσεις που θα μπορούσαν να θεωρηθούν αιρετικές. (Ο Γουλιέλμος σπάνια σταματούσε σ’ ένα σημείο.)
Όπως και ο Θωμάς Ακινάτης, ο Ντανς Σκότους ήταν αριστοτελικός, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορούσε την περιγραφή και την ανάλυση των λειτουργιών του φυσικού σύμπαντος. Όμως διαφωνούσε έντονα με την προσπάθεια του Θωμά, όσο ηρωική κι αν ήταν, να εκτιναχτεί με ένα και μοναδικό άλμα από τον Αριστοτέλη στον Χριστό. Ο Θωμάς πίστευε ότι, κατανοώντας τους νόμους που διέπουν τη φύση, αντιλαμβανόμαστε, έστω κάι θαμπά, τις δημιουργικές προθέσεις του Θεού. Σύμφωνα με τον Ντανς Σκότους, αυτό ήταν σοβαρό λάθος. Ο νους μας έχει κάποιες δυνάμεις, των οποίων δεν είχε επίγνωση ο Θωμάς - για παράδειγμα, τη δύναμη να κατανοεί διαισθητικά τη μορφή ατομικών πραγμάτων, χωρίς να «αποσπά» μηχανικά τα γενικά τους χαρακτηριστικά από αισθητηριακές εντυπώσεις. Αλλά δεν μπορούμε να κοιτάμε στον «καθρέφτη της φύσης» και να καταλήγουμε σε έγκυρα συμπεράσματα για τις προθέσεις, επιθυμίες ή σχέδια του Θεού. Ούτε, βάσει αυτών που παρατηρούμε στο φυσικό σύμπαν, μπορούμε να συνάγουμε τις αλήθειες της θρησκείας. Ο Θωμάς πίστευε ότι, μέσω συλλογισμών βάσει φυσικών δεδομένων, θα μπορούσαμε να αποδείξουμε δόγματα όπως η παντοδυναμία του Θεού, η διάκριση μεταξύ καλού και κακού και η αθανασία της ψυχής. Άλλο ένα λάθος. Αυτό το είδος της γνώσης, επέμενε ο φραγκισκανός, μπορεί να αποκτηθεί μόνο μέσω της πίστης.
Το σφάλμα που βρισκόταν κάτω από το θωμισμό, κατά την άποψη του Ντανς Σκότους, ήταν το δόγμα της αναγκαιότητας. Βασιζόμενος στη διάκριση του Αριστοτέλη μεταξύ «αναγκαίου» όντος -αυτού που πρέπει απολύτως να υπάρχει- και του «εξηρτημένου» όντος -εκείνου του οποίου η ύπαρξη εξαρτάται από άλλους παράγοντες-, ο Θωμάς είχε υποστηρίξει ότι ο Θεός είναι αναγκαίο ον. Με τη στενή έννοια, όλα τα άλλα είναι εξαρτημένα, αφού η ύπαρξή τους εξαρτάται από το Θεό και, πολύ πιθανώς, από άλλους παράγοντες. Όμως, έλεγε ο Θωμάς, ο Θεός είναι ο δημιουργός του Σύμπαντος και αφού επιλέγει, ως επί το πλείστον, να λειτουργεί μέσω δευτερευόντων αιτίων, μεταφέρει ένα μέρος της δικής του αναγκαιότητας στο φυσικό κόσμο. Αφού δημιουργεί είδη, ένα ανθρώπινο έμβρυο, για παράδειγμα, αναπτύσσεται αναγκαστικά σε άνθρωπο, αν αναπτυχθεί, και όχι σε άλογο, ψάρι ή άνθος. Το συναρπαστικό με αυτό είναι ότι μας επιτρέπει, έστω και με περιορισμένο τρόπο, να ανακαλύψουμε τις προθέσεις και τη βούληση του Θεού. Γιατί τα πρότυπα που αντιλαμβανόμαστε στη φύση -ιδιαίτερα εκείνα που ο Θωμάς αποκαλούσε «νοητά είδη»— αντιπροσωπεύουν τα σχέδια του Δημιουργού. Και είναι επίσης μέσω της βούλησής Του που αποκτούμε κάποια γνώση τους, μέσω της δύναμης του «ενεργεία νου» μας.
Μέχρι ενός σημείου, ο Ντανς Σκότους μπορούσε να δεχτεί αυτή τη συλλογιστική. Συμφωνούσε ότι ο Θεός είναι αναγκαίο ον (αν και προτιμούσε να τον αποκαλεί άπειρο ον). Συμφωνούσε, επίσης, ότι μπορούμε να γνωρίζουμε μερικά πράγματα με βεβαιότητα, αν και τα κριτήριά του για βέβαιη γνώση, βασισμένα στο μαθηματικό μοντέλο, ήταν πιο δύσκολο να ικανοποιηθούν απ’ ό,τι του Θωμά. Εκείνο που έβρισκε εντελώς απαράδεκτο, όμως, ήταν η επαγωγή ότι η δύναμη του Θεού αυτοπεριορίζεται διοχετευόμενη στα «δευτερεύοντα αίτια», που βλέπουμε να λειτουργούν στη φύση. Αφού ο Θεός είναι απολύτως ελεύθερος να κάνει ό,τι επιθυμεί, επέμενε ο Ντανς Σκότους, όλα όσα κάνει είναι εξαρτώμενα, όχι αναγκαία, και δεν περιορίζεται ούτε στο ελάχιστο από τους φυσικούς νόμους που ανακαλύπτουν οι άνθρωποι. Αυτές οι φυσικές κανονικότητες εξαρτώνται κάθε στιγμή από την αυθόρμητη βούληση του Θεού- στην πραγματικότητα, ο χρόνος και ο χώρος μέσα στους οποίους λειτουργούν εξαρτώνται και οι ίδιοι από τη βούλησή Του. Αν ήθελε, ο Θεός μπορούσε να διαλύσει ό,τι έχει φτιάξει αναδρομικά, όπως και να κάνει ένα ανθρώπινο έμβρυο να αναπτυχθεί σε ψάρι ή άνθος. (Αυτό δεν είναι εντελώς θεωρητικό, φυσικά, αφού έχει κάνει θαύματα, αρχίζοντας με τη δημιουργία του Σύμπαντος εκ του μηδενός.) Τίποτα δεν υπάρχει αναγκαστικά, εκτός από τον ίδιο το Θεό. Όμως, αν αυτό είναι αλήθεια, όλα όσα ανακαλύπτει η επιστήμη πρέπει να είναι προσωρινά. Η απόλυτη ελευθερία του Θεού κάνει τους νόμους της φύσης απλώς πιθανούς, όχι βέβαιους.
Τι παράξενο, ένας φραγκισκανός φιλόσοφος-θεολόγος να καταλήγει σε ένα συμπέρασμα ουσιαστικό για την επιστημονική σκέψη, υποστηρίζοντας την ελευθερία ενός παντοδύναμου Θεού να κάνει ό,τι θέλει! Χρησιμοποιώντας την εκ των υστέρων γνώση, μπορεί να δει κανείς τον Θωμά Ακινάτη να παρέχει το πρώτο μέρος μιας επιστημονικής κοσμοθεωρίας, δίνοντας έμφαση στην ύπαρξη επιστητών προτύπων αιτιότητας σε ένα ενιαίο φυσικό σύ-μπαν με αλληλεξαρτώμενα μέρη. Ο Ντανς Σκότους παρέχει ένα δεύτερο στοιχείο: την αναγνώριση ότι η κατανόησή μας σχετικά με το πώς λειτουργούν αυτά τα αίτια πρέπει να είναι πάντα προσωρινή. Ένα τρίτο συστατικό -αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί μεταφυσική απλοποίηση του Σύμπαντος- ήταν επίτευγμα του Γουλιέλμου του Όκαμ, αν και ο Ντανς Σκότους ξεκίνησε την κίνηση προς αυτή την κατεύθυνση.
Όπως και ο Ντανς Σκότους, ο Όκαμ δίδαξε πρώτα στην Οξφόρδη και μετά στο Παρίσι. Είκοσι χρόνια νεότερος από το διάσημο προκάτοχό του και σημαντικά πιο θυελλώδης από τη φύση του, ήταν ξακουστός για τη δριμεία, αδιάλλακτη κριτική του κατά των θεολογικών λαθών της «παλιάς σχολής». Ένα λάθος που τον ενοχλούσε ιδιαίτερα ήταν η τάση του Ακινάτη και άλλων εκπροσώπων της via antiqua να υποστηρίζουν την ύπαρξη μεταφυσικών «οντοτήτων», οι οποίες αρχικά προήλθαν από τον Αριστοτέλη, όπως ένας «δυνάμει νους», που επιτρέπει σιους ανθρώπους να δέχονται και να αποθηκεύουν πληροφορίες, και ένας «ε-νεργεία νους», που τους επιτρέπει να τις αναλύουν. Η λήψη πληροφοριών και η συλλογιστική διαδικασία σχετικά με αυτές είναι δύο λειτουργίες ενός και μόνο νου, υποστήριζε. Γιατί να υποθέτουμε ότι υπάρχει ένας ξεχωριστός νους-οντότητα για κάθε λειτουργία; Παρομοίως, ο Όκαμ αρνιόταν κατηγορηματικά την ανεξάρτητη πραγματικότητα υποθετικών οντοτήτων, όπως «άνθρωπος» και «ζώο». Αυτά τα «νοητά είδη» είναι απλώς νοητικές έννοιες ή γλωσσικοί όροι που έχουν αντληθεί από τους ανθρώπους από τα πρωταρχικά αντικείμενα της γνώσης: τα αληθινά, υπάρχοντα άτομα. Ο Θεός είναι το τελικό αίτιο των πάντων, διακήρυττε ο Όκαμ, αλλά αυτές οι μεταφυσικές πολυπλοκότητες (όπως η απόδοση «τελικών αιτίων» οε κάθε ουσία στο Σύμπαν) δε μας βοηθούν να κατανοήσουμε το φυσικό κόσμο. Στην πραγματικότητα, είναι εμπόδια στην καθαρή κατανόηση.
Αυτή η τάση απλοποίησης έφτασε στην κλιμάκωσή της στο «ξυράφι του Όκαμ» - το περίφημο δόγμα που υποστηρίζει ότι οι εννοιολογικές οντότητες δε θα πρέπει να πολλαπλασιάζονται πέρα από το αναγκαίο. Η πραγματική διαφορά απόψεων εδώ, όμως, είχε να κάνει με το νόημα του «αναγκαίου». Για τον Θωμά, οντότητες όπως ενεργεία νους, νοητό είδος και τελικές αιτίες ήταν απαραίτητες για να δομηθεί ένα σύστημα σκέψης που να συνδέει φανερά τις λειτουργίες της φύσης με τη δημιουργικότητα του Θεού. Το «ξυράφι του Όκαμ», από την άλλη, υποδηλώνει ότι το έργο που είχε αναλάβει ο Θωμάς -η προσπάθεια δόμησης ενός μοναδικού συστήματος ικανού να εξηγεί τόσο τα φυσικά όσο και τα θεϊκά πράγματα- είναι αδύνατο. Πίσω από την έκκλησή του για απλότητα, με άλλα λόγια, βρισκόταν η πεποίθηση ότι η φυσική επιστήμη και η θεολογία πρέπει να τραβήξουν χωριστούς δρόμους. Από την πλευρά της επιστήμης, υπάρχουν έννοιες και μέθοδοι που προέρχονται από την εμπειρία και υφίστανται επεξεργασία από τη λογική, οι οποίες μας βοηθούν να κατανοήσουμε το φυσικό κόσμο και τον κόσμο της ανθρώπινης κοινωνίας. Από την πλευρά της θεολογίας, υπάρχουν δόγματα αποκαλυπτόμενα από την Αγία Γραφή και την Εκκλησία, που μας βοηθούν να κατανοήσουμε το Θεό και το τι απαιτεί από μας. Από τη σκοπιά του Όκαμ, ο Θωμάς είχε ανακατέψει τα πράγματα συμφύροντας τις δύο σφαίρες κατανόησης. Το σύστημά του είχε περιβάλει με μυστήριο τη φύση. Ακόμα χειρότερα, ισχυριζόμενος ότι θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε κατανόηση των γνωρισμάτων και των προθέσεων του Θεού μέσω της λογικής μας, είχε αφαιρέσει το μυστήριο του Θεού. Δουλειά της νέας σχολής των φιλοσόφων-θεολόγων, όπως το έβλεπε ο Γουλιέλμος, ήταν να αντιστρέφει αυτό το λάθος - δηλαδή, να αφαιρέσει το μυστήριο από τη φύση και να αποδώσει ξανά στο Θεό το μυστήριό Του.
Με το έργο του Ντανς Σκότους και του Γουλιέλμου του Όκαμ, η αριστοτελική επανάσταση έκανε μια ριζικά νέα στροφή. Οι φραγκισκανοί νεωτεριστές έτρεφαν μεγάλο θαυμασμό για τη μεγαλοφυΐα του Αριστοτέλη, αλλά απέρριπταν ορισμένες ιδέες του, που ο Ακινάτης είχε θεωρήσει ουσιώδεις, και έστιαζαν την προσοχή τους σε άλλες, που είχε υποτιμήσει ή αγνοήσει. Εκεί που υπήρχε ένας Αριστοτέλης ο οποίος αναγνωριζόταν από τους μεσαιωνικούς χριστιανούς στοχαστές, τώρα υπήρχαν δύο. Το αποτέλεσμα ήταν ένα σχίσμα στην αριστοτελική κίνηση, που άνοιγε ένα μεγάλο χάσμα μεταξύ πίστης και λογικής, θρησκευτικής εμπειρίας και επιστημονικής προσπάθειας.
Ο Αριστοτέλης που ο Ακινάτης έβρισκε τόσο ακαταμάχητο ήταν ο φιλόσοφος ο οποίος ανακάλυψε τη λογική στη φύση. Ο ήρωάς του ήταν ο κοσμολόγος που παρατηρούσε τις κινήσεις των ουράνιων σωμάτων και συμπέρανε ένα Ακίνητον Κινούν ο βιολόγος που βρήκε αποδείξεις ενός συμφυούς σκοπού στην προτυποποιημένη ανάπτυξη των ζωντανών οργανισμών ο ψυχολόγος που διέκρινε μια θεμελιώδη αρμονία μεταξύ του νου του ανθρώπου και των αντικειμένων της κατανόησής του. Για τον Θωμά, το ίδιο το Σύμπαν, ιδωμένο μέσα από τους φακούς του Αριστοτέλη, παρέχει απόδειξη της ύπαρξης, της καλοσύνης και των δημιουργικών προθέσεων του Θεού. Αυτό, όμως, είναι ακριβώς ό,τι αρνιούνταν οι φραγκισκανοί, γιατί πώς είναι δυνατό οι άνθρωποι, χρησιμοποιώντας ανθρώπινες έννοιες, να μπορούν να κατανοήσουν τη βούληση του Θεού, πέρα από το όπως την έχει αποκαλύψει ο Θεός μέσω των Γραφών; Ο Αριστοτέλης που ενέπνεε τον Ντανς Σκότους και τον Γουλιέλμο του Όκαμ ήταν ο φιλόσοφος που δίδαξε ότι αυτά τα οποία πραγματικά γνωρίζουμε για τη φύση είναι μάλλον ατομικά πράγματα ή γεγονότα, παρά γενικές ιδέες. Οι σχέσεις μεταξύ αυτών των πραγμάτων ή γεγονότων, που περιγράφουμε χρησιμοποιώντας γενικές έννοιες όπως «αίτιο» και «είδος», δεν μπορούν να αποδειχτούν ότι υπάρχουν με τον ίδιο τρόπο που υπάρχουν τα ατομικά πράγματα. Ο Θεός δημιουργεί το Σύμπαν, έλεγε ο Γουλιέλμος του Όκαμ, αλλά τα πρότυπα τα οποία ανακαλύπτουμε με την αφηρημένη σκέψη για τα δημιουργημένα πράγματα είναι προϊόντα των διανοητικών μας διαδικασιών, όχι απόδειξη θεϊκών προθέσεων. Η λογική δεν είναι εγγενής στη φύση, που υπακούει στην ανεξιχνίαστη βούληση του Θεού, αλλά στο νου μας.
Με αυτό το «μπουμπουνητό» γεννήθηκε η σύγχρονη εμπειρική επιστήμη - ή, τουλάχιστον, συνελήφθη. Γιατί οι φυσικές σχέσεις που μπορούν να περιγράφουν οι άνθρωποι χρησιμοποιώντας τις δυνάμεις της παρατήρησης και της λογικής δεν είναι αναληθείς, με την έννοια της ψευδαίσθησης, ή άσκοπες. Καθόλου. Είναι απλώς πιθανές μάλλον, παρά βέβαιες, «ενδεχόμενες» μάλλον, παρά αναγκαίες, περιορισμένες στην εξήγηση φυσικών διαδικασιών μάλλον, παρά ικανές να εξηγήσουν το Θεό. Ο Γουλιέλμος του Όκαμ είχε κόψει το δεσμό που ο Θωμάς είχε θεωρήσει δεδομένο μεταξύ του νου μας και του νου του Θεού. «Για τον 'Οκαμ, ο ανθρώπινος σύνδεσμος με το Θεό μπορεί να προέλθει μόνο μέσω της πίστης, αφού ο μόνος σύνδεσμος που έχουμε είναι η δύναμη του Θεού να δημιουργεί κάθε Σύμπαν και όχι μόνο αυτό εδώ». Επιπλέον, το αποτέλεσμα της αναγνώρισης αυτού του περιορισμού δεν είναι αναγκαία καταθλιπτικό, αλλά λυτρωτικό. Απαλλαγμένοι από το φορτίο της εξαγωγής θεολογικού νοήματος από τα επιστημονικά ευρήματα, «μπορούμε να προσεγγίσουμε τη φύση με μια νέα αισιοδοξία, νέα δύναμη και νέα τεχνική».
Η Δημιουργία παρουσιάζεται σαν δώρο προς εμάς. Το δώρο, όμως, δε συνδέεται με το δωρητή - παρά μόνο με την ταυτολογική έννοια ότι ένα δώρο πρέπει να δωριστεί. Κατά συνέπεια, η φύση ως δημιουργία πρέπει να ανοιχτεί. Κι αφού είμαστε ξεκομμένοι από το Θεό, με εξαίρεση την πράξη της πίστης, ας ξετυλίξουμε το δώρο κι ας βολευτούμε εδώ.
Οι χριστιανοί στοχαστές που ενδιαφέρονταν για τη φυσική επιστήμη ίσως παρηγορήθηκαν από αυτό το συμπέρασμα. Η σχολή των «οκαμιστών» στο Παρίσι προκάλεσε μια έκρηξη δημιουργικής επιστημονικής δραστηριότητας από τη πλευρά των φυσικών φιλοσόφων εκεί. Τι γίνεται, όμως, μ’ εκείνους που κίνητρό τους ήταν κυρίως η επιθυμία τους να γνωρίσουν το Θεό; Την ίδια εποχή που η κριτική σκέψη του Όκαμ άνοιγε το δρόμο προς την εμπειρική επιστήμη, ένας μεγάλος πνευματικός πόθος σάρωνε την Ευρώπη, γεννώντας ένα άλλο κΰμα λαϊκών κινήσεων αφιερωμένων στην προσωπική κοινωνία με τον Χριστό. Τι σήμαινε γι’ αυτούς τους πιστούς η δήλωση ότι ο Θεός δεν είναι επιστητός μέσω της λογικής, αλλά μόνο μέσω της πίστης;
Παραδοσιακά, υπήρχαν τρεις αναγνωρισμένοι δρόμοι προς τη γνώση του Θεού: αποκάλυψη, λογική και το είδος της εμπειρίας που συχνά περιγράφεται ως «μυστικιστική». Δηλαδή, μπορούσε κανείς να διαβάσει και να πιστέψει αυτά που λέγονταν για το Θεό στη Βίβλο και σε άλλα ιερά βιβλία· μπορούσε να συμπεράνει την ύπαρξη και τα γνωρίσματά του είτε μέσω των αρχών της λογικής (όπως είχε προσπαθήσει να κάνει ο Άγιος Ανσέλμος) ή από τη «φύση της φύσης» (η αναζήτηση του Ακινάτη)· ή, πιο σπάνια, μπορούσε κανείς να έχει το ίδιο είδος εμπειρίας που είχαν βιβλικά πρόσωπα ή ορισμένοι μυστικιστές, δηλαδή την ακρόαση της φωνής του Θεού ή την άμεση εμπειρία Του με κάποιο άλλο τρόπο. Υπήρχε γενική συμφωνία, όμως, ότι όποιο δρόμο ή δρόμους και να ακολουθούσε κανείς, η άπειρη υπεροχή του Θεού και η ετερό-τητά του σε σχέση με τους ανθρώπους σήμαινε ότι η γνώση μας γι’ Αυτόν πρέπει να είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Ο εβραίος θεολόγος του 12ου αιώνα Μωυσής Μαϊμονίδης παρουσίασε την ακραία θέση δηλώνοντας ότι μπορούμε να γνωρίζουμε το Θεό μόνο αρνητικά - δηλαδή, μπορούμε να γνωρίζουμε τι δεν είναι, όχι τι είναι πραγματικά. Φυσικά, οι Γραφές τον περιγράφουν ως καλό, δίκαιο, παντοδύναμο, ελεήμονα και ούτω καθεξής, αλλά αυτό εγείρει ένα περαιτέρω ερώτημα: τι σχέση έχει η καλοσύνη ή η δικαιοσύνη του Θεού με τη δική μας; Ο Μαϊμονίδης είχε την αίσθηση ότι το να επιβάλλει κανείς ανθρώπινους ορισμούς σε τέτοια γνωρίσματα του Θεού ήταν ένα είδος ειδωλολατρίας και πολλοί μεσαιωνικοί χριστιανοί στοχαστές συμφωνούσαν.
Αυτό δημιουργούσε ένα προφανές πρόβλημα. Αν ο Θεός είναι εντελώς «έτερος», μπορεί να μην έχουμε κανέναν απολύτως τρόπο κατανόησής Του. Ακόμα και η ύπαρξή Του μπορεί να αμφισβητηθεί (όπως σημείωνε ο Μαϊμονίδης), αφού μπορεί να υποστηριχτεί ότι ο Θεός δεν «υπάρχει» με την ίδια έννοια που υπάρχουμε εμείς. Από την άλλη, με το να υποθέτουμε ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται για να Τον περιγράφουν στις Γραφές πρέπει να ληφθούν υπόψη στην κυριολεξία τους -έτσι ώστε ο Θεός να είναι ελεήμων ή δίκαιος, θυμωμένος ή εκδικητικός με αναγνωρίσιμη ανθρώπινη έννοια- αρνούμαστε την υπερβατικότητα του Υπέρτατου Όντος. Αυτό δημιουργεί ένα δίλημμα. «Είτε ο Θεός φαίνεται να είναι κάτι σαν Έλληνας θεός ή Υπεράνθρωπος, σαν κι εμάς αλλά περισσότερο, είτε είναι τόσο διαφορετικός από εμάς ώστε δεν μπορούμε να μιλάμε γι’ Αυτόν καθόλου». Ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά της θεολογίας του Ακινάτη ήταν η χρήση της αναλογίας για να ξεφύγει από αυτή την παγίδα. Υπάρχει κάποια «ομοιότητα» μεταξύ του Δημιουργού και των δημιουργημάτων του, υποστήριζε ο Ακινάτης, με έναν τρόπο που είναι ανάλογος της σχέσης του ήλιου και των αντικειμένων που θερμαίνει. Ο ήλιος είναι η πηγή αυτής της θερμότητας· τα αντικείμενα που θερμαίνει είναι μόνο οι αποδέκτες· αλλά εξακολουθεί να υπάρχει κάτι (η θερμότητα) που έχουν κοινό. Παρομοίως, τα «ονόματα» του Θεού (όπως καλοσύνη και σοφία) ισχύουν για το Θεό όχι κυ ριολεκτικά, αλλά «μόνο σύμφωνα με ομοίωση και μεταφορά».
Η χρησιμότητα αυτής της προσέγγισης εξακολουθεί να είναι αντικείμενο συζήτησης, αλλά ο Όκαμ δεν τη δεχόταν με τίποτα. Ή οι όροι όπως «καλοσύνη» σημαίνουν ουσιαστικά το ίδιο πράγμα σε διαφορετικό πλαίσιο αναφοράς, έλεγε, ή σημαίνουν διαφορετικά πράγματα. Ή ο Θεός είναι καλός με ανθρώπινη έννοια ή είναι καλός με κάποια έννοια που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε. Μεταξύ αυτού του είτε/ή «δεν υπάρχει χώρος για αναλογία». Το «ξυράφι του Όκαμ» είχε «χτυπήσει» ξανά, με αποτέλεσμα να μειωθούν οι πηγές δυνατότητας γνώσης του Θεού σε δύο: ιερά κείμενα (όπως ερμηνεύονταν από τους θεολόγους) και μυστικιστική εμπειρία. Για τον φραγκισκανό, αυτό το συμπέρασμα ήταν, αναμφίβολα, εξαιρετικά ορθόδοξο. Αυτό δεν υπονοούσαν οι καταδίκες του 1277 και οι επιθέσεις των συντηρητικών κατά του Αριστοτέλη, που ανάγονταν οτον Άγιο Αυγουστίνο; Ωστόσο, ο ισχυρισμός ότι δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα σε σχέση με το Θεό μέσω της φύσης ή μέσω της αβοήθητης λογικής έκανε το καθολικό κατεστημένο να ανατριχιάσει, αφού το αποτέλεσμά του θα ήταν να χωρίσει με μια σφήνα τη σκέψη από την πίστη. Εν τέλει, απειλούσε να περιορίσει τη δουλειά της Εκκλησίας σε προσευχές, θεολογικές συζητήσεις και τέλεση των Μυστηρίων.
Το «ξυράφι του Όκαμ» απειλούσε να κόψει τα σκοινιά της φυσικής επιστήμης, του κοινωνικού στοχασμού και όλων των άλλων κλάδων της φιλοσοφίας από τα χριστιανικά τους αγκυροβόλια, ακόμα και να στερήσει τη θεολογία από το νόημά της, αφού ο στόχος αυτού του κλάδου από την εποχή του Βοήθιου ήταν να «συμφιλιώσει την πίστη με τη λογική». Κάτι τέτοιο θα πνευματικοποιούσε, βέβαια, την Εκκλησία, αλλά θα έτεινε επίσης να τη στερήσει από την πνευματική της υπόσταση και να την ξεκόψει από τον κόσμο, ενώ οι κοσμικές κυβερνήσεις -που ήδη απασχολούσαν ορδές γραφειοκρατών και νομομαθών- γίνονταν οι μεγάλοι προστάτες της παιδείας στην Ευρώπη. Και πώς θα ανθούσε και θα εξαπλωνόταν η καθολική πίστη αν οι υπερασπιστές της δεν μπορούσαν να απευθυνθούν στη φυσική λογική, καθώς επίσης στην παράδοση και την αυθεντία; Αν ο Όκαμ είχε απαλύνει την παρουσίαση των ιδεών του και είχε μείνει έξω από την εκκλησιαστική πολιτική, αυτές οι επιπτώσεις μπορεί να μην είχαν προσεχθεί. Αν είχε παρουσιάσει τις ιδέες του σε μια άλλη εποχή, μπορεί να μην είχε αποκτήσει τόσο πολλούς εχθρούς σε υψηλές θέσεις. Αλλά ήταν από τη φύση του μαχητικός συζητητής και ακτιβιστής, και οι άνθρωποι που θα έκριναν τη σκέψη του ήταν τώρα έντονα επηρεασμένοι από τη σκέψη των θωμιστών, για την οποία είχε μιλήσει με τόσο ωμή περιφρόνηση. Τόσο για το φιλόσοφο όσο και για την Εκκλησία του, το μέλλον προοιωνιζόταν θυελλώδες.
Το 1323, χρονιά που ο Θωμάς Ακινάτης αναγνωριζόταν ως άγιος, ο Γουλιέλμος του Όκαμ κλήθηκε να εμφανιστεί ενώπιον μιας παπικής επιτροπής στην Αβινιόν για να απαντήσει σε κατηγορίες περί αιρέσεως. Κατήγορός του ήταν ο Ιωάννης Λάτερελ, τέως πρύτανης της Οξφόρδης, ένας εριστικός θωμιστής, ο οποίος είχε αποκτήσει τη φήμη ότι φερόταν στους φραγκισκανούς θεολόγους με την ίδια τραχύτητα που αντιμετώπιζαν κάποτε τους δομινικανούς. Ο Λάτερελ έστειλε πενήντα έξι αποσπάσματα από τα συγγράμματα του Όκαμ στον πάπα Ιωάννη Παύλο ΚΒ' με τη σύσταση να αποδοκιμαστούν. Ο πάπας όρισε αμέσως μια επιτροπή για να ερευνήσει τις κατηγορίες, διέταξε τον Γουλιέλμο να πάει στην Αβινιόν και του είπε να παραμείνει εκεί μέχρι να είναι έτοιμη η επιτροπή να ακούσει την κατάθεσή του.
Τι κρυβόταν πίσω από αυτή την κλήση; Ένα, τουλάχιστον, μέρος της απάντησης μπορεί να δοθεί με μία λέξη: πολιτική. Για πενήντα σχεδόν χρόνια, οι φραγκισκανοί είχαν επιχειρήσει να δυσφημίσουν τους οπαδούς του Ακινάτη, πολλοί από τους οποίους ήταν δομινικανοί. Τώρα οι θωμιστές βρίσκονταν σε άνοδο και άνθρωποι όπως ο Λάτερελ (τον οποίο η Σχολή της Οξφόρδης είχε απολύσει από τη θέση του πρύτανη εξαιτίας της μισαλλόδοξης μεταχείρισης των φραγκισκανών λογίων εκ μέρους του) έβλεπαν την ευκαιρία τους να «πατσίσουν». Και, κάτι ακόμα χειρότερο, η κίνηση των φραγκισκανοί είχε γεννήσει μια ισχυρή ριζοσπαστική πτέρυγα, τους Πνευματικούς, τους οποίους πολλοί χριστιανοί αρχηγοί θεωρούσαν τώρα μεγαλύτερο κίνδυνο για την Εκκλησία από οποιαδήποτε σιζερική σέκτα. Ο Όκαμ δεν έκρυβε τη συμπάθειά του προς τους ριζοσπάστες, που απεχθάνονταν την εμπλοκή της Ρώμης με την ιδιοκτησία και την πολιτική εξουσία και επέμεναν να πάψουν οι καθολικοί ιεράρχες να συμπεριφέρονται σαν φεουδάρχες βασιλιάδες και βαρόνοι. Από κάποιες απόψεις, οι θεωρίες του έμοιαζαν μ’ εκείνες του Αρνόλδου της Μπρέσα, αφού η προφανής συνέπεια της αποδυνάμω-σης της Εκκλησίας (από κοσμική άποψη) θα ήταν η ενδυνάμωση της αυξανόμενης εξουσίας των κοσμικών ηγεμόνων. Ο Όκαμ δεν ήταν στασιαστής, όπως ο Αρνόλδος, και δεν είχε ακόμα αμφισβητήσει το αλάθητο του πάπα σε θέματα χριστιανικού δόγματος, αλλά θεωρούνταν επικίνδυνα ανεξάρτητος. Αυτή η εντύπωση δε μετριάστηκε από τη δραστηριότητά του στην Αβινιόν. Ενώ περίμενε στην πόλη να κληθεί για να καταθέσει -μια αναμονή που κρατούσε τέσσερα χρόνια-, έγινε φίλος με τον Μιχαήλ της Κεσίνης, γενικό γραμματέα των φραγκισκανών, ο οποίος περίμενε τη δική του δίκη για κατηγορίες σχετικά με την αίρεση των Πνευματικών.
Αυτή η φιλία δεν πέρασε απαρατήρητη από τους πράκτορες του πάπα.
Αλλά λειτουργούσε κι άλλος ένας παράγοντας. Ακόμα και τώρα, διαβάζοντας κανείς τον Γουλιέλμο του Όκαμ, είναι σαν να παρακολουθεί ένα σκοινοβάτη να βαδίζει χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Από φιλοσοφική άποψη, η άβυσσος που χάσκει από κάτω του είναι ένα μόνιμο διαζύγιο μεταξύ πίστης και λογικής. Από πολιτική άποψη, είναι η κόλαση στην οποία η Ιερά Εξέταση ήταν έτοιμη να ρίξει λαμπρούς θεωρητικούς, που τραβούσαν τις ιδέες τους υπερβολικά μακριά. Γιατί, μολονότι ο Γουλιέλμος ήταν εξίσου ευσεβής χριστιανός με τον Ντανς Σκότους ή οποιονδήποτε άλλο θεολόγο της εποχής του, η κατεύθυνση προς την οποία είχε στραφεί η σκέψη του ήταν παράξενα παρόμοια μ’ εκείνη για την οποία ο Σιζέ της Βραβάντης και οι οπαδοί του είχαν καταδικαστεί το 1277. Όπως και ο Σιζέ, ο Γουλιέλμος δεν είχε προσχωρήσει στο δόγμα της Διπλής Αλήθειας. Δεν είχε αμφιβολία ότι οι αλήθειες που είχαν αποκαλυφθεί από το Θεό ήταν αδιάψευστες. Όμως, και πάλι όπως ο Σιζέ, οι σκέψεις του έδειχναν να οδηγούν προς το συμπέρασμα ότι υπήρχαν δύο είδη αλήθειας, μία για τους ερευνητές της φύσης και μία για τους θεολόγους και λάτρεις του Θεού. Επιπλέον, υπήρχε κάτι στον τρόπο που ο Όκαμ εξέφραζε τις ιδέες του το οποίο σχεδόν προκαλούσε τη δίωξη. Ένας σύγχρονος παρατηρητής ίσως πει ότι ήθελε να δημιουργήσει μια κρίση που θα τον ανάγκαζε να επιλέξει μεταξύ της αφοσίωσής του οτην οργανωμένη Εκκλησία και στην Εκκλησία ως λαό του Θεού.
Εν μέρει, ο προκλητικός χαρακτήρας του έργου του φραγκισκανού ήταν αποτέλεσμα της παθιασμένης επιμονής του για διαύγεια σκέψης, που σήμαινε αποφυγή βολικών διφορούμενων απόψεων, του είδους που πίστευε ότι παραμόρφωναν τα γραπτά του Σκότους. Φαίνεται, όμως, ότι ήταν επίσης ένας από εκείνους τους στοχαστές (όπως, για παράδειγμα, ο Μαρξ και ο Φρόιντ) των οποίων πρόθεση είναι να σκανδαλίσουν το κοινό τους, έτσι ώστε να το κάνουν να εξετάσει ένα νέο τρόπο σκέψης, μέσω της πόλωσης των οπαδών και των αντιπάλων τους. Ένα παράδειγμα: ο Γουλιέλμος υποστήριζε, όπως είχε κάνει και ο Ντανς Σκότους, ότι η απόλυτη ελευθερία του Θεού δεν μπορούσε να περιοριστεί από τους υποτιθέμενους νόμους της φύσης ή ακόμα και από προηγούμενη δράση του Θεού στην ιστορία. Όλες οι πράξεις του Θεού ήταν ελεύθερες και αυθόρμητες. Καμιά δεν ήταν υποχρεωτική ή απαραίτητη. Για να γίνει κατανοητός, ο Όκαμ επέλεξε ένα παράδειγμα που έκανε αξιοσέβαστα στόματα να χάσκουν. Παρόλο που ο Θεός θέλησε να μας λυτρώσει με το να γίνει άνθρωπος, δήλωνε, δεν ήταν απαραίτητο γι’ Αυτόν να αναλάβει αυτή τη συγκεκριμένη δράση. Αν το είχε επιλέξει, θα μπορούσε να μας έχει λυτρώσει με κάποιο άλλο τρόπο - για παράδειγμα, με το να γίνει πέτρα, δέντρο ή γάιδαρος.
Προηγούμενοι θεολόγοι είχαν καταβάλει αρκετή προσπάθεια για να αποδείξουν πως, ακόμα κι αν οι πράξεις του Θεοΰ στον κόσμο δεν ήταν απαραίτητες, από ανθρώπινη άποψη δεν ήταν παράλογες. Χάριν της διαύγειας, αλλά ίσως και για να σκανδαλίσει, ο Γουλιέλμος δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτού του είδους τις αποδείξεις. Του άρεσε να υποστηρίζει ότι ο Θεός μπορούσε, αν το επιθυμούσε, να καταδικάσει τους αθώους και να επιβραβεύσει τους ενόχους ή να κάνει δύο στερεά αντικείμενα να καταλαμβάνουν τον ίδιο χώρο ταυτόχρονα. Το θέμα ήταν να αποδειχτεί ότι η απόλυτη ελευθερία και η δύναμη του Θεού δεν περιορίζονταν από τις δικές μας ιδέες περί δικαιοσύνης ή κοινής λογικής. Ο Θεός δεν κηρύσσει τα πράγματα καλά επειδή είναι καλά· είναι καλά επειδή αυτός τα κηρύσσει ότι είναι. Και δεν τηρεί τους νόμους της φύσης επειδή είναι νόμοι- είναι νόμοι στο μέτρο που επιλέγει να τους τηρεί. Όλα αυτά, υπό διαφορετικός συνθήκες, μπορεί να είχαν εγείρει μια ενδιαφέρουσα συζήτηση στις σχολές, αλλά οι επίτροποι του πάπα στην Αβινιόν δε βρίσκονταν εκεί για να κάνουν λόγιες συζητήσεις. Είχαν κληθεί για να κρίνουν έναν άντρα που είχε γράψει ότι ο Λυτρωτής μας θα μπορούσε θαυμάσια να ήταν γάιδαρος ως Ιησούς Χριστός.
"Ισως επειδή διατυπώσεις δόγματος που σκανδαλίζουν δεν είναι αναγκαστικά αιρετικές, οι παπικοί επίτροποι ξόδεψαν σχεδόν τέσσερα χρόνια επεξεργαζόμενοι τη δίκη κατά του Γουλιέλμου, ενώ εκείνος έγραφε τη Σύνοψη της Λογικής και συζητούσε για πολιτική με τον Μιχαήλ της Κεσίνης. Τελικά, το 1327 εξέδωσαν πενήντα ένα άρθρα μομφής, που περιέγραφαν τις ιδέες του (ανάλογα με την εξεταζόμενη πραγματεία) ως «αιρετικές», «ψευδείς», «επικίνδυνες», «εσφαλμένες», «επιπόλαιες» ή «αντιφατικές». Κανονικά, το επόμενο βήμα θα ήταν να αποσύρει ο Γουλιέλμος τις καταδικασμένες προτάσεις και να υποσχεθεί ότι δε θα αμαρτήσει πλέον, μια κοινή πρακτική των ακαδημαϊκών που είχαν βγει νοκ άουτ συμπλεκόμενοι με την εξουσία της Εκκλησίας. "Ισως να του επιβάλλονταν διάφορες ποινές, που θα κυμαίνονταν από τον τερματισμό της ακαδημαϊκής του σταδιοδρομίας μέχρι ηπιότερες μορφές επίπληξης ή τιμωρίας. Μια άλλη πιθανότητα, φυσικά, θα ήταν να αρνηθεί να ανακαλέσει ή να επιμείνει να υποστηρίξει τις προγραμμένες απόψεις δημόσια, μια πορεία δράσης που θα οδηγούσε, τελικά, στην πυρά. Ο Γουλιέλμος αρνήθηκε να ακολουθήσει τόσο τη μία όσο και την άλλη εναλλακτική. Ο νέος του φίλος, ο Μιχαήλ, είχε επίσης καταδικαστεί από παπική επιτροπή - στην περίπτωσή του, επειδή είχε αρνηθεί να δεχτεί το διάταγμα του πάπα που δήλωνε ότι η άρνηση των Πνευματικών να κατέχουν περιουσία ήταν αιρετική. (Η κατοχή ιδιοκτησίας οποιοσδήποτε είδους ήταν θετική αρετή, δήλωνε ο Ιωάννης ΚΒ'!)
Μαζί με τον Μιχαήλ, ο Γουλιέλμος αποφάσισε να εκμεταλλευτεί μια νέα εναλλακτική, που είχε προκύψει από τον ανηλεή πόλεμο μεταξύ του πάπα και ορισμένων κοσμικών ηγεμόνων: να καταψύχει στην επικράτεια ενός φιλόξενου, αντιπαπικου ηγεμόνα.
Ο βασιλιάς Λουδοβίκος ο Βαυαρικός ήταν ακριβώς ένας τέτοιος ηγεμόνας - από τη νέα γενιά ηγεμόνων, που δεν εντυπωσιαζόταν καθόλου από την εξουσία του πάπα να αφορίζει τους εχθρούς του. Επί δέκα σχεδόν χρόνια, εκείνος και ο Φρειδερίκος της Αυστρίας είχαν δώσει λυσσαλέες μάχες για τον τίτλο του Γερμανού βασιλιά - μια διαμάχη που έληξε υπέρ του Λουδοβίκου στο πεδίο της μάχης, το 1322. Αλλά η νίκη άφησε το Βαυαρό μονάρχη με έναν ακόμα πιο αδυσώπητο εχθρό: τον ίδιο τον πάπα Ιωάννη Παύλο ΚΒ'. Όπως οι Γερμανοί ηγέτες πριν απ’ αυτόν, έτσι και ο Λουδοβίκος ήλεγχε πολλά εδάφη στη Βόρεια Ιταλία. Φιλοδοξία του ήταν να στεφθεί αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και να πετυχει εκεί όπου ο Φρειδερίκος Β' είχε αποτύχει, να επεκτείνει την ηγεμονία του και στα παπικά κράτη. Για να τον εμποδίσει, ο πάπας αναγνώρισε τον Φρειδερίκο της Αυστρίας ως νόμιμο βασιλιά της Γερμανίας και απαίτησε να πάει ο Λουδοβίκος στην Αβινιόν και να παραδώσει εκεί το στέμμα του.
Όπως ήταν φυσικό, ο Λουδοβίκος αρνήθηκε να συμμορφωθεί. Αντίθετα, επιδεικνύοντας τη νέα εξουσία που ασκούσαν οι κοσμικοί ηγέτες έναντι των εκκλησιαστικών στα βασίλειά τους, συγκάλεοε γενική σύνοδο των Γερμανών επισκόπων για να υποστηρίξουν τις διεκδικήσεις του. Τότε ο Ιωάννης Παύλος αφόρισε τον Λουδοβίκο και ο Γερμανός ηγεμόνας τού το ανταπέδωσε βάζοντας τους επισκόπους «του» να δηλώσουν ότι ο ίδιος ο πάπας ήταν ένας αιρετικός που έπρεπε να εκθρονιστεί. (Πράγματι, ο πάπας Ιωάννης είχε κάνει κάποιες πολύ παράξενες δογματικές δηλώσεις, που τον εξέθεσαν σ’ αυτή την αντεπίθεση.)41 Τότε ο Λουδοβίκος συμμάχησε με τον παλιό του εχθρό, Φρειδερίκο της Αυστρίας, πήγε στη Ρώμη και στέφθηκε αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από τους ίδιους αριστοκράτες που είχαν κάποτε απαγάγει τον πάπα Βονιφάτιο Η'.
Τον Απρίλιο του 1328, καρδινάλιοι αφοσιωμένοι στον Λουδοβίκο εξέλεξαν δικό τους πάπα και τον ενθρόνισαν στο Βατικανό. Για μία ακόμα φορά, σκανδαλωδώς, η Εκκλησία είχε δυο πάπες, έναν οτην Αβινιόν και έναν στη Ρώμη. Ο Λουδοβίκος έφυγε για την Πίζα, και εκεί είναι που τον βρήκε ο Γουλιέλμος του Όκαμ. Ο Όκαμ, ο Μιχαήλ της Κεσίνης και άλλος ένας φραγκισκανός κατηγορούμενος για αίρεση είχαν προτιμήσει να τραπούν σε φυγή από την Αβινιόν αντί να περιμένουν τις καταδίκες τους. Ο Λουδοβίκος, ο οποίος πιθανότατα κανόνισε τη διαφυγή τους, ήταν καταχαρούμενος που υποδεχόταν τόσο διάσημες, πολυμαθείς και αντιπαπικές προσωπικότητες στην Αυλή του. Τους δέχτηκε ως φίλους, υποσχόμενος να τους πάρει στην πρωτεύουσά του, το Μόναχο, και να τους προστατέψει από την οργή του πάπα. Ο Όκαμ ήταν εξίσου ενθουσιασμένος με τη νέα συμμαχία. «Με υπερασπίζεσαι με το σπαθί σου», λέγεται ότι του αποκρίθηκε τολμηρά, «κι εγώ θα σε υπερασπίζομαι με την πένα μου».
Αν πραγματικά αυτός ήταν ο όρκος του, ο Γουλιέλμος τον τήρησε. Το Μόναχο είχε γίνει το δημοφιλέστερο μέρος εξορίας για εμιγκρέδες φιλοσόφους, που συμφώνησαν πρόθυμα να βοηθήσουν το Γερμανό βασιλιά στον αγώνα του εναντίον του Ιωάννη ΚΒ'. Οι φραγκισκανοί φυγάδες, οι οποίοι σύντομα θα αφορίζονταν επειδή κατέφυγαν στο εχθρικό στρατόπεδο, ανακάλυψαν σ’ αυτή την πόλη μια κοινότητα λογίων που διαφωνούσαν έντονα μεταξύ τους, αλλά που ήταν ενωμένοι στην αντίθεσή τους κατά των παπικών ισχυρισμών περί αλάθητου σε δογματικά ζητήματα και στην απόλυτη υπακοή σε ζητήματα Εκκλησιαστικού Δικαίου και πολιτικής. Οι ριζοσπάστες «αβερροϊστές» Ζαν ντε Ζαντέν και Μαρσίλιος της Πάντοβα βρίσκονταν στην πόλη γράφοντας την πραγματεία τους κατά της παπικής αυθεντίας, με τίτλο Υηέρμαχος της Ειρήνης. Κάποιοι αρχηγοί της γερμανικής πνευματικής αδελφότητας των Μπεγκουάρδων βρίσκονταν επίσης εκεί, καθώς και οι οπαδοί του αμφιλεγόμενου δομινικανού μυστικιστή Μάιστερ Έκαρτ. Πέφτοντας «με τα μούτρα» στη συγγραφή πολιτικών και εκκλησιαστικών θεμάτων, ο Γουλιέλμος εγκατέλειψε τη θεωρητική θεολογία και πέρασε τα επόμενα δέκα χρόνια στο Μόναχο γράφοντας υπέρ της θέσης των Πνευματικών περί πενίας και περί ελευθερίας της Εκκλησίας. Πέθανε εκεί το 1349, πιθανότατα θύμα της αρρώστιας που τα καταστροφικά της αποτελέσματα σημάδεψαν το τέλος μιας εποχής: του Μαυρου Θανάτου.
Οι ιδέες του Όκαμ σχετικά με τη θέση της Εκκλησίας στον κόσμο ήταν, με τον τρόπο τους, εξίσου ριζοσπαστικές με τη θεολογία του. Υποστήριζε το φραγκισκανικό ιδεώδες ενός φτωχού κλήρου, αρνιόταν την εξουσία του πάπα να κυβερνάει τους κοσμικούς ηγεμόνες και υποστήριζε ότι η έσχατη πηγή θρησκευτικής εξουσίας ήταν ο λαός της Εκκλησίας και όχι η ιεραρχία της. Πάπες και καρδινάλιοι ήταν απλώς άνθρωποι. Μπορούσαν να αμαρτάνουν, να σφάλλουν και να πέφτουν σε αίρεση (και το έκαναν). Γι’ αυτό το λόγο, ο Γουλιέλμος θεωρούσε τον αφορισμό του από έναν αιρετικό πάπα άκυρο. Μερικοί έχουν αποκαλέσει τον Όκαμ πρώτο προτεστάντη, κι όμως παρέμεινε έντονα καθολικός. Αντίθετα με τον Μαρσίλιο της Πάντοβα, δεν ενδιαφερόταν να υποτάξει την Εκκλησία στην Κοσμική απολυταρχία ή να αρνηθεί τη νομιμότητα του πάπα ως κεφαλής της Εκκλησίας, εφόσον ο ποντίφικας ενεργούσε σύμφωνα με το θεϊκό νόμο. Αντίθετα με τον Μαρτίνο Λούθηρο και τους προτεστάντες του επόμενου αιώνα, πίστευε ότι η Εκκλησία, όπως και η Βίβλος, ήταν πηγή αλήθειας εξ αποκαλύψεως και ότι δε θα έπρεπε ποτέ να διχαστεί. Ο Γουλιέλμος έχει περιγράφει ως «ένας άντρας που ήταν ταυτόχρονα παράξενα σύγχρονος κι όμως ολότελα μεσαιωνικός». Στην πολιτική, όπως και στη θεολογία, ανήκε τόσο στο μέλλον όσο και στο παρελθόν.
***
Τα τέκνα του Αριστοτέλη · Ρουμπενστάιν Ρίτσαρντ
1 σχόλιο:
https://synergon--info-blogspot-com.translate.goog/2022/07/giftgruner-betrug-kunstliche-ernahrung.html?_x_tr_sl=de&_x_tr_tl=el&_x_tr_hl=en&_x_tr_pto=wapp
Δημοσίευση σχολίου