Συνέχει από: Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2022
Nihilism Before Nietzsche
Michael Allen Gillespie
Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας
ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟΗ ΑΥΓΗ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟΥ.
Ρομαντισμός και μηδενισμός.
Ο ολοκληρωμένος Φάουστ του Goethe ποτέ δεν κατανοήθηκε επαρκώς, ούτε έγινε αποδεκτός από τους ρομαντικούς. Σάστισαν και δυσαρεστήθηκαν με το τελειωμένο έργο και προτίμησαν αντ' αυτού το Απόσπασμα του 1790. Οι Grillparzer, Hebbel, Mörike, Keller και C.F. Meyer ήσαν ολοφάνερα εχθρικοί ως προς το δεύτερο μέρος του έργου και λίγο πολύ το αντιμετώπισαν ως εκκεντρική αλληγορία. Το τέλος ιδίως προκάλεσε την οργή των ρομαντικών. Η σωτηρία του Φάουστ έμοιαζε με το αποκορύφωμα του παραλογισμού. Σύμφωνα με τη γνώμη τους, ο Φάουστ ήταν ελαττωματικός ήρωας, ανεπαρκώς αφοσιωμένος στην απόλυτη υποκειμενικότητα και ελευθερία, ανησυχούσε πολύ για τη συμφιλίωση με τον κόσμο, ήταν κοινότυπος ως προς τις απώτερες βλέψεις του, και τελικά πολύ μικρόψυχος μέσα στην κακότητά του για να χρησιμεύσει ως υπόδειγμα για κάποιον ανώτερο άνθρωπο.
Η απογοήτευση των ρομαντικών με τον ολοκληρωμένο Φάουστ συγκρίνεται μόνο με τον ενθουσιασμό που επέδειξαν για τον Μάνφρεντ, τον όχι και τόσο μακρινό ξάδελφο του Φάουστ. Πράγματι, για πολλούς ρομαντικούς ο Μάνφρεντ ήταν ο ήρωας που έπρεπε να είναι ο Φάουστ, η πραγμάτωση της λαμπρής σύλληψης του νεαρού Goethe την οποία εκμαύλισε ο γηραιός Goethe. Εν μέρει αυτό ήταν ασφαλώς αποτέλεσμα της χρονικής στιγμής.
Ο Byron ολοκλήρωσε τον Μάνφρεντ το 1817, και δημοσιεύθηκε την ίδια χρονιά. Άρα η έκδοσή του ανάγεται στο μεσοδιάστημα μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου μέρους του Φάουστ. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Byron επηρεάστηκε σημαντικά όσον αφορά τη σύνθεση του Μάνφρεντ από το σπουδαίο έργο του Goethe, αλλά είναι επίσης σαφές ότι ο σκοπός του έργου του είναι ριζικά διαφορετικός από εκείνον του Φάουστ. Τόσο ο Φάουστ όσο και ο Μάνφρεντ επιζητούν να γίνουν κάτι παραπάνω από άνθρωποι· αμφότεροι σαγηνεύτηκαν από το δαιμονιακό, αμφότεροι καθορίζονται από αυτό και αμφότεροι ωθούνται στις πιο ποταπές κακοήθειες. Παρά τα εγκλήματά του, ο Φάουστ μπορεί να σωθεί διότι το πνεύμα της άρνησης που τον παρασύρει βρίσκεται πάντα στην υπηρεσία του καλού. Ο Μάνφρεντ, αντιθέτως, είναι καταδικασμένος, χωρίς ελπίδα σωτηρίας, διότι η δαιμονιακή δύναμη που τον εμψυχώνει είναι αξεδιάλυτα συνδεδεμένη με το κακό.
Ο Μάνφρεντ, όπως και ο Φάουστ, αναγνωρίζει την ανεπάρκεια της παραδοσιακής γνώσης εν γένει και επιδιώκει τη βαθύτερη κατανόηση του κόσμου μέσω της μαγείας. Αυτή η γνώση δεν αποκτάται μέσω της παρατήρησης του φυσικού κόσμου ή των πορισμάτων της λογικής, αλλά μέσω της άμεσης ενόρασης των αισθημάτων τα οποία συνδέονται με τα «πνεύματα του απέραντου σύμπαντος» (1.1.29). Τέτοιου είδους ενόραση, ωστόσο, περιορίζεται από τα κοινωνικά ήθη, και γι' αυτό μπορούμε να συλλάβουμε την αλήθεια μόνο όταν διαλυθούν αυτοί οι δεσμοί. Τότε και μόνο τότε αισθανόμαστε πραγματικά. Ο Μάνφρεντ αποκτά τέτοια υπεράνθρωπη γνώση και ελευθερία, αλλά με τρομακτικό τίμημα. Για να γνωρίσει τον κόσμο σε όλο του το βάθος, πρέπει να καταστρέψει τα ιερά και τα θέσφατά του. Η γνώση του επομένως αναφύεται από το πιο αποτρόπαιο έγκλημα, τον βιασμό της αδελφής του, και την αυτοκτονία της. Αυτά τα συμβάντα διαμορφώνουν το υπόβαθρο του έργου.
Εκ πρώτης όψεως το έργο μοιάζει να αναφέρεται στις τύψεις ενός άνδρα ο οποίος βασανίζεται από ενοχή για κάποια ακατονόμαστη πράξη. Ωστόσο, αν και ο Μάνφρεντ αισθάνεται ένοχος, δεν μετανοεί για ό,τι έκανε, και μάλιστα θα το ξαναέκανε. Φθάνει στο σημείο να αγκαλιάσει το φάντασμα της αδελφής του, κραυγάζοντας «θα σε σφίξω στην αγκαλιά μου και θα ξαναγίνουμε...», όταν το φάντασμα εξαφανίζεται (1.1.190-191). Η επιθυμία του είναι τεράστια και τον οδηγεί έξω από κάθε όριο. Αυτή είναι η πηγή της υπεράνθρωπης ελευθερίας του. Γνωρίζει το κόστος του μεγαλείου του και είναι πρόθυμος να πληρώσει το φοβερό τίμημα, είναι πρόθυμος να αναλάβει την τρομακτική ενοχή που συνεπάγεται το έγκλημά του. Ο Φάουστ λιποψυχεί μπροστά στον θάνατο της Γκρέτα και προφυλάσσεται με τη λησμονιά που επιφέρει η φύση. Ο Μάνφρεντ ζει με τη σταθερή συνείδηση της πράξης του. Μάλιστα, οφείλει να μη λησμονήσει την πράξη του, γιατί η επίγνωση του εγκλήματός του είναι η πηγή της ελευθερίας του, της γνώσης του και του μεγαλείου του. Το ύψος στο οποίο έχει φθάσει θα διατηρηθεί με τη συνεχή αναδρομή στα αβυσσαλέα βάθη απ' όπου αναδύθηκε. Αποφεύγει να ξεγλιστρήσει στην καθημερινότητα ζώντας μέσα σε αυτή τη φρίκη. Σε αντιδιαστολή με τον Φάουστ, ο Μάνφρεντ δεν εθελοτυφλεί μπροστά στη φρικιαστική αλήθεια, αλλά ζει μέσα σε αυτή.
Ο χαρακτήρας της εγκληματικής πράξης του Μάνφρεντ δεν είναι τυχαίος. Είναι η υπέρτατη έκφραση του είναι του, η άρνηση της ετερότητας, η προσπάθεια να εξαλειφθούν όλα τα όρια και να απορροφηθεί καθετί μέσα στο εγώ. Άρα ο Μάνφρεντ παραβαίνει τον ιερότερο νόμο της διαφοράς, την απαγόρευση της αιμομειξίας, που χαράσσει τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε όσα πράγματα είναι πιο κοντά το ένα στο άλλο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό στην περίπτωσή του, επειδή η Αστάρτη δεν είναι απλώς η αδελφή του αλλά η δίδυμή του από κάθε άποψη εκτός από μία: είναι ευγενικότερη και πιο συμπονετική. Ο Μάνφρεντ βλέπει τον εαυτό του σε αυτή και την αγαπά με όλη του τη φιλαυτία, εκμηδενίζοντας την ανεξαρτησία της. «Την αγάπησα και την κατέστρεψα!» (2.2.117). Ακόμη και η αγάπη, η κατ' εξοχήν πηγή της συμφιλίωσης, γίνεται μηχανή καταστροφής όποτε τίθεται στην υπηρεσία του αυτόβουλου εγώ.
Το πνεύμα της αδελφής του Μάνφρεντ καθιστά σαφείς τις συνέπειες από την παραβίαση αυτού του νόμου: «Στο όνομα της παγωμένης καρδιάς και του φιδίσιου χαμόγελού σου, / Στο όνομα των απύθμενων αβύσσων της πανουργίας σου, / Στο όνομα του απατηλά πιο ενάρετου βλέμματος, / Στο όνομα της σφαλισμένης υποκρισίας της ψυχής σου· / Στο όνομα της τελειότητας της τέχνης σου / Που φέρνει για ανθρώπινη τη δική σου καρδιά· / Στο όνομα της ηδονής με τον πόνο των άλλων / Και στο όνομα της αδελφοσύνης με τον Κάιν, / Σε επικαλούμαι! Και σε εξαναγκάζω / Να γίνεις γνήσια Κόλαση!» (1.1.242-251).
Ο Φάουστ εξαγνίζεται από την ενοχή, ανανεώνεται, είναι σε θέση να επιτύχει κάποιο είδος συμφιλίωσης με τον κόσμο. Ο Μάνφρεντ είναι εντελώς απομονωμένος από τον κόσμο και τους υπόλοιπους ανθρώπους. Είναι η δική του κόλαση, και μάλιστα κόλαση απ' όπου δεν μπορεί να δραπετεύσει, ούτε καν θέλει να δραπετεύσει, επειδή η απόδραση είναι δυνατή υπό την προϋπόθεση ότι θα θυσιάσει την υπεράνθρωπη ελευθερία και γνώση του, παραιτούμενος από την ανωτερότητα του εγώ που εδραίωσε το έγκλημά του. Έτσι, απορρίπτει την προσφορά μιας μάγισσας να τον θεραπεύσει εάν δηλώσει υποταγή στη θέλησή της (2.2.157-159). Ο πόνος του είναι μεγάλος, αλλά ακόμη μεγαλύτερη είναι η υπεράνθρωπη υπερηφάνεια του.
Το μεγαλείο του Μάνφρεντ είναι το υπόδειγμα για ένα νέο είδος τραγικού ήρωα, του οποίου η κολοσσιαία ευγένεια ήταν αδιανόητη ίσαμε τότε. Καταφρονεί ακόμη και τους δαίμονες οι οποίοι έρχονται να ζητήσουν την ψυχή του:
Μάνφρεντ: Την περασμένη δύναμή μου / Δεν την κέρδισα ύστερα από συμφωνία με το τσούρμο σου, / Μα με ανώτερη επιστήμη -κακουχίες, τόλμη / και μακρόχρονη παρατήρηση, ρωμαλεότητα του νου, κι επιδεξιότητα / Στη γνώση των Πατέρων μας- όταν η γη / Θωρούσε πνεύματα κι ανθρώπους να βαδίζουν πλάι πλάι, / Και δεν σας λογάριαζε για ανώτερα: Στεριώνω / Πάνω στη δύναμή μου σας προκαλώ – σας αψηφώ – / Σας αποστρέφομαι, και σας καταφρονώ!
Πνεύμα: Μα τα πολλά εγκλήματά σου σε φτιάξανε –
Μάνφρεντ: Και τι είναι τούτα μπροστά στα δικά σου; / Πρέπει τα εγκλήματα να τιμωρούνται με άλλα εγκλήματα / Και μεγαλύτερους εγκληματίες; Άμε στην κόλασή σου! / Δεν έχεις καμία εξουσία πάνω μου, το νιώθω· / Ποτέ δεν θα μ΄ εξουσιάσεις, το ξέρω: / Ό,τι έκανα το έκανα· ζω μέσα μου / Ένα μαρτύριο που τίποτα δεν έχει να κερδίσει από σένα: / Ο Νους, που 'ναι αθάνατος, κάνει από μόνος του / Τα αντίτιμα για τις καλές ή τις κακές του σκέψεις, - / Είναι από μόνος του ρίζα αρρώστιας και τέλους-/ Και είναι από μόνος του τόπος και χρόνος: η ενύπαρκτη αίσθησή του, / Όταν απεκδυθεί αυτής της θνητότητας, δεν αναζητά / Λάμψη από τα φευγαλέα πράγματα απαλλαγμένη, / Αλλά εγκαταλείπεται στην εγκαρτέρηση ή στην ηδονή,/ Από τη γνώση της δικής του ερημιάς. / Εσύ δεν θα με δελεάσεις, κι εσύ δεν μπορείς να με δελεάσεις / Δεν ήμουν το κορόιδο σου, ούτε είμαι λεία σου - / Υπήρξα ο εξολοθρευτής του εαυτού μου, και θα 'μαι / Ο εαυτός μου από δω και μπρος. (3.4.113 - 140).
Εδώ δεν είναι ο Θεός που άρχει αλλά το αυτοδημιούργητο εγώ. Ο Μάνφρεντ αξιώνει ανώτερη θέση από τους δαίμονες και από τον ίδιο τον Θεό, θέλει να είναι αθάνατος νους που κατασκευάζει τον εαυτό του και τον κόσμο, που ζει μέσα στον εαυτό του και τον απολαμβάνει ή υποφέρει από τον εαυτό του. Σε αυτή την προοπτική απηχεί τις απόψεις του Fichte και των ρομαντικών της Ιένας. Ο Μάνφρεντ όμως φθάνει να αναγνωρίσει ό,τι ο Fichte ποτέ δεν φανταζόταν και οι πρώτοι ρομαντικοί απλώς υποψιάζονταν: το να είναι κανείς δημιουργός του εαυτού του σημαίνει ότι είναι δικαστής, ένορκος και εκτελεστής του εαυτού του.
Ο Camus αλλά και άλλοι υποστήριξαν ότι αυτή η εσωτερική ταλαιπωρία, που είναι τυπικό χαρακτηριστικό του ρομαντισμού, εκπηγάζει από την τεράστια επιθυμία της βούλησης για απελευθέρωση πάση θυσία και από τη συνακόλουθη αδυναμία να απελευθερωθεί από τους ηθικούς φραγμούς της. Αυτή η ερμηνεία δεν κατανοεί την εύθραυστη αλήθεια που αποκαλύπτει ο Μάνφρεντ. Εάν ο ίδιος είναι ο κόσμος του, τότε το έγκλημά του δεν έγκειται στη βλάβη που προκαλεί σε κάποιον τρίτο αλλά στην καταστροφή του άλλου μέσα στον εαυτό του. Ο βιασμός της αδελφής του είναι ο βιασμός του εαυτού του και ο θάνατός της είναι ο θάνατος του ευγενέστερου και πιο φιλόστοργου εαυτού του. Το έγκλημά του είναι η τιμωρία του. Έγινε, όπως προέβλεψε το πνεύμα της αδελφής του, η ίδια του η κόλαση. Η μεγάλη ελευθερία και η γνώση του είχαν ως αντίτιμο την αποκτήνωσή του· διέκοψε κάθε σχέση με ό,τι είναι έξω από τον εαυτό του, και έτσι περιορίστηκε στην κενή σφαίρα του εαυτού. Η ελευθερία του υπ' αυτή την έννοια είναι η ελευθερία του κενού και έγινε υπεράνθρωπος με το να γίνει υπάνθρωπος.
Ο Φάουστ, όπως επισημάναμε, είναι, στην καλύτερη περίπτωση, συναισθηματική τραγωδία. Ο Μάνφρεντ, αντιθέτως, είναι η υπέρτατη τραγωδία του ρομαντισμού, η τραγωδία του εγώ που αναζητά απόλυτη ελευθερία και γνώση. Αυτή η τραγωδία δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας σκοτεινής και ακατανόητης μοίρας, ούτε κάποιου ελαττώματος στον χαρακτήρα. Ο Μάνφρεντ θέλει την τραγωδία του, θέλει τα βάσανα και την καταστροφή του. Ο ίδιος, και όχι κάποιος άλλος, κάνει τον εαυτό του τέρας. Αυτός ακριβώς ο ηθελημένος χαρακτήρας του πεπρωμένου τού αποκαλύπτει την έκταση της νέας δυνατότητας για μεγαλείο που ο ίδιος αντιπροσωπεύει. Αυτή η νέα ανωτερότητα υπερβαίνει σε τέτοιο σημείο την κατανόησή μας, ώστε μπορεί να ταυτιστεί μόνο με την οδύνη που ο Μάνφρεντ είναι διατεθειμένος να υπομείνει για να την κατακτήσει. Πέρα από αυτό το σημείο ο ρομαντισμός δεν μπορεί να προχωρήσει («Ο εαυτος δεν μπορεί να προχωρήσει στην κατεύθυνση του Μάνφρεντ περισσότερο απ' ό,τι ο ίδιος ο Μάνφρεντ προχωρεί. Στο αδιέξοδο υπάρχει μόνο ο ίδιος, εκείνοι οι κλειστοί τοίχοι και εκείνο το πικρό βασίλειο του νου στο οποίο είναι αφέντης και υπεξούσιος και, όπως υποστηρίζει, καταστροφέας του εαυτού του». Garber, Self, Text, and Romantic Irony, σ.134). Στον Μάνφρεντ ο τίγρης του Blake και ο μυστηριώδης δημιουργός του τίγρη έγιναν ένα· έγιναν η χίμαιρα.
Ο Goethe ποτέ δεν έφθασε σε αυτό το ύψος ή σε αυτό το βάθος, και προσπάθησε να προειδοποιήσει την ανθρωπότητα γύρω από τους κινδύνους μιας τέτοιας κατεύθυνσης. Ο Goethe, εν τούτοις, δεν ήταν σε θέση να προσφέρει το είδος της προειδοποίησης που ήταν αναγκαίο, επειδή αγαπούσε τον ηρωικό αγώνα όσων σκαρφάλωναν σε αυτή την απατηλή κορυφή και έπεφταν μέσα στη σκοτεινή άβυσσο. Επομένως δεν μπορεί τελικά να καταδικάσει τον Φάουστ. Ο Goethe όμως συναισθάνθηκε τουλάχιστον τον κίνδυνο ενός τέτοιου ταξιδιού, έστω κι αν ήταν σαγηνευμένος από αυτό. Προς το τέλος της αυτοβιογραφίας του Ποίηση και αλήθεια ο Goethe περιγράφει πώς, αφού πήρε μία από τις σπουδαιότερες αποφάσεις της ζωής του, απέρριψε μια τελευταία έκκληση να την επανεξετάσει. Γεμάτος πάθος και ενθουσιασμό, αναφωνεί τα λόγια που έβαλε στο στόμα του πιο δαιμονιακού του ήρωα, του Έγκμοντ: «Τέκνο, τέκνο! Φθάνει πια! Λες και μαστιγώνονται από αόρατα πνεύματα, τα άτια του χρόνου αφηνιάζουν με το φωτεινό άρμα του πεπρωμένου μας· και δεν απομένει τίποτε άλλο για να κάνουμε παρά να κρατηθούμε από τα γκέμια θαρραλέα και να οδηγήσουμε τους τροχούς πότε δεξιά και πότε αριστερά, αποφεύγοντας κάποια κοτρόνα εδώ, κάποιον γκρεμό παρακάτω. Κατά πού πηγαίνει, ποιος ξέρει; Δύσκολα θα θυμηθεί από πού έρχεται».
Αντίθετα, οι διάδοχοι του Goethe, οι ενθουσιώδεις αναβάτες του τίγρη στον δέκατο ένατο αιώνα, συχνά ήσαν τόσο απορροφημένοι με το ταξίδι τους, ώστε ήσαν απρόθυμοι ή ανίκανοι να αναγνωρίσουν το αβυσσαλέο πεπρωμένο τους.
ΕΛΠΙΖΟΥΜΕ ΓΡΗΓΟΡΑ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΚΑΘΑΡΑ ΤΗΝ ΛΕΠΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΠΟΥ ΕΝΩΝΕΙ ΤΑ ΟΡΑΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΑΡΡΑΡΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου