Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (137)

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Συνέχεια από: Τετάρτη 31 Αυγούστου 2022

                                                 Jacob Burckhardt
                                                       ΤΟΜΟΣ 2ος
                                    ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ:
 ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ -12

Θα εγκαταλείψουμε τώρα την προϊστορία του ελληνικού πεσιμισμού, όπως αναδύεται μέσα από το μύθο και τη φωνή του, δηλαδή το έπος, για να στραφούμε προς τις αντιλήψεις των Ελλήνων της ιστορικής εποχής. Θα παραμερίσουμε και σ’ αυτή την περίπτωση κάθε παραλληλισμό με την εγγύτερη και την απώτερη Ανατολή, καθώς και με την Αίγυπτο, και κυρίως ως προς το ερώτημα αν θα ήταν δυνατή κάποια πνευματική σχέση ανάμεσα σ’ αυτούς τους λαούς και τους Έλληνες· δεν θα ασχοληθούμε επιπλέον εδώ με γενικεύσεις, αλλά με μια αντιπαράθεση γεγονότων και διαπιστώσεων. Σκοπός μας δεν είναι να προσδιορίσουμε σε ποιο βαθμό ένας άνθρωπος είναι πραγματικά σε θέση να καθορίσει τί αντιπροσωπεύει η ευτυχία και η δυστυχία για τον ίδιο και τους συνανθρώπους του, και βασικά τους συμπατριώτες του· η τρέχουσα αντίληψη βασίζεται στο γεγονός ότι αυτό που ένας άνθρωπος αντιλαμβάνεται ως ευτυχία ή δυστυχία περιλαμβάνει και τον ίδιο, και σ’ αυτή ακριβώς την προοπτική θα πρέπει να παραχωρήσουμε το λόγο στους Έλληνες.

     Κατ’ αρχάς πρόκειται για ένα λαό που συναισθάνεται και συνειδητοποιεί τις οδύνες του σε ύψιστο βαθμό. Σε απόλυτη αντίθεση με την απροϋπόθετη υποταγή ολόκληρων ομάδων ασιατικών λαών, και με την στοχαστική αταραξία, ο Έλληνας εκθέτει στο πεπρωμένο την πλέον ευάλωτη πλευρά του, έτσι ώστε αυτό το πεπρωμένο να μπορεί να τον λαβώνει κάθε μέρα και κάθε ώρα, όχι μόνο στο σώμα αλλά και στην ψυχή του. Υπάρχουν λαοί που από τις απαρχές τους ως και την εποχή την ανάπτυξης κάποιου είδους πολιτισμού διατηρούν τα αντανακλαστικά της φυλής τους· ο Έλληνας όμως κατέκτησε πολύ νωρίτερα από όλους την ατομικότητα, και ανέλαβε έκτοτε αδιάσπαστο το φορτίο της δόξας και της οδύνης. Στην εποχή του έπους ήδη, οι γεννήτορες του Αχιλλέα και του Γλαύκου στέλνουν τους υιούς τους να πολεμήσουν στην Τροία με την ακόλουθη ευχή: «Να είναι πάντοτε πρώτοι και να δίνουν το παράδειγμα στους άλλους»· και έκτοτε τους ήρωες δεν συνοδεύει μόνο η εντολή να πολεμήσουν τον εχθρό, αλλά να ανταγωνιστούν επίσης τους συμπολεμιστές τους, και ήδη γεννιέται ένα θανάσιμο μίσος κατά των αρχηγών. Ακολούθησε η εποχή όπου οι αγώνες στην πατρίδα και τα μεγάλα κέντρα αθλητικής άμιλλας συνεπήραν το σύνολο του ελληνικού έθνους προσφέροντάς του τη λατρεία της δόξας των νικητών, ενώ οι ηττημένοι, που ήταν και η πλειοψηφία, βίωναν μιαν ασύγκριτα βαθύτερη απόγνωση απ’ όση ήταν η ευτυχία των άλλων. Θα μπορούσαμε ασφαλώς να αναρωτηθούμε αν ο ενθουσιασμός για τους νικητές στους αγώνες, τους στεφανωμένους ήρωες μετά από κάποιο μεγάλο κατόρθωμα, συναίσθημα που συνόδεψε τους Έλληνες όλων των εποχών, δεν εξέφραζε μιαν εξάρτηση από την κρίση των άλλων, και αν στο σύνολό τους αυτός ο λαός δεν ζούσε σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη ματιά των άλλων. Οπωσδήποτε όμως θα πρέπει να ήταν εξοικειωμένος. Έπειτα ήρθε η εποχή της προβολής και της ανάδειξης ατομικών δυνατοτήτων στα πλαίσια της πόλης, η οποία στο μεταξύ είχε κατακτήσει τη δημοκρατία, και εδώ θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την πραγματική Αθήνα του Περικλή, και όχι εκείνη την ομόφωνα παραποιημένη εκδοχή της, ξεκινώντας ακριβώς και σ’ αυτή την περίπτωση από τα γεγονότα που συνόδεψαν το τέλος της ζωής του ίδιου του Περικλή. Έκτοτε, η πολιτική μεν ασκήθηκε από τα πρόσωπα που γνωρίζουμε μέσα από τους ιστορικούς και τους ρήτορες του 5ου και του 4ου αιώνα, αλλά η καθημερινή ζωή της πόλης ήταν κατά κάποιο τρόπο αυτή που ανέχθηκε τους καταδότες και τις θανατηφόρες συκοφαντίες· είναι άραγε δυνατόν να μας αποτρέψει κανείς από την αναφορά στις αναρίθμητες περιπτώσεις αυτών που υπήρξαν θύματα εξ αιτίας και μόνο του γεγονότος ότι αναγκάστηκαν να σιωπήσουν; τη στιγμή που τα γεγονότα μιλούν από μόνα τους, ξεκινώντας από το μεγάλο ποσοστό ικανών ανθρώπων που απομακρύνθηκαν από το Κράτος και επέλεξαν να ζήσουν σε απόλυτη ένδεια, χωρίς να αποκτήσουν ποτέ οικογένεια; Αυτοί όλοι όμως ήσαν Έλληνες, δηλαδή άνδρες με όλες τις ικανότητες που θα τους επέτρεπαν να διακριθούν, και πολλοί απ’ αυτούς άνθρωποι ολοκληρωμένοι, με εκλεπτυσμένα χαρίσματα, οι οποίοι συνήθως δεν παραιτούνται εύκολα από τη δράση, και διαθέτουν ισχυρή θέληση. Και αυτή η πόλη, εντός της οποίας, και χάρη στην οποία όφειλε κανείς να υπομείνει τέτοια δεινά, αυτή η τέλεια οντότητα, ήταν ανέκαθεν εκτεθειμένη, εκτός από τους εξωτερικούς κινδύνους, όχι μόνο σε λεηλασίες και σε προσβολές, αλλά σύμφωνα με τους κανόνες του πολέμου, στην καταστροφή, σε σφαγές πολιτών, στην καταδίκη σε δουλεία γυναικών και παιδιών, και όπως γνωρίζουμε αμέτρητες απ’ αυτές τις πόλεις μετατράπηκαν σε ερείπια. Πόση ανείπωτη θλίψη και οργή ακολούθησαν! Παράλληλα με την πιο σφριγηλή εκδοχή του βίου συνυπήρξε ο απόλυτος αφανισμός! Θα πρέπει να μην ξεχνούμε όλη αυτή την κομματική διαπάλη και όλη αυτή την καταστροφή εξ αιτίας των οποίων το έθνος κατέληξε ολοκληρωτικά σε σκιά της ύπαρξής του, ως την ημέρα που παραδώθηκε στην εξουσία των Ρωμαίων.

     Η αλήθεια είναι ότι αρκετοί προνομιούχοι γεύτηκαν την ευδαιμονία που μπορεί να προσφέρει το πνεύμα μέσα από την τέχνη και την ποίηση, το στοχασμό και την έρευνα, και την μετέδωσαν στους άλλους δια της λαμπερής τους υπάρξεως, στο βαθμό πού εκείνοι ήσαν ικανοί να την προσλάβουν. Οι δυνάμεις αυτές εμφορούντο πάντοτε, στους Έλληνες, από κάποιο είδος αισιοδοξίας, που σημαίνει ότι οι καλλιτέχνες, οι ποιητές και οι φιλόσοφοι πίστευαν πάντοτε ότι αξίζει τον κόπο να αντιμετωπίσει κανείς αυτό τον κόσμο, όποιος κι αν ήταν, μέσα από μια ισχυρή δημιουργικότητα. Όσο ζοφερή κι αν ήταν η προσωπικής τους αντίληψη για τον επίγειο βίο, δεν σταμάτησαν ποτέ να δημιουργούν ειλικρινείς και μεγαλειώδεις απεικονίσεις του εσωτερικού τους κόσμου. Και ενίοτε η σκέψη τους ανυψώθηκε και περιπλανήθηκε σαν ευλογία πάνω από την Αττική, και ολόκληρη την Ελλάδα, όταν άγγιξαν την καθολικότητα. Όπως είπε ο Αναξαγόρας: «Αξίζει καλύτερα να έχει γεννηθεί κανείς, παρά να μην έχει, και μόνο για να ατενίσει το στερέωμα και το σύμπαν». Ανάλογη είναι και η πνευματική αισιοδοξία που εκφράζει ο Διογένης: «Κάθε μέρα είναι για τον άνθρωπο μέρα γιορτής· το σύμπαν ολόκληρο είναι ένας ναός στον οποίο εισερχόμεθα από τη γέννησή μας, με τον ήλιο, τη σελήνη, τα αστέρια, τις υδάτινες πηγές που ανανεώνονται συνεχώς, και τη γη, που τρέφει με αφθονία τα ζώα και τα φυτά. Η ενατένιση όλων αυτών των μεγάλων φαινομένων αποτελεί για μας την τελειότερη μορφή μύησης στα μυστήρια και θα πρέπει να μας προσφέρει αναλλοίωτη ηρεμία και τέρψη· πολλοί είναι όμως αυτοί που τα ατιμάζουν με τους θρήνους, τους στεναγμούς και τα αιώνια παράπονα». Εδώ όμως παραβλέπεται ότι ο κόσμος δεν αποτελείται μόνο από τις εντυπώσεις που δημιουργεί η φύση αλλά και απ’ αυτές της ανθρώπινης ζωής που μας περιβάλει, και συνιστά τον βασικό παράγοντα των μεριμνών μας. Πολύ πριν από τον Διογένη το ίδιο είχε πει και ο Αίσωπος, αν κάποιοι από τους αξιομνημόνευτους αυτούς στίχους είναι πραγματικά δικοί του: «Ώ ζωή! πώς θα μπορούσαμε να σε αποφύγουμε χωρίς να πεθάνουμε. Η οδύνη που προκαλείς είναι ατέρμονη, και δύσκολα την αποφεύγει ή την υπομένει κανείς· θαυμάσιο είναι μόνο ό,τι όμορφο από την ίδια του τη φύση διαθέτεις, η γη, η θάλασσα, τ’ αστέρια, η τροχιά του ήλιου και της σελήνης, όλα όμως τα υπόλοιπα δεν είναι παρά φροντίδες και οδύνη, και αν συναντήσουμε την ευτυχία, θα συνοδεύεται πάντοτε από μια θεϊκή εκδίκηση». Θα ήταν παράξενο να μην γοητεύονται οι Έλληνες από το κάλλος της φύσης, αλλά η ζοφερή πλευρά του ανθρώπινου βίου τους πρόσφερε εντονότερα συναισθήματα και σκέψεις.

     Στη συνέχεια αυτών που πραγματευόμαστε θα αναφερθούν σε κάποια σημεία απόψεις των φιλοσόφων, μόνο στο βαθμό που τα λεγόμενά τους δεν εξαρτώνται από ένα συγκεκριμένο σύστημα, αλλά αντικατοπτρίζουν συγκεκριμένα κάποιες από τις πλευρές της συλλογικής συνείδησης. Αν λαμβάναμε ως κριτήριο τη σκέψη των φιλοσόφων δεν θα ήταν δυνατόν να οδηγηθούμε με άνεση σε ορθές συνολικές εκτιμήσεις της νοοτροπίας των Ελλήνων, διότι η αξία τους τοποθετείται για μας σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο, στο οποίο μπορούμε να ρίξουμε μόνο μια σύντομη ματιά. Ο Σωκράτης ήταν απροκάλυπτα αισιόδοξος, και η πίστη σε θεούς αγαθούς που δημιουργούν και συντηρούν τα πάντα υπήρξε ένας μετά βίας συγκαλυμμένος μονοθεϊσμός. Στο βαθμό που αισθάνεται πυθαγόρειος, ο Πλάτων είναι απαισιόδοξος· αντίθετα σε ότι αφορά τις ουτοπίες του θα πρέπει αναγκαστικά να τον θεωρήσουμε αισιόδοξο· επιπλέον μπορούμε επανερχόμενοι στον Φαίδωνα να παρατηρήσουμε ότι το ευχάριστο και το δυσάρεστο αλληλοεπηρεάζονται. Σε ότι αφορά τον ηδονισμό του Αρίστιππου, θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε αν η θεωρία αυτή που αποβλέπει στην πρόσκαιρη ικανοποίηση δεν οφείλεται σε μια απόλυτη απογοήτευση για την εξέλιξη της πόλης, από την οποία προέρχεται και η συμβουλή του να μην κήδεται κανείς ούτε για το παρελθόν, ούτε για το μέλλον. Ο Ηγεσίας Κυρήνης, του οποίου μερικοί ακροατές αυτοκτόνησαν, μοιάζει να έχει υπερβεί ό,τι πιο δυσάρεστο θα μπορούσε να λεχθεί για τον ανθρώπινο βίο. Η θεωρία των Κυνικών θα μπορούσε να θεωρηθεί εξίσου αισιόδοξη όσο και απαισιόδοξη, ενώ η Στωική φιλοσοφία, παρόλη τη διδασκαλία της περί «του καλύτερου κόσμου» και περί της αναγκαιότητάς του, δεν παύει να είναι βασικά απαισιόδοξη. Όσο για του Επικούρειους όλα εξαρτώνται από το αν θεωρηθεί ή όχι απαισιόδοξη η σκόπιμη άρνηση σχέσεων με την κοινωνία. Ας παραμείνουμε επομένως σε αυτά που μας διδάσκει η συλλογική συνείδηση.

(συνεχίζεται) 


Δεν υπάρχουν σχόλια: