Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (138)

 ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ

Συνέχεια από: Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022

                                                 Jacob Burckhardt
                                                       ΤΟΜΟΣ 2ος
                                    ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ:
 ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΚΑΙ ΛΑΤΡΕΙΑ

V. ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΒΙΟΥ -13

Οι προσδοκίες που συνόδευαν πάντοτε τον ανθρώπινο βίο γενικά, και των Ελλήνων ειδικότερα, αποδεικνύονται παραπλανητικές, όταν ο λόγος ανατίθεται στο στοχασμό, ο οποίος και δεν τις ενθαρρύνει. Εμφυτεύοντάς τις, αν και τυφλές, στους ανθρώπους, ο Προμηθέας του Αισχύλου, κατόρθωσε τουλάχιστον να αποστρέψει το βλέμμα τους από την προσήλωση στον επικείμενο θάνατο.

     Ο ελληνικός πεσιμισμός στο σύνολό του οφείλει την απόλυτη ιδιαιτερότητά του στην καταφανή αισιοδοξία της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, μιας ιδιοσυγκρασίας που είναι κατά βάθος δημιουργική, καλλιτεχνική, στραμμένη προς τον κόσμο, και σε επιφανειακό επίπεδο είναι επιπλέον απόλυτα ικανή να αδράξει κάθε ευκαιρία που της προσφέρει ικανοποίηση στο παρόν. Δεν αναφερόμαστε εδώ στη διασκέδαση και στις λαϊκές εξάρσεις κ.τ.λ. στις οποίες μπορεί να καταφύγει ένας από τη φύση του μελαγχολικός λαός· οι Έλληνες δεν έθεσαν ποτέ σκοπό τους τον δοξασμό του βίου εν γένει, ούτε παρόμοιων καταστάσεων, και δεν ευχαρίστησαν ποτέ τους θεούς για ένα τέτοιο δώρο. Μπορούμε μόνο να υποψιαστούμε τί ήταν αυτό που αντιλαμβάνονταν συνήθως ως ευτυχία, ως εκπλήρωση, αλλά δεν θα είμαστε ποτέ σε θέση να το αξιολογήσουμε επαρκώς. Τα συμπόσια και ό,τι τα συνόδευε, υπήρξαν πιθανότατα η κυριότερη άμυνα κατά της απαισιοδοξίας, και μέσα από αυτές τις συνάξεις αναδύθηκαν άλλοτε ποιητικές, ενίοτε επιπόλαιες, παροτρύνσεις προς τη χαρά, που φθάνουν ως εμάς. Ζήθι ! ζήσε ! δηλαδή συγκέντρωσε όλες τις δυνάμεις σου για να χαρείς, μια ρήση η οποία εμπεριέχει την βραχύτητα της νεότητας και την αβεβαιότητα της ευτυχίας. Την πολύ πιο πρωτόγονη επίκληση, ede! bibe! lude! (φάτε, ζήστε διασκεδάστε), ίσως την συναντήσουμε στις φανταστικές επιτύμβιες επιγραφές δεσποτών της Ανατολής, όπως ο Νίνος και ο Σαρδανάπαλος, αλλά και από κάποιο αθηναίο κωμικό θα ακούσουμε επίσης ένα πραγματικό εγκώμιο της απερισκεψίας. Βαθμιαία η πρόκληση της χαράς και η τέχνη του γέλιου κατάντησαν ένα είδος συρμού, και αξίζει να αναφερθούμε λεπτομερώς σε μια περιγραφή της κοινωνικής ζωής των Ελλήνων· ένας κωμικός της εποχής του Σωκράτη, ο Φιλιστίων, ανάμειξε στην ποίησή του τον «εξαιρετικά αξιοθρήνητο ανθρώπινο βίο με το γέλιο», και λέγεται ότι και ο ίδιος έσκασε (πέθανε) από τα γέλια. Δεν χρειάζεται όμως να επιμείνουμε περισσότερο σ’ αυτή την ασθενική συμβολή στην αναζήτηση μιας αληθινά παρηγορητικής αντίληψης για τη ζωή· γεγονός παραμένει ότι οι Έλληνες δεν είχαν την ανάγκη να περιφέρουν στα συμπόσιά τους ένα ξόανο με τη μορφή κάποιου νεκρού για να πιούν και να διασκεδάσουν· ακόμη και στην Αίγυπτο οι συνήθειες αυτές συναντώνται μεταξύ των πλουσίων, διότι οι απλοί άνθρωποι δεν χρειάζονταν αυτού του είδους την ενθάρρυνση για να ευθυμήσουν.

     Εκτός από την ευθυμία υπήρχε και η συμβουλή να χαίρεται κανείς τη ζωή όπως μπορεί, χωρίς να κατακλύζεται από προσδοκίες και φόβους. Και είναι πολύ πιθανό οι σχετικά ευτυχείς Έλληνες να έζησαν κάπως έτσι. 

     Σε γενικές γραμμές όμως η απαισιοδοξία των Ελλήνων στην ποίηση και τον πεζό λόγο αντανακλά την λαϊκή συνείδηση, και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση προϊόν στοχασμού, ούτε αποτέλεσμα των πολλαπλών κινήτρων που της αποδόθηκαν στον αιώνα μας· αποτελεί μια πραγματικά καρδιακή παρόρμηση που απευθύνεται στην τότε αντίληψη του κόσμου και εκφράζεται με τρόπο αιχμηρό και στεγνό. Αδυνατούμε να συλλάβουμε το ποσοστό των ανθρώπων που είχαν τη σοφία να εμφανίζονται προσωπικά ικανοποιημένοι, ή έστω αδιάφοροι, αλλά σε αντιστάθμισμα θα ενώσουμε τη φωνή μας με όλους αυτούς που είχαν λόγους να μεμψιμοιρούν. Πρόκειται για μια σταθερή υποτίμηση του βίου· ο άνθρωπος έχει γεννηθεί μέσα στην οδύνη, καλύτερα θα ήταν να μην γεννηθεί καθόλου ή να αποθάνει νέος. «Είναι αναγκαίο να υποφέρει κανείς· σοφός είναι αυτός που υπομένει με αξιοπρέπεια τη μοίρα που του αναλογεί». Χρησιμοποιούνται συχνά οι λέξεις μέριμνες και φροντίδες, για να τονιστεί ότι η δυστυχία του ανθρώπου οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στον χαρακτήρα του, επειδή έχει τη συνήθεια να ταλαιπωρείται και να βασανίζεται χωρίς λόγο εξ αιτίας κάποιου ενδεχόμενου κίνδυνου που τον απειλεί, και κυρίως να ανησυχεί για το μέλλον· προσμένοντας μιαν ικανοποίηση, «πολλά ήταν δυνατόν να μεσολαβήσουν ώσπου το κύπελλο να αγγίξει τα χείλη»· κανείς όμως δεν ήταν διατεθειμένος να φωτίσει τα πραγματικά ψυχολογικά αίτια. Οφείλουμε να περιοριστούμε στις υποδείξεις των θρύλων, και η χαρακτηριστικότερη περιγραφή αυτής της αόριστης αντίληψης της δυστυχίας, και της απατηλής ελπίδας να την αποφύγει κανείς εξαγοράζοντας τις σκοτεινές δυνάμεις μέσα από οδυνηρές θυσίες, βρίσκεται στην αφήγηση περί του δαχτυλιδιού του Πολυκράτη. Ίσως σε κάποια πρωτόγονη εκδοχή το δαχτυλίδι να αντιπροσώπευε κάποιο φυλαχτό· διότι όπως γνωρίζουμε αυτό που ο Έλληνας θυσιάζει με την μεγαλύτερη ευκολία είναι ένα θαυμάσιο έργο τέχνης.

    Η αίσθηση της απαισιοδοξίας δεν σχετίζεται με τους θεούς, διότι δεν δημιούργησαν αυτοί τον κόσμο και τους ανθρώπους, και σε ότι αφορά το ανθρώπινο πεπρωμένο πρωτοστατεί η αρχαία θεμελιώδης αντίληψη περί της παντοδυναμίας της μοίρας. Επίσης θα πρέπει να είναι κανείς επιφυλακτικός απέναντι σε ένα διαρκές παράπονο για την παράλογη δυστυχία των αγαθών ανθρώπων, και την ευδαιμονία των δολίων, διότι και αυτοί θα υποταχθούν τελικά την κοινή μοίρα. Κάποιοι εντούτοις υποστήριζαν ότι και μόνο η ύπαρξη κακών ανθρώπων που ευτυχούν, μπορεί να δημιουργεί απέχθεια για την ίδια τη ζωή. 

     Θα πρέπει ασφαλώς να λάβουμε επίσης υπόψη ότι μερίδιο στην απαισιοδοξία είχε, ή τουλάχιστον προστέθηκε από νωρίς σ’ αυτήν, η αρνητική εικόνα του Έλληνα για τους συνανθρώπους του, ακόμη και για τους συμπατριώτες του. Η φυλή που θα διαδεχτεί αυτήν που ιδανικά συνέλαβε ο μύθος, θα πρέπει να είναι κατώτερη, όπως λέει η Αθηνά (με τη μορφή του Μέντορα): «Δεν είναι σύνηθες οι γιοί να μοιάζουν στους πατεράδες τους: συχνά αξίζουν πολύ λιγότερο, και ελάχιστοι είναι αυτοί που αξίζουν περισσότερο». Κατά την περιγραφή της δίκαιης και ευδαίμονος πόλης στο Έργα και Ημέραι του Ησιόδου, το να είναι τα παιδιά χειρότερα από τους γονείς τους είναι το μικρότερο κακό· η γενική εικόνα της μετα-ηρωικής ανθρωπότητας, όπως διαγράφεται στο ίδιο έργο, με τη μορφή του μύθου των πέντε ανθρώπινων φυλών, μας μεταφέρει από τη γαλήνια και απόλυτη ευτυχία στα σκοτεινά βάθη της διαφθοράς. Παρόμοιες αντιλήψεις εκφράζονται και από τους Επτά Σοφούς, όπως: «Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ανάξιοι», και ο Βίας, που μιλούσε με αξιώματα, κατέληγε ως εξής: «Καλούμαστε να αγαπήσουμε με τον ίδιο τρόπο που μπορεί να κληθούμε να μισήσουμε». «Αυτός που ερευνά τον ανθρώπινο βίο, λέει ο Σοφοκλής, θα συναντήσει παντού ατιμίες». Σε ένα ανώτερο και ποιητικότερο επίπεδο, ο γογγυσμός αποκτά ένα είδος επισημότητας: λέγεται ότι κάποιες από τις αρετές αναχώρησαν από τη γη, ότι εγκατέλειψαν τους ανθρώπους, ότι πέταξαν μακριά και ενώθηκαν με τους θεούς. Ο Ησίοδος γογγύζει για τη Συνείδηση, και τη Συστολή· ο Θέογνις για την Εμπιστοσύνη, τη Μετριοπάθεια, και τις Χάριτες, ο Ευριπίδης για την Αιδώ· τέλος στην εποχή των Διαδόχων ο Άρατος αναφέρεται στην Αστραία, μια μορφή της θεάς Δίκης. Ο αλεξανδρινός ποιητής τοποθέτησε τη θεότητα στο ζωδιακό κύκλο, όπου κατέλαβε έκτοτε τη θέση της «Παρθένου», με της οποίας την ιδιότητα συνδέθηκε αργότερα από τους Λατίνους ποιητές. Ο Οβίδιος ολοκληρώνει την περιγραφή του τρομερού τέλους της ανθρωπότητας με τους περίφημους στίχους:

          «Ηττημένη κείτεται η ευσέβεια, και η παρθενική Αστραία

             είναι η τελευταία από τις ουράνιες που εγκαταλείπει    

             την αιματοβαμμένη γη.»  

     Όταν η διακεκριμένη ποίηση εκφραζόταν μ’ αυτούς του τόνους, όπως για παράδειγμα ο χορός της τραγωδίας, οι πολίτες τούς εισέπρατταν ασφαλώς με μια εποικοδομητική μελαγχολία, αλλά παραδίδονταν σ’ αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα σαν κάτι το αναπότρεπτο, και σε μια τέτοια περίπτωση καθένας μπορούσε να θλίβεται για την κακία των άλλων. Αν όμως κάποιος επιχειρούσε την πρωτοτυπία να προσδώσει σ’ αυτή την εξέλιξη το εύρος μιας καθολικής μισανθρωπίας, όπως ο Τίμων ο Αθηναίος, ασφαλώς δεν θα έβρισκε οπαδούς· θα έπρεπε όμως να αναμένει επίσης ότι οι ισχυρισμοί του θα στρέφονταν εναντίον του αποδίδοντάς του όλα αυτά που αναγνωρίζει ή φαντάζεται κανείς για έναν μισάνθρωπο.  

(συνεχίζεται)

ΑΥΤΟ ΤΟ ΜΕΡΟΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ, Η ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ, ΕΙΝΑΙ Ο,ΤΙ ΚΑΛΥΤΕΡΟ ΕΧΕΙ ΓΡΑΦΕΙ ΠΟΤΕ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ, ΑΠΟ ΕΝΑΝ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΟΥΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου