Κυριακή 16 Οκτωβρίου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας (16)

 Συνέχεια από: Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας

Κεφάλαιο 2: Ο Πετράρχης και η επινόηση της ατομικότητας β

Έρως και αρετή

Το νέο όραμα για το άτομο αρχίζει για πρώτη φορά να αναδύεται στα πλαίσια της λυρικής ποίησης του Πετράρχη. Η ιστορία της ποίησης του Πετράρχη είναι η ιστορία του αγώνα του να υπερβεί τον έρωτα, να απελευθερώσει τον εαυτό του από την τυραννία αυτού του πάθους, και να κυριαρχήσει στον εαυτό του. Η ποίηση του είναι επομένως εξαιρετικά ενδοσκοπική. Η διάσημη ποιητική του συλλογή, «Το βιβλίο των τραγουδιών», διηγείται τον ψυχολογικό του αγώνα και αποκαλύπτει την ήττα του. Είναι ένας θρήνος για την υποταγή του, μια δήλωση της αισχύνης του, και ηθικό παράδειγμα για τους άλλους. Η ποίηση του Πετράρχη βέβαια είναι και το μέσο με το οποίο μάχεται ενάντια σε αυτό το πάθος, φέρνοντας τον εαυτό του πίσω στον εαυτό του, αποκαλύπτοντας τον έρωτα ως ένα είδος υποταγής που πρέπει να υπερβαθεί μέσω του συλλογισμού περί θανάτου και της συντομίας της ζωής, πράγμα που δείχνει την κενότητα του πάθους αυτού για ένα γήινο αντικείμενο. 

Για τον Πετράρχη, σε αντίθεση με τον Δάντη, ο έρωτας δεν είναι η λύση για το ανθρώπινο  πρόβλημα, αλλά μεγάλος κίνδυνος, γιατί αν δεν μας ελκύσει το κατάλληλο αντικείμενο, ο έρωτας μας αποσπά από την αρετή και από το Θεό. Η σκέψη κινητοποιείται από τον έρωτα, αλλά ο έρωτας πρέπει να έχει το σωστό αντικείμενο. Ο έρωτας για γήινα αντικείμενα μπορεί να υπερβαθεί, όπως προσπαθεί να το δείξει ο Πετράρχης με παράδειγμα τον εαυτό του, μόνο εάν στοχάζεται τον θάνατο και την παροδικότητα όλων των γήινων αντικειμένων του πάθους. Το πρώτο λοιπόν βήμα στο μονοπάτι της αρετής είναι η περιφρόνηση των δημιουργημένων μορφών, την οποία επιφέρει η διαρκής σκέψη περί του θανάτου. Η αρετή όμως μπορεί να αποκτηθεί μόνο εάν μας ελκύει το κατάλληλο αντικείμενο, εάν αγαπήσουμε αυτό που πραγματικά το αξίζει. Στο νου του Πετράρχη, το μόνο άξιο γήινο αντικείμενο είναι η αρετή, και το δυνατότερο κίνητρο προς την αρετή είναι ο έρωτας για την δόξα. Αυτή η ιδέα ελκύει τον Πετράρχη προς τους αρχαίους.

Ο Πετράρχης γνώριζε από τη σπουδή του στον Αριστοτέλη, πως η αρετή αποκτάται με τη συνήθεια και την μίμηση του αγαθού ανθρώπου. Το πρόβλημα για τον κόσμο του όμως ήταν, πως δεν υπήρχαν θεσμοί που να προωθούσαν την αρετή και πολύ λίγοι καλοί άνδρες προς μίμηση. Η σύγχρονη ανθρωπότητα επομένως μπορούσε να παρακινηθεί προς αναζήτηση της αρετής, μόνο εάν έβλεπε εικόνες ενάρετης ζωής που ενέπνεαν. Η δουλειά της ποίησης ήταν σύμφωνα με τον Πετράρχη η δημιουργία τέτοιων εικόνων. Έτσι λοιπόν πίστευε, πως μόνο η ποιητική αναπαράσταση παραδειγματικών βίων θα μπορούσε να προωθήσει τη βούληση για ενάρετη πράξη, και θεωρούσε πως βρήκε τέτοια μοντέλα στον αρχαίο κόσμο. 

Το 1337 άρχισε το έργο του «Viri illustres» (Παραδειγματικοί βίοι), μια πραγματεία η οποία έλπιζε πως θα ενθάρρυνε προς αρετή, παρουσιάζοντας μια σειρά παραδειγματικών ηρωικών βίων. Όπως ο Λίβιος και ο Πλούταρχος, ο Πετράρχης χρησιμοποιεί την ιστορία ως δεξαμενή ηθικών παραδειγμάτων. Προσπαθεί να δείξει στο έργο του πως τα επιτεύγματα των μεγάλων ανδρών δεν είναι αποτέλεσμα καλής τύχης, αλλά προϊόν αρετής και επιθυμίας για δόξα. Τα παραδείγματα διαφέρουν βέβαια αρκετά μεταξύ τους. Δεν υπάρχει μόνο ένας δρόμος προς την αρετή. Το μάθημα του έργου είναι στην πραγματικότητα, πως η αρετή δεν είναι αφομοίωση του ατόμου με ένα ιδανικό, αλλά η απόκτηση αυτού που είναι ουσιαστικό για τον χαρακτήρα και τις ικανότητες κάθε ατόμου. 

Ο Πετράρχης κατασκευάζει το πρόγραμμα του με ρωμαϊκά μοντέλα, βασιζόμενος στους Λίβιο, Οράτιο, Κικέρωνα και Σενέκα. Ο Αριστοτέλης, σύμφωνα με τον Πετράρχη, ίσως να είχε μια πιο βαθιά αντίληψη περί αρετής, αλλά δεν παρείχε τα μέσα που θα έκαναν τους ανθρώπους ενάρετους. Οι Ρωμαίοι ηθικοί αντιθέτως, καταπιάστηκαν με το τι είναι η ηθικότητα και με το να εμπνεύσουν τους ανθρώπους να δρουν ηθικά. Ο Πετράρχης τοποθετεί τον εαυτό του σε ένα παρόμοιο ρόλο λαϊκού συμβούλου ηθικής για τους συγχρόνους του, δείχνοντας τους μεγαλειώδη παραδείγματα ηθικής πράξης και καλώντας τους να ανασηκώσουν τους εαυτούς τους σε ανώτερο επίπεδο, να μιμηθούν και να συναγωνιστούν με αυτούς τους ένδοξους άνδρες του παρελθόντος. 

Ενώ δούλευε πάνω στο «Viri illustres», του ήρθε η ιδέα να συνθέσει στα λατινικά ένα επικό ποίημα, που θα παρείχε το υπέρτατο παράδειγμα ενάρετης ζωής. Δυο δυνατότητες του παρουσιάστηκαν, ο Ιούλιος Καίσαρας, ο ήρωας που ίδρυσε την παγκόσμια και θεϊκά ορισμένη αυτοκρατορία, και ο Scipio Africanus (Σκιπίων ο Αφρικανός), που έσωσε την Ρωμαϊκή δημοκρατία κατανικώντας τον Αννίβα και τους Καρχηδόνιους. Ο Πετράρχης επέλεξε να εστιαστεί στον Σκιπίωνα και ονόμασε το ποίημα του Africa. Ο θρίαμβος του Scipio επί των Καρχηδόνιων και οι αρετές της Ρώμης, αντικαθιστούν σε μεγάλο βαθμό στο έργο αυτό τις περισσότερο προβληματικές αρετές του Καίσαρα και την ίδρυση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ως υπέρτατο μοντέλο ενάρετης ζωής. Η επιλογή αυτή του Πετράρχη είναι μια αντανάκλαση της συμπάθειας του για τους ρεπουμπλικάνους, η οποία ήταν εμφανής στην φιλία του και την στήριξη του στην ρεπουμπλικανική επανάσταση του Cola di Rienzo το 1347 στην Ρώμη. Ο Scipio ήταν συν τοις άλλοις καλύτερο παράδειγμα για τον Πετράρχη, επειδή ήταν περισσότερο στοχαστικός και ενδοσκοπικός από τον Καίσαρα. 

Ο Σκιπίων του Πετράρχη είναι όμορφος, ψηλός, με καμπανωτό θώρακα, μυώδης, παρθένος και ήρεμος. Κατέχει μεγάλη βαρύτητα και χάρη. Είναι σκληρός εχθρός, γλυκός φίλος, άνοσος στις εύνοιες και καταστροφές της μοίρας, αδιάφορος για τον πλούτο. Τιμά την αληθινή δόξα, είναι ευσεβής, γεμάτος δικαιοσύνη, ελπιδοφόρος στην μάχη, και θαρραλέος. Είναι εραστής της μοναξιάς, της ομορφιάς, της δικαιοσύνης και της πατρίδας. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πιο τέλειο άνδρα. Ο Σκιπίων είναι για τον Πετράρχη παραδειγματικός, όχι επειδή κατακτά την Καρχηδόνα, αλλά επειδή κατακτά τον εαυτό του. Αυτό τον καθιστά αληθινό παράγοντα της αρετής. Δεν είναι απλώς ενάρετος, αλλά η αρετή είναι το μόνο πράγμα που τον ευχαριστεί. Η αρετή, όπως την βλέπει αυτός, είναι το μόνο άξιο αγάπης πράγμα, επειδή κατακτά τον θάνατο και εξασφαλίζει την φήμη, που ανθίσταται στα πάντα, εκτός στον χρόνο που καταστρέφει τα πάντα.

Ο Αννίβας του Πετράρχη αντιθέτως είναι ένας άνθρωπος χωρίς αρετή. Οι πολεμικές του ικανότητες είναι παρόμοιες με αυτές του Scipio, αλλά αυτός είναι άπιστος και αναξιόπιστος, μνησίκακος προς τον κόσμο και τους θεούς, ωμός στην καρδιά, ακόρεστος για αίμα, μαζί με τις δυνάμεις του σκότους, παραδομένος στην οργή, ασεβής, και παράτολμος. Όλες του οι νίκες είναι επομένως κούφιες και κενές, επειδή δεν είναι κύριος του εαυτού του, αλλά σκλάβος των παθών του. Για παρόμοιους λόγους είναι ανίκανος προς αληθινή φιλία και δεν αντέχει την μοναξιά. 

Το έργο Africa παρουσιάζει λοιπόν δυο υπέρτατα ηθικά παραδείγματα: τον ενάρετο και ηρωικό άνδρα, που μπορεί να περιφρονεί την μοίρα λόγω του ισχυρού του χαρακτήρα, και τον «μακιαβελικό» άνδρα, που είναι διατεθειμένος να κάνει οτιδήποτε για να διασφαλίσει την νίκη, ο οποίος όμως δεν είναι ποτέ κύριος του εαυτού του και των επιθυμιών του. Τόσο δραματικά, όσο και φιλοσοφικά, το έργο είναι ελαττωματικό. Ως προς το δραματικό στοιχείο, ο ήρωας είναι απλά υπερβολικά καλός. Συνδυάζει όλες τις ειδωλολατρικές κοινωνικές αρετές και ένα είδος χριστιανικής σχέσης με κάποιον άλλο κόσμο. Δεν έχει να υπερβεί κάτι, κανένα εσωτερικό αγώνα, κανένα ελάττωμα το οποίο μπορούμε να συμπαθήσουμε. Είναι άγαλμα τοποθετημένο τόσο πάνω από το κεφάλι του αναγνώστη, που είναι τόσο δύσκολο να τον ατενίσει, πόσο μάλλον να τον μιμηθεί. 

Το έργο αποτυγχάνει στο φιλοσοφικό επίπεδο, καθώς αμφιταλαντεύεται μεταξύ του επαίνου της δόξας και της αρετής. Ο Πετράρχης γνώριζε πως οι περισσότεροι μεγάλοι άνδρες είχαν ως κίνητρο την επιθυμία της δόξας, και ευχόταν μόνο οι ενάρετοι να αποκτήσουν την δόξα, γνώριζε όμως πως αυτό δεν ίσχυε. Η αρετή του Σκιπίωνα εμπνέει προς αρετή τους σύγχρονους του Ρωμαίους και αυτοί κατατροπώνουν τον κακό Αννίβα και τους φιλάργυρους Καρχηδόνιους. Ήταν όμως και τυχεροί, γιατί αν εξαιρέσουμε τη στιγμή της υπερβολικής αυτοπεποίθησης μετά την μάχη στις Κάνναις ο Αννίβας θα είχε λεηλατήσει τη Ρώμη. Η νίκη λοιπόν του Scipio, όπως και η δόξα του, φαίνεται πως οφείλονται τόσο στην τύχη, όσο και στην αρετή. Το στοιχείο αυτό είναι προφανές στην αρχή του έργου, όταν το πνεύμα του πατέρα του λέει στον Σκιπίωνα, πως ενώ ο θρίαμβος του θα επιφέρει μεγάλη δόξα σε αυτόν και μακροζωία στη Ρώμη, και τα δυο θα ξεθωριάσουν. Με την πάροδο του χρόνου, αυτός και ο Αννίβας θα λάβουν τον ίδιο έπαινο, «γιατί η βάρβαρη πολλαπλότητα δεν μπορεί να διακρίνει το χάσμα μεταξύ μεγαλείου και πράξεων σάπιας μεγαλομανίας». Αλλά και η Ρώμη θα ξεθωριάσει και θα καταστεί απλώς μια διεφθαρμένη και χλωμή εικόνα του παλαιότερου εαυτού της: «Ό, τι γεννιέται πρέπει να πεθάνει και μετά την ωρίμανση έρχεται η φθορά. Τίποτα δεν παραμένει πάνω στη γη». Ο χρόνος επομένως θριαμβεύει επί της δόξας. Δεν πρέπει λοιπόν να επιδιώκει κανείς τη δόξα αλλά την αρετή, καθώς «μόνο η αρετή που δεν λογαριάζει τον θάνατο διατηρείται. Μόνη αρετή προετοιμάζει το δρόμο προς τον ουρανό». Η δόξα είναι μια ανταμοιβή που δίνουν οι άλλοι για το μεγαλείο, είτε καλό είτε κακό. Η συχνά δεν αναγνωρίζεται από τους άλλους, αλλά είναι καλή καθ’ εαυτή, καθώς διασφαλίζει την νίκη επί των παθών και εγγυάται έτσι την αυτοκυριαρχία. 

Στη δημόσια σφαίρα η αρετή είναι αναπόφευκτα συζευγμένη με την επιθυμία για δόξα. Η επιθυμία για δόξα όμως δεν παράγει αναγκαστικά αρετή, και μπορεί να δημιουργήσει τα πιο τερατώδη πάθη. Το θεμέλιο επομένως της αληθινής αρετής δεν μπορεί να βρίσκεται στην αγάπη για τη δόξα. Ο Πετράρχης αναγνωρίζει λοιπόν, πως τα λαμπρά παραδείγματα μεγαλείου από τον αρχαίο κόσμο, τα οποία επιδίωξε να σκιαγραφήσει στα έργα του «Viri illustres» και «Africa»ήταν ανεπαρκή ως θεμέλιο που θα μπόλιαζε την ηθική αρετή. Ως αποτέλεσμα της διαπίστωσης αυτής, διέκοψε την εργασία στα κείμενα αυτά, όπως και σε ένα τρίτο βιβλίο, «Αξιομνημόνευτα πράγματα» (Rerum memorandum), όπου σχεδίαζε να παρουσιάσει μια συστηματική διδασκαλία, μέσω παραδειγμάτων, των τεσσάρων θεμελιωδών αρετών κατά τον Κικέρωνα, βασιζόμενος περισσότερες σε κοσμικές παρά σε ιερές πηγές. Στράφηκε αντιθέτως προς μια νέα κατεύθυνση που θα είχε τεράστια σημασία για την μοντέρνα σκέψη: στην ενδοσκοπική εξέταση και κριτική του εαυτού του. 

Ο Χριστιανισμός του Πετράρχη

Για να καταλάβουμε αυτή την στροφή προς τα μέσα, πρέπει να εξετάσουμε εν συντομία την επίδραση του Χριστιανισμού στη σκέψη του Πετράρχη. Όπως είδαμε πιο πάνω, τα ανθρώπινα όντα ζουν σε ένα χαώδη κόσμο σύμφωνα με τον Πετράρχη, και έλκονται διαρκώς από τα πάθη τους ή τις προτιμήσεις τους σε πολλαπλές κατευθύνσεις. Τέτοιοι έρωτες βέβαια, ξεθωριάζουν ενώπιον του θανάτου. Ο θάνατος με τη σειρά του μπορεί να υπερβαθεί με τη δόξα. Και η δόξα πέφτει θύμα του χρόνου. Υπάρχει όμως κάτι που υπερβαίνει το χρόνο; Μέσα στη συνάφεια του αρχαίου κόσμου, με τον οποίο καταπιάστηκε πρωταρχικά ο Πετράρχης, μόνο η αρετή φαίνεται να προσφέρει τέτοια δυνατότητα, καθώς η αρετή, όπως τουλάχιστον την κατανοεί ο Πλάτων και οι Στωικοί, αγγίζει το αιώνιο. Η αρετή είναι εν τέλει ανεπαρκής, καθώς δεν είναι σαφώς ανώτερη του χρόνου. Ο θρίαμβος επί του χρόνου καθίσταται δυνατός μόνο στον Χριστιανισμό, και μπορούμε να ξεκλειδώσουμε την σκέψη του Πετράρχη στο βαθύτερο επίπεδο της, μόνο αν καταλάβουμε τι σήμαινε γι’ αυτόν ο Χριστιανισμός. 

Συχνά αναφέρεται πως ο Πετράρχης ήταν αφοσιωμένος Χριστιανός. Η θέση αυτή όμως δύσκολα συνάδει προς τον κλασικισμό του. Πολλοί λόγιοι βλέπουν μια διακριτή στροφή προς τον Χριστιανισμό στη ζωή του Πετράρχη μετά το 1343, όταν ο αδελφός του Gherardo έγινε μοναχός στο τάγμα των Cartreuse. Το γεγονός αυτό πιθανόν να επέφερε μια πνευματική κρίση στον Πετράρχη που άλλαξε εντελώς τη στάση του. Λίγες όμως είναι οι μαρτυρίες που να υποστηρίζουν την υπόθεση αυτή. Υπάρχουν αντιθέτως πολλές ενδείξεις πως η αυξανόμενη ενασχόληση του με την ιερή γραμματεία και η μειούμενη προσοχή στα παραδείγματα της αρχαιότητος συνδέονται περισσότερο με τους στοχασμούς του πάνω στους περιορισμούς της δόξας παρά με κάποια πνευματική κρίση. 

Υπάρχουν επιπλέον επαρκείς λόγοι να είμαστε επιφυλακτικοί με τον Χριστιανισμό του Πετράρχη. Είναι αμφίβολο εάν ενδιαφέρθηκε ποτέ για τις χριστιανικές αρετές πίστη, ελπίδα και αγάπη. Ή όπως το θέτει ο Voigt: «Είναι πραγματικά παράξενο πως στα γραπτά  του ο Πετράρχης πολύ σπάνια μιλά για αγίους και αιρέσεις, θαύματα και ιερά λείψανα, οράματα και αποκαλύψεις… Για όλα αυτά από τα οποία αποτελείται η εκκλησία, από την εποχή των πρώτων πατέρων, για το μείγμα παγανισμού και δεισιδαιμονίας που είναι μέσα της, για εκείνη την τελική ιεραρχία, μόνο αδιαφορία επιδεικνύει». Για να πούμε την αλήθεια, η σύνδεση του Πετράρχη με τον μεσαιωνικό Χριστιανισμό είναι τόσο χαλαρή, που φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται το πρόβλημα της κόλασης. Σε αντίθεση προς τον Δάντη, το έργο του οποίου γνώριζε και θαύμαζε, αγνοούσε την χριστιανική άποψη πως η κόλαση και η καταδίκη είναι η ολοκλήρωση της θείας δικαιοσύνης και ένα στοιχείο της μακαριότητας. Παρομοίως, δεν υπάρχει καμιά νύξη για τη σημασία ή και την αναγκαιότητα της προσευχής, και η θεία χάρις περιφρονείται προς χάριν μιας σχεδόν πελαγιανικής προτίμησης για την αρετή. Τέλος, ο Πετράρχης εισηγείται, πως έστω και αν η ψυχή ήταν θνητή, θα ήταν καλύτερο να θεωρηθεί αθάνατη, γιατί αυτό θα μπορούσε να εμπνεύσει τον έρωτα για την αρετή, που είναι πράγμα επιθυμητό καθ’ εαυτώ. Η ενασχόληση του Πετράρχη με την θρησκεία φαίνεται πως είναι περισσότερο ενασχόληση με την υποκειμενικότητα της πίστεως και την αίσθηση της σωτηρίας, με τον τρόπο που το άτομο μέσα στον κόσμο αυτό θεωρεί τον εαυτό του σε σχέση προς τις θεϊκές υποσχέσεις.

Από αυτή την σκοπιά, ο Πετράρχης, όπως και οι νομιναλιστές, βλέπει τον Χριστιανισμό μέσα από τον φακό του Αυγουστίνου, και στην περίπτωση μέσω ενός Αυγουστίνου που ήταν βαθιά επηρεασμένος από ειδωλολάτρες στοχαστές, όπως ο Πλάτων και ο Κικέρων. Σήμερα υποθέτουμε πως ο Αυγουστίνος ήταν ο θεμέλιος λίθος του μεσαιωνικού Χριστιανισμού, αλλά το έργο του ήταν εν γένει γνωστό μόνο από αποσπάσματα που είχε παρουσιάσει ο Πέτρος Λομβάρδιος στις περίφημες «Προτάσεις» του. Επιπλέον, με την αναβίωση του Αριστοτέλη τον 13ο αιώνα, ο Αυγουστίνος υποχώρησε αισθητά, αν και οι φραγκισκανοί και αυγουστινιανοί ερημίτες έμειναν πιστοί σε αυτόν. Ο Αυγουστίνος λοιπόν επέστρεψε στο επίκεντρο του θεολογικού και φιλοσοφικού στοχασμού μόνο με την νομιναλιστική επανάσταση και την άνοδο του ανθρωπισμού.

Ο Πετράρχης θεωρεί τον Αυγουστίνο πλατωνιστή. Ο Πετράρχης όμως δεν γνώριζε καλά τον Πλάτωνα. Πίστευε για παράδειγμα πως το τελικό αγαθό ήταν για τον Πλάτωνα η αρετή, που μπορεί να αποκτηθεί μόνο με τη μίμηση του Θεού. Ήταν πεπεισμένος επομένως, πως το φιλοσοφείν ήταν για τον Πλάτωνα η αγάπη για τον Θεό. Σε αυτό το σημείο, ισχυριζόταν, συμφωνούσε ο Αυγουστίνος. Επιπλέον, καθώς «δεν υπάρχει αμφιβολία, πως η μόνη αληθινή γνώση είναι να γνωρίζει και να τιμά κανείς το Θεό, συνεπάγεται: Η ευσέβεια είναι σοφία». Για να γνωρίζει κανείς το Θεό όμως, πρέπει να γνωρίζει τον εαυτό του. Το υπέρτατο λοιπόν φιλοσοφικό/θεολογικό έργο του Αυγουστίνου είναι οι «Εξομολογήσεις», και αυτό είναι το έργο, πάνω απ’ όλα τα άλλα, που διαμόρφωσε τον χριστιανισμό του Πετράρχη.

Η σημασία του Αυγουστίνου για τον Πετράρχη γίνεται φανερή στη διάσημη αναφορά του στην ανάβαση πάνω στο βουνό Ventoux (Ανάβαση στο όρος Βεντού). Αναφέροντας αλληγορικά την απευθείας ανάβαση του αδελφού του πάνω στο βουνό, και τη δική του περίεργη διαδρομή, ως διαφορετικές προσεγγίσεις του θείου, γράφει πως όταν έφτασε στην κορυφή, κάθισε και άνοιξε τις «Εξομολογήσεις», και τα μάτια του έπεσαν στο εξής απόσπασμα: «Και οι άνθρωποι θαυμάζουν τα ψηλά βουνά, τα πελώρια κύματα της θάλασσας, τα μεγάλα ρεύματα των ποταμών, την περιφέρεια του ωκεανού, και τις περιστροφές των άστρων - και ερημώνουν τους εαυτούς τους». Λέει πως έμεινε άναυδος και θύμωσε με τον εαυτό του που ακόμα θαύμαζε γήινα πράγματα. Συμπεραίνει, αναφερόμενος στον Σενέκα, πως «από πολύ καιρό έπρεπε να είχα μάθει, ακόμα και από τους ειδωλολάτρες φιλοσόφους, πως τίποτα πέραν της διάνοιας δεν είναι αξιοθαύμαστο. Συγκρινόμενο με το μεγαλείο της, τίποτα δεν είναι μεγαλειώδες». Αυτό που έμαθε από τον Αυγουστίνο, και που θα έπρεπε να το είχε ήδη μάθει από τον Σενέκα, ήταν η συγκριτική έλλειψη σημασίας των γήινων πραγμάτων (συμπεριλαμβανομένης και της δόξας) και η θεμελιώδης ανάγκη αυτό-εξέτασης, γιατί μόνο γνωρίζοντας τον εαυτό του μπορεί κανείς να γνωρίσει το αιώνιο. Αυτή η διαπίστωση βρισκόταν στην καρδιά της μεγάλης μεταμόρφωσης της σκέψης του Πετράρχη, και παρήγαγε το πιο ενδοσκοπικό και διαπεραστικό έργο του, «Το μυστικό μου, ή Η σύγκρουση της ψυχής με το πάθος».

Συνεχίζεται με: Η αναζήτηση του εαυτού 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου