Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

ΧΑΝΣ ΓΙΩΝΑΣ - ΤΕΧΝΙΚΗ, ΙΑΤΡΙΚΗ ΚΑΙ ΗΘΙΚΗ - Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ (39)

Συνέχεια από Παρασκευή, 12 Αυγούστου 2022
 
HANS JONAS - TECHNIK, MEDIZIN UND ETHIK - ZUR PRAXIS DES PRINZIPS VERANTWORTUNG

7. ΙΑΤΡΙΚΗ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΕΥΘΥΝΗ
 ( 4η συνέχεια )
 
Για να ξαναγυρίσουμε στον γιατρό: αρκεί ήδη, ακόμα και χωρίς την άρτι περιγραφείσα «αποκαλυπτική» (( μιας αδυσώπητης λεηλασίας τού πλανήτη… )) , η «θέα» τής μαζικής δυστυχίας μιας λιμώττουσας ανθρωπότητας – ένα πρόβλημα επίσης υγείας! - , για να αναλάβη κανείς αυτήν τη «μακρινή» (που δεν είναι όμως ίσως τόσο πια μακρινή) ευθύνη. Η ιατρική τέχνη και επιστήμη ανήκουν άλλωστε, θέλοντας και μη, με τη συμβολή τους στην παγκόσμια κατάσταση, στο τεχνολογικό σύνδρομο, συμμετέχοντας έτσι στη γενικώτερη, «πλανητική» ευθύνη. Κάτι που οδηγεί την ιατρική, αντίθετα μάλιστα προς ορισμένα απ’ τα αρχικά της κριτήρια, πέρα κι απ’ το καθαρά ιατρικό ήθος, χωρίς να την αποξενώνη ωστόσο, ως μια προέκταση της προληπτικότητάς της, απ’ τη βασική έννοια του ιατρικού επαγγέλματος. Μια ηθική σε κατάσταση ανάγκης, διαφορετική πάντοτε απ’ την «κανονική» ηθική, μπορεί να είναι και για έναν γιατρό (άκρως) επίκαιρη.

Στρέφομαι τώρα, απ’ το πεδίο (τη «σφαίρα») τής αναπαραγωγής, το οποίο ξεπερνά ούτως ή άλλως την ατομικότητα, αφορώντας πάντοτε στο γενικό επίσης συμφέρον και τη γενική ευημερία, απ’ την αρχή λοιπόν τής ζωής στο τέλος της, το πιο ιδιωτικό απ’ όλα, όπου ο καθένας είναι ως επί το πλείστον μόνος, και ο γιατρός μοιάζει να είναι σ’ αυτόν και μόνο, με όλη του την επιστήμη, υποχρεωμένος. Ακόμα κι εδώ όμως, δεν περιγράφει η περίπτωση της μέγιστης δυνατής παράτασης της ζωής και αποφυγής τού θανάτου, που αποτελεί σκοπό τής ιατρικής τέχνης, ολόκληρη την, ανθρώπινη επίσης, ευθύνη τού γιατρού. Η θέληση του ίδιου του ασθενούς μπορεί να είναι άλλωστε αντίθετη ως προς αυτό.
Και δεν θέλω να υπεισέλθω εδώ στο όψιμα συζητημένο ερώτημα του «δικαιώματος στον θάνατο», που αναγνωρίζεται στον ασθενή απέναντι σε μιαν μακρά και απέλπιδα παράταση μέσα απ’ την υπερβολική χρήση ιατρικών τεχνικών μέσων. Ερώτημα στο οποίο εξάλλου εμπίπτει και η οριακή εκείνη κατάσταση ενός μη αντιστρέψιμου κώματος, όπου δεν μπορεί βέβαια να υπάρξη η παραμικρή έκφραση της βουλήσεως του ασθενούς προς τη μιαν ή την άλλην κατεύθυνση. Οπότε μπορεί και να μετατραπή ο ρόλος ενός γιατρού, από ενός ανθρώπου που βοηθά στη διατήρηση της ζωής σε ενός άλλου, που βοηθά, ανθρωπιστικά, στον θάνατο!

Το κοινό όφελος, για το οποίο είναι συνυπεύθυνος ο γιατρός, υπεισέρχεται ωστόσο ακόμα και σ’ αυτήν τη φαινομενικά τόσο κλειστή, «ατομική» σχέση γιατρού και ασθενούς. Οι ιατρικοί πόροι τής κοινωνίας σε προσωπικό, εγκαταστάσεις, νοσοκομειακούς χώρους κ.τ.λ. δεν είναι απεριόριστες, κι ο γιατρός πρέπει ν’ αναρωτηθή, αν η άμετρη χρήση ορισμένων «ηρωϊκών» μέτρων, όπως η μεταμόσχευση π.χ. καρδιάς (με ένα προβληματικό μάλιστα, ακόμα και στην περίπτωση της επιτυχίας, κέρδος ζωής), δεν κοστίζει πολύ για τη γενική, διαθέσιμη ιατρική φροντίδα: ένας εντελώς καινούργιος ορίζοντας ευθύνης, που προκύπτει απ’ την πρόοδο ακριβώς τής ιατρικής τεχνικής και των ολοένα πιο απαιτητικών εργαλείων της. Αυτό που εξασφαλίζεται, με μιαν υψίστη προσφορά τών μέσων, για μια σύντομη προθεσμία χάριτος σε έναν άνθρωπο, μπορεί να στερή από «λιτότερες» μεν, αλλά εντελώς ελπιδοφόρες υπηρεσίες περισσότερους ανθρώπους. Η άποψη μιας ορθότερης, «διανεμητικής» δικαιοσύνης παρεμβαίνει λοιπόν εδώ – μέχρι και την ακραία περίπτωση της «διαλογής» - στη χρήση, ή και τις επιδιώξεις ακόμα τής τεχνολογικής προόδου. Εξυψώνει την ιατρική ατομική ευθύνη απέναντι στον ασθενή σε μιαν ευρύτερη, απρόσωπη εν πολλοίς ευθύνη, η οποία δεν μπορεί να αναληφθή παρά μόνο με τη συγκατάθεση της επαγγελματικής κοινότητας ή από μιαν ανώτερη «διαιτητική» αρχή. Μιλώντας εδώ για «διαλογή», μου επιτρέπεται να υπενθυμίσω και τις τυραννικές ανθρωπίνως αποφάσεις προτεραιότητας, που καταλήγουν σε μιαν επιλογή, λόγω τής στενότητας αιμοκαθαρκτικών μηχανημάτων, του ποιος πρέπει να ζήση και ποιος να πεθάνη. (( Ο άνθρωπος θα βρίσκεται πάντοτε σε αδιέξοδο χωρίς τον αληθινό Θεό… )) 

Mιλώντας πλέον εδώ για την «πρόοδο», όπου πρέπει να έχουμε επίσης υπ’ όψιν μας κι αυτό που δεν υπάρχει μεν ακόμα, αλλά θα μπορούσε να υπάρξη, εφ’ όσον το επιδιώξουμε, ας μου επιτραπή να προσθέσω τώρα στο τέλος άλλη μιαν ευθύνη κοντά σε όλες εκείνες τις ευθύνες τής ιατρικής επιστήμης στο γενικό θέμα: «τέλος τής ζωής» - το ερώτημα που αγγίζει δηλ. συνολικά το επονομαζόμενο «bonum humanum» («ανθρώπινο καλό»), για το αν η έρευνα στην τέχνη μιας γενικώτερης παράτασης της ζωής πρέπει να επιδιώξη κι αυτό που ξεπερνά το ίδιο το φυσικό όριο. Και θα επαναλάβω εδώ κάποια πράγματα που έχω ήδη αναφέρει στο κείμενό μου «Η αρχή τής ευθύνης» (σ. 48 κ.ε. του πρωτοτύπου κειμένου). Ας υποθέσουμε ότι φτάνουμε, μέσα από ορισμένα βήματα «προόδου» στην κυτταρική βιολογία και τη μεταμόσχευση ιστών, στη θέση, να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τις απολύτως κατανοητές βιοχημικές διαδικασίες τού γήρατος – να τις επιβραδύνουμε ή και να τις εξουδετερώνουμε τοποθετώντας καινούργια όργανα (που να έχουν π.χ. «κλωνοποιηθή» και καταψυχθή εκ των προτέρων από οργανικά συστατικά τού ίδιου του παραλήπτη) – με αποτέλεσμα, να μπορή να παραταθή πολύ πέρα απ’ τα φυσιολογικά όρια η διάρκεια της ανθρώπινης ζωής, με συνεχώς αυξανόμενες μάλιστα βιοτεχνικές δυνατότητες: Πώς πρέπει να θεωρήσουμε μια τέτοια (πιθανή έστω) δυνατότητα; Ως «ευλογία», και ως έναν άρα κατά το δυνατόν επιδιωκόμενον σκοπό; Ως κάτι που πλησιάζει δηλ. μιαν αιώνια επιθυμία τής ανθρωπότητας, το αρχαίο όνειρο για τις πηγές τής νεότητας; Δεν θα έπρεπε να εξετάσουμε όμως πρώτα, ανεξάρτητα από εκείνη την επιθυμία και τον φόβο τού θανάτου, το πόσο ευκταίος είναι, για την κάθε ξεχωριστή ζωή αλλά και για το ανθρώπινο σύνολο, ο ίδιος ο «σκοπός», κάτι που δεν έχει συμβή, λόγω τής ανεφικτότητάς του, μέχρι τώρα; Που θα σήμαινε, να αναλογιστούμε το νόημα της θνητότητάς μας, που δεν είναι ίσως καθόλου μια «κατάρα», όπως το εκλαμβάνουμε ως επί το πλείστον. Ως προς αυτό θα μπορούσαμε ακόμα και να σκεφτούμε, πριν φιλοσοφήσουμε «λεπτολογώντας» για την υπαρξιακή σημασία τής «memento mori» («μνήμης θανάτου») για κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, τη γενική σημασία μιας ισορροπίας θανάτου και αναπαραγωγής στον ανθρώπινο πληθυσμό. Γιατί είναι σαφές ότι το τίμημα για ένα παρατεινόμενο γήρας θα είναι μια αντίστοιχη, μακροπρόθεσμα, επιβράδυνση «αναπληρώσεως», μια ελαττωμένη άρα προσθήκη καινούργιας ζωής, με αποτέλεσμα μια συνεχώς μειούμενη αναλογία νεότητας σε έναν διαρκώς αυξανόμενο γηραιό πληθυσμό. Πόσο καλό ή κακό θα ήταν άραγες αυτό για τη γενική κατάσταση του ανθρώπου; Το είδος μας θα κέρδιζε ή θα έχανε άραγες απ’ αυτό; Και πόσο σωστό θα ήταν να προκαταλαμβάνουμε έτσι, εμποδίζοντάς την, τη θέση της νεότητας; Ο θάνατος είναι συνδεδεμένος με τη γέννηση, και η θνητότητα δεν είναι παρά η άλλη πλευρά τής συνεχούς πηγής τής γεννήσεως (( ! )) . Η  αναπαραγωγή είναι η απάντηση της ζωής στον θάνατο – και η συνεχής έκπληξη ενός κόσμου γνωστών ήδη ατομικοτήτων, με ατομικότητες που δεν υπήρξαν ποτέ μέχρι τότε. Και ίσως να είναι αυτή ακριβώς η σοφία στο σκληρό δεδομένο τής θνητότητάς μας: ότι μάς προσφέρει δηλ. την αιωνίως ανανεούμενη υπόσχεση που ενυπάρχει στην αμεσότητα και τον ζήλο τής νεότητας, μαζί με τη διαρκή προσθήκη μιας καθεαυτής
«ετερότητας».
Κάτι το οποίο δεν το υποκαθιστά μάλιστα με τίποτα η οποιαδήποτε εκτενέστερη «συλλογή» μιας παρατεταμένης εμπειρίας: Η οποία δεν μπορεί και να ξαναποκτήση ποτέ το ιδιαίτερο εκείνο προνόμιο, να βλέπη κανείς για πρώτη φορά και με καινούργια μάτια τον κόσμο, ούτε να ξαναζήση την έκπληξη, που αποτελεί την αρχή τής φιλοσοφίας κατά τον Πλάτωνα, την περιέργεια ενός παιδιού, που θα καταστή, αρκετά σπάνια, η ορμή για γνώση ενός ενήλικα, όπου επίσης θα αποκάμη. Αυτή η συνεχής «επανέναρξη», που μπορεί να υπάρχη μόνο με το τίμημα ενός συνεχούς «τέλους (τής ζωής)», μπορεί να είναι και η ελπίδα τής ανθρωπότητάς μας· η προστασία, για να μη βυθιζόμαστε στην πλήξη και τη συνήθεια· η ευκαιρία που μας δίδεται, για να διαφυλάξουμε τον αυθορμητισμό τής ζωής. Μπορεί λοιπόν να συμβαίνη και το εξής: Αυτό που θα ήταν ένα φιλανθρωπικό, κατά την πρόθεση, δώρο τής επιστήμης στον άνθρωπο, η κατά προσέγγισιν έστω εκπλήρωση μιας αρχαιοτάτης επιθυμίας – η αποφυγή, αν όχι εντελώς, με την (πεισματική) έστω απόσπαση μιας ολοένα και μεγαλύτερης προθεσμίας, της «κατάρας» τής θνητότητάς μας –, να αποβαίνη ένα μειονέκτημα του ανθρώπου. Αν είναι όμως καλά τεκμηριωμένη μια τέτοια πρόβλεψη, θα ήταν τότε και σωστό, να αποτρέψουμε τη στρατηγική τής έρευνας από μια τέτοια σκοποθεσία.

Δεν αποτελεί ασφαλώς αποκλειστική υπόθεση της ιατρικής, αλλά υπόθεση όλων μας, το να απαντήσουμε, αναλογιζόμενοι το βέλτιστο για τον άνθρωπο (στο οποίο και ελπίζουμε να έχουν συμβάλει κατ’ ελάχιστον οι παραπάνω σκέψεις), στο ερώτημα το οποίο θέτει, μιλώντας για ένα δώρο και μόνον πρώτα απ’ όλα, η μελλοντική έρευνα: πόσο μακρύτερα απ’ την ανέκαθεν υποχρέωσή της να αποτρέπει (κατά το δυνατόν) τον πρόωρο θάνατο πρέπει να αποσκοπεί η ιατρική τέχνη; Πρόκειται για ένα μέρος, όπως καταλαβαίνουμε, του ερωτήματος που τίθεται γενικά απ’ τη σύγχρονη τεχνική, πόσο μακριά πρέπει να προχωρήσουμε στο να μεταβάλλουμε, προς όφελος του ανθρώπου, ακόμα κι εκεί που το μπορούμε, τη φύση, και πού πρέπει να αποδεχόμαστε την παλαιά και δοκιμασμένη, όσο και προσήκουσα σε μας τάξη.

Κλείνει έτσι για εμάς – με τη θεώρηση του θανάτου – ο κύκλος με τις προηγηθείσες θεωρήσεις τής γεννήσεως και της συμπεριφοράς, και δεν υπήρξε αυθαίρετη εκ μέρους μας η επιλογή αυτών τών δυό, της αρχής και του τέλους τής ζωής, ώστε να φωτίσουμε εξ αυτών την ανθρώπινη ευθύνη τής (σύγχρονης) ιατρικής τεχνικής. Αυτό που υπάρχει ανάμεσα σ’ αυτά τα δυό, μπορεί να προσδιορίζη σχετικά εύκολα και το εκάστοτε έργο τής ευθύνης. Τα δυό όμως αυτά δεδομένα τής βιολογικής τάξης επιβαρύνουν την ευθύνη μας με ολόκληρο το φορτίο τής ανθρώπινης μοίρας και της αβέβαιης γνώσης μας για το νόημα της ανθρώπινης ύπαρξης, επικαλούμενα έτσι τις τελευταίες πηγές τής πίστης μας.
 
( Τέλος 7ου κεφαλαίου… Συνεχίζεται με το επόμενο, 8ο κεφάλαιο, υπό τον τίτλο: «Ας κλωνοποιήσουμε λοιπόν έναν άνθρωπο: Απ’ την ευγονική στη γονιδιακή τεχνολογία»)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου