Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας(2)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2022

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας

Michael Allen Gillespie

The University of Chicago Press, 1984

Κεφάλαιο 1: Το περί Ιστορίας ερώτημα α

Τι είναι η ιστορία; Μια τέτοια σημαντική ερώτηση πρέπει να έχει μια άμεση και αδιαμφισβήτητη απάντηση. Αυτό όμως δεν συμβαίνει. Όπως το αντιλαμβανόμαστε σήμερα, η ιστορία έχει δυο διαφορετικές, αλλά συγγενείς σημασίες: από τη μια είναι το σύνολο των γεγονότων, η res gestae, που συνιστούν την έκπτυξη του ανθρώπινου πολιτισμού, και από την άλλη η εκτίμηση ή αναφορά αυτών των γεγονότων, η historia rerum gestarum. Με τον τρόπο αυτό, συναντούμε μια αμφισημία ακόμα και σε ένα ελάχιστο επίπεδο. Πως να κατανοήσουμε την ιστορία; Είναι θεμελιωδώς η ολότητα των γεγονότων, τα οποία εκτιμώνται a posteriori, ή μήπως μέσω αυτής της εκτίμησης καθίστανται τα γεγονότα αυτά ιστορία; Με άλλα λόγια, έχει η ιστορία μια αντικειμενική πραγματικότητα, ή μήπως είναι μόνο η διήγηση αυτή που έχει σχέση με τα γεγονότα και ίσως σε κάποιες περιπτώσεις να τους δίνει νόημα, το οποίο όμως δεν βρίσκεται μέσα στα γεγονότα και δεν προκύπτει από αυτά;

Η αμφισημία αυτή είναι απλώς αντανάκλαση μιας βαθύτερης διαφωνίας. Στην αρχαιότητα και ακόμα και στην πρώιμη νεωτερικότητα, η ιστορία ήταν κατανοητή ως historia rerum gestarum, ενώ θεωρήθηκε πως τα γεγονότα δεν κυβερνούνταν από λογικούς ή αιτιώδεις νόμους, αλλά από μια ακατανόητη μοίρα. Από το Διαφωτισμό όμως, η γνώμη πως η ιστορία είναι η ανθρώπινη πραγματικότητα (actuality) ή res gestae, την οποία οι ιστορικοί απλά περιγράφουν ή ανασκευάζουν, έχει αυξηθεί και στερεωθεί. Για να αντιμετωπίσουμε αυτή την αμφισημία και το ερώτημα περί ιστορίας, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε τη συζήτηση γύρω από τη φύση της ιστορίας.

Η ιστορία κατάγεται από τους Έλληνες και ήταν στενά συνδεδεμένη, κατά την άποψη τους, με τη φιλοσοφία και την ποίηση. Αυτά τα τρία ήταν στην αρχή πράγματι δυσδιάκριτα μεταξύ τους: οι πρώτοι φιλόσοφοι έγραφαν συχνά σε στίχους και ονόμαζαν τα έργα τους ιστορίες. Αυτό δεν είναι παράξενο, καθώς η λέξη κατάγεται από την ίδια ρίζα-ειδέναι (γνωρίζω έχοντας δει)-όπως και ο φιλοσοφικός όρος είδος, ιδέα, «μορφή». Αυτή η στενή συγγένεια είναι επίσης εμφανής στην πρώιμη χρήση της, όπου σημαίνει γενικά «αυτόπτης μαρτυρία», «γνώση», ή «αναζήτηση». Ο Ηράκλειτος για παράδειγμα χρησιμοποίησε τον όρο για να περιγράψει τη σκέψη του Ησίοδου, του Πυθαγόρα, του Ξενοφάνη και του Εκαταίου, εισηγούμενος ένα είδος γνώσης συγγενές τόσο προς τη φιλοσοφία όσο και την ποίηση.

Κατά τον πέμπτο αιώνα όμως, η έννοια της ιστορίας κατέστη πιο συγκεκριμένη και διαφοροποιημένη. Η ιστορία για τον Ηρόδοτο συνέχιζε να σημαίνει έρευνα (αναζήτηση), η δική του έρευνα όμως αφορούσε μόνο τις ανθρώπινες υποθέσεις. Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για τον Θουκυδίδη, αν και ο ίδιος δεν χρησιμοποίησε τον όρο ιστορία, καθώς ήταν ξένη λέξη στην κλασική αττική διάλεκτο. Βασιζόμενος σε αυτά τα δεδομένα, ο Αριστοτέλης χαρακτήρισε την ιστορία ως διήγηση ή εκτίμηση των ανθρώπινων υποθέσεων. Ακολουθώντας μια άλλη πτυχή της αυθεντικής έννοιας της ιστορίας, ο Πλάτων και ο Θεόφραστος την κατανοούσαν ως φυσική ιστορία ή έρευνα της φύσεως, δηλαδή ως επιστήμης που «φέρνει τη ροή σε στάση» (Φαίδων, 96α). Ενώ η ιστορία ήταν ακόμα ένα γενικό όνομα για την έρευνα και την εκτίμηση των κινήσεων της φύσεως και των πράξεων των ανθρώπων, μια σαφής και αποφασιστική απόκλιση σε δυο είδη, φυσική ιστορία και πολιτική ιστορία, ήταν εμφανής ήδη από τον τέταρτο αιώνα, και οδήγησε αργότερα στην απομόνωση της φυσικής ιστορίας ως εξειδικευμένου κλάδου, ξεχωριστού από την πολιτική ιστορία. Παρά την απόκλιση αυτή όμως, η αρχική σημασία της ιστορίας και η στενή σχέση της προς τη φιλοσοφία και την ποίηση, δεν χάθηκαν. Ο ιστορικός ήταν αυτόπτης μάρτυρας ή κριτής γεγονότων, και η δράση του αυτή στηριζόταν στο γεγονός πως είχε ο ίδιος δει ή μάθει από αυτούς που είδαν τα γεγονότα. Η θέαση αυτή είναι βασική όχι μόνο για την ιστορία, αλλά για κάθε δρόμο προς τη γνώση. Αυτή για παράδειγμα ήταν η επιθυμία γνώσης δια της θέας (ειδέναι), που χαρακτήριζε την ποίηση, και την οποία ο Αριστοτέλης ως αποκλειστική και φυσική για τον άνθρωπο, και φιλοσοφική. Η ιστορία ήταν λοιπόν θεμελιωδώς συνδεδεμένη με τη φιλοσοφία και την ποίηση, και μαζί με αυτές σύστηνε την ουσία της ελληνικής σκέψης.

Η πραγματικότητα για τους Έλληνες είναι μια σύζευξη του επίκαιρου με το αιώνιο. Η περαστική ανθρώπινη ζωή, και οι πράξεις των ανθρώπων, μπορούν κατά τη γνώμη τους να κατανοηθούν μόνο σε σχέση προς την αιωνιότητα των θεών και της φύσεως. Οι θεοί υπάρχουν σε ένα βασίλειο πέραν του θανάτου και της μεταβολής, και είναι η σωματοποίηση της ατομικής αθανασίας και τελειότητας, ενώ η φύση είναι το βασίλειο της διαρκούς αλλαγής που διέπεται από την τελεολογία, η οποία παράγει τις αιώνιες επαναλήψεις των ουρανών και των ειδών. Ο χρόνος είναι με αυτή την έννοια, όπως το διαβεβαιώνει ο Πλάτων στον Τίμαιο, η κινούμενη εικόνα της αιωνιότητος. Ο άνθρωπος αντιθέτως είναι ένα αξιοθρήνητα πεπερασμένο ον. Αυτό που κυρίως τον χαρακτηρίζει είναι ο θάνατος, και οι πράξεις του είναι ακόμα πιο φευγαλέες από τη ζωή του. Ανυψώνεται για μια στιγμή στις «ακρογιαλιές του φωτός», για να αγωνιστεί για την ανωτερότητα και να στοχαστεί την ακτινοβόλο ομορφιά της φύσεως και των θεών, για να συντριβεί από αυτούς τους θεούς σαν ένα παιχνίδι τους ή να καταβροχθιστεί από την σκοτεινή και παμφάγο μοίρα. Σε αντίθεση με την τάξη της φύσεως, οι ανθρώπινες υποθέσεις διέπονται από την τυχαιότητα, υπόκεινται σε τόσο ξαφνικές και απροσδόκητες ανατροπές, ώστε ακόμα και ο πιο ισχυρός άνθρωπος και η μεγαλύτερη αυτοκρατορία δεν μπορούν να είναι ποτέ σίγουροι. Αυτό που είναι βέβαιο, είναι πως ό,τι ήρθε στην ύπαρξη θα φύγει, πως ο σημερινός νικητής επί κάποιου  θα κείτεται αύριο μέσα στη σκόνη, κάτω από την φτέρνα άλλου κυρίου, στον οποίο χαμογέλασε εκείνη την στιγμή η μοίρα.

Τόσο ο στόχος όσο και ο περιορισμός του ανθρώπινου αγώνα εγκαθιδρύονται από το αιώνιο. Ο άνθρωπος αναζητά διαρκώς την αθανασία, αλλά δεν μπορεί να την αποκτήσει ποτέ. Έχει βέβαια εξασφαλισμένη την αθανασία του είδους της φύσεως, αυτό όμως δεν τον ικανοποιεί, καθώς είναι κάτι που το μοιράζεται με κάθε άλλη ζωή. Επιθυμεί την ατομική αθανασία των θεών, αλλά αυτό είναι πέρα από αυτόν, και η ύβρις που χαρακτηρίζει την προσπάθεια του να την αποκτήσει είναι το χειρότερο έγκλημα και αντιμετωπίζεται με την πιο τρομακτική από όλες τις τιμωρίες. Το να γνωρίζεις τον εαυτό σου για τους Έλληνες σημαίνει να γνωρίζεις πως δεν είσαι θεός, και το να κάνεις τα πάντα με μέτρο σημαίνει να δρας ως θνητός άνθρωπος παρά ως αθάνατος θεός. Παρά τους περιορισμούς αυτούς, ο άνθρωπος έχει λάβει ένα είδος αθανασίας, μια αθανασία που βρίσκεται μεταξύ της αθανασίας της φύσεως και των θεών, μεταξύ του είδους και του ατόμου. Το μεσαίο αυτό θεμέλιο είναι η πόλις.

Η πόλις είναι ο τόπος της ανθρώπινης ζωής, και αυτοί που ζουν έξω από αυτήν, όπως το δηλώνει ο Αριστοτέλης, είναι για τους Έλληνες είτε θηρία είτε θεοί. Ο άνθρωπος είναι «ζώον πολιτικόν», και όποια αθανασία και να του δίδεται, πρέπει να είναι συνδεδεμένη με την πόλη. Η αθανασία δεν μπορεί βέβαια να οφείλεται απλώς στην αιωνιότητα της πόλεως, καθώς κάθε πόλις, όπως το φανέρωσε η Ιλιάδα, και κάθε Έλληνας το γνώριζε καλά, σε κάποια στιγμή ήρθε στην ύπαρξη και με την ίδια βεβαιότητα θα φύγει. Επομένως, η πηγή της ανθρώπινης αθανασίας δεν είναι η αιωνιότητα της πόλεως. Η αθανασία του ανθρώπου συνδέεται με την πόλη, καθώς η πόλις είναι ο τόπος του λόγου, ο τόπος όπου το αιώνιο φανερώνεται δια του λόγου μέσα στο επίκαιρο. Ο άνθρωπος ως ζώον πολιτικόν είναι ζώον λόγον έχον, το ομιλούν ή λογικό ζώο, και με τον τρόπο αυτό έχει πρόσβαση, και κατά κάποιο τρόπο μπορεί να μετέχει αυτού που τον υπερβαίνει.

Αν και υπάρχουν πολλές διαφορετικές μορφές λόγου στην πόλη, η φιλοσοφία, η ποίηση και η ιστορία είναι οι υψηλότερες, καθώς αποκαλύπτουν με τον καθαρότερο τρόπο το αιώνιο. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, η φιλοσοφία έχει ως σκοπό να φανερώσει το απαραίτητο, η ποίηση ασχολείται με το δυνατό και η ιστορία με το δεδομένο. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη η φιλοσοφία εξηγεί τι είναι η αρετή και η κακία, ενώ η ποίηση μας παρουσιάζει εικόνες ενάρετων και κακών ανθρώπων, το πως δηλαδή οπωσδήποτε θα ήταν εάν υπήρχαν. Η ιστορία, σε αντίθεση και προς τις δυο, βάζει σε λέξεις αυτό που φάνηκε στις ανθρώπινες υποθέσεις, γιατί μόνο έτσι διαρκούν τα γεγονότα, μόνο έτσι μένουν στη μνήμη και έχουν νόημα. Όπως το επεσήμανε ο Επίκτητος, δεν παρακινούμαστε από τις πράξεις των ανθρώπων, αλλά από τις λέξεις περί των πράξεων αυτών. Η ιστορία για τους Έλληνες δεν εξηγεί την λογική εξέλιξη των γεγονότων, καθώς μια τέτοια λογική εξέλιξη δεν υπάρχει, αλλά στατικές, και με τον τρόπο αυτό κατανοητές. τις υψηλότερες στιγμές του εφήμερου. Οι στιγμές αυτές είναι οι υψηλότερες, γιατί φανερώνουν με τον πιο καθαρό τρόπο το ουσιαστικό και αιώνιο στην ανθρώπινη ζωή. Η ιστορία επομένως ανακαλεί στη μνήμη αυτό που ειδώθηκε, όχι για να περιγράψει ή να αναπαραστήσει την επικαιρότητα, αλλά για να ανοίξει το αιώνιο για τον άνθρωπο. Η αιωνιότητα όμως την οποία αποκαλύπτει η ιστορία, δεν εξαρτάται από την αιωνιότητα των γραπτών η προφορικών καταγραφών των γεγονότων. Τα ιστορικά γεγονότα δεν είναι αιώνια επειδή μένουν στην μνήμη, αλλά μένουν στη μνήμη επειδή αποκαλύπτουν το αιώνιο. Είναι επομένως αιώνια με την ίδια έννοια που οι πράξεις του Αχιλλέα είναι αιώνιες-επειδή σωματοποιούν αυτό που είναι αληθινό για τον άνθρωπο παντού και πάντα. Η ιστορία με την έννοια αυτή αποκαλύπτει την πηγή της ανθρώπινης αθανασίας (Η Hannah Arendt στο έργο της «Μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος», ισχυρίζεται πως είναι μια προσπάθεια μίμησης της φύσεως).

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου