Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (50)

 Συνέχεια από: Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2022

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΕΚΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟ ΣΤΟ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟ

Λύτρωση μέσω της τέχνης και της παραίτησης

Η ανθρώπινη ευτυχία, σύμφωνα με τον Schopenhauer, είναι αδύνατη. Ορισμένα άτομα ωστόσο ενδέχεται να υπερβούν τον πόνο είτε αναστέλλοντας την ατομικότητά τους, δηλαδή τον εαυτό ή το εγώ τους, είτε αναστέλλοντας τη βούλησή τους. Η πρώτη είναι η κατεύθυνση την οποία ακολουθεί ο καλλιτέχνης, η δεύτερη η κατεύθυνση την οποία ακολουθεί ο άγιος.

Στη νεότητά του ο Schopenhauer ισχυριζόταν ότι «η φιλοσοφία αναζητήθηκε ίσαμε τώρα επί ματαίω επειδή ο άνθρωπος την αναζητούσε μέσω της επιστήμης μάλλον παρά μέσω της τέχνης». Η επιστήμη βρίσκεται πάντοτε στην υπηρεσία της ατομικής ευτυχίας. Η τέχνη επιθυμεί να γνωρίζει, όχι να βούλεται, και ενδιαφέρεται μόνο για τις αιώνιες μορφές των πραγμάτων και όχι για τα άτομα. Οι ιδέες μπορεί να γίνουν τα αντικείμενα της γνώσης μονάχα εάν καταργηθεί το υποκείμενο της γνώσης. Το υποκείμενο λησμονεί τον εαυτό του, χάνει τον εαυτό του στο αντικείμενο. Το βλέμμα του καλλιτέχνη γίνεται καθαρά αντικειμενικό και ο ίδιος γίνεται η καθαρή αντανάκλαση του κόσμου, της βούλησης και των εκδηλώσεών της. Με αυτό τον τρόπο τα άτομα ξεφεύγουν από τη βούληση, αποτινάζουν τον ζυγό της και υπάρχουν μόνο ως αντικαθρέφτισμα του κόσμου. Γίνονται άβουλοι, ανάλγητοι, αιώνιοι γνώστες. Η ικανότητα για τέτοιου είδους γνώση κατά την άποψη του Schopenhauer υφίσταται σε όλους τους ανθρώπους, αλλά ενεργοποιείται μόνο στους ιδιοφυείς ανθρώπους, σε μεγάλους ποιητές, ζωγράφους και συνθέτες.

Η τέχνη, καθότι γιγνώσκει άμεσα τις ιδέες, συνιστά ανώτερη μορφή γνώσης, συγχρόνως δε και την πρώτη βαθμίδα αποδέσμευσης από την απατηλότητα των φαινομένων. Η ηθική, με κεντρικό στοιχείο την συμπόνια, και η ολική παραίτηση από την βούληση για ζωή συνιστούν αντίστοιχα την δεύτερη και την τρίτη βαθμίδα της λύτρωσης από τον κόσμο.

Υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις τέχνες επειδή αντιπροσωπεύουν ποικίλες ιδέες σε διαφορετικά επίπεδα εξαντικειμενίκευσης και εξατομίκευσης. Για τον Schopenhauer ωστόσο η μουσική είναι μοναδική, διότι δεν είναι αντίγραφο κάποιας ιδιαίτερης ιδέας αλλά της βούλησης αυτής καθ' εαυτήν, και ως τέτοια αποτελεί οικουμενική γλώσσα: «Η μουσική είναι τόσο άμεσα εξαντικειμενίκευση και αντίγραφο της συνολικής βούλησης όσο είναι και ο κόσμος καθ' εαυτόν, ουσιαστικά όσο είναι και οι ιδέες [...]. Ως εκ τούτου η μουσική με κανέναν τρόπο δεν είναι ό,τι και οι άλλες τέχνες, δηλαδή αντίγραφο των Ιδεών, αλλά είναι αντίγραφο της βούλησης αυτής καθ' εαυτήν [...]. Γι' αυτό τον λόγο η επήρεια της μουσικής είναι πολύ πιο ισχυρή και διεισδυτική απ' ό,τι εκείνη των υπόλοιπων τεχνών, διότι οι τελευταίες αναφέρονται μόνο στη σκιά, ενώ η μουσική αναφέρεται στην ουσία. [...] Κατά συνέπεια θα μπορούσαμε κάλλιστα να απαιτήσουμε από τον κόσμο να ενσαρκώσει τη μουσική όπως ακριβώς ενσαρκώνει τη βούληση».

Η αλήθεια γύρω από τη βούληση, λοιπόν, αποκαλύπτεται στην ανθρωπότητα από τις μεγαλοφυΐες της μουσικής, οι οποίες απαλλάχθηκαν από την ατομικότητά τους και έγιναν τέλειοι καθρέφτες της βούλησης, που εκδηλώνεται στα σώματά τους ως αισθήματα, ορμές και πάθη. Οι μεγαλοφυΐες της μουσικής καθιστούν ορατή την αλήθεια στην υπόλοιπη ανθρωπότητα. Ουσιαστικά είναι η τέχνη τους και όχι η επιστήμη που αποτελεί την πραγματική πηγή της σοφίας. Προκειμένου να δώσουμε μια ικανοποιητική εξήγηση της μουσικής με έννοιες, θα πρέπει, λοιπόν, να συνθέσουμε μια επαρκή επανάληψη και εξήγηση του κόσμου στό τι είναι η πραγματική φιλοσοφία. Αυτού του είδους η αισθητική φιλοσοφία συνεισφέρει στην προετοιμασία των ανθρώπινων όντων για την ηθική λύση του Schopenhauer.

Το δεύτερο και ανώτερο μέσο για την ανθρώπινη λύτρωση είναι για τον Schopenhauer η παραίτηση. Πρόκειται για τη γενική κατεύθυνση του θρησκευτικού ασκητισμού και δεν εδράζεται στην ανιδιοτελή ενατένιση των αιώνιων μορφών αλλά στην εμπειρία της συμμετοχής στα δεινά των άλλων. Αυτό αποκαλεί ο Schopenhauer Mitleid, «ευσπλαχνία», ή, κυριολεκτικά, «συμπόνια». Η ικανότητα για ευσπλαχνία υφίσταται σε όλους μας και είναι η πηγή της ηθικότητας εν γένει, αλλά, όπως και στην περίπτωση του καλλιτέχνη, ορισμένα ανθρώπινα όντα έχουν μια εξαιρετική ικανότητα να συλλαμβάνουν αυτή την αλήθεια και να ενεργούν σύμφωνα με αυτή. Αυτά τα άτομα είναι άγιοι, μεγαλοφυΐες της ευσπλαχνίας. Υποφέρουν για τον πόνο και τα δεινά των συνανθρώπων τους, και έτσι αναγνωρίζουν τη ματαιότητα και την ανηθικότητα της βούλησης. Απορρίπτουν, λοιπόν, κάθε βουλησιακή ενέργεια και διάγουν ασκητικό βίο: «Αυτός είναι ο τελικός στόχος, και ουσιαστικά η εσώτερη φύση κάθε αρετής και αγιότητας, και είναι σωτηρία από τον κόσμο». Ο άγιος απορρίπτει τη βούληση σε όλες τις μορφές της, αλλά ιδίως εκείνες τις μορφές που είναι οι πλέον ουσιώδεις για τη διατήρηση της ζωής και την αναπαραγωγή της. Σε συμβολικό επίπεδο, αυτό παίρνει τη μορφή της υπόσχεσης ότι ο άγιος άνθρωπος δεν θα ξαναγεννηθεί.

Αυτή η κατεύθυνση δεν είναι ζήτημα επιλογής. Επιλέγω σημαίνει ότι βούλομαι, και το άτομο δεν μπορεί να βούλεται το να μη βούλεται. Ακόμη και η αυτοκτονία δεν είναι απάντηση, διότι η αυτοκτονία είναι ιδιοτελής φυγή από τα δεινά. Ο άγιος ενεργεί ενάντια στο συμφέρον του, αποσύρεται από τις χαρές της ζωής. Αυτός ο υπεράνθρωπος άθλος, σύμφωνα με τον Schopenhauer, επιτυγχάνεται εφ' όσον η βούληση καθ' εαυτήν το βούλεται. Πρόκειται για αυταπάρνηση της βούλησης, αντιφατική και αδιανόητη από την περιορισμένη ανθρώπινη έποψη αλλά πιθανή ως αποτέλεσμα της παντοδύναμης ελευθερίας της βούλησης. Το άτομο φθάνει σε αυτό το ύψος μόνο μέσω κάποιας εξαιρετικής σύμπτωσης ή κάποιου θαύματος που απορρέει από τη θεία χάρη. Πώς το έκανε αυτό είναι ακατανόητο, αλλά το γεγονός ότι το έκανε είναι η a posteriori απόδειξη ότι η τέτοιου είδους απάρνηση και ελευθερία είναι δυνατές. Ο άγιος απαλλάσσεται επομένως από την ενοχή της ύπαρξης: Η απόλυτη άρνηση δημιουργεί αγαλλίαση.

Ο Schopenhauer επομένως καταλήγει να εξυψώσει ό,τι ο Nietzsche αργότερα επρόκειτο να αποκαλέσει μηδενιστική ή βουδιστική άρνηση. Ο Schopenhauer ωστόσο το αποκαλεί απελευθέρωση: «Αναγνωρίζουμε αβίαστα πως ό,τι απομένει ύστερα από την πλήρη εξάλειψη της βούλησης είναι, για όσους παραμένουν πλήρεις βουλήσεως, ασφαλώς ένα τίποτα. Αλλά και αντιστρόφως, σε όσους η βούληση μεταστράφηκε και αρνήθηκε τον εαυτό της αυτός ο δικός μας πραγματικός κόσμος, με όλους τους ήλιους και τους γαλαξίες του, είναι ένα τίποτα».

Προς το τέλος της σοπενχαουερικής «δαιμονωδίας» εμφανίζεται, λοιπόν, μια αναλαμπή θεϊκού φωτός. Ο γνωστικισμός του ωστόσο δεν τον εξαναγκάζει να κηρύξει πόλεμο ενάντια στο σκοτάδι ή να ξεσηκώσει τις στρατιές του φωτός, καθόσον αυτό το «θεϊκό» φως είναι στην πραγματικότητα στιγμιαία μικρή αναλαμπή η οποία δημιουργείται από το ίδιο το σκοτάδι. Κάποια μικρή μειονότητα ανθρώπων ίσως ζεσταθεί από την τρεμουλιαστή φλόγα του, αλλά πέραν του κύκλου τους υπάρχει μόνο ψυχρή και αδιάφορη νύχτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου