Συνέχεια από: Σάββατο 17 Δεκεμβρίου 2022
ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟ ΣΤΟ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟ
Ο Schopenhauer και το δαιμονιακό: Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση
Για τον Schopenhauer, όπως και για τους Fichte, Schelling και Hegel, το βασικό πρόβλημα της φιλοσοφίας ήταν η σχέση ελευθερίας και φυσικής αναγκαιότητας και, όπως και εκείνοι, πίστευε ότι αυτό το πρόβλημα διατυπώθηκε ρητά από τον Kant στην Τρίτη Αντινομία του Καθαρού Λόγου. Σε αυτή την Αντινομία ο Kant εκθέτει τη βασική αντίφαση της μοντέρνας εποχής ανάμεσα στη φύση και στην ελευθερία, και άρα ανάμεσα στη φυσική επιστήμη και στην ηθικότητα, αποδεικνύοντας ότι αιτιότητα μέσω της φύσης και αιτιότητα μέσω της ελευθερίας είναι αμοιβαία αναγκαίες και αμοιβαία αντιφατικές. Η καντιανή λύση της αντινομίας, όπως είδαμε, ήταν ο υπερβατολογικός ιδεαλισμός. Οι θεωρησιακοί ιδεαλιστές απέρριψαν αυτή τη λύση και επιχείρησαν να βρουν κάποιο διαφορετικό τρόπο συμφιλίωσης. Ο Schopenhauer ήταν απογοητευμένος από αυτές τις λύσεις, διότι το μόνο που έκαναν ήταν να αποκρύπτουν την πραγματική και διαρκή διαίρεση της ύπαρξης. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Schopenhauer, ο ίδιος ο Kant δεν αντιμετώπισε την αντίφαση αρκετά ριζοσπαστικά επειδή υπέθετε ότι ο Λόγος υπό μίαν έννοια καθόριζε τόσο τη φαινομενική όσο και τη νοούμενη σφαίρα. Άφησε, λοιπόν, ανοικτό το ενδεχόμενο να γεφυρωθεί αυτή η διάζευξη. Η αποτυχία του να αναγνωρίσει και να εκφράσει την ουσιαστική ανορθολογικότητα της βούλησης κατέστησε εφικτές τις επιπόλαιες λύσεις των θεωρησιακών ιδεαλιστών.
Η φαινομενική σφαίρα, ή ό,τι ο Schopenhauer ακολουθώντας τον Kant αποκαλεί αναπαράσταση, κυριαρχείται ολοκληρωτικά και δίχως εξαίρεση από την αρχή του αποχρώντος λόγου. Η διατριβή του “Περί της τετραπλής ρίζας του αποχρώντος λόγου” επιδίωκε να το αποδείξει. Απαλείφοντας έντεκα από τις δώδεκα κατηγορίες του Kant ως περιττές, ο Schopenhauer υποστηρίζει ότι τα φαινόμενα καθορίζονται αποκλειστικά από την αιτιότητα. Αυτή η θέση επαναλαμβανόταν στο πρώτο βιβλίο του συγγράμματος “Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση”. Όλα τα συμβάντα και οι ανθρώπινες πράξεις καθορίζονται από μια άτεγκτη αναγκαιότητα. Επομένως αποκλείει ακόμη και την πιθανότητα να υπάρχει ελεύθερη αιτιότητα της ανθρώπινης βούλησης, που ο Kant είχε θέσει ως αίτημα στην ηθική φιλοσοφία του. Αυτή η αμετάβλητη αναγκαιότητα έχει την απαρχή της στη βούληση, την οποία ο Schopenhauer θεωρεί ότι αποτελεί τη βάση των φαινομένων.
Αυτή η βούληση είναι η ορθή κατανόηση του καντιανού πράγματος καθ' εαυτό. Ο Kant απέτυχε να συλλάβει αυτό το γεγονός, σύμφωνα με τη γνώμη του Schopenhauer, επειδή παρέμεινε εγκλωβισμένος στην καρτεσιανή φιλοσοφία της συνείδησης. Η βούληση, ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να συλληφθεί από τη συνείδηση, διότι είναι το θεμέλιο της συνείδησης. Μας καθορίζει μέσω των σωμάτων μας, και άρα γίνεται κατανοητή μόνο μέσω του σώματος. Σε αυτό το σημείο ο Schopenhauer πιστεύει ότι αντιτίθεται στον θεωρησιακό ιδεαλισμό ως φιλοσοφία της συνείδησης και του αναστοχασμού. Ο Schopenhauer απορρίπτει τον αναστοχασμό και ισχυρίζεται ότι η αλήθεια γίνεται γνωστή μόνο με την άμεση ενόραση της βούλησης μέσα στα δικά μας σώματα. Η νοούμενη σφαίρα του πράγματος καθ' εαυτό δεν είναι, λοιπόν, απροσπέλαστη, όπως ισχυριζόταν ο Kant, αλλά γίνεται γνωστή μέσω της εσωτερικής εμπειρίας των παθών και των ορμών μας.
Αυτή η άποψη, όπως είδαμε, χαρακτήριζε τον ρομαντισμό, όμως ο Schopenhauer κάνει ένα βήμα ακόμη: Δεν γνωρίζουμε απλώς τη βούληση μέσω των σωμάτων μας· τα σώματά μας δεν είναι τίποτε άλλο από την εξαντικειμενίκευση αυτής της βούλησης. Το πέος, για παράδειγμα, δεν είναι τίποτε άλλο από την εξαντικειμενίκευση της γενετήσιας ορμής. Άρα δεν είμαστε κάτι επί του οποίου ενεργεί απλώς η βούληση, διότι τότε θα είχαμε τουλάχιστον κάποια στοιχειώδη οντολογική ανεξαρτησία. Δεν είμαστε τίποτε άλλο από τη βούληση όπως εκδηλώνεται στη φαινομενική σφαίρα. Η τυραννία της βούλησης εδράζεται επομένως στην ίδια την ύπαρξή μας.
Η ταυτότητα του σώματος και της βούλησης, που ο Schopenhauer αποκαλεί θαύμα, είναι μια θεμελιώδης αρχή η οποία δεν μπορεί ποτέ να αποδειχτεί ή να συναχθεί λογικά. Μπορεί μόνο να γίνει ενσυνείδητη. Μολονότι αυτή η ενόραση δεν μας παρέχει τη δύναμη να αλλάξουμε καί τη θεμελιώδη κατάστασή μας, καθιστά εφικτή τη γνώση της πραγματικής ουσίας του ανθρώπου καθώς και τη γνώση του κόσμου, διότι η βούληση που αντιλαμβάνομαι στο σώμα μου δεν είναι απλώς η βούλησή μου, είναι η βούληση η οποία καθορίζει όλα τα φαινόμενα, το πράγμα καθ' εαυτό, η ψυχή του κόσμου, ή ό,τι οι Ινδοί αποκαλούσαν Βράχμα. Ανακαλύπτω την άμεση ενόραση των αισθημάτων, των ορμών μου κτλ. με την κρυφή ουσία όλων των πραγμάτων, από την κίνηση των χεριών μου μέχρι την κίνηση των αστέρων στον πιο απομακρυσμένο γαλαξία.
Ακολουθώντας τον Kant, ο Schopenhauer υποστηρίζει ότι η φαινομενική σφαίρα υπάρχει μόνο μέσα στις μορφές της συνείδησης και μέσω αυτών, δηλαδή μέσα στον χώρο και στον χρόνο. Το αποτέλεσμα είναι ότι αντιλαμβανόμαστε μόνο μεμονωμένα όντα που περιστοιχίζονται από έτερα όντα. Ο φαινομενικός κόσμος κυριαρχείται από την principium individuationis, και είναι επομένως πάντοτε πολλαπλότητα ή πολυαρχία. Ωστόσο, όπως το πράγμα καθ' εαυτό, η βούληση υπερβαίνει τη φαινομενική σφαίρα και τους νόμους της. Κατά συνέπεια δεν υπόκειται στην principium individuationis και είναι μία και αδιαίρετη. [Ο Schopenhauer προφανώς δεν παραδεχόταν ότι, εάν ο χώρος και ο χρόνος είναι οι προϋποθέσεις της πολλότητας, είναι επίσης οι προϋποθέσεις της ενότητας. Η βούληση πρέπει, λοιπόν, να είναι πέραν της ενότητας και της πολλότητας].
Η βούληση δεν εκδηλώνεται ομοιόμορφα και αδιακρίτως μέσα στον κόσμο, αλλά εξαντικειμενικεύεται στις μορφές ή στα είδη που συγκροτούν τον φυσικό κόσμο. Καθεμία από αυτές τις μορφές, σύμφωνα με τον Schopenhauer, συγκροτεί διαφορετικό επίπεδο εξαντικειμενίκευσης της βούλησης. Η αιτία που συμβαίνει αυτό είναι άγνωστη, μια ιδιοτροπία της ακατανόητης παγκόσμιας βούλησης. Ότι συμβαίνει αυτό γίνεται φανερό από την αισθητική ενατένιση και κατανόηση μας. Ο Schopenhauer από αυτή την άποψη ακολουθεί τον πρώτο δάσκαλό του, τον Schulze, επιχειρώντας να συνενώσει τον Kant και τον Πλάτωνα. Αυτές οι μορφές ή ιδέες παρεμβάλλονται ανάμεσα στη βούληση και στις αναπαραστάσεις. Η βούληση, σύμφωνα με τον Schopenhauer, αποκαλύπτεται εξ ίσου ολοκληρωμένα σε μία και μόνο βαλανιδιά αλλά και σε ένα εκατομμύριο βαλανιδιές. Η μορφή κάθε πράγματος, κάθε πέτρας, κάθε φυτού και ζώου, εκφράζει επομένως την ουσιώδη βούληση η οποία βρίσκεται πίσω από οποιαδήποτε γλώσσα που αποτελείται από σκέτες λέξεις. Σε αυτή τη βάση είναι δυνατό κάποιο είδος επιστήμης της φύσης, διότι, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα, ο οποίος βασανιζόταν συνεχώς από το πρόβλημα της αμοιβαίας σχέσης των ιδεών, ο Schopenhauer υποστηρίζει με ένα σχολαστικό τρόπο ότι αυτές είναι οργανωμένες ιεραρχικά. Όσο ανώτερη είναι η εξαντικειμενίκευση της ιδέας τόσο μεγαλύτερη είναι η ατομικότητά της. Έτσι, η βαρύτητα, για παράδειγμα, εφ' όσον βρίσκεται σε ένα από τα κατώτερα επίπεδα εξαντικειμενίκευσης στερείται κάθε λογής ατομικότητας, ενώ τα ανθρώπινα όντα, στο αντίθετο άκρο, είναι κατ' εξοχήν ατομικά.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, δεν χαρακτηρίζεται από τον Λόγο αλλά από την ατομικότητα. Στην πραγματικότητα, η ικανότητα για σκέψη, δηλαδή για αναπαράσταση, εμφανίζεται μόνο όταν γίνεται μέσο για αυτοσυντήρηση, και η χρήση της διαφθείρει τον χρήστη. Με την εμφάνιση της ικανότητας για αναπαράσταση η βεβαιότητα και το αλάθητο των εκδηλώσεων της βούλησης χάνονται σχεδόν παντελώς. Σε αντίθεση με όλες τις άλλες μορφές ζωής, ο άνθρωπος δεν ακούει παντού και πάντοτε τη φωνή της βούλησης να αναβλύζει από το σώμα του. Το ένστικτο αναδιπλώνεται και ο άνθρωπος βρίσκεται σε διηνεκή αγώνα για να κρατηθεί στην επιφάνεια και να βρει τον δρόμο του μέσα σε μια στροβιλιζόμενη θάλασσα παραστάσεων.
Η βούληση, ως μοναδική και αδιαίρετη πηγή όλων των πραγμάτων, είναι απόλυτη: «Η βούληση δεν είναι μόνο ελεύθερη αλλά και παντοδύναμη». Κάθε φαινομενικό πράγμα καθορίζεται από την αδήριτη ανάγκη, και γι' αυτό τα μεμονωμένα ανθρώπινα όντα δεν είναι ποτέ ελεύθερα. Η βούληση όμως, όπως και το πράγμα καθ' εαυτό, δεν υπόκειται στους φαινομενικούς νόμους, και άρα είναι απολύτως ελεύθερη και παντοδύναμη. Δεν υπάρχει τίποτα πίσω από αυτή· είναι αθεμελίωτη. Ο ρομαντισμός διατύπωσε μια ανάλογη ιδέα του παγκόσμιου πνεύματος, το οποίο αποτελεί τη βάση των φαινομένων. Για τους ρομαντικούς όμως αυτό το πνεύμα είχε στόχους και σκοπούς. Κατ' ουσίαν ήταν ποιητικό και καθοδηγούνταν στην ποίησή του από κάποιον ειδοποιό στόχο ή σκοπό. Αντιθέτως, η βούληση στον Schopenhauer δεν έχει στόχο και στην πραγματικότητα δεν διαφέρει και πολύ από το τυφλό ορμέμφυτο: «Αγωνίζεται συνεχώς, επειδή ο αγώνας είναι η όλη φύση της· σε αυτό τον αγώνα κανένας στόχος που επετεύχθη δεν μπορεί να θέσει τέλος. Ένας τέτοιος αγώνας είναι επομένως αδύνατον να βρει τελική ικανοποίηση». [Ο Safranski υποστηρίζει ότι αυτό το στοιχείο στην έννοια της βούλησης του Schopenhauer απορρέει από τον αριστερό εγελιανό David F. Strauss, ο οποίος διατεινόταν ότι «η ελεύθερη δραστηριότητα δεν κατευθύνεται προς κάποιο σκοπό ή κάποια ανάγκη»]. Δεν έχει σκοπό επειδή στερείται κάθε λόγου. «Ο κόσμος ως πράγμα καθ' εαυτό είναι μια μεγάλη βούληση που δεν γνωρίζει τι βούλεται εξ αιτίας αυτού δεν γνωρίζει και απλώς βούλεται, επειδή είναι βούληση και τίποτε άλλο». [Αυτή η απόλυτη διάκριση ανάμεσα στη βούληση και στην αναπαράσταση είναι προβληματική. Όπως επισημαίνει ο Gueroult, είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς η βούληση μπορεί να γνωρίσει τον εαυτό της όταν δεν είναι μια ικανότητα για γνώση, και πώς η ικανότητα για γνώση μπορεί να δραστηριοποιείται και άρα να γνωρίζει εάν διαχωρίζεται από τη βούληση. «Schopenhauer et Fichte», 116-118. Ο ίδιος ο Schopenhauer δεν υποστηρίζει πάντοτε αυτή τη διάκριση. Στους πρακτικούς στοχασμούς του, για παράδειγμα, συνταύτιζε τις γυναίκες με την αναπαράσταση και τους άνδρες με τη βούληση].
Όλοι οι προγενέστεροι στοχαστές κατά την άποψη του Schopenhauer έσφαλαν καθώς προσπαθούσαν να κατανοήσουν τη βούληση στη βάση της δικής τους βουλησιακής εμπειρίας. Φαντάζονταν ότι, επειδή είχαν σκοπούς κατά βούλησιν, η βούληση καθ' εαυτήν έχει κάποιο σκοπό. Αυτή η άποψη ωστόσο είναι εσφαλμένη, διότι «κάθε ατομική ενέργεια έχει κάποιο σκοπό ή στόχο η βούληση ως όλον δεν έχει κάποιο σκοπό εν όψει». Η ζωή ως όλον είναι άνευ νοήματος.
Δυστυχώς, αυτό το απαισιόδοξο συμπέρασμα δεν εξαντλεί την αβυσσαλέα πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως την αντιμετωπίζει ο Schopenhauer. Εφ' όσον η βούληση εκδηλώνεται πάντοτε σε ατομικά πράγματα, είναι αμετάκλητα αποξενωμένη από τον εαυτό της. Κάθε πράγμα αγωνίζεται κάτω από την κυριαρχία της βούλησης για ζωή, να συντηρηθεί και να αναπτυχθεί. Επειδή δεν υπάρχει επαρκής ύλη στον φαινομενικό κόσμο για την ολότμητη έκφραση της βούλησης, η βούληση πρέπει να τρέφεται από τον εαυτό της. Όλα τα όντα ως εγωιστικές εκδηλώσεις της βούλησης βρίσκονται διηνεκώς σε αμοιβαία σύγκρουση. Η ζωή, όπως αναγνώρισε με ενάργεια ο Hobbes, είναι ο πόλεμος όλων εναντίον όλων:
Έτσι, παντού στη φύση βλέπουμε αγώνα, πάλη και διακύμανση της νίκης, [και αυτό είναι το αποτέλεσμα) εκείνης της εσωτερικής διάστασης που είναι ουσιώδης για τη βούληση. [...] Επομένως η βούληση για ζωή γενικά τρέφεται από τον εαυτό της, και είναι σε διαφορετικές μορφές η τροφή του εαυτού της, μέχρις ότου το ανθρώπινο είδος, επειδή καθυποτάσσει όλα τα άλλα, θέτει κατά νου πως η φύση κατασκευάστηκε για δική του χρήση. Παρά ταύτα [...] το ίδιο ανθρώπινο είδος αποκαλύπτει με τρομακτική σαφήνεια αυτή τη σύγκρουση, αυτή τη διάσταση της βούλησης με τον εαυτό της, και καταλαβαίνουμε ότι homo homini lupus (ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο).
Κάθε βουλησιακή ενέργεια είναι τραύμα και πόλεμος· είναι έγκλημα, υποβάλλει σε δεινά τρίτους· και κατά συνέπεια όλα τα δεινά είναι απλώς τιμωρία για τα δεινά τα οποία η καθαυτό ύπαρξή μας προξενεί σε τρίτους.
Ο κόσμος, σύμφωνα με την έποψη του Schopenhauer, έχει ένα δαιμονιακό πυρήνα ζοφερότητας που αντιτίθεται στην ανθρώπινη ευτυχία. Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών ο Schopenhauer αναρωτιόταν εάν ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κόσμος στην πραγματικότητα ήταν το έργο του διαβόλου. Αυτή η γνώμη περιορίστηκε στην όψιμη σκέψη του, αλλά δεν παύει να αντιπροσωπεύει μια σημαντική στιγμή της βασικής του ενόρασης. Ο Eichenwal, ένας Ρώσος σοπενχαουερικός, περιέγραψε αυτό το στοιχείο στη σκέψη του Schopenhauer το 1910 ως εξής: «Κάτι ακατανόητο και αχαλίνωτο ενεδρεύει στο θεμέλιο του κόσμου - επομένως ο κόσμος δεν μπορεί παρά να τείνει στο κακό». Η βούληση δεν είναι η μαγική λέξη που αποκαλύπτει τον κόσμο, αλλά είναι το όνομα του εχθρού της αλήθειας και της ευτυχίας. Η βούληση βασανίζεται συνεχώς άνευ λόγου και αιτίας. Είναι μια τερατώδης απάνθρωπη δύναμη η οποία μέσω της τυφλής και άσκοπης δραστηριότητάς της μετατρέπει αυτό τον κόσμο σε κόλαση. Και ακόμη πιο τερατώδες είναι το γεγονός ότι εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά αυτή η αυτοβασανιζόμενη βούληση, ότι εμείς οι ίδιοι στην καρδιά της καρδιάς μας είμαστε αυτός ο ζοφερός, μοχθηρός Θεός.
Μια και τοποθετούμαστε στην κορυφή των ποικίλων εξαντικειμενικεύσεων της βούλησης ως τα τελειότερα ατομικά όντα, είμαστε οι κύριοι και κάτοχοι της φύσης. Ζούμε εις βάρος άλλων πλασμάτων· η ύπαρξή τους θυσιάζεται για την άνεση και την ευχαρίστησή μας. Ωστόσο δεν είμαστε τα ευτυχέστερα αλλά τα πιο άθλια όντα. Εφ' όσον είμαστε τα πλέον εξατομικευμένα όντα, είμαστε και οι μεγαλύτεροι εχθροί της ευτυχίας μας. Η γνώση που μας φανερώνει τόσο ξεκάθαρα πώς να επιτύχουμε ό,τι επιθυμούμε μας φανερώνει συνάμα και την απειρότητα άλλων επιθυμητών πραγμάτων τα οποία δεν γίνονται φανερά σε όσα όντα ζουν βάσει των ενστίκτων τους και μόνο. Το κάθε άτομο επιδιώκει μόνο τη δική του αύξηση και είναι πρόθυμο να θυσιάσει όχι απλώς το σύνολο της φύσης αλλά και το σύνολο των συνανθρώπων του χάριν αυτού του σκοπού. Ο άνθρωπος, ο κυρίαρχος της φύσης, δεν μπορεί να κυριαρχήσει στον εαυτό του, και γι' αυτό προξενεί τα πιο φρικτά βάσανα στον εαυτό του και στους συνανθρώπους του.
Τα ανθρώπινα όντα προσπάθησαν να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Ο σχηματισμός του κράτους, όπως απέδειξε ο Hobbes, είναι μια απόπειρα να εναρμονιστούν όλα τα συμφέροντα και οι βουλήσεις προς όφελος της ανθρώπινης ευτυχίας και ευημερίας. Σύμφωνα με τον Schopenhauer, όμως, δεν υπάρχει πολιτική λύση, αφού η πολιτική καθ' εαυτήν χρησιμοποιείται πάντοτε ως όργανο βασανισμού από εγωιστικά άτομα τα οποία αγωνίζονται να αυξηθούν. Εξ άλλου, ακόμη κι αν ήταν εφικτή κάποια πολιτική λύση της σύγκρουσης, αυτή δεν θα δημιουργούσε ευτυχία, διότι η ειρήνη και η ευημερία οδηγούν σε μια «καταστροφική για τη ζωή μονοτονία, σε μια άψυχη λαχτάρα χωρίς συγκεκριμένο αντικείμενο, σε απονεκρωτική χαύνωση». Η ζωή όπως την αντιμετωπίζει ο Schopenhauer είναι, λοιπόν, ένα διηνεκώς παρεμποδιζόμενο θνήσκειν και η ευστροφία του ανθρώπου μια διηνεκώς αναχαιτιζόμενη πλήξη. Δεν υπάρχει διέξοδος· η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι τραγωδία.
ΤΟ ΔΥΝΑΜΕΙ ΟΡΙΖΕΤΑΙ ΣΑΝ ΘΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΕΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, ΕΤΣΙ ΩΣΤΕ ΤΟ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΚΑΙ ΩΡΙΜΟΤΗΤΟΣ ΝΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΕΤΑΙ ΣΑΝ ΔΥΝΑΜΙΣ. ΚΑΙ ΝΑ ΕΚΜΗΔΕΝΙΖΕΤΑΙ.
ΜΕΛΕΤΗ ΤΟΥ ΠΡΟΠΑΤΟΡΙΚΟΥ ΑΜΑΡΤΗΜΑΤΟΣ.
Ο ΧΡΟΝΟΣ ΤΑΥΤΙΣΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΣΑΙ.
ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΔΟΥΜΕ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΝΤΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ΠΟΥ ΚΗΡΥΞΕ Ο ΧΑΙΝΤΕΓΚΕΡ ΚΑΙ Ο ΖΗΖΙΟΥΛΑΣ ΕΦΑΡΜΟΣΕ ΣΤΗΝ ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, ΤΗΝ ΛΗΘΗ ΤΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΝΤΟΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΔΥΝΑΜΗ, ΕΙΣ ΒΑΡΟΣ ΤΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου