Συνέχεια από: Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2022
ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟ ΣΤΟ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟ
Το κρυφό χρέος του Schopenhauer στον θεωρησιακό ιδεαλισμό
Μέχρι το τέλος της ζωής του ο Schopenhauer έζησε στη σκιά του θεωρησιακού ιδεαλισμού και αυτοπροσδιορίστηκε κυρίως σε αντίθεση με αυτόν. Ο ίδιος ισχυρίζεται ότι η σκεψη του είναι ανώτερη από τον θεωρησιακό ιδεαλισμό επειδή εδράζεται σε γνήσια καντιανά θεμέλια και εξετάζει τη συγκεκριμένη πραγματικότητα περισσότερο παρά τον κενό ουρανό των εννοιών που κατασκεύασε ο θεωρησιακός ιδεαλισμός. Σχεδόν το σύνολο των ερμηνευτών του Schopenhauer, συμπεριλαμβανομένου του Nietzsche, αποδέχθηκε αυτούς τους ισχυρισμούς και τη διαβεβαίωσή του ότι η σκέψη του είναι εκ διαμέτρου αντίθετη προς τον θεωρησιακό ιδεαλισμό. Είναι όμως αληθοφανείς αυτοί οι ισχυρισμοί; Προσφέρει πράγματι ο Schopenhauer κάποια πραγματική εναλλακτική λύση στον θεωρησιακό ιδεαλισμό;
Είναι αναγκαίο να θέσουμε αυτό το ερώτημα μια και η σκέψη του Schopenhauer εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον έχει πολλές ομοιότητες με εκείνη του Fichte και του Schelling. Ο ίδιος ο Schopenhauer παραδέχεται ότι υπάρχουν τέτοιες ομοιότητες, ιδίως με την πασίγνωστη απόφανση του Schelling ότι η «βούληση είναι αρχέγονη ύπαρξη», αλλά διατείνεται ότι αυτές οι ομοιότητες είναι απλώς το αποτέλεσμα της αμοιβαίας εκκίνησής τους από τον Kant. Μια ανάλυση της σκέψης του Schopenhauer που να αντιμετωπίζει τους ισχυρισμούς του με περισσότερο σκεπτικισμό αποκαλύπτει το μεγάλο του χρέος στον θεωρησιακό ιδεαλισμό, και ιδιαίτερα στον Fichte. Η εξήγηση που έδωσε ο Schopenhauer γι' αυτή τη σχέση, όπως απέδειξε ο Martial Gueroult, είναι προπέτασμα καπνού το οποίο αποκρύπτει το μεγάλο και άμεσο χρέος του στον θεωρησιακό ιδεαλισμό. Το κείμενο και η δομή των επιχειρημάτων του Schopenhauer επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι υιοθετεί το δόγμα του από τους προκατόχους του, και ιδίως από τους Fichte, Schelling και Reinhold. Μολονότι ο Schopenhauer απέρριψε την αλγεβρική μορφή της σκέψης του Fichte, ο Gueroult αποδεικνύει ότι ανακάλυψε την αρχική πηγή της έμπνευσής του για τις ιδέες της βούλησης και της αναπαράστασης στη σκέψη του Fichte εν γένει, και ειδικότερα στην "Κλίση του ανθρώπου". Ο William Desmond βλέπει μια παρόμοια σχέση με τον θεωρησιακό ιδεαλισμό, υποστηρίζοντας ότι η έννοια της βούλησης του Schopenhauer είναι «η “κακή απειρότητα” του Hegel με αισθητικό μανδύα: πόθος δίχως τέλος, που γίνεται μια μηδενιζόμενη απειρότητα επειδή βαθμηδόν αποδεικνύεται ότι είναι μια άνευ αντικειμένου ανησυχία. Τίποτα δεν την ικανοποιεί· κανένα πεπερασμένο πράγμα δεν θα την ικανοποιήσει ποτέ - ως εκ τούτου αγωνία».
Οι περισσότεροι σύγχρονοι ερευνητές πιστεύουν ότι η καθολική βούληση για ζωή του Schopenhauer, που εκδηλώνεται στο σώμα και μέσω του σώματος, ήταν μια ρητή απόρριψη της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας της συνείδησης. Όμως είναι έτσι τα πράγματα; Ο θεωρησιακός ιδεαλισμός κατανοεί τη βούληση μέσα στην καντιανή συνάφεια ως πρακτικό Λόγο. Όπως είδαμε, ο Fichte προσπάθησε να συμφιλιώσει τον αντιφατικό δυϊσμό του υπερβατολογικού ιδεαλισμού στη βάση της κατανόησης του πράγματος καθ' εαυτό ως πρακτικού Λόγου ή βούλησης. Καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το εγώ είναι το πράγμα καθ' εαυτό. Αυτό το εγώ, βέβαια, δεν είναι το εγώ κάποιου μεμονωμένου ανθρώπινου όντος αλλά το απόλυτο εγώ, το οποίο είναι απολύτως αυτόνομο. Κατ' ουσίαν αυτό το εγώ θέτει τους νόμους και αυτοθεμελιώνεται. Ο Fichte με αυτό τον τρόπο καθίδρυσε την ύπαρξη τόσο του υποκειμενικού όσο και του αντικειμενικού κόσμου στη βάση της απόλυτα ελεύθερης και παντοδύναμης βούλησης του απόλυτου εγώ.
Το αποτέλεσμα αυτής της θεώρησης είναι η αποξένωση του εμπειρικού εγώ από το απόλυτο εγώ λόγω του περιορισμού που τίθεται στο εμπειρικό εγώ από το ουκ εγώ. Η λύση του Fichte σε αυτό το πρόβλημα, όπως είδαμε, είναι η ακόμη πιο εκτεταμένη εκμηδένιση του ουκ εγώ. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η ριζοσπαστική λύση δεν παρέχει στο άτομο οριστική ικανοποίηση, αλλά μόνο την άπειρη πρόοδο προς την ενότητα με το απόλυτο εγώ. Η πραγματική συμφιλίωση είναι αδύνατη. Για τον Fichte αυτό το συμπέρασμα σημαίνει ότι τα ανθρώπινα όντα θα έχουν πάντα την ευκαιρία για ηθική δραστηριότητα και πρόοδο. Η αποτυχία να επιτευχθούν η ολοκληρωμένη συμφιλίωση και η ελευθερία δεν αποθαρρύνει, λοιπόν, αλλά εξευγενίζει.[ΕΔΩ ΓΕΝΝΙΕΤΑΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ]
Στην κριτική που ασκεί στον Fichte o Schopenhauer υποστηρίζει ότι ο Fichte παράγει τα πάντα από το εγώ και καθιδρύει το υποκείμενο ως απόλυτο. Ο Schopenhauer, ωστόσο, συμφύρει το εμπειρικό και το απόλυτο εγώ. Το απόλυτο εγώ για τον Fichte είναι η ενότητα του εμπειρικού εγώ και του ουκ εγώ, και επομένως η σκέψη του Fichte δεν είναι υποκειμενιστική με τον τρόπο που θέλει ο Schopenhauer. Είναι αλήθεια ότι η διάκριση ήταν λιγότερο εμφανής στο πρωιμότερο έργο του Fichte, και ο ίδιος ο Fichte χαρακτήριζε αυτή τη σκέψη ως απόλυτο υποκειμενισμό. Αυτή η αμφιλογία οδήγησε πολλούς από τους μαθητές και επικριτές του Fichte να παρανοήσουν τη σκέψη του. Ωστόσο στο οψιμότερο έργο του, το οποίο ο Schopenhauer γνώριζε άριστα, αυτή η διάκριση γίνεται σαφέστερη. Ο Fichte υποστηρίζει εκεί ότι το απόλυτο εγώ προηγείται της διάκρισης υποκειμένου και αντικειμένου και είναι προϋπόθεση και για τα δύο. Επομένως η φιλοσοφία του δεν είναι ο απόλυτος εγωισμός ή ο υπερβατολογικός δεσποτισμός, όπως ισχυρίζεται ο Schopenhauer ότι είναι, και ο Schopenhauer είναι σχεδόν βέβαιο ότι γνώριζε πώς έχουν τα πράγματα.
Η έννοια της βούλησης για ζωή στον Schopenhauer απορρέει στην πραγματικότητα από τη φιχτιανή έννοια του απόλυτου εγώ. Αυτή η οφειλή είναι ήδη εμφανής στην πρωιμότερη διατύπωση της έννοιας ως «καλύτερης συνείδησης», που είναι σχεδόν βέβαιο ότι προέρχεται, τουλάχιστον ως ορολογία, από την «ανώτερη συνείδηση» ή την «ανώτερη ενόραση» του Fichte. Στο σύγγραμμα "Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση" η ερμηνεία της βούλησης βάσει της συνείδησης εξαφανίζεται, αλλά οι δομικές ομοιότητες παραμένουν εμφανείς. Τόσο το απόλυτο εγώ όσο και η βούληση για ζωή συλλαμβάνονται ως βούληση. Αμφότερα κατανοούνται ως καθαρές δραστηριότητες. Αμφότερα περιγράφονται ως απολύτως ελεύθερα. Αμφότερα είναι δραστηριότητες οι οποίες λαμβάνουν χώρα πίσω από το εμπειρικό υποκείμενο, σύμφωνα με έναν τρόπο που το υποκείμενο κατά το μεγαλύτερο μέρος δεν κατανοεί. Αμφότερα εκδηλώνονται σε εμπειρικά υποκείμενα και εμπειρικά αντικείμενα. Αμφότερα παράγουν έναν αγώνα χάριν κάποιου σκοπού ο οποίος δεν μπορεί ποτέ να επιτευχθεί. Όλες αυτές οι ομοιότητες υπερβαίνουν καθετί που με ευκολία θα μπορούσε κανείς να το αποδώσει στην αμοιβαία προέλευσή τους από τον Kant.
Ακόμη και η θεωρούμενη ως η πιο πρωτότυπη συνεισφορά του Schopenhauer, η αφετηρία με το σώμα, έχει το προηγούμενό της στον θεωρησιακό ιδεαλισμό. Ο Fichte ανέπτυξε μία φιλοσοφία του σώματος και την έθεσε σε κεντρική θέση στο σύγγραμμά του "Φυσικό δίκαιο και το δόγμα της ηθικής", την οποία ο Schopenhauer γνώριζε από σημειώσεις των διαλέξεων του Fichte.(Αυτή η ιδέα δεν δημιουργήθηκε από τον Fichte, διότι υπήρχε ήδη στη σκέψη των Γερμανών πιετιστών). Το εγώ ως πρακτικός Λόγος ή βούληση ενσαρκώνεται στις προσπάθειές του να μετασχηματίσει τον κόσμο για να αποκατασταθεί η πρωταρχική απολυτότητα. Αυτή η στιγμή της ιδεαλιστικής σκέψης συνοψίστηκε από τον Schelling στην πασίγνωστη απόφανση ότι το σώμα είναι το πνεύμα που έγινε ορατό. Ακόμη και ο μισητός Hegel ανέπτυξε ένα δόγμα για την ενσάρκωση της βούλησης στη "Φιλοσοφία του δικαίου". Αυτοί οι στοχαστές, βέβαια, δεν έχουν ως αφετηρία τη θεώρηση της σωματικής εμπειρίας των ορμών, των παθών και των επιθυμιών μας, και αυτό οδηγεί σε σημαντικές διαφορές ανάμεσα σε αυτούς και στον Schopenhauer· όμως η ανακάλυψη από τον Schopenhauer της βούλησης μέσω του σώματος στηρίζεται αποφασιστικά στη θεωρία τους για το σώμα ως ενσάρκωση της βούλησης. Ο Schopenhauer, καθώς φαίνεται, οφείλει επίσης στον Fichte την ιδέα του για την αναπαράσταση, και η μετάβαση από τη βούληση στη διάνοια ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση με την «Παραγωγή του βουλόμενου εγώ» στο σύγγραμμα του Fichte "Σύστημα της ηθικής" (1798), αν και αυτές οι ομοιότητες θα μπορούσαν ενδεχομένως να είναι το αποτέλεσμα της κοινής προέλευσης από την καντιανή σκέψη.
Παρά τα δάνειά του από τον Fichte, ο Schopenhauer δεν είναι λογοκλόπος, διότι χρησιμοποιεί τις ιδέες του Fichte για εντελώς διαφορετικούς σκοπούς. Ο μετασχηματισμός αυτών των δογμάτων καθορίζεται από την επαναξιολόγηση της βούλησης. Για τον Fichte το βασικό ανθρώπινο πρόβλημα είναι η αποξένωση και ο βασικός ανθρώπινος στόχος είναι ο αγώνας για ελευθερία και συμφιλίωση. Ο Schopenhauer συμφωνεί με τον Fichte, αλλά υποστηρίζει ότι αυτός ο σκοπός δεν θα επιτευχθεί ποτέ. Δεν τον ικανοποιεί η ιδέα του Fichte για μια άπειρη πρόοδο προς τη συμφιλίωση και δεν επικεντρώνει την προσοχή του στη μείωση της απόστασης ανάμεσα στον άνθρωπο και στο απόλυτο, αλλά στον διηνεκή διαχωρισμό τους. Το δέλεαρ της άπειρης προόδου του φαίνεται απλώς ψευδαίσθηση της βούλησης που οδηγεί τον άνθρωπο σε ακόμη μεγαλύτερα δεινά και σε ακόμη μεγαλύτερη δυστυχία. Ό,τι ο Fichte θεωρεί αιώνιο ηθικό καθήκον, για τον Schopenhauer είναι αιώνια διάψευση.
Ο Schopenhauer διαφωνούσε ακόμη πιο ριζικά με τον Hegel. Ο Hegel, σε αντίθεση με τον Fichte, υποστήριζε ότι ο διαχωρισμός του ανθρώπου από το απόλυτο δεν είναι αιώνιος και αναγκαίος. Κατ' ουσίαν η τελική συμφιλίωση είναι εφικτή, διότι «το ορθολογικό είναι πραγματικό και το πραγματικό είναι ορθολογικό». Για τον Hegel η συμφιλίωση είναι εφικτή επειδή ο άνθρωπος και το απόλυτο είναι πάντοτε υποσυνείδητα ενωμένα μέσα στην αυτοσυνείδηση και ως στιγμές της. Ο άνθρωπος ανακαλύπτει στον κόσμο και στο θεϊκό τον ίδιο Λόγο που ανακαλύπτει στον εαυτό του, και τελικά αναγνωρίζει ότι και τα τρία είναι μόνο στιγμές μιας βαθύτερης, ολότμητης ενότητας. Για τον Schopenhauer η δυστυχία της ανθρώπινης ύπαρξης είναι το αποτέλεσμα του διηνεκούς διαχωρισμού και της απομόνωσης αυτών των στιγμών ένεκα της τυραννίας της βούλησης. Η απόλυτη βούληση δεν είναι η πηγή του Λόγου και της ελευθερίας, αλλά του άλογου και της δουλείας, που μπορεί να ξεπεραστούν μόνο εάν ξεφύγουμε από τη θανάσιμη λαβή της. Αυτή η διαφυγή, ωστόσο, είναι εφικτή μόνο για λίγους. Καμία γενική λύση δεν είναι δυνατή, διότι ο άνθρωπος είναι συνάμα η βούληση, διότι ο άνθρωπος ανακαλύπτει στον κόσμο και στο «θεϊκό» την ίδια ανορθολογικότητα την οποία ανακαλύπτει στον εαυτό του, στα σωματικά πάθη, στις ορμές και στις επιθυμίες του. Ο Schopenhauer αναγνωρίζει επίσης μια βαθύτερη ενότητα όλων των πραγμάτων, όμως αυτή δεν είναι κάποια στιγμή χαράς αλλά στιγμή απελπισίας· δεν είναι η στιγμή του υπέρτατου ανθρώπινου μεγαλείου αλλά της έσχατης παρακμής;· δεν είναι η αποθέωση του ανθρώπου αλλά ο εκμηδενισμός του. Για τον Schopenhauer η βούληση είναι τιτάνια δαιμονιακή δύναμη, η κακόβουλη μεγαλοφυΐα του Descartes απαλλαγμένη από τα δεσμά της αυτοσυνείδησης, η οποία μας εξαπατά, μας υποδουλώνει και μας ωθεί να ξεκινήσουμε ένα άσκοπο και ανόητο πόλεμο ενάντια στον εαυτό μας. H μεγαλύτερη ωδή του θεωρησιακού ιδεαλισμού στη χαρά στα χέρια του Schopenhauer γίνεται Dies irae (ημέρα οργής).
Πώς εξηγούνται αυτές οι διαφορές; Ο Bartuschat υποστηρίζει ότι ο Schopenhauer απλώς ριζοσπαστικοποιεί τη θέση του Schelling όταν διδάσκει την απόλυτη ανορθολογικότητα της βούλησης. Υπάρχει αναμφίβολα κάποια δόση αλήθειας σε αυτό τον ισχυρισμό, όμως ό,τι θα πρέπει να εξηγηθεί δεν είναι οι οφειλές του Schopenhauer στους προγενέστερους ιδεαλιστές αλλά η αιτία για την επαναξιολόγηση της αντίληψής τους για τη βούληση. Κάποιοι ερευνητές προσπάθησαν να αναγάγουν αυτό τον μετασχηματισμό σε ψυχολογικούς παράγοντες από την παιδική ηλικία του Schopenhauer. Μολονότι υπάρχει σοβαρό έρεισμα γι' αυτή την ερμηνεία, τελικά αποδεικνύεται ανεπαρκής επειδή στην καλύτερη περίπτωση εξηγεί τη γενική δυσαρέσκειά του από τον κόσμο και όχι τη μορφή που έλαβε αυτή η δυσαρέσκεια. Στην πραγματικότητα, η μορφή την οποία έλαβε το ζοφερό όραμα του Schopenhauer οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στους μαθητές του Fichte, τους ρομαντικούς της Ιένας Wackenröder, Friedrich Schlegel, Novalis, και πρωτίστως στον Ludwig Tieck. Αυτοί του έδωσαν προοπτική όταν αποδοκίμασε τη διαλεκτική αισιοδοξία του θεωρησιακού ιδεαλισμού.
Καθοριστικό σε αυτή την προοπτική ήταν το έργο του Tieck "Ουίλλιαμ Λόβελ", το οποίο ο Schopenhauer διάβασε αρκετές φορές όταν ήταν νέος. Αυτό το εφιαλτικό όραμα για τον άνθρωπο, που εξετάσαμε στο τέταρτο κεφάλαιο, παίζει σημαντικό ρόλο στην κανονιστική επαναξιολόγηση της ζωής από τον Schopenhauer. Ακολουθεί τη γενική κατεύθυνση του Λόβελ, αναγνωρίζει την αναπόδραστη αναγκαιότητά της και εξεγείρεται από την κατάληξή της. Για τον Schopenhauer, ωστόσο, ο Λόβελ δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά είναι ο γενικός κανόνας και δεν ευθύνονται οι άνθρωποι για το κακό που προκαλούν αλλά η δαιμονιακή βούληση, καθώς τους μετατρέπει σε θύματα και βασανιστές. Η στροφή του στη δαιμονιακή βούληση συνεπώς απορρέει από την ιδιάζουσα ερμηνεία της φιχτιανής σκέψης, η οποία διαδόθηκε από τους ρομαντικούς της Ιένας. Ο Schopenhauer επομένως κρίνει τον κόσμο με βάση τον φιχτιανό στοχασμό, αλλά καταλήγει σε απολύτως αντίθετα με τον Fichte συμπεράσματα. Όπως απέδειξε ο Eichenwal, το όραμα της σκοτεινής καρδιάς στο επίκεντρο του κόσμου "διαχωρίζει τον Schopenhauer όχι μόνο από τον παλλογισμό του Hegel και τον Schelling, αλλά και από τον Fichte, του οποίου το απόλυτο εγώ όντως συγκροτεί βούληση, αλλά ακτινοβόλο βούληση, ταυτόσημη στην ουσία της με τον Λόγο. Ο κόσμος του Hegel αναδύεται από τη σιωπή και τη διαύγεια, από το μέτρο και τη λογική τάξη· η ζωή γεννιέται στον ζεστό κόρφο της ιδέας, και ό,τι είναι πραγματικό είναι ορθολογικό. Για τον Schopenhauer η ύπαρξη εν γένει με τις ανορθολογικές παροτρύνσεις της για αγώνα εκπηγάζει από κάποια ζοφερή άβυσσο άγριων και αχαλιναγώγητων δυνάμεων. Με αυτό τον τρόπο η φιλοσοφία της Κοσμικής Αταξίας αφορά την πρωταρχική ουσία του είναι ως το σπέρμα της τραγωδίας. Ο κόσμος δεν είναι κάποιο ειδύλλιο μιας αυθόρμητα αναπτυσσόμενης ορθολογικότητας, αλλά είναι μάλλον αιώνια τραγωδία, και τα δεινά δεν είναι κάποιο τυχαίο συμβάν αλλά αναπόδραστο στοιχείο".
Ο Schopenhauer υπ' αυτή την έννοια αντιπροσωπεύει τον φιλοσοφικό θρίαμβο του δαιμονιακού και τη συντριβή της τελευταίας ακρόπολης του Λόγου. [Ο Heinz Heimsoeth το αποκαλεί αυτό σοπενχαουερικό «πανδαιμονισμό». Ο Georges Goedert επισημαίνει ότι για τον Schopenhauer η φύση δεν είναι θεϊκή αλλά «διαβολική»]. Ο θεωρησιακός ιδεαλισμός είχε κατασκευάσει αυτό το τελευταίο ανάχωμα με όσα χαλάσματα απέμειναν από το οικοδόμημα του Hume και του Kant. Για αρκετούς λόγους που εξετάσαμε, ο Schopenhauer βρήκε αυτά τα τείχη ανυπεράσπιστα και συνθηκολόγησε με τη δαιμονιακή δύναμη που υποτίθεται ότι θα απωθούσαν. Για τον Schopenhauer εκεί επιζούσε μόνο μια θολή παθητική ανυπακοή, αλλά ακόμη και αυτή αφορούσε λιγοστές τυχερές ψυχές που είχαν επιλεχθεί χάρη σε κάποια ιδιοτροπία της πανίσχυρης βούλησης για σωτηρία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου