Συνέχεια από: Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2022
Συνέχεια από: Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022
ΑΠΟ ΤΟ ΔΑΙΜΟΝΙΑΚΟ ΣΤΟ ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΟ
Η πρώιμη διανοητική εξέλιξη του Schopenhauer: Το πράγμα καθ' εαυτό ως βούληση
Ο Schopenhauer μεγάλωσε μέσα στην επανάσταση, σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης που εγκαινίασε ο Kant και ολοκλήρωσαν οι Fichte, Schelling και Hegel. Ήταν ένας ιδιόμορφος φιλόσοφος. Ο πατέρας του ήταν επιχειρηματίας και ευελπιστούσε πως ο γιος του θα ακολουθούσε ανάλογη σταδιοδρομία. Η μητέρα του, αντιθέτως, ήταν μυθιστοριογράφος και συμμετείχε στον κύκλο του Goethe διέθετε λιγοστό χρόνο για τον γιο της και έκανε ελάχιστα για να βοηθήσει και πολλά για να παρεμποδίσει την πνευματική του ανάπτυξη. Ο Schopenhauer ξεκίνησε μια επιχειρηματική σταδιοδρομία, αλλά σύντομα απογοητεύθηκε από τη δουλειά του. Όταν πέθανε ο πατέρας του, αποφάσισε να σπουδάσει φιλοσοφία και πήγε στο Γκέττιγκεν για να παρακολουθήσει τον Gottlob Ernst Schulze. Ο Schulze αναζητούσε τη μέση οδό ανάμεσα σε μια υποκειμενική-ιδεαλιστική και σε μια δογματική ρεαλιστική ερμηνεία της καντιανής κριτικής φιλοσοφίας. Ο Schopenhauer θαύμαζε αυτή την προσπάθεια, αλλά εξεγέρθηκε λόγω του γενικού εκφυλισμού της σύγχρονής του φιλοσοφίας σε σοφιστική ταχυδακτυλουργία εννοιών που είχαν χάσει την επαφή με τον κόσμο. Αναζητώντας κάποιο δάσκαλο ο οποίος θα τον βοηθούσε να διαπεράσει αυτό το εννοιολογικό πλέγμα, μετοίκησε στο Βερολίνο για να σπουδάσει θεολογία με τον Fichte.
Απογοητεύθηκε σφόδρα. Ύστερα από λίγες μόλις εβδομάδες άρχισε να υποψιάζεται ότι ο Fichte δεν ήταν αντίδοτο στον κενό εννοιολογισμό που απεχθανόταν, αλλά ένας από τους κυριότερους προασπιστές του. Θεωρούσε τις διαλέξεις του Fichte ακατανόητες. Άρχισε να υποψιάζεται ότι ο Fichte περνούσε τον ίδιο και τους υπόλοιπους φοιτητές για ανόητους και σύντομα πείστηκε ως προς αυτό. Στο περιθώριο των σημειώσεών του από τις διαλέξεις του Fichte για την Επιστήμη της γνώσης έγραφε: «εξοργιστική τρέλα», «ανισόρροπη φλυαρία» και «πρόκειται για τρέλα, αλλά υπάρχει μέθοδος σε αυτή». Αυτή η αυστηρή θεώρηση του Fichte και του ιδεαλισμού ποτέ δεν απαλύνθηκε, αλλά, αντιθέτως, αυξήθηκε και επιτάθηκε. Στο σύγγραμμά του "Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση" επισημαίνει:
Ο Fichte ήταν ο πρώτος ο οποίος συνέλαβε και έκανε ζωηρή χρήση αυτού του προνομίου [να χρησιμοποιεί σκοτεινή γλώσσα, κάτι που νομιμοποιήθηκε από τον Kant]· ο Schelling τουλάχιστον ήταν αντάξιός του σε αυτό, και μια στρατιά άγονων κακογράφων χωρίς διάνοια ή ειλικρίνεια σύντομα ξεπέρασε και τους δύο. Ωστόσο η μεγαλύτερη αδιαντροπιά στην υπηρεσία της καθαρής ανοησίας, στο σχηματισμό ανόητων και παράλογων συμπλεγμάτων από λέξεις, που κατά το παρελθόν ακούγονταν μόνο σε τρελοκομεία, τελικά εμφανίστηκε στον Hegel. Έγινε το όργανο τού πιο περισπούδαστου και γενικευμένου εκμυστικισμού που υπήρξε ποτέ.
Ο Schopenhauer υποστηρίζει ότι το βασικό σφάλμα του Fichte έγκειται στην προσπάθειά του να παραγάγει τον κόσμο από το υποκείμενο. Για τον Fichte «το εγώ είναι το θεμέλιο του κόσμου ή του ουκ εγώ, του αντικειμένου, το οποίο είναι απλώς συνέπειά του, προϊόν του. [...] Ο Fichte καθιστά το ουκ εγώ απόρροια του εγώ, όπως ο ιστός απορρέει από την αράχνη». Με αυτό τον τρόπο ο Fichte, ο Schelling και ο Hegel ενίσχυσαν το υποκειμενικό πνεύμα και ανέτρεψαν τον συνετό καντιανό περιορισμό του ανθρώπινου Λόγου. Κατά την άποψη του Schopenhauer, αυτή η φιλοσοφία του αναστοχασμού είναι μόνο γνώση της γνώσης, που οδηγεί σε άγονο διπλασιασμό και έρευνα για μια νέα αμεσότητα.
Για τον Schopenhauer ο Fichte και οι υπόλοιποι θεωρησιακοί ιδεαλιστές είναι απλώς σοφιστές. Δεν εκκινούν από ερωτήματα τα οποία προκύπτουν από την ύπαρξή τους αλλά από εννοιολογικά προβλήματα που ανακαλύπτουν σε βιβλία. Δεν ενδιαφέρονται για την αλήθεια αλλά για να εξασφαλίσουν τις ακαδημαϊκές θέσεις και τους μισθούς τους. Το έργο τους είναι κενό και ανειλικρινές, ανάξιο λόγου.
Σε αντίθεση με τους θεωρησιακούς ιδεαλιστές, ο Schopenhauer προτάσσει τον Kant ως υπόδειγμα φιλοσοφικής εντιμότητας. Η σκέψη του Kant, ωστόσο, είχε τα δικά της προβλήματα. Πράγματι, όπως είδαμε, ο θεωρησιακός ιδεαλισμός προκύπτει ως απόπειρα συμφιλίωσης του θεμελιώδους διαχωρισμού που καθίδρυσε ο Kant ανάμεσα στο φαινόμενο και στο νοούμενο. Ο Schopenhauer διαρρηγνύει αυτή τη συμφιλίωση και επιστρέφει στην καντιανή απαρχή. Στην πρώιμη σκέψη του αυτό εμφανίζεται ως ο διαχωρισμός της «εμπειρικής συνείδησης» από την «καλύτερη συνείδηση». Ποια όμως είναι η ουσία αυτής της συνείδησης παραμένει ασαφές για τον νεαρό Schopenhauer. Η μεγάλη ανακάλυψή του είναι η αναγνώριση ότι η ουσία της «καλύτερης συνείδησης» είναι η βούληση, ότι το καντιανό πράγμα καθ' εαυτό, ο άγνωστος Χ, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η βούληση που βιώνεται στο σώμα του καθένα. Η ιδέα ότι η βούληση είναι το πράγμα καθ' εαυτό αποτελεί ριζοσπαστικοποίηση του Kant, όπως ο ίδιος ο Schopenhauer παραδέχεται, αν και διατείνεται ότι η καντιανή ιδέα της αυτονομίας δείχνει αναμφίβολα προς αυτή την κατεύθυνση.
Παρά τις ομοιότητές της με την ιδέα της βούλησης στον θεωρησιακό ιδεαλισμό, ο Schopenhauer ισχυρίζεται πως δεν κατέληξε σε αυτή την έποψη της «καλύτερης συνείδησης» μέσω της συνάντησής του με τον Fichte αλλά μέσω της μελέτης του για την παλαιά ινδική θρησκεία*. Κατά πόσο και σε ποια έκταση μπορεί να γίνουν πιστευτοί οι ισχυρισμοί του Schopenhauer εξαρτάται από την εξέταση της ώριμης σκέψης του, και ειδικά του μείζονος συγγράμματός του "Ο κόσμος ως βούληση και παράσταση".
* Σύμφωνα με τον Rudiger Safranski ο τρόπος με τον οποίο κατανοούσε ο Schopenhauer την ινδική θρησκεία απέρρεε σε μεγάλο βαθμό από τους Γερμανούς ρομαντικούς. Μια δεύτερη πηγή γι' αυτή την έννοια της βούλησης ίσως ήταν οι Γερμανοί μυστικιστές του δέκατου πέμπτου και του δέκατου έκτου αιώνα, συμπεριλαμβανομένων των Jakob Böhme και Johannes Tauler. (Alexis Philonenko, «Schopenhauer Critique de Kant», Revue Internationale de Philosophie 42).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου