Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας(21)

 Συνέχεια από: Tρίτη 20 Δεκεμβρίου 2022

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας
Κεφάλαιο 3: Ο Ουμανισμός και η αποθέωση του ανθρώπου
Ο Πετράρχης και οι απαρχές του ουμανισμού γ


Ο ιταλικός Ουμανισμός

Από την αρχή του ήδη, ο ιταλικός ουμανισμός επιδίωκε να συμφιλιώσει τη χριστιανική ευσέβεια με την αρχαία αρετή. Η ηγετική μορφή του ουμανισμού της γενιάς που διαδέχτηκε τον Πετράρχη ήταν ο Coluccio Salutati (1341-1406). Ως νεαρός άνδρας μαθήτευσε στον Moglio, ένα φίλο του Πετράρχη, και υπηρέτησε κατόπιν ως γραμματέας του πάπα. Το 1368 ξεκίνησε την αλληλογραφία του με τον Πετράρχη. Το 1375 τον κάλεσαν να επιστρέψει στη Φλωρεντία και να υπηρετήσει ως καγκελάριος (γραμματέας) της δημοκρατίας της Φλωρεντίας, και ήταν ένας από τους κύριους εισηγητές του αστικού ρεπουμπλικανισμού. Αν και ήταν ως επί το πλείστον απασχολημένος με αστικές υποθέσεις, έγραψε δυο σύντομες μελέτες, «Περί μοίρας και τύχης» και «Περί θρησκείας και φυγής από τον κόσμο». Επηρεασμένος έντονα από τον Πετράρχη και τον νομιναλισμό, ανέπτυξε την έννοια του ατόμου, όπου έδινε μεγάλη έμφαση στη δύναμη της βουλήσεως. Για να διατυπώσει την ιδέα του περί ατόμου στηρίχτηκε σε παγανιστικά μοντέλα, και γιά την πράξη του αυτή δέχθηκε επίθεση από δομινικανούς όπως ο Giovanni Dominici (1357-1419). Η έννοια όμως της αξιοπρέπειας του ατόμου, που ανέπτυξε στο «Περί μοίρας και τύχης», εδράζεται σαφώς στην ιδέα της ελεύθερης βούλησης, την οποία πήρε από τον Αυγουστίνο. Απέρριπτε επίσης την στωική πεποίθηση, πως το μόνο καλό ήταν η αρετή και πως τα συναισθήματα ήταν μη χριστιανικά και βλαβερά. Απέρριπτε τον αριστοτελισμό βασιζόμενος σε νομιναλιστικά θεμέλια, αλλά απέρριπτε επίσης την νομιναλιστική εμμονή, πως η παντοδυναμία του Θεού καθιστούσε αδύνατη την ανθρώπινη ελευθερία. Δεν εκπλήσσει το γεγονός, πως οι αντίπαλοι του και από τις δυο πλευρές της διαμάχης μεταξύ ρεαλιστών και νομιναλιστών τον θεωρούσαν αντί-Χριστιανό, θα ήταν όμως λάθος να υποθέσουμε πως η μαρτυρία τους ήταν καταδικαστική. Κατά τον 14ο και 15ο αιώνα δεν υπήρχε μια και μόνη μονολιθική μορφή Χριστιανισμού, αλλά διάφορα είδη χριστιανικής πίστης και πράξης. Ο χριστιανικός ουμανισμός δεν ήταν οπωσδήποτε η επιλογή της πλειονότητας των Χριστιανών, ήταν όμως ιδιαίτερα επιδραστικός ανάμεσα στους διανοούμενους, και ήταν γενικά αποδεκτός ως ορθόδοξος.

Κεντρικό στοιχείο του ουμανιστικού εγχειρήματος ήταν η υπεράσπιση της έννοιας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Για να μπορέσουν να υπερασπιστούν την ιδέα αυτή, για τον ουμανισμό 
 ήταν απαραίτητο να δώσει έμφαση στο γεγονός πως ο άνθρωπος ήταν δημιουργημένος κατ’ εικόνα Θεού, και να ελαχιστοποιήσει τις συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος. Αυτά τα σημεία ήταν κρίσιμα για τους περισσότερους ουμανιστές, αλλά και προβληματικά. Αντιλαμβάνονταν, πως χωρίς μια ελεύθερη ανάγνωση και των δυο στοιχείων, θα ήταν αναγκασμένοι να συμπεράνουν, πως οι μεγάλοι ηθικοί ήρωες της αρχαιότητας, Σωκράτης, Κικέρων και Κάτων, ήταν καταραμένοι. Ο Δάντης προσπάθησε να εξευγενίσει αυτό το πρόβλημα, βάζοντας τον Σωκράτη στον προθάλαμο της κόλασης, αλλά αυτό ήταν ανεπαρκές για τους περισσότερους ουμανιστές, οι οποίοι χρειάζονταν την πεποίθηση πως η ηθικότητα και η ευσέβεια ήταν περίπου ταυτόσημες. Αν άνδρες όπως ο Σωκράτης ήταν καταραμένοι, ήταν πολύ δύσκολο να αποφευχθεί το νομιναλιστικό συμπέρασμα πως ο Θεός ήταν αδιάφορος ή και άδικος. Αν όμως ήταν δυνατόν σε αυτούς τους ενάρετους ανθρώπους να σωθούν χωρίς να γνωρίζουν τον Χριστό, τότε ήταν δύσκολο να κατανοηθεί γιατί ο Χριστός και η θυσία Του ήταν απαραίτητη.

Οι ουμανιστές χρησιμοποίησαν δυο διαφορετικές στρατηγικές στις προσπάθειες τους να λύσουν αυτό το πρόβλημα. Ακολουθώντας την θέση του Παύλου στην προς Ρωμαίους, πως οι νόμοι του Θεού αποκαλύφθηκαν δια της τάξης της φύσεως, ισχυρίστηκαν, πως οι ειδωλολάτρες που ζούσαν ενάρετη ζωή σύμφωνα με την φύση, αναγνώριζαν, τιμούσαν και ίσως «λάτρευαν» τον Θεό, αν και δεν γνώριζαν τον Χριστό. Αυτό ίσχυε ιδιαιτέρως για εκείνους τους ειδωλολάτρες, όπως τον Σωκράτη και τον Κικέρωνα, που αναγνώριζαν πως υπάρχει μόνο ένας Θεός. Με τον τρόπο αυτό, οι ενάρετοι ειδωλολάτρες μπορούσαν να θεωρηθούν μεταξύ των εκλεκτών απλώς με μια μικρή επέκταση της φαντασίας. Το πρόβλημα με την τοποθέτηση αυτή είναι πως φαίνεται να ωθεί προς τον πελαγιανισμό. Η δεύτερη άποψη, την οποία θα συζητήσουμε παρακάτω, ήταν να φανταστεί κανείς πως η χριστιανική και η ειδωλολατρική σκέψη είχαν κοινή καταγωγή. Μια τέτοια κοινή καταγωγή μπορούσε να δικαιολογήσει την πεποίθηση των ουμανιστών, πως η ηθική διδασκαλία των ειδωλολατρών ήταν εμπνευσμένη από τον Θεό, και για τον λόγο αυτό ουσιαστικά ταυτόσημη με τη διδασκαλία του Χριστού.

Η προσέγγιση της ειδωλολατρικής και της χριστιανικής σκέψης διευκολύνθηκε από το έργο του Leonardo Bruni (1369-1444), που ήταν μαθητής του Salutati, και όπως εκείνος υπηρέτησε ως γραμματέας του πάπα, πριν επιστρέψει στην Φλωρεντία το 1415, ως διάδοχος του στην καγκελαρία. Μεταξύ των πολλών του συνεισφορών, ο Bruni απάλυνε τις θρησκευτικές καχυποψίες, πως η ουμανιστική ανάγνωση των ειδωλολατρικών κειμένων διέφθειρε την ευσέβεια, μεταφράζοντας μια επιστολή του Βασιλείου, ενός από τους μεγαλύτερους Χριστιανούς ήρωες, όπου υπερασπίζονταν την ανάγνωση ειδωλολατρών ποιητών από Χριστιανούς φοιτητές. Έκανε επίσης διάσημη μια νέα αντίληψη περί ιστορίας, την οποία πρώτος διατύπωσε ο Flavio Biondo (1392-1463), η οποία διαιρούσε την ιστορία στα τρία, δηλαδή την αρχαία, μεσαιωνική και μοντέρνα περίοδο, και όχι πια σύμφωνα με τη θεωρία των τεσσάρων αυτοκρατοριών, που κυριαρχούσε για σχεδόν χίλια χρόνια στην ιστορική σκέψη. Η νέα αυτή αντίληψη, εμπνευσμένη από την έννοια της σκοτεινής εποχής, την οποία εισήγαγε ο Πετράρχης, η οποία χώριζε την εποχή του από την εποχή των αρχαίων, ήταν κρίσιμη για την ανάπτυξη του χριστιανικού ουμανισμού, καθώς νομιμοποιούσε τις προσπάθειες των ουμανιστών να αναβιώσουν τον αυθεντικό, αρχαίο Χριστιανισμό. Ο Χριστιανισμός αυτός, κατά την άποψη τους ήταν πιο κοντά στην αρχαία ηθική σκέψη από τον διεφθαρμένο Χριστιανισμό, ο οποίος αναπτύχθηκε κατά την σκοτεινή περίοδο, τον Μεσαίωνα. Τέλος, ήταν ένας από τους πρώτους που μετέφρασε πλατωνικούς διαλόγους, αν και οι μεταφράσεις του δεν ήταν και πολύ ακριβείς.

Μια τέτοια πίστη στη δυνατότητα αναγέννησης, που συνδύαζε την χριστιανική ευσέβεια με την αρχαία ηθική ήταν ιδιαίτερα σαφής στο έργο ενός από τους μαθητές του Bruni, του Lorenzo Valla (1407-57). Ο Valla ήταν ένθερμος υπερασπιστής του Χριστιανισμού, αλλά και πεπεισμένος Νεοπλατωνικός, και ήταν στον ίδιο βαθμό αντίθετος προς τον Αριστοτελισμό και τον Αβερροϊσμό, όσο και αυτοί που συνέταξαν το »ανάθεμα» το 1277. Ήταν ιδιαίτερα ενοχλημένος από αυτό που θεωρούσε ως στωικό και περιπατητικό ηθικισμό που θεωρούνταν χριστιανική ευσέβεια. Πίστευε, πως για να είναι κανείς Χριστιανός έπρεπε να αποδέχεται την αλήθεια της Γραφής. Όπως το έβλεπε ο ίδιος, η αλήθεια αυτή είχε διαταραχθεί σε μεγάλο βαθμό. Ευτυχώς, τα φιλολογικά εργαλεία των ουμανιστών επέτρεψαν τη διόρθωση πολλών από τις διαταραχές αυτές. Η πιο διάσημη και οπωσδήποτε η πιο σημαντική από τις «διορθώσεις» του, ήταν η εντυπωσιακή του παρουσίαση το 1440, πως η Παραχώρηση του Κωνσταντίνου, η θεμελίωση της εξουσίας του πάπα, ήταν πλαστογραφία. Ενώ η παρουσίαση αυτή αποδυνάμωσε την ισχύ της Εκκλησίας, δεν ήταν αντί-χριστιανική, ούτε την εξέλαβαν ως τέτοια την εποχή εκείνη. Ο Valla προσελήφθη το 1448 ως γραμματέας του πάπα, εν μέρει λόγω των γλωσσολογικών του ικανοτήτων, που του έδωσαν τη δυνατότητα να καταδείξει την πλαστογραφία.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου