Συνέχεια από: Τρίτη 17 Ιανουαρίου 2023
Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ
Με το να θέλει την αιώνια επανάληψη ο ισχυρός άνθρωπος θέλει και τη βούληση για δύναμη ως όλον, γίνεται η βούληση για δύναμη ως όλον, και θέλει μέσω αυτής όλα τα πράγματα. Γίνεται το μοναδικό γνήσιο ον, πανίσχυρο, παντελώς αυτόνομο και αυτοδημιούργητο. Γίνεται ο Διόνυσος. Μέσω αυτής της συνένωσης με τον Διόνυσο απελευθερώνεται από το πνεύμα της εκδίκησης και παραδίδεται σε μια νέα αθωότητα. Όπως ο Χριστός, ο Διόνυσος απελευθερώνει τους ανθρώπους από την ενοχή και την αμαρτία. Αυτή η διονυσιακή απελευθέρωση, ωστόσο, δεν είναι σωτηρία με τη χριστιανική έννοια. Ο χριστιανός σώζεται από ένα Θεό ο οποίος επωμίζεται την τιμωρία που αξίζει στον χριστιανό. Ο Διόνυσος, αντιθέτως, δεν επωμίζεται ο ίδιος την τιμωρία του αμαρτωλού αλλά την ενοχή ή το χρέος του. Από τη διονυσιακή προοπτική, το άτομο δεν έχει ελεύθερη βούληση, και άρα δεν είναι υπεύθυνο για τις πράξεις του. Είναι μάλλον ένα κομμάτι του πεπρωμένου, του παγκόσμιου παιχνιδιού που είναι η αυτοδημιουργία και η αυτοκαταστροφή του Διονύσου, του αιώνιου αγώνα της βούλησης για δύναμη με τον εαυτό της. Καθώς γίνεται ένα με τον Διόνυσο, ο διονυσιακός συμποσιαστής πληρούται με amor fati, με αγάπη της μοίρας που καταφάσκει στο παρελθόν και υπό μίαν έννοια το δημιουργεί, και έτσι απαλλάσσεται από το πνεύμα της εκδίκησης. Η διονυσιακή πίστη από αυτή την άποψη είναι πίστη στη ζωή ως όλον, πίστη στην ανεξάντλητη γονιμότητα της ζωής, σε ό,τι ο Nietzsche αποκαλεί στο “Λυκόφως” αιώνια επανάληψη της ζωής μέσω της τεκνοποιίας.
Άρα ο Διόνυσος απελευθερώνει τα ανθρώπινα όντα όχι μόνο από την ενοχή αλλά και από την αισχύνη. Οι άνθρωποι αισθάνονται αισχύνη, αποφαίνεται ο Nietzsche, επειδή είναι εξαρτημένα όντα, υπόχρεα σε τρίτους για την ίδια την ύπαρξή τους. Προέρχονται από άλλους, δημιουργούνται από άλλους. Οι αξιώσεις τους για αυτονομία και ατομικότητα είναι επομένως οντολογικά ύποπτες. Η αποκάλυψη της τεκνοποιητικής φύσης του ανθρώπου είναι κατά συνέπεια κάτι το αισχρό, επειδή τα αρσενικά και θηλυκά γενετήσια όργανα φανερώνουν τη φαινομενικά ανυπέρβλητη οφειλή όλων των ανθρώπων προς το παρελθόν. Οι άνθρωποι είναι δυνατόν να απελευθερωθούν από αυτή την αισχύνη εφ' όσον μάθουν πώς να θέλουν το παρελθόν, και άρα πώς να δημιουργούν οι ίδιοι. Ο Διόνυσος καθιστά εφικτή αυτή την απελευθέρωση και η γυμνότητά του είναι σύμβολο αυτής της νέας ελευθερίας και ανεξαρτησίας. Ο Διόνυσος όμως δεν σταματά στην απλή απελευθέρωση του ανθρώπου από την αισχύνη. Ο ερωτισμός δεν είναι απλώς επιτρεπτός αλλά και καθαγιασμένος. Ο Διόνυσος είναι η οργιώδης γονιμότητα της ζωής που θριαμβεύει πάνω στα δεινά και στον θάνατο, η ικανότητα για αγάπη και αυτοϋπέρβαση, η οποία καθιστά δυνατή την κατάφαση στη ζωή, στο χάος της ύπαρξης. Δεν είναι απλώς ο γυμνός θεός, είναι ο θεός του στητού πέους, της γενετήσιας έκστασης, του οργιαστικού, και η λατρεία του είναι βακχικό όργιο, εξύμνηση για την αυτοϋπέρβαση της ζωής μέσω τεκνοποιίας.
Διόνυσος σημαίνει αιώνια ζωή, την αιώνια επιστροφή της ζωής· το μέλλον που προμηνύεται και καθαγιάζεται μέσα στο παρελθόν· την αληθινή ζωή ως τη γενική συνέχεια της ζωής μέσω της τεκνοποιίας, μέσω των μυστηρίων της γενετήσιας ορμής. Για τους Έλληνες το γενετήσιο σύμβολο ήταν το κατ' εξοχήν σεβαστό σύμβολο. Το πραγματικό βάθος στο σύνολο της αρχαίας ευλάβειας. [...] Εδώ το εντονότερο ένστικτο της ζωής βιώνεται θρησκευτικά – και η οδός για τη ζωή, η τεχνοποιία, ως η αγία οδός.
Αυτός ο Διόνυσος διαφέρει από τον αρχικό Διόνυσο του Nietzsche, ο οποίος προσέφερε κάποιο είδος παρηγοριάς και λησμονιάς σε σχέση με τη δυστυχία και τον θάνατο. Ο οψιμότερος Διόνυσος δεν προσφέρει παρηγοριά αλλά το σφρίγος της ίδιας της ζωής που υπερβαίνει τον θάνατο των ατόμων εν γένει, που αναπαράγει την ατομικότητα παρά τον θάνατο και την αποσύνθεση της ατομικότητας.
Αυτός ο Διόνυσος, σύμφωνα με τον Nietzsche, αποτελεί το αντίπαλον δέος του χριστιανικού Θεού:
Ο τραγικός άνθρωπος καταφάσκει ακόμη και στα μεγαλύτερα δεινά: Είναι αρκετά ρωμαλέος, πλούσιος και ικανός για θεοποίηση ώστε να πράττει κατ' αυτό τον τρόπο. Ο χριστιανός αρνείται ακόμη και τον ευτυχέστερο κλήρο επί της γης: Είναι αρκετά αδύναμος, φτωχός, απόκληρος για να υποφέρει από τη ζωή σε όποια μορφή τη συναντά. Ο θεός στον σταυρό είναι κατάρα για τη ζωή, κραυγή για να αναζητηθεί λύτρωση από τη ζωή· ο Διόνυσος τεμαχισμένος είναι μια υπόσχεση ζωής: Θα αναγεννάται αιωνίως και θα επιστρέφει από τον όλεθρο.
Ο Διόνυσος είναι ο θεός της ζωής σε όλο της το σθένος, ο θεός των κατακτητών, των κυρίαρχων. Ο Εσταυρωμένος, αντίθετα, είναι ο Θεός των δούλων. Ο οπαδός του Διονύσου καταφάσκει στη ζωή, ο χριστιανός δούλος την αρνείται. Ακόμη και στην άρνησή του, ωστόσο, ο δούλος παρακινείται από τη βούληση για δύναμη, παρ' ότι πρόκειται για μια άρρωστη ή ασθενή βούληση για δύναμη. Επειδή η βούλησή του είναι αδύναμη, δεν μπορεί να κυριαρχήσει είτε στον εαυτό του είτε σε τρίτους επιβάλλοντας κάποια τάξη ή σειρά, είναι ανίκανος να άρχει ή να προστάζει με την παραδοσιακή έννοια.
Ο χριστιανός ανακαλύπτει τη λύση αυτού του προβλήματος στην πίστη. Η πίστη, σύμφωνα με τον Nietzsche, είναι μια αδύναμη μορφή της βούλησης, η οποία αποκτά δύναμη μέσω ενός απίστευτου περιορισμού της ύπαρξης, με μια πελώρια υπεραπλούστευση της ζωής που εξαλείφει κάθε αμφιλογία και αντίφαση, κατασκευάζοντας με σωκρατικό τρόπο έναν ορθολογικό πραγματικό κόσμο ενάντια στο χάος της πραγματικότητας. Η πίστη είναι, λοιπόν, μια μορφή φανατισμού χάρη στον οποίο ακόμη και ο αδύναμος μπορεί να γίνει δυνατός. Με αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος της πίστης είναι ανώτερος από τον τελευταίο άνθρωπο, διότι ο τελευταίος άνθρωπος δεν γνωρίζει πειθαρχία ή περιορισμό. Ουσιαστικά, δεν είναι παρά μια συλλογή ασυνάρτητων ορμών. Έχει τέτοια αυτοϊκανοποίηση ώστε δεν μπορεί καν να αναγνωρίσει τη δική του ασημαντότητα. Ο άνθρωπος της πίστης μπορεί τουλάχιστον να κοιτάξει τον εαυτό του με αηδία.
Ο χριστιανικός Θεός, σύμφωνα με τον Nietzsche, πρωτοεμφανίστηκε ως ο θεός του ισραηλίτικου λαού. Αυτός ο θεός ήταν πανίσχυρος και απαιτούσε υπακοή. Ενόσω οι Ισραηλίτες τον ακολουθούσαν θριάμβευαν, αλλά, όταν τον εγκατέλειψαν και άρχισαν να λατρεύουν άλλους θεούς, αφανίστηκαν. Η ιστορία των Εβραίων είναι η αφήγηση του επαναλαμβανόμενου εκφυλισμού και της αναγέννησής τους. Τελικά η εβραϊκή βούληση για δύναμη έσβησε και το εβραϊκό κράτος καταστράφηκε από τους Ρωμαίους. Στην πορεία ο θεός των Εβραίων μεταμορφώθηκε από θεό ο οποίος επιθυμούσε τη μεγαλύτερη δόξα του εβραϊκού λαού σε έναν αγαθό και οικουμενικό Θεό, ο οποίος επιδίωκε να συνδράμει τον αδύναμο και τον ασθενικό ανεξάρτητα από την εθνικότητά του. Ο ευγενής θεός του Ισραήλ έγινε ο ταπεινός Θεός των δούλων.
Οι χριστιανοί ωστόσο δεν φαντάζονταν ότι ο Θεός ήταν αδύναμος. Μάλλον φαντάζονταν ότι είναι ο μόνος Θεός, ο δημιουργός του κόσμου, πανίσχυρος αλλά και πανάγαθος. Ως εκ τούτου τα ανθρώπινα δεινά δεν ήσαν σφάλμα του Θεού αλλά του ανθρώπου, η συνέπεια της αμαρτίας, μιας αμαρτίας όμως από την οποία μπορούσε να λυτρωθεί, και στην πραγματικότητα είχε ήδη λυτρωθεί. Αυτός ο Θεός ήταν επομένως η ελπίδα της σωτηρίας και της τελικής νίκης όλων όσοι πίστευαν σε αυτόν. Ήταν η μεγαλύτερη αντίκρουση της μεγαλύτερης αυτοκρατορίας όλων των εποχών, η έκφραση της μνησικακίας των δούλων ενάντια στη Ρώμη, και επομένως ενάντια στην ίδια τη ζωή. Η βούληση που εκφράστηκε σε αυτό τον Θεό δεν απέβλεπε μόνο στην αυτοσυντήρηση αλλά και στην κατάκτηση και στη δύναμη, στην καταστροφή της Ρώμης πείθοντας τους ισχυρούς και υγιείς ότι ήσαν κακοί και ασθενείς, τους δε αδύναμους και ασθενικούς ότι θα κληρονομούσαν τη γη. Ο χριστιανικός Θεός, κατά την άποψη του Nietzsche, είναι η θεοποίηση ενός νοσήματος της βούλησης.
Αυτή η ασθένεια αποδείχτηκε μολυσματική και δεν περιορίστηκε στους Εβραίους και στις κατώτερες τάξεις των Ρωμαίων. Η αποπλάνηση της άρχουσας τάξης υπήρξε αποφασιστική. Οι ισχυροί άρχισαν να αισθάνονται ένοχοι και η βούληση για δύναμη που τους οδήγησε σε τέτοια ύψη θεωρήθηκε έγκλημα και προσβολή για την ανθρωπότητα. Ο φανατισμός της χριστιανικής πίστης μπροστά στον θάνατο, που ουσιαστικά ήταν μίσος για τη ζωή, φαινόταν στις άρχουσες τάξεις των Ρωμαίων σαν μια νέα και ακατανόητη μορφή θάρρους, και οι Ρωμαίοι σταδιακά κατέληξαν να στηρίζονται πάνω της καθώς η δική τους βούληση για δύναμη εξασθενούσε. Αλλά και η μεταγενέστερη επιτυχία του χριστιανισμού όσον αφορά τον προσηλυτισμό των βόρειων φυλών οφειλόταν στην αδυναμία τους και στην ανικανότητα των θεοπλαστικών δυνάμεών τους. Αυτή η αδυναμία τους ώθησε να στηριχθούν στο ίδιο είδος φανατισμού που γοήτευσε τους Εβραίους και τους μεταγενέστερους Ρωμαίους. Σε αντιστοιχία προς την περαιτέρω παρακμή της βούλησης για δύναμη στους γερμανικούς λαούς, αυτός ο χριστιανικός Θεός σταδιακά εξασθένησε και εξαϋλώθηκε. Μεταμορφώθηκε από τον σχολαστικισμό σε έννοια και από τη Μεταρρύθμιση σε σκέτο πνεύμα. Αυτός ο τελευταίος χριστιανικός Θεός, κατά την άποψη του Nietzsche, είναι η κατώτερη έννοια που είχε ποτέ θεός επί της γης, η μεγαλύτερη απόρριψη που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, αφού είναι σε θέση να συμπεριλάβει καθετί αρκεί να του αφαιρέσει κάθε νόημα. Κάθε ζωντανή αμφιλογία και αντίφαση της ύπαρξης εξαλείφονται. Τεκνοποιία και γενετήσια ορμή κηρύσσονται ακάθαρτες και ο πόθος για δόξα και δύναμη αναγορεύεται σε αμαρτία. Αυτός ο Θεός είναι η διάψευση της ζωής αντί να είναι η διαύγαση και η κατάφασή της είναι κατ' εξοχήν αντιφύση, η θεοποίηση του εκείθεν, του τίποτα. Ο χριστιανισμός συνεπώς απολήγει στον μηδενισμό.
Ο χριστιανισμός, ωστόσο, εμπεριέχει τα σπέρματα για μια νέα γένεση. Επειδή οι θρησκείες είναι στιγμές της βούλησης για δύναμη, υπάρχουν εφ' όσον αγωνίζονται να ξεπεράσουν κάποια αντίθεση, και δίχως αντίθεση παύουν να υφίστανται. Επομένως μια μονοθεϊστική θρησκεία όπως ο χριστιανισμός επιβιώνει εφ' όσον μπορεί και δημιουργεί κάποιον άλλο, αντίπαλο θεό έξω από τον ίδιο. «Ο διάβολος» υποστηρίζει ο Nietzsche, είναι «απλώς η ανάπαυλα του Θεού την έβδομη ημέρα». Με την ιδέα του διαβόλου ο χριστιανισμός διατηρεί ζωντανή τη δική του αντίθεση, παρ' ότι αυτή η αντίθεση εμφανίζεται με διαστρεβλωμένο τρόπο μέσω των ζοφερών φακών με τους οποίους ο χριστιανισμός ερμηνεύει και οροθετεί τον κόσμο.
Ο θάνατος του χριστιανικού Θεού αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο της επιστροφής άλλων θεών. Με «την ανατροπή του Θεού» αποφαίνεται ο Nietzsche «στην πραγματικότητα μόνο ο ηθικός Θεός ανατρέπεται». Εάν όμως ανατραπεί ο ηθικός Θεός, ανατρέπεται και ο διάβολος, καθόσον γίνεται κατανοητός ως η άρνηση του Θεού. Εάν όμως ο διάβολος κατανοηθεί ως το ενάλλαγμα του Θεού, τότε ο θάνατος του Θεού οδηγεί στην απελευθέρωση και στη μεταμόρφωση του διαβόλου. Μολονότι οι υπέρμαχοι του παλαιού Θεού ίσως συνεχίσουν να χαρακτηρίζουν τη νέα δύναμη ως διάβολο ή αντίχριστο, αυτή είναι κάτι περισσότερο, μια ανεξάρτητη θεϊκή δύναμη αφ' εαυτού της.
Ο χαρακτήρας, ωστόσο, αυτού του νέου θεού είναι άστατος. Ο Nietzsche αναγνωρίζει ότι υπάρχει η πιθανότητα μιας περαιτέρω παρακμής στην κατεύθυνση μιας βουδιστικής ή σοπενχαουερικής άρνησης της ζωής. Για να αντιμετωπίσει αυτό το ενδεχόμενο προτάσσει τον Διόνυσο, το αντίθετο άκρο του Εσταυρωμένου. Γιατί άραγε ο θάνατος του Θεού θα έπρεπε να έχει ως συνέπεια την αναγέννηση του Διονύσου και όχι κάποιου από τους ενδιάμεσους θεούς ανάμεσα στα δύο άκρα; Η εξήγηση του Nietzsche ως προς αυτό είναι περιστασιακή και εικοτολογική. Πιστεύει ότι ο θάνατος του Θεού εξαλείφει κάθε προοπτική, αποκαλύπτει το χάος της ύπαρξης που υπονομεύει όλα τα κριτήρια, και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι, εάν τίποτα δεν είναι αληθινό, τότε όλα επιτρέπονται. Το αποτέλεσμα είναι ο καθολικός τρόμος και ο παγκόσμιος πόλεμος. Αυτοί οι πόλεμοι ίσως οδηγούν σε περαιτέρω κατάπτωση, αλλά ο Nietzsche πιστεύει ότι μπορεί επίσης να οδηγούν σε κάποια νέα τάξη των αρίστων, όπου οι αδύναμοι υποτάσσονται σε όσους οιστρηλατούνται από τη μεγαλύτερη βούληση για δύναμη. Αυτοί οι υπέρτατα ισχυροί θα είναι σε θέση να υποφέρουν τις πιο τρομακτικές αλήθειες, και έτσι θα δημιουργήσουν κάποιο διαφορετικό θεό, διότι θα είναι πιο ρωμαλέοι και σφριγηλοί, πιο ικανοί για αγάπη και δημιουργία, και άρα πιο ικανοί για να θεοποιούν απ' ό,τι οι σύγχρονοι άνθρωποι. Ο θεός που δημιουργούν τέτοιοι άνθρωποι, σύμφωνα με τον Nietzsche, θα είναι πέραν του καλού και του κακού. Ο θάνατος του χριστιανικού Θεού ίσως, λοιπόν, να οδηγεί πραγματικά σε κάποιο μετασχηματισμό: «Το αποκαλείτε αυτοκαταστροφή του Θεού: μάλλον είναι ο ίδιος καθώς ρίχνει το δέρμα του: ρίχνει το ηθικό δέρμα του! Και σύντομα θα τον ξαναδείτε, πέραν του καλού και του κακού».
Ο Διόνυσος ο οποίος αναδύεται από τις στάχτες του χριστιανισμού δεν είναι ο Διόνυσος που περιέγραφε ο Nietzsche στη “Γένεση”. Ο πρωιμότερος Διόνυσος φορούσε ένα απολλώνειο προσωπείο. Ο νέος Διόνυσος φορά ένα σωκρατικό προσωπείο, αλλά είναι το προσωπείο ενός Σωκράτη τον οποίο ο Nietzsche έχει επανεξετάσει και επανερμηνεύσει. Δεν είναι πλέον απλώς ο καταστροφέας της τραγωδίας· είναι επίσης ο σωτήρας της ζωής μπροστά στον άκρατο διονυσιασμό του όψιμου ελληνικού κόσμου. Χωρίς αυτό τον Σωκράτη οι Έλληνες, κατά την άποψη του Nietzsche, θα είχαν αυτοκαταστραφεί. Τους διαφύλαξε, ωστόσο, στρέφοντας τις δυνάμεις του διονυσιακού ενάντια στο ίδιο το διονυσιακό. Αυτός ο Σωκράτης δεν ήταν ασκητής αλλά πολύ ερωτικός, του οποίου η σκέψη θριάμβευσε επειδή αιχμαλώτισε τους Αθηναίους με ένα νέο είδος αγώνα. Σε αντίθεση με τον χριστιανισμό, δεν απέρριπτε το οργιαστικό, αλλά επιδίωκε να το καθυποτάξει στον Λόγο. Ακόμη και εδώ, ωστόσο, το διονυσιακό παίζει αποφασιστικό ρόλο, διότι η άνοδος από τον πραγματικό κόσμο στον ορθολογικό κόσμο -τουλάχιστον όπως την περιγράφει ο Σωκράτης στο Συμπόσιο- επιτυγχάνεται μέσω μιας κλίμακας του έρωτα. Στην Πολιτεία, επίσης, ο Σωκράτης αναγνωρίζει τον έρωτα ως οικουμενική αρχή. Αυτό το ερωτικό στοιχείο εξαλείφθηκε στη χριστιανική ιδιοποίηση του πλατωνισμού και αντικαταστάθηκε από ένα δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος το οποίο καταδίκαζε ρητά τη γενετήσια ορμή. Ενώ ο χριστιανισμός ήταν υπό μίαν έννοια πλατωνικός, ο Πλάτων τον οποίο προσέγγιζαν ερχόταν σε αντίθεση με τον ερωτικό Σωκράτη που περιγράφει ο Nietzsche.
Οι ομοιότητες ανάμεσα σε αυτό τον ερωτικό Σωκράτη και στον Διόνυσο είναι φανερές στο οψιμότερο έργο του Nietzsche. Ο Διόνυσος, αποφαίνεται, είναι «ο πλάνος θεός και ο εκ φύσεως παρδαλός αυλητής συνειδήσεων, του οποίου η φωνή γνωρίζει πώς να καταδύεται στον κάτω κόσμο κάθε ψυχής· ποιος άραγε δεν λέει κάποια λέξη ή δεν ρίχνει κάποια ματιά στην οποία να μην υπάρχει προμελέτη και διάθεση για αποπλάνηση». Η ομοιότητα με τον Σωκράτη, το «ειρωνικό και ερωτευμένο τέρας, ο παρδαλός αυλητής των Αθηνών, ο οποίος έκανε τους πιο αλαζόνες νέους να τρέμουν και να τραυλίζουν», είναι αδιαμφισβήτητη. Το ερωτικό στοιχείο, που είναι βασικό και για τους δύο, αντιτίθεται στον ψυχρό και απόμακρο ατομικισμό του Απόλλωνα. Αμφότεροι σαγηνεύουν και παγιδεύουν τους μαθητές τους όχι μέσω κάποιων ωραίων ονειρικών εικόνων αλλά με το μεθυστικό κάλεσμα του φιλοσοφικού άσματός τους.
Αυτός ο σωκρατικός Διόνυσος σχετίζεται με τον μουσικό ή διονυσιακό Σωκράτη της Γένεσης. Κατ' ουσίαν είναι ο θεός που αποκαλύφθηκε και λατρευόταν από τον μουσικό Σωκράτη. Όπως είδαμε παραπάνω, ο Nietzsche δίσταζε να εκφράσει στο πρώιμο έργο του το όραμα ενός αντίστοιχου του τραγικού ποιητή στη φιλοσοφία επειδή δεν μπορούσε να λύσει το πρόβλημα της ευσπλαχνίας. Ο θεός αυτού του φιλοσόφου παρέμεινε κατ' ουσίαν ένας τραγικός θεός, περισσότερο ένας θεός του αρχέγονου πόνου και της αποξένωσης παρά της συμφιλίωσης. Ο Nietzsche κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μουσικός φιλόσοφος θα πρέπει να είναι σε θέση να διεισδύσει στην άβυσσο με σωκρατικό τρόπο, και παρά ταύτα να μη χάσει την πίστη στη ζωή, ούτε να τελειώσει τη ζωή του όπως ο Σωκράτης, οφείλοντας έναν πετεινό στον Ασκληπιό, ή όπως ο Εμπεδοκλής, που εξαναγκάστηκε λόγω της ευσπλαχνίας του να ριχτεί στην Αίτνα. Ο Ζαρατούστρα του Nietzsche παλεύει με το πρόβλημα της ευσπλαχνίας, αλλά δεν το επιλύει εντελώς. Αντί να αναμένει κάποιον ο οποίος να είναι ανώτερος, αναμένει έναν υπεράνθρωπο. Αυτός ο υπεράνθρωπος, ωστόσο, παραμένει μακρινός. Ακόμη και στο τέλος του Ζαρατούστρα είναι τα «παιδιά» του Ζαρατούστρα τα οποία του μοιάζουν, αν και πρέπει να ωριμάσουν, διότι μόνο εάν ωριμάσουν θα γίνουν οι υπεράνθρωποι οι οποίοι θα δημιουργήσουν τον υπέρθεο Διόνυσο.
Αυτός ο σωκρατικός Διόνυσος είναι πιο βαθυστόχαστος απ' ό,τι ο απολλώνειος Διόνυσος του πρωιμότερου νιτσεϊκού έργου. Οι ποιητές, ισχυρίζεται ο Ζαρατούστρα, ψεύδονται υπερβολικά. Ψεύδονται επειδή δεν αντέχουν την αλήθεια. Δημιουργούν ψευδείς ορίζοντες που διατηρούν και εξυψώνουν την ανθρώπινη ζωή. Το ελεύθερο πνεύμα της μέσης περιόδου του Nietzsche μισεί αυτά τα ψεύδη και επιδιώκει να τα ξεσκεπάσει ως διαστρεβλώσεις. Ωστόσο αποκαλύπτει το χάος, και έτσι παράγει τρέλα. Ο μουσικός φιλόσοφος είναι ισχυρότερος απ' ό,τι ο ποιητής και το ελεύθερο πνεύμα. Και αυτός ψεύδεται, αλλά όχι σε τέτοιο βαθμό. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι δεν ψεύδεται στον εαυτό του όσον αφορά τα ψεύδη του.
Σε αντίθεση με το ελεύθερο πνεύμα, αρκείται να ζει με αυτά τα ψεύδη, επειδή γνωρίζει ότι αποτελούν την πιστότερη προσέγγιση της αλήθειας σε ένα χαοτικό κόσμο. Αυτός ο μουσικός ή διονυσιακός φιλόσοφος είναι ικανός να συλλάβει το χάος φιλοσοφικά και να καθιδρύσει έναν ποιητικό ορίζοντα γύρω από αυτό. Είναι συνεπώς η σπουδαιότερη στιγμή της βούλησης για δύναμη, η στιγμή που η βούληση κατακτά και ενοποιεί τον εαυτό της. Το μεγαλείο του δεν μειώνεται από το γεγονός ότι επιτυγχάνει αυτό τον σκοπό μέσω κάποιου ψεύδους ή κάποιας φαντασίωσης. Είναι το σημαντικότερο ψεύδος και η ζωτικότερη φαντασίωση επειδή ο διονυσιακός φιλόσοφος είναι ο ισχυρότερος άνθρωπος. Είναι το ψεύδος της αιώνιας επανάληψης του ίδιου, που είναι η πιστότερη προσέγγιση του γίγνεσθαι στο είναι. Ο οψιμότερος Nietzsche δεν είναι, λοιπόν, ο οπαδός ενός απολλώνειου Διονύσου ο οποίος δημιουργεί μια ονειρική εικόνα της ενότητας. Είναι μάλλον ο οπαδός ενός σωκρατικού Διονύσου, ο οποίος αποκαλύπτει την άβυσσο και το ουσιώδες χάος της ύπαρξης, αλλά είναι επίσης ικανός να το μεταμορφώνει μέσω της τέχνης του σε ωραία ολότητα.
Ο Nietzsche πουθενά δεν περιγράφει ολοκληρωμένα τον χαρακτήρα αυτού του νέου φιλοσοφικού Διονύσου, αλλά μερικές επισημάνσεις στα δημοσιευμένα έργα του και κάποια περισσότερο εκτενή σχόλια στις σημειώσεις του μας δίνουν μια εικόνα του χαρακτήρα του. Η πρωιμότερη σύλληψη του Διονύσου συνδεόταν με την αναγέννηση της τραγωδίας και με μια νέα τραγική εποχή στην οποία τα ανθρώπινα όντα θα εξυψώνονταν πάνω από την κοινοτοπία της δημοκρατικής κοινωνίας. Ο οψιμότερος, περισσότερο φιλοσοφικός Διόνυσος δεν είναι πλέον απλώς ένας θεός της τραγωδίας. Έχει και μια σατιρική ή κωμική διάσταση [Ο Nietzsche επισημαίνει ότι ο Διόνυσος έχει δύο πρόσωπα, το ένα γελαστό και χαρούμενο, το άλλο γεμάτο εκστατική θλίψη. Σε οψιμότερες προσθήκες του στη Χαρούμενη επιστήμη ο Nietzsche υποστηρίζει ότι η incipit tragodia του, που αρχικώς έκλεινε το έργο και έδειχνε προς τον Ζαρατούστρα, ίσως θα έπρεπε να κατανοηθεί ως incipit parodia]. Επιπλέον, η νέα εποχή που καθιδρύει δεν θα χαρακτηρίζεται μόνο από τη μεγάλη σοβαρότητα της τραγωδίας αλλά επίσης από τη μεγάλη μωρία της κωμωδίας.
Αυτός ο μετασχηματισμός στο νόημα του Διονύσου είναι πρόδηλος σε μία από τις τελευταίες σημειώσεις του Nietzsche, όπου καταγράφει τον τίτλο για ένα έργο που σχεδίασε: «Dionysos philosophos: A Satura menippea». Η ιστορία του Διονύσου του φιλοσόφου είναι μια μενίππεια σάτιρα. Η μενίππεια σάτιρα επινοήθηκε από τον κυνικό φιλόσοφο Μένιππο από τα Γάδαρα, καλλιεργήθηκε από τον Ρωμαίο μαθητή του Varro και τελειοποιήθηκε, όπως αποδεικνύει ο Nietzsche, από τον Πετρώνιο, ο οποίος «περισσότερο από οποιονδήποτε μεγάλο μουσικό ίσαμε τώρα ήταν ο μαέστρος του πρέστο σε επινοήσεις, ιδέες, λόγους». Ήταν ένας συνδυασμός φιλοσοφίας και ποίησης, που απέβλεπε στη μετάδοση των φιλοσοφικών αληθειών μέσω μιας σατιρικής μεγαλοποίησης της ζωής. Απευθυνόταν από τη μία πλευρά σε ένα ευρύ λαϊκό ακροατήριο και από την άλλη στους λίγους οι οποίοι μπορούσαν να κατανοήσουν τη φιλοσοφική αλήθεια πίσω από το λαϊκό προσωπείο. Όπως και ο Ζαρατούστρα του Nietzsche, ήταν γραμμένη «για όλους και για κανέναν».
Καλημέρα, Αμέθυστε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝομίζω πως λείπει το 55
ΚΣΝ
φΊΛΕ λείπει καί πέρασε απαρατήρητο. Ευχαριστούμε γιά τήν παρατηρητικότητα καί τήν επισήμανση. Τό απόγευμα θά δούμε τί συνέβη.
ΑπάντησηΔιαγραφή