Δευτέρα 6 Φεβρουαρίου 2023

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας(23)

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας

Κεφάλαιο 3: Ο Ουμανισμός και η αποθέωση του ανθρώπου

Ο Πετράρχης και οι απαρχές του ουμανισμού ε

Συνέχεια από Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Ο ιταλικός Ουμανισμός


Ενώ τα κείμενα του Corpus hermeticum δεν ήταν αυτό που δήλωναν πως είναι, συνέβαλαν σημαντικά στη διαμόρφωση της πρώιμης χριστιανικής σκέψης, και ιδιαιτέρως της ιδέας περί της απόλυτης δύναμης και ελευθερίας του Θεού. Ο κλάδος αυτός του Νεοπλατωνισμού αναπτύχθηκε σε έναν αιγυπτιακό κόσμο, ο οποίος ήταν πλημμυρισμένος από φιλοσοφικές και θρησκευτικές ιδέες πολλών διαφορετικών ειδών. Η συγκρητιστική ορμή ήταν επίσης αρκετά ισχυρή. Οι Φίλων, Πλωτίνος και Πρόκλος μεγάλωσαν σε αυτό το περιβάλλον, και η σκέψη τους παρουσιάζει πολλές από αυτές τις συγκρητιστικές τάσεις. Τα ερμητικά κείμενα ήταν μέρος αυτού του συγκρητιστικού κινήματος, και συνδύαζαν στοιχεία από πολλές παραδόσεις. Είχαν μια βαθιά επίδραση σε πολλούς από τους πρώιμους πατέρες της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονται οι Βικτωρίνος, Αθανάσιος, Κλήμης Αλεξάνδρειας, και Ωριγένης. Έτσι, ενώ ο Ficino και οι ουμανιστές διάδοχοι του έσφαλαν ως προς την παραδοχή τους πως η ερμητική σκέψη ήταν η πηγή της ιουδαϊκής και χριστιανικής σκέψης, ήταν ωστόσο ορθοί ως προς τη σημασία του για τον Χριστιανισμό.

Ως αποτέλεσμα της εργασίας του πάνω σε αυτά τα κείμενα, ο Ficino πείστηκε πως ο ουμανισμός μπορούσε να ανασύρει ένα πιο αυθεντικό (και μυώδη) Χριστιανισμό, εάν έβλεπε τη Γραφή με τον φακό του Πλάτωνα. Επιπλέον, ένας τέτοιος πλατωνικός Χριστιανισμός θα μπορούσε να αποτελέσει εναλλακτική στον σχολαστικισμό. Εκφράζοντας το όραμα αυτό, δεν στηριζόταν μόνο στον Πλάτωνα, αλλά στον Αυγουστίνο, αν και περισσότερο στην πρώιμη αντί-μανιχαϊστική του σκέψη, που απέδιδε μεγαλύτερη σημασία στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, απ’ ότι τα ύστερα, αντί-πελαγιανικά του έργα, τα οποία αμφισβητούσαν τέτοια ελεύθερη βούληση. Επίσης, ήταν βαθιά επηρεασμένος από την μελέτη του ύστερου Νεοπλατωνισμού (μετέφρασε Πλωτίνο και Πρόκλο), και ιδιαίτερα του έργου του ψευδό-Διονυσίου, τον οποίο θεωρούσε ως τον πρώτο Αθηναίο ακόλουθο του Αποστόλου Παύλου (αναφέρεται στις Πράξεις, 17, 34), για τον οποίο όμως γνωρίζουμε πως ήταν μαθητής του Πρόκλου.

Ο άνθρωπος είναι για τον Ficino, πάνω απ’ όλα τα άλλα, imago dei, και ως τέτοιος έχει μια εσωτερική αξιοπρέπεια και δύναμη. Ο Πλάτων και οι μαθητές του, σύμφωνα με τον Ficino, το διαβεβαιώνουν με τη διδασκαλία τους περί αθανασίας της ατομικής ψυχής. Αυτή είναι η βάση της ανθρώπινης θεότητας, και δια της καλλιέργειας της ψυχής ο άνθρωπος γίνεται σαν Θεός. Ο Ficino αναβίωσε με τον τρόπο αυτό την νεοπλατωνική διδασκαλία περί κοσμικής ψυχής ως κέντρου του σύμπαντος, και έδωσε στην ανθρώπινη ψυχή μια προνομιακή θέση στην κοσμική ιεραρχία, ως συνδέσμου του σύμπαντος και σύνδεσης μεταξύ νοητών και σωματικών κόσμων. Κατά την άποψη του, καλλιεργώντας την ψυχή, ο άνθρωπος μπορεί να γίνει «όλα τα πράγματα». Ο Ficino πίστευε μάλιστα ότι ο άνθρωπος θα μπορούσε να «δημιουργήσει τους ουρανούς και ό,τι είναι μέσα σε αυτούς, εάν αποκτούσε τα εργαλεία και το ουράνιο υλικό». Εφόσον όμως δεν μπορεί, πρέπει να είναι ευχαριστημένος με την αναδημιουργία του κόσμου δια της μιμήσεως, με τη χρήση των ικανοτήτων και της φαντασίας του.

Στον πυρήνα της θεολογίας του Ficino ήταν το όραμα ενός Θεού που ήταν αντίθετος προς τον Θεό του σχολαστικισμού, αλλά  αποτελούσε μια συνέχεια του Θεού των ουμανιστών προγόνων του (του Ficino). Αυτός ήταν ένας Θεός με βούληση και όχι λογική, έχοντας ως πρότυπο τον τεχνίτη του Πλάτωνα (artificer) και όχι το πρώτο κινούν του Αριστοτέλη. Ο Πλωτίνος είχε καταδείξει και ο Αυγουστίνος είχε αποδεχθεί την ιδέα, πως ο τριαδικός Θεός δεν πρέπει απλώς να αγαπά, αλλά να είναι η αγάπη, για να μπορεί να υπάρχει, καθώς μόνο η αγάπη μπορεί να λύσει το πρόβλημα του ενός και των πολλών μέσα στο θεϊκό ον. Η λογική δεν μπορεί να τα καταφέρει. Η δημιουργία του κόσμου από τον Θεό πρέπει να είναι λοιπόν μια πράξη αγαπητικής βούλησης. Επιπλέον, αν ο Θεός είναι ουσιαστικά αγάπη, τότε όλα τα πλάσματα Του, όπως και οι άνθρωποι, πρέπει να κυβερνώνται και να καθοδηγούνται από την αγάπη. Αυτή όμως η θεώρηση της αγάπης, είναι ακριβώς αυτή που ο Ficino ανακάλυψε στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα, και την οποία περιέγραψε με μεγάλη λεπτομέρεια κατά πρώτον στο «Περί ηδονής» (1457), και κατόπιν πληρέστερα στο «Περί αγάπης» (1446), που δικαίως αποκλήθηκε το σημαντικότερο λογοτεχνικό έργο της Αναγέννησης. Ενώ ο Ficino είχε αποδεχθεί τον οντολογικό ατομικισμό που πρότεινε ο νομιναλισμός, έβλεπε όλα τα ατομικά όντα πλήρη και ενωμένα με τις σπίθες της θεϊκής αγάπης. Κινητοποιημένα από την αγάπη, ελκύονται φυσικά προς το αγαθό και τον Θεό. Ισχυριζόταν επομένως, πως η συμπεριφορά που βασιζόταν στο ένστικτο και τα φυσικά πάθη, συμπεριλαμβανομένης και της σεξουαλικής επιθυμίας, οδηγούσε τους ανθρώπους προς το θεϊκό. Η φύση λοιπόν από μόνη της ήταν μια μορφή χάριτος, και ο Ficino συμπέρανε πως οδηγούσε τους ανθρώπους προς το αγαθό και επομένως προς το Θεό. Το όραμα αυτό αναπτύχθηκε περισσότερο στο έργο «Η χριστιανική θρησκεία» (1474), που ήταν και το πρώτο που δημοσιεύθηκε επί του θέματος, όπως και στο «Πλατωνική θεολογία ή η αθανασία των ψυχών» (1482), που συνδύασε τον παγανιστικό με τον χριστιανικό κλάδο της σκέψης του.

Οι απόψεις του Ficino περί θρησκείας ήταν επεκτατικές. Ήταν πράγματι πεπεισμένος, πως ενώ ο Χριστιανισμός ήταν η καλύτερη θρησκεία, υπήρχαν πολλές διαφορετικές νόμιμες μορφές θρησκευτικής πίστης και πράξης: «Η θεία πρόνοια δεν επιτρέπει κανένα σημείο του κόσμου και σε καμιά στιγμή, να παραμείνει εντελώς χωρίς θρησκεία, αν και επιτρέπει να διαφέρουν τα τελετουργικά…ο Θεός προτιμά να λατρεύεται με οποιοδήποτε τρόπο, έστω και χωρίς επίγνωση…παρά να μην λατρεύεται καθόλου λόγω υπερηφάνειας». Ενώ ο Χριστιανισμός του Ficino είναι φανερά επηρεασμένος από νεοπλατωνικές, γνωστικές και ερμητικές πηγές, δεν είναι αντί-χριστιανικός. Κεντρικό στοιχείο της σκέψης του και του ουμανιστικού εγχειρήματος εν γένει, ήταν η ιδέα πως η φύση είναι μια μορφή χάριτος. Η ιδέα αυτή είναι σημαντική, καθώς παρέχει το θεμέλιο για τη συμφιλίωση της θείας και της ανθρώπινης βουλήσεως. Αν η φύση οργανώνεται από τον Θεό, έτσι ώστε οι άνθρωποι να ελκύονται φυσικά προς το αγαθό, τότε οι άνθρωποι μπορούν να εξασκήσουν ελεύθερα τις βουλήσεις τους, με τρόπο που να είναι αρμονικός προς την θεία βούληση. Το εμπόδιο για την αντίληψη αυτή μέσα στην χριστιανική παράδοση, είναι φυσικά το προπατορικό αμάρτημα. Οι συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος είναι συζητήσιμες, και οι ουμανιστές ισχυρίζονταν εν γένει, πως προκαλεί απλώς μια συσκότιση της λογικής μας, η οποία (συσκότιση) και πριν την λύτρωση δεν ήταν αξεπέραστη, και μετά από αυτήν ήταν ακόμα πιο εύκολο να υπερβαθεί. Ενώ η θέση αυτή ήταν από πολλές απόψεις αντίθετη προς την επίσημη εκκλησιαστική διδασκαλία, δεν είχε αντί-χριστιανικές προθέσεις.

Ενώ ο Νεοπλατωνισμός πρόσφερε με τον τρόπο αυτό ένα μέσο για την εναρμόνιση του ουμανιστικού ατομικισμού με την θεία παντοδυναμία, έφτασε πολύ κοντά στον πελαγιανισμό, και σε κάποια σημεία πέρασε ξεκάθαρα την γραμμή. Αυτό ισχύει οπωσδήποτε στην περίπτωση του μαθητή του Ficino, Giovanni Pico de la Mirandola (1463-94), ο οποίος έσπρωξε το ουμανιστικό πρόγραμμα στα όρια του, και το μετέφερε από πολλές απόψεις σε σημεία όπου δεν μπορούσε να πάει ο Χριστιανισμός.

Ο Pico εκπαιδεύτηκε στην σχολαστική παράδοση. Μαθήτευσε επίσης στον Εβραίο αβερροϊστή Elea del Medigo, έμαθε εβραϊκά και αραβικά στη Perugia, αφού είχε αναπτύξει προηγουμένως βαθύ ενδιαφέρον για την καμπάλα. Μέσω του Ficino ήρθε σε επαφή με πολλές άλλες μη χριστιανικές πηγές, και όπως εκείνος, τις χρησιμοποίησε στις προσπάθειες του να διαμορφώσει ένα Χριστιανισμό, που θα μπορούσε να φιλοξενήσει εκείνη την πνευματικότητα, την οποία θεωρούσε ουσιαστική για την ανθρώπινη ανάπτυξη. Βασιζόμενος στα επιχειρήματα του Ficino στο έργο του «Η χριστιανική θρησκεία», ο Pico ισχυρίστηκε στο έργο του «Λόγος περί της αξιοπρέπειας του ανθρώπου» (1486), πως οι άνθρωποι είναι αυτό-δημιουργικά όντα, που μπορούσαν να επιλέξουν την φύση τους. Η δύναμη αυτή σύμφωνα με τον Pico, δεν είναι εγγενής στα ανθρώπινα όντα, αλλά θείο δώρο. Η ανθρώπινη βούληση και ελευθερία δεν είναι συνέπεια του γεγονότος, πως ο άνθρωπος είναι το ανώτερο απ’ όλα τα πλάσματα, αλλά αποτέλεσμα του δεδομένου, πως ο άνθρωπος ως imago dei, είναι πάνω απ’ όλα τα πλάσματα, το πλάσμα που συμμετέχει στο θείο Είναι με την μέγιστη πληρότητα. Η αναφορά αυτή στην καταγωγή του ανθρώπου στον «Λόγο…», ήταν η εισαγωγή της υπεράσπισης από τον Pico των 900 θέσεων, προερχόμενων από όλες σχεδόν τις θρησκείες του κόσμου. Ο σκοπός του Pico ήταν να κάνει τους ανθρώπους να αντιληφθούν, πως η ιδιαίτερη αξιοπρέπεια τους και η δύναμη της ελεύθερης βούλησης τους, όπως ο ίδιος πίστευε ακολουθώντας τον Ficino, έμοιαζαν με τις αντίστοιχες ιδιότητες του Θεού. Είναι ανοικτό το ερώτημα, αν αυτό το τιτάνιο έργο θα μπορούσε ποτέ να ολοκληρωθεί, καθώς και στην αρχική του διατύπωση πήγαινε τόσο πολύ πέρα από τα όρια που η Εκκλησία ήταν διατεθειμένη να δεχθεί, ώστε αναθεμάτισε τον Pico και το έργο του. Αυτός βέβαια δεν εγκατέλειψε την προσπάθεια να διατυπώσει μια συμπεριληπτική αναφορά του συνόλου της γνώσεως.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου