Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας(22)

 Συνέχεια από: 23 Ιανουαρίου 2023

Οι θεολογικές καταβολές της Νεωτερικότητας
Κεφάλαιο 3: Ο Ουμανισμός και η αποθέωση του ανθρώπου
Ο Πετράρχης και οι απαρχές του ουμανισμού δ


Ο ιταλικός Ουμανισμός

Όπως είδαμε στο τελευταίο κεφάλαιο, ο Πετράρχης έβλεπε τους ανθρώπους μάλλον ως βουλητικά, παρά ως λογικά όντα. Αυτό πράγματι ήταν ένα εσωτερικό στοιχείο της ατομικότητας τους. Οι συνέπειες όμως αυτής της θέσης δεν ήταν ποτέ εντελώς ξεκάθαρες στον Πετράρχη, και στους μεταγενέστερους ουμανιστές έγιναν βαθμιαία σαφείς. Από αυτή την άποψη, η σκέψη δεν είναι μια μορφή διαλογισμού, αλλά δράσης. Μέσα στην σκέψη οι άνθρωποι δεν ανακαλύπτουν απλώς μια εγγενή τάξη εντός του κόσμου, αλλά την θέλουν ή της δίνουν μορφή. Κάθε λόγος ή γλώσσα είναι επομένως μια μορφή κατασκευής (poiesis) ή ποίησης (poetry), και η γνώση είναι επομένως πάντοτε μια μορφή δημιουργίας (creation). Η ανθρώπινη δημιουργία όμως, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μια εκ του μηδενός δημιουργία (creatio ex nihilo), καθώς η θεία βούληση έδωσε ήδη μορφή στον κόσμο. Η γνώση επομένως είναι πάντα μια επανάληψη της κατασκευής, μίμηση, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Πλάτωνα, της αυθεντικής θεϊκής κατασκευής, μια επανάληψη της βούλησης αυτού που ο Θεός ήδη θέλησε. Η τέχνη με τον τρόπο αυτό έρχεται να παίξει κεντρικό ρόλο στο ουμανιστικό πρόγραμμα, αν και δεν έχει σχεδιαστεί ως άσκηση της δημιουργικότητας ή της έκφρασης. Στηριζόμενος στον Πλάτωνα, ο ουμανισμός φαντάζεται τον καλλιτέχνη να αναδημιουργεί τη θεϊκά όμορφη ουσία της δημιουργίας, σε όλα τα σχήματα και τις μορφές, περιλαμβάνοντας ακόμα και την απεικόνιση του Θεού.

Ο Valla είχε δει αρκετά καθαρά αυτή την σύνδεση τέχνης και θρησκείας. Ο Trinkaus γράφει: «Ο Valla ισχυρίζεται, πως ο κόσμος της θρησκείας έχει επινοηθεί και απεικονισθεί από τον άνθρωπο, όχι επειδή δεν υπάρχει, καθώς η υπερβατική πεποίθηση της πίστης μας μάς διαβεβαιώνει πως υπάρχει, αλλά επειδή δεν μπορούμε να γνωρίσουμε τον κόσμο αυτό παρά προφητικά και αλληγορικά». Ο Θεός, ως άπειρο ον, δεν μπορεί να συλληφθεί σε πεπερασμένες μορφές, παρά μόνο με αλληγορικό τρόπο. Για το λόγο αυτό, η θρησκεία πρέπει να πάρει μορφή από την βούληση του ανθρώπου. Από αυτή την άποψη, η θρησκεία δεν διαφέρει από άλλες μορφές γνώσης. Ο Trinkaus συμπεραίνει λοιπόν, πως για τον Valla, «όχι μόνο ο θεϊκός κόσμος, αλλά και ο αιώνιος κόσμος της φύσεως και του ανθρώπου επινοείται και απεικονίζεται διαρκώς εκ νέου, από την ενεργή, δημιουργική διάνοια και φαντασία του ανθρώπου. Ο άνθρωπος λειτουργεί έτσι επειδή έχει δημιουργηθεί κατ’ εικόνα και ομοίωση Θεού, ο οποίος επινοείται και απεικονίζεται από αγίους ανθρώπους». Η ανθρώπινη αυτή δύναμη, σύμφωνα με τον Valla, δεν τοποθετεί τον άνθρωπο ενάντια στον Θεό, αλλά είναι έκφραση της συμμετοχής του ανθρώπου ως στη θεότητα, ως imago dei. Η ανθρώπινη βούληση λειτουργεί επομένως εντός της βούλησης του Θεού να διαμορφώσει τον κόσμο, αλλά δρα πάντοτε εντός του κόσμου, τον οποίου ήδη διαμόρφωσε η θεία βούληση.

Είναι πάντως αινιγματικό πως οι δυο αυτές βουλήσεις μπορούν και συνυπάρχουν. Ο Valla είχε μαγνητιστεί από την ερώτηση αυτή. Στο έργο του «Περί ελεύθερης βουλήσεως», για παράδειγμα, παραδέχεται πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να καταλάβουν, πως η ελεύθερη βούληση μπορεί να είναι συμβατή με την θεϊκή πρόγνωση. Ενώ ήταν πεπεισμένος πως ήταν συμβατή, μπορούσε να κάνει μόνο υποθέσεις για το πως, εισηγούμενος πως η θεϊκή βούληση εργάζεται δια της ανθρώπινης βούλησης (μια θέση την οποία ο Λούθηρος ανέπτυξε πολύ λεπτομερέστερα), αν και με ένα εντελώς μυστηριώδη τρόπο. Αυτή όμως η τοποθέτηση του φαινόταν να τον εμπλέκει τόσο με τον πελαγιανισμό, όσο και με τον μανιχαϊσμό.

Προσδίδοντας ένα τέτοιο ρόλο στην ανθρώπινη βούληση, ο Valla στηρίχτηκε στον συγκρητιστικό νεοπλατωνισμό της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ο Πετράρχης και ο Salutati είχαν ήδη επιστρέψει στον Πλάτωνα, κατά την προσπάθεια τους να εκθέσουν μια θεολογική θέση ανεξάρτητη τόσο από τον σχολαστικισμό όσο και από τον νομιναλισμό. Την στροφή αυτή δικαιολογούσε ο δεδηλωμένος Πλατωνισμός του Αυγουστίνου. Οι στοχαστές του 14ου αλλά και των αρχών του 15ου αιώνα είχαν περιορισμένη πρόσβαση στα έργα του Πλάτωνα και των Νεοπλατωνιστών. Ο ίδιος ο Αυγουστίνος ήταν γνωστός, σχεδόν αποκλειστικά από επιλεγμένα αποσπάσματα του έργου του, που περιλαμβάνονταν στο έργο του Πέτρου Λομβαρδού «Προτάσεις»,μέ μια μονόπλευρη εντύπωση της σκέψης του. Η ανάκτηση της πλατωνικής και νεοπλατωνικής σκέψης επιταχύνθηκε με τις ανανεωμένες επαφές με τον ανατολικό Χριστιανισμό στη σύνοδο της Φερράρας (1438-45), κατά την οποία οι Ιταλοί ουμανιστές συνάντησαν ένα ζωντανό εκπρόσωπο της νεοπλατωνικής παράδοσης, τον Πλήθωνα Γεμιστό (1355-1464). Η επίδραση του, και η επίδραση του μαθητή του Ιωάννη Βησσαρίωνα (1402-72), ιδιαίτερα στους Φλωρεντίνους ουμανιστές, ήταν ιδιαίτερα σημαντική, προωθώντας την μελέτης των αρχαίων Ελληνικών και των αρχαίων ελληνικών φιλοσοφικών κειμένων. Η αυξανόμενη επίδραση της αρχαίας ελληνικής σκέψης στον ουμανισμό είχε οπωσδήποτε επίδραση στην κοσμική κοινωνία, αλλά η ώθηση της ήταν αναμφίβολα θρησκευτική, και ο σκοπός της δεν ήταν η ανακάλυψη μιας παγανιστικής εναλλακτικής στον Χριστιανισμό, αλλά η ανάκτηση μιας μορφής Χριστιανισμού, που θα βοηθούσε την επανένωση της Εκκλησίας ενώπιον της πολύ πραγματικής τουρκικής απειλής. Η αναζήτηση του Χριστιανού πολεμιστή που συνδύαζε ευσέβεια και πολεμική αρετή, και που θα μπορούσε να σταθεί ενώπιον των θρησκευτικά εμπνευσμένων πολεμιστών του Ισλάμ, ήταν κεντρικό θέμα του ουμανιστικού προγράμματος, και εκφράστηκε σε πολλά από τα μεγαλειώδη έργα τέχνης του ουμανισμού, όπως το «Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» του Torquato Tasso ή το «Ιππότης, θάνατος, και διάβολος» του Dürer.

Η δεκτικότητα των ουμανιστών όχι μόνο για τον Πλατωνισμό, αλλά και για τον Νεοπλατωνισμό στηρίχτηκε στην μυστικιστική παράδοση, και ιδιαίτερα στη σκέψη των Meister Eckhardt (1260-1327/28) και John Ruysbroeck (1293-1381), που έδωσαν μεγάλη έμφαση στις άπειρες δυνατότητες του ατομικού ανθρώπινου πνεύματος, ως κατοικίας του Θεού. Ο τελικός όμως σκοπός μιας τέτοιας γνώσης, ήταν σύμφωνα με τη σκέψη τους, όχι η ανεξαρτησία και η αυτονομία, αλλά η επανένωση με τον Θεό, μέσω της διάλυσης της ατομικότητας μέσα στην απειρότητα του θείου όντος. Είναι απτές οι ομοιότητες της σκέψης τους με την σκέψη του Πλωτίνου. Ο ουμανισμός ακολούθησε τον ίδιο δρόμο, αλλά έδωσε έμφαση στην εγκατοίκηση της θείας δυνάμεως μέσα στο άτομο, και όχι στη διάλυση του ατόμου μέσα στον Θεό. Αυτό εν τέλει οδήγησε τον ιταλικό ουμανισμό στον Προμηθεϊσμό, που ήταν ασύμβατος με τον Χριστιανισμό. Αυτό όμως ήταν μόνο το τέλος ενός μακρού δρόμου, που θα έμενε αλλιώς εντός της πλατιάς ορθοδοξίας του προ-μεταρρυθμιστικού Χριστιανισμού.

Ενώ οι ουμανιστές από τον Πετράρχη μέχρι τον Valla θεωρούσαν τον Πλατωνισμό ως το κύριο θεμέλιο για τη συμφιλίωση της χριστιανικής ευσέβειας και ρωμαϊκής ηθικής, δεν ήταν αρκετά οικείοι με την πλατωνική και την νεοπλατωνική σκέψη, για να είναι αποτελεσματικοί στο εγχείρημα τους. Ο Valla γνώριζε προφανώς περισσότερα για τον Πλατωνισμό από τον Πετράρχη, αλλά και η γνώση του ήταν περιορισμένη. Ο Πλατωνισμός έγινε η καρδιά του ουμανιστικού προγράμματος με τον Marsilio Ficino (1433-99). Αν και ο Ficino ήταν πρωταρχικά φιλόσοφος, ήταν επίσης ακαδημαϊκός, γιατρός, μουσικός και ιερέας. Μετέφρασε σχεδόν όλα τα έργα του Πλάτωνα και πολλών πλατωνιστών στα λατινικά. Η βίλα του στην Φλωρεντία ήταν τόπος συγκέντρωσης ομάδας ουμανιστών που ενδιαφέρονταν για τον Πλάτωνα, και αναφέρονταν ως Πλατωνική ακαδημία. Είχε βαθιά και άμεση επίδραση σε πολλές από τις μεγαλύτερες μορφές της Αναγέννησης, συμπεριλαμβανομένων των Lorenzo de Medici, Leone Battista Alberti, Angelo Poliziano, Christoforo Landino, Pico della Mirandola, Botticelli, Michelangelo, Raphael, Titian και Dürer, όπως και έμμεση επίδραση σε πολλούς άλλους. Ήταν πεπεισμένος πως ο Πλάτων και οι νεοπλατωνικοί μπορούσαν να αντέξουν τη σύνθεση που επιδίωκε ο Πετράρχης, επειδή αποκάλυπταν την αθάνατη και θεία αρχή που βρισκόταν μέσα σε κάθε ανθρώπινο ον, την οποία επεσήμανε η Γραφή, χαρακτηρίζοντας τον άνθρωπο ως imago dei. Είχε καλούς λόγους για την γνώμη του αυτή. Γνώριζε πως οι πατέρες της Εκκλησίας στηρίζονταν σημαντικά στην πλατωνική και νεοπλατωνική σκέψη, και ήταν πεπεισμένος, πως ο Χριστιανισμός και ο Πλατωνισμός είχαν κοινή ρίζα στην πιο αρχαία σκέψη του Ερμή του Τρισμέγιστου και του Ζωροάστρη.

Ενώ οι σύγχρονοι ακαδημαϊκοί συμφωνούν πως ο νεοπλατωνισμός είχε μια βαθιά επίδραση στον πρώιμο Χριστιανισμό, και παραδέχονται ακόμα πως η ελληνική κα η ιουδαιο-χριστιανική σκέψη είναι κατά κάποιο τρόπο υπόχρεες στην ζωροαστρική σκέψη, απορρίπτουν την ιδέα πως η ερμητική παράδοση είναι η κοινή ρίζα τους. Για πάνω από 200 χρόνια όμως, η πίστη σε μια τέτοια κοινή ρίζα ήταν διαδεδομένη και έπαιζε κεντρικό ρόλο στην αυτό-αντίληψη του Χριστιανισμού, και όπως θα δούμε στη διαμόρφωση της μοντέρνας σκέψης. Και είναι πράγματι πολύ δύσκολο να κατανοήσουμε την πηγή της νεωτερικότητας, εκτός και αν αναγνωρίσουμε τη σημασία αυτής της ερμητικής παράδοσης.

Σχεδόν όλοι οι ύστεροι πατέρες της Εκκλησίας βασίστηκαν σε μεγάλο βαθμό στους εννοιολογικούς πόρους νεοπλατωνισμού, η επίγνωση όμως αυτού του δεδομένου ήταν χαμένη για πολύ καιρό, εν μέρει λόγω του κλεισίματος της Πλατωνικής Ακαδημίας από τον Ιουστινιανό το 529 μ. Χ, και την γενικευμένη αντιπαγανιστική προσπάθεια, που βοήθησε στον διαχωρισμό της χριστιανικής σκέψης από την αρχαία φιλοσοφία. Η μόνη πηγή νεοπλατωνισμού γνωστή κατά τον Μεσαίωνα ήταν ο Απουλήιος, που ήταν και ο υποτιθέμενος μεταφραστής του διαλόγου «Ασκληπιός», η μόνη αναφορά στον Ερμητισμό γνωστή κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους. Η αποφασιστική μορφή για την αναβίωση της πλατωνικής και νεοπλατωνικής σκέψης ήταν ο Μιχαήλ Ψελλός (1018-81), βυζαντινός λόγιος, ο οποίος συνδύασε την πλατωνική φιλοσοφία, τους χαλδαϊκούς χρησμούς (αποδίδονται στον Ζωροάστρη) και το Corpus hermeticum (αποδίδεται στον Ερμή Τρισμέγιστο) με την Γραφή. Αυτός λοιπόν ήταν ο πατέρας εκείνης της βυζαντινής παράδοσης που κορυφώθηκε στον Πλήθωνα και τον Βησσαρίωνα, και που με τον Ficino ξαναγεννήθηκε στη Δύση.

Τι ήταν λοιπόν ο ερμητισμός; Ο Ερμής Τρισμέγιστος θεωρήθηκε πως ήταν η φωνή της αρχαίας αιγυπτιακής σοφίας. Υποτίθεται πως δίδαξε τόσο τον Μωυσή, και μέσω αυτού τους Εβραίους και τους Χριστιανούς, όσο και τον Ορφέα και επομένως τους Έλληνες, συμπεριλαμβανομένου του Πυθαγόρα και (εμμέσως) του Πλάτωνα. Το έργο του Ερμή και άλλα κείμενα αρχαίας σοφίας, όπως οι «Χαλδαϊκοί χρησμοί», μαζί με την εβραϊκή Καμπάλα, θεωρήθηκαν πως ήταν οι πηγές της εβραϊκής και χριστιανικής Γραφής. Για να αναβιώσουν ένα πιο αυθεντικό Χριστιανισμό, φάνηκε πως ήταν σημαντικό να κατανοηθεί η πηγή αυτή και χρησιμοποιηθεί για την ερμηνεία της Βίβλου.

Ο Ficino ήταν σαφώς επηρεασμένος από την βυζαντινή νεοπλατωνική παράδοση, υπήρχε όμως και κάτι τυχαίο στη συνάντηση του με τον ερμητισμό. Το 1462 ο Lorenzo de Medici έδωσε στον Ficino να μεταφράσει κάποια κείμενα. Περιλάμβαναν πολλούς πλατωνικούς διαλόγους και το Corpus hermeticum. Τώρα ξέρουμε πως τα τελευταία κείμενα γράφτηκαν από τους αλεξανδρινούς νεοπλατωνικούς, μεταξύ του πρώτου και τρίτου αιώνα, αλλά ο Ficino και οι σύγχρονοι του δεν είχαν καμιά δυνατότητα να το γνωρίζουν αυτό. Θεώρησαν πως τα κείμενα αυτά ήταν αυτό που δήλωναν. Ο Ficino είχε προηγουμένως γράψει σχόλιο σε ένα κείμενο που ξέρουμε πως είναι ερμητικό, «Το βιβλίο των είκοσι τεσσάρων φιλοσόφων». Τότε είχε ήδη διαπιστώσει τις ομοιότητες προς τον Πλάτωνα. Όταν έλαβε το Corpus hermeticum είχε μόλις ολοκληρώσει την μετάφραση των «Ορφικών ύμνων», και σχεδόν αμέσως παρατήρησε τις ομοιότητες μεταξύ των πρώιμων ελληνικών αναφορών περί Δημιουργίας, όπως και του μύθου που γράφει ο Πλάτων στον Τίμαιο, της ιστορίας που αναφέρει η Γένεσις, και της ιστορίας της περί δημιουργίας στο Corpus hermeticum. Δεν προκαλεί έκπληξη πως έφτασε στο συμπέρασμα, ότι μοιράζονταν μια κοινή καταγωγή. Αυτή ήταν η αρχή ενός σφάλματος που διάρκεσε μέχρι και τον 17ο αιώνα, και όπως θα δούμε, ενώ ήταν σφάλμα, ήταν ένα απίστευτα παραγωγικό σφάλμα, που έπαιξε τεράστιο ρόλο, όχι μόνο στην ουμανιστική σκέψη, αλλά και στην ανάπτυξη της μοντέρνας επιστήμης, ξεκινώντας από τον Κοπέρνικο και τον Bruno, που μέσω του Bacon, Γαλιλαίου και Κέπλερ έφτασε στον Descartes και τον Newton.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: