« Ἠράσθης τῆς ὄντως, σοφίας Θεοῦ, καὶ τῶν λόγων τὸ κάλλος ἠγάπησας, καὶ πάντων προτετίμηκας, τερπνῶν τῶν ἐπὶ γῆς·…» (Κανών β’, ᾨδὴ ε’)
Η αλλαγή του κόσμου αρχίζει από την εσωτερική μας αλλαγή κατά τον Ιερό Γρηγόριο :
“Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι∙ σοφισθῆναι καί οὕτω σοφίσαι∙ γενέσθαι φῶς καί φωτίσαι∙ ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους∙ ἁγιασθῆναι καὶ ἁγιάσαι,“. (Λόγος 3. 71. PG 35. 480 B)
Πρέπει νά καθαρίσουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας, ἔπειτα νά καθαρίσουμε ἄλλους. Νά ἀποκτήσουμε σοφία καί ἔπειτα νά κάνουμε καί τούς ἄλλους σοφούς. Νά γίνουμε φῶς, γιά νά φωτίσουμε. Νά πλησιάσουμε τόν Θεό οἱ ἴδιοι, γιά νά φέρουμε κοντά καί τούς ἄλλους. Νά ἁγιασθοῦμε, γιά νά ἁγιάσουμε.
Ένας ευαίσθητος ποιητής, ένας πληγωμένος αετός του πνεύματος, ένας υμνητικός ερωδιός της εσταυρωμένης Αγάπης, υψιπέτης και ουρανόφρων ησυχαστής που μόνο με ένα βλέμμα του σιωπηλό αναχαίτισε τους εχθρούς του… ο Γρηγόριος. Ποιος τον γνώρισε, έστω και λίγο και δε σαγηνεύτηκε, δε τον αγάπησε!
Η ευαισθησία χαρακτήριζε το είναι του και τον οδηγούσε σε αλλεπάλληλες απογοητεύσεις, σ’ ένα είδος συνεχούς φυγής από καταστάσεις… γιατί δεν μπορούσε ν’ αντέξει τις δολοπλοκίες, τις ίντριγκες. Ποιητής με ευγενική και βαθειά ψυχή. Εκ φύσεως έρρεπε προς τη σιωπή και την αποχώρηση, και πάντα ζητούσε την απομόνωση για να μπορέσει να αφιερωθεί στην προσευχή. Η μόνωση, έλεγε ο ιερός «αετός» της θεολογίας, αποτελεί «έρως του καλού της ησυχίας και της αναχωρήσεως». Σε άλλο έργο του σημειώνει ότι η απομόνωση από τον κόσμο είναι η συνεργός και η μητέρα της θείας και θεοποιού αναβάσεως. Μόνο έτσι η ψυχή θα μπορέσει να προσεγγίσει το Θεό. Η «απραξία», δηλαδή ο μοναχικό βίος που σκοπό έχει τη θεοπτία θεωρείται για το Γρηγόριο ως η μέγιστη πράξη της ζωής του, «μεγίστη πράξις εστιν η απραξία» (Επιστ. 49), ο θεωρητικός ή θεοπτικός βίος. Κι η αλλαγή του κόσμου αρχίζει από την εσωτερική μας αλλαγή: “Καθαρθήναι δεί πρώτον, είτα καθάραι∙ σοφισθήναι και ούτω σοφίσαι∙ γενέσθαι φως και φωτίσαι∙ εγγίσαι Θεώ και προσαγαγείν άλλους∙ αγιασθήναι και αγιάσαι, χειραγωγήσαι μετά χειρών, συμβουλεύσαι μετά συνέσεως”.(Λόγος 3. 71. PG 35. 480 B). Απέφευγε συστηματικά την δραστηριοποίηση του στο έργο της Εκκλησίας, αλλά τελικά και ποιμαντική φροντίδα ανέλαβε και τα μεγάλα θεολογικά προβλήματα αντιμετώπισε.
Γράφει ο ιερός νηπτικός: «Ποιος θα μού δώσει», λέει ο θείος Δαβίδ δυσκολευόμενος από τα κατ’ αυτόν, «φτερά σαν του περιστεριού, για να πετάξω και να ηρεμήσω;» (Ψαλμ. 54.7) Προκειμένου να απομακρυνθεί από τα παρόντα κακά, επιζητεί φτερά περιστεριού• είτε επειδή είναι ελαφρύτερα και ταχύτερα, γιατί τέτοιος είναι ο κάθε δίκαιος• είτε επειδή σκιαγραφούν το Άγιον Πνεύμα, με μόνη την βοήθεια του οποίου αποφεύγουμε τα δεινά. (PG 35.965 εξ.Τίς δώσει μοι πτέρυγας ωσεὶ περιστεράς;)
….Το 372 ο Βασίλειος, χειροτόνησε χωρίς τη θέλησή του τον Γρηγόριο επίσκοπο για την άσημη κωμόπολη Σάσιμα. Αντί όμως να μεταβεί εκεί, κατέφυγε σε ορεινό μέρος και γύρισε μόνο όταν ο πατέρας του υποσχέθηκε ότι δεν θα τον πιέσει να πάει στα Σάσιμα, τα οποία και απλώς επισκέφτηκε. Για την πρωτοβουλία αυτή ο Γρηγόριος θα παραπονείται σε όλη του την ζωή γιατί ο Βασίλειος δεν έδειξε καμιά κατανόηση για τη λαχτάρα που είχε να ζήσει με σιωπή και ειρήνη,… Μετά τον θάνατο του πατέρα του (374) επωμίστηκε προσωρινά όλη την ευθύνη της επισκοπής. Όταν όμως διαπίστωσε ότι επίτηδες οι συμπολίτες του δεν φρόντιζαν να εκλεγεί νέος επίσκοπος (για να κρατήσουν εκεί τον ίδιο τον Γρηγόριο), έφυγε «σαν ένας φυγάς» στη Σελεύκεια (Ισαυρία) κι εγκαταστάθηκε για τέσσερα περίπου χρόνια στον εκεί ναό της αγίας Θέκλας, πραγματοποιώντας το παλαιό του όνειρο για μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ησυχία και θεωρία. Στο τέλος του 378 αρρώστησε τόσο, που δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στην Καισάρεια, όπου ο Βασίλειος κοιμήθηκε και κηδεύτηκε την 1.1.379. Το γεγονός συγκλόνισε την ευαίσθητη ψυχή του. Τέλος υπέκυψε στις παρακλήσεις ορθοδόξων της Κωνσταντινουπόλεως (379) και μετέβη εκεί, όπου οι ναοί όλοι ανήκαν στους αρειανούς, που κυριαρχούσαν για σαράντα χρόνια. Στήριξε τους ορθοδόξους αλλά οι αρειανοί αντέδρασαν βίαια. Του επιτέθηκαν βάναυσα πετροβολώντας τον, και οι αντίπαλοί του τον κατηγόρησαν ότι προκαλεί φιλονικείες και διαταράσσει την ειρήνη και δεν δίστασαν να επιχειρήσουν την δολοφονία του. Ευτυχώς ο δολοφόνος, μόλις βρέθηκε μπροστά στον ασκητή και θεολόγο επίσκοπο, ξέσπασε σε κλάματα και μετανόησε. Απογοητευμένος ο Γρηγόριος αποφάσισε να φύγει, αλλά οι παρακλήσεις των ορθοδόξων τον έπεισαν να μείνει . Εξελέγη επίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Η Β’ Οικουμενική Σύνοδος, που συνήλθε τον Μάιο του 381, του επιφύλαξε τιμές αλλά και πικρίες, οι επίσκοποι Μακεδονίας και Αιγύπτου, που κλήθηκαν κι έφτασαν καθυστερημένα, αμφισβήτησαν την κανονικότητα του Γρηγορίου ως επισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, με την πρόφαση ότι είχε μετατεθεί από τα Σάσιμα. Η ευαισθησία του Γρηγορίου είχε τρωθεί. Αδύνατος να κάμει διπλωματικούς ελιγμούς, προκάλεσε την δυσαρέσκειαν των αντιφρονούντων. Και είπε ότι εάν αυτός ήταν αίτιος της διαιρέσεως, ας ερρίπτετο στην θάλασσα όπως ο Ιωνάς, για να παύση η τρικυμία. Και απεχώρησε για να πάη να βρη “την φίλη του ησυχία”. Έγραψε στον Βοσπόριο, επίσκοπο Καισαρείας, «θα αποσυρθώ στο Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός και χωρίς δολιότητα. Θα αποσυρθώ στον εαυτό μου. Η παροιμία λέγει ότι μόνον οι ανόητοι σκοντάφτουν δυο φορές στην ίδια πέτρα». Έφυγε αμέσως για την πατρίδα και αποσύρθηκε οριστικά στην Αριανζό. Εκεί έζησε με άσκηση και συγγραφή (ποιημάτων) τα τελευταία χρόνια του. Ταξίδεψε στα μοναστήρια της ερήμου στη Λαμίδα και σ’ άλλα μέρη. Εξασθένησε και πολλές φορές ζήτησε ανακούφιση σε λουτροθεραπείες. Κοιμήθηκε το 390.
***
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Θέλησα κάποτε να νεκρώσω την ζωή μου και να ζήσω τη μυστική ζωή του Χριστού και κατά κάποιο τρόπο να γίνω μεγαλέμπορος, αφού θα είχα αγοράσει το πολύτιμο μαργαριτάρι με όλα όσα έχω και θα είχα δώσει ως αντάλλαγμα για πράγματα μόνιμα και ουράνια, πράγματα πρόσκαιρα και μεταβλητά. Πράγμα το οποίο αποτελεί την πιο μεγάλη και ασφαλή αγορά, για εκείνους βέβαια που μπορούν να κρίνουν.[Λόγος ΙΘ΄ Είς τόν ἐξισωτήν Ἰουλιανόν, ΕΠΕ 5, 394]
Είναι σπουδαίο πράγμα να ομιλεί κάποιος για το Θεό; Αλλά σπουδαιότερο είναι να καθαρίζει κάποιος τον εαυτό του από τα πάθη για το Θεό, διότι σε ψυχή γεμάτη από πάθη δεν θα εισέλθει σοφία.[Λόγος ΛΒ΄, Περί τῆς διαλέξεσιν εὐταξίας… ΕΠΕ 2,48 ]
***
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Oι συχναστές του ουρανού
Τον αγαθό δρόμο βαδίζουν
όσοι δεν έχουν την ζωή τους στη γη,
οι τρισμακάριστοι,
που πάνω στην γη ζούνε πάνω από την σάρκα,
οι άγαμοι,
οι λυπημένοι,
οι καταφρονητές του κόσμου,
οι συχναστές του ουρανού,
οι ακτήμονες,
οι χαμοπλάγιαστοι,
οι με ένα χιτώνα,
οι μόλις ζώντες,
οι δίχως τροφές και δίχως σκεπάσματα,
οι έχοντες μόνο μια φροντίδα, κάθε δόξα εδώ να περιφρονούν,
πλούτος να είναι η φτώχεια τους και στο Θεό μόνο να ατενίζουν,
αυτούς εγώ βλέποντας τους στην γη τους τρέμω και τους φοβάμαι,
σαν το Θεό τον υπέρτατο βασιλιά,
όταν πλησιάζει τους ανθρώπους,
διότι πηγαίνουν πολύ πιο ψηλά από όλους τους θνητούς.
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, Έπη είς ετέρους. Ποίημα Ε’ παρα Νικοβούλου προς υιόν ΕΠΕ 11,90 ΒΕΠΕΣ 62,236.PG37,1532
***
Θʹ. Περί αρετής.
Αν ταπεινοφρονείς, έχεις γίνει του Χριστού πλάσμα
και πνοή και σεβαστό μέρος εκείνου που σ’ έπλασε˙
είσαι ουράνιος κι επίγειος, Θεός που έγινες και είσαι έργο αΐδιο,
με του Χριστού τα πάθη βαδίζοντας σε άφθαρτη δόξα.
Γι’ αυτό μη χαρίζεσαι στο σώμα, να μην αγαπάς
τα περιττά της ζωής αυτής αλλά να το κάνεις ωραίο ναό.
Ο θνητός είναι ναός του μεγάλου Θεού που τον έπλασε
και κινείται από τη γη και βαδίζει πάντα προς τον ουρανό.
Αυτόν εγώ παρακαλώ να τον διατηρείς ευωδιαστό
με κάθε πράξη σου και λόγο και να έχει πάντα μέσα το Θεό,
άριστο πάντοτε, πραγματικό όχι φαινομενικό.
Μη κοκκινοβαμμένο, πολύχρωμο καράβι, που αστράφτει
από ψεύτικη ομορφιά, μη ρίξεις στην πλάτη της θάλλασας
αλλά καλοκάρφωτο, καλοτάξιδο, στέρεα δεμένο
από τα Χέρια του ναυπηγού, που πετάει γοργά στα κύματα.
(PG 37, Τομή β’. Έπη ηθικά, στιχ. 678 – 679).
Ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος δεν μπορεί εύκολα να διακρίνει την κακία ενός κακοπροαίρετου ανθρώπου.
Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς
Εξαπατούν εαυτούς, όσοι με αυτοπεποίθηση ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν καλά τους ανθρώπους και γι’αυτό δεν επιτρέπουν να εξαπατηθούν απ’ αυτούς. Ποιος μπορεί να γνωρίζει τι είδους πνεύμα ενεργεί μέσα στον κάθε άνθρωπο; Ποιος άλλος παρά ο Θεός, ο οποίος γνωρίζει τα κρύφια της καρδιάς; Ακόμη και μεγάλοι άγιοι είχαν σφάλει στην κρίση τους για ανθρώπους.
Για παράδειγμα ο Μέγας Βασίλειος νόμιζε άγιο άνθρωπο κάποιον υποκριτή αιρετικό,τον οποίον μάλιστα και υποστήριζε έναντι πολλών πού τον αμφισβητούσαν, μέχρι πού κάποτε πείστηκε πιά για την αιρετική πλάνη αυτού του ανθρώπου ο Βασίλειος και απογοητεύτηκε οικτρά.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος είχε βαπτίσει κάποιον φιλόσοφο ονόματι Μάξιμο και τόσο πολύ τον είχε συμπαθήσει, που τον φιλοξενούσε μάλιστα και μοιραζόταν το φαγητό του μαζί του. Όμως ο Μάξιμος ήταν άνθρωπος επικίνδυνος και πονηρός σαν φίδι: μετά από λίγο κατάφερε με δολοπλοκίες και δωροδοκίες να πείσει κάποιους Κωνσταντινουπολ’ιτες να τον αναγνωρίσουν ως πατριάρχη, στη θέση του αγίου Γρηγορίου, Όταν, ύστερα από μια θυελλώδη αναταραχή έλαμψε η αλήθεια και ορισμένοι επέπληξαν τον Γρηγόριο επειδή είχε κοντά του τον μεγαλύτερο εχθρό του, ο άγιος αποκρίθηκε: «Δεν φταίμε αν δεν διακρίνουμε την πονηρία κάποιου ανθρώπου. Ο Θεός μόνον γνωρίζει τα κρύφια της καρδίας των ανθρώπων. Οι εντολές Του μας λένε να ανοίγουμε τις καρδιές μας με πατρική αγάπη προς όλους, όσοι έρχονται σ’εμάς». Ένας καλοπροαίρετος άνθρωπος δεν μπορεί εύκολα να διακρίνει την κακία ενός κακοπροαίρετου ανθρώπου.
Πνευματικό ημερολόγιο – Ο Πρόλογος της Αχρίδος (Ιανουάριος) του Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς,
http://prologue.orthodox.cn/January25.htm
***
Απόπειρα δολοφονίας του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου
Από το πρωινό τούτο της 27ης του Νοέμβρη, ο Γρηγόριος είχε την επισκοπική ευθύνη για την Κωνσταντινούπολη. Στη διάθεσή του όλοι οι ναοί. Δεν είχε τυπικά ενθρονιστεί μα ήτανε κι αναγνωριζότανε απ’ όλους επίσκοπος κανονικός. Οι περισσότεροι αρειανοί και μάλιστα οι λαϊκοί ενώθηκαν στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Μείνανε όμως αρκετοί φανατικοί και ιδιαίτερα κληρικοί, που κάνανε ό,τι περνούσε από το χέρι τους, για να βλάψουνε το Γρηγόριο. Συγκεντρώνονταν, οργάνωναν τη δράση τους και τις επιθέσεις τους. Φτάσανε στο σημείο να οργανώσουνε ακόμα και τη δολοφονία του Γρηγορίου. Εκεί έφτασε το μίσος.
Τα μελετήσανε όλα σε όλες τις λεπτομέρειες. Πλησίασαν ένα δικό τους, ένα νεαρό και φανατικό. Του υποσχεθήκανε πολλά. Εκείνος δέχτηκε μ’ ευκολία. Και μ’ ένα θράσος φοβερό.
Τη νύχτα, κλείνανε καλά τις πόρτες οι άνθρωποι του Γρηγορίου, γιατί πάντα φοβόντουσαν το κακό. Αποφασίστηκε, λοιπόν, να επιτεθεί ο δολοφόνος μια ώρα, που να μην έχει κόσμο στην αυλή του Αβλάβιου. Να μην υπάρχει άνθρωπος εκεί στην άκρη, στο χαμηλό σπιτάκι με το κελί του Γρηγορίου.
Ήταν χειμωνιάτικο απόγευμα, προς το τέλος του Δεκέμβρη. Πήρε να σκοτεινιάζει γρήγορα. Ο κόσμος μαζεύτηκε νωρίς. Το χιονόνερο έστελνε βιαστικά τους ανθρώπους στα σπίτια τους. Οι αρειανοί όπλισαν μ’ ένα μαχαίρι το νεαρό δολοφόνο και τον έστειλαν εκεί που ήξερε. Με προφυλάξεις, έφτασε στο αρχοντικό του Αβλάβιου. Η μεγάλη πόρτα του κήπου ήτανε ανοιχτή. Την περίμενε κλειστή και παραξενεύτηκε. Μπαίνανε από κει όσοι πήγαιναν για το ναό της Αναστασίας. Τέτοια ώρα όμως κανείς δεν ερχόταν· ακολουθίες τέτοια ώρα, τέτοια μέρα, δε γίνονταν. Ο νεαρός δεν πολυσκέφτηκε. Δρασκέλισε αθόρυβα. Προχώρησε για το σπιτάκι με την πλάτη στο φράχτη, να παρακολουθεί, μήπως φανεί κίνηση. Το μυαλό και τα μάτια καρφωμένα στο σπιτάκι. Κίνηση εκεί καμία. Επομένως, δεν είχε ’ρθει ακόμα ο Θεόφιλος· αυτός που έκανε τις πρόχειρες δουλειές του σπιτιού. Προχώρησε ακόμα λίγο. Κοντοστάθηκε. Τα μάτια στο σπιτάκι. Έβλεπε μόνο το φωτάκι στο κελί του επισκόπου. Θα προσευχότανε ή θα διάβαζε. Αυτές τις μέρες ήτανε πάλι άρρωστος. Αποκλειόταν να κυκλοφορεί όρθιος.
Περίμενε ακόμα λίγο και μ’ ένα σάλτο αθόρυβο βρέθηκε στην πόρτα. Την έσπρωξε μαλακά και μπήκε στο διάδρομο. Κόλλησε με την πλάτη στον τοίχο κι έβλεπε απέναντί του τη μικρή πόρτα, στο κελί του Γρηγορίου. Το μυαλό και οι αισθήσεις του στο κελί. Μηχανικά παραμέρισε το ρούχο του, έβαλε το χέρι στη ζώνη κι έπιασε τη λαβή του μαχαιριού. Μια κρυάδα του ήρθε, αλλά έσφιξε καλά τη λαβή και τράβηξε το μαχαίρι έξω. Ασυναίσθητα το ‘φερε κοντά στα μάτια να το δει καλά, γιατί το σκοτάδι τον εμπόδιζε. Τότε ξαφνικά, ένας ελαφρύς θόρυβος τον έβγαλε από την προσήλωση. Ένας νέος άντρας έμπαινε από την πόρτα μ’ ένα λυχνάρι στο χέρι. Ο δολοφόνος δεν είχε να φύγει από πουθενά. Χαμένος, έμεινε ακίνητος. Τα μέλη του παράλυτα, το στόμα του σφαλισμένο. Ο Θεόφιλος σήκωσε ψηλά το λυχνάρι να δει καλά και κατάλαβε. Μέσα του ένιωσε τρόμο. Άρχισε να τρέμει και να τραυλίζει. Όμως δεν ήτανε καιρός. Φτάσανε οι εκπρόσωποι ενός ναού, που θέλανε να δουν τον επίσκοπο – γι’ αυτό έμεινε η έξω πόρτα ανοιχτή. Οι εκπρόσωποι πατούσαν κιόλας το σκαλοπάτι του σπιτιού. Ο Θεόφιλος, χωρίς να σκεφτεί, οδηγημένος από κάποια δύναμη, σηκώνει το αριστερό του χέρι και παίρνει απλά το μαχαίρι από το νεαρό, που έστεκε σαν κεραυνωμένος.
Μπήκανε οι επισκέπτες. Ο Θεόφιλος τους άνοιξε την πόρτα του κελιού, γύρισε, πολύ φυσικά τώρα, έπιασε από το χέρι το νεαρό και τον έβαλε κι αυτόν στο κελί.
Ο άρρωστος επίσκοπος ανασηκώθηκε λίγο στο μαξιλάρι, να τους βλέπει και να τον βλέπουνε. Οι εκπρόσωποι του λέγανε, αυτά που είχανε να πουν. Μα το διαπεραστικό μάτι του Γρηγορίου στάθηκε σ’ ένα πρόσωπο σκοτεινό και ωχρό σαν πανί. Ο νεαρός με το μαχαίρι στεκότανε θλιμμένος, με κατεβασμένα τα μάτια, το χρώμα είχε χαθεί από τα μάγουλά του.
Καμιά φορά φύγανε οι εκπρόσωποι. Τότε ο νεαρός έπεσε στα πόδια του Γρηγορίου. Γονατιστός τον αγκάλιασε πάνω στο ξύλινο κρεβάτι κι έκλαιγε με λυγμούς. Τον ρωτούσε απορημένος ο Γρηγόριος κι αυτός μόνο έκλαιγε και βογκούσε. Ρώτησε πάλι και πάλι, απάντηση καμία. Στενοχωρήθηκε ο επίσκοπος και, βλέποντας το νεαρό να κλαίει συνέχεια, δάκρυσε κι ο ίδιος από συμπόνια. Ο Θεόφιλος, που βγήκε να ξεπροβοδίσει τους επισκέπτες, γύρισε στο κελί. Ακούοντας πάλι το δακρυσμένο επίσκοπο να ρωτάει το νεαρό, ποιος είναι και τί έπαθε, έδωσε κείνος την απάντηση:
– Ο φονιάς σου είναι, γέροντα. Τώρα δα ήταν έτοιμος. Κι αν δεν προλάβαινα, τώρα δε θα ρωτούσες, ούτε και θα μας έβλεπες, σ’ έσωσε ο Θεός.
– Μα τούτος κλαίει, παιδί μου, πώς είναι δυνατό; έκανε ο Γρηγόριος.
– Κλαίει γιατί τον χτύπησε η συνείδηση. Του ‘γίνε θηλιά και πάει να τον πνίξει, έγινε ο δήμιός του, πρόσθεσε ο Θεόφιλος.
Περάσανε ακόμα λίγα λεπτά κι ο νεαρός συνήλθε. Του ‘γνεψε και πλησίασε στην κορυφή του κρεβατιού. Εκείνος γονάτισε κι ο Γρηγόριος έβαλε το ιερό του χέρι στο κεφάλι του μετανοημένου. Τον συγχώρεσε και τού ‘πε λίγα λόγια:
– Ο Θεός να σ’ ελεήσει και να σε σώσει, παιδί μου. Για μένα, που τόσα χρόνια είμαι δικός του και σωσμένος, δεν είναι δύσκολο να φανώ και στο σφαγέα μου καλός. Μόνο πια τώρα, κοίτα να γίνεις καλός, καθώς πρέπει σε μένα και στο Θεό.
Η απόπειρα δολοφονίας μαθεύτηκε σ’ όλη την Πόλη, που μέρα με τη μέρα μαλάκωνε και αγαπούσε περισσότερο το Γρηγόριο. Μαλάκωνε η καρδιά και πολλών πρώην φανατικών αρειανών. Πολλοί, μάλιστα, τρυπώνανε αθέατοι στο κελί του, να ζητήσουνε συγχώρηση για όσα του είχανε κάνει. Και δεν του είχανε κάνει λίγα. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς. Τους πολλούς λιθοβολισμούς, ότι παραλίγο να τον σκοτώσουνε τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου, τις βρισιές, τα ομαδικά γιουχαΐσματα, τις κατάρες, την απόπειρα δολοφονίας.
Εκείνος πάραυτα δεν έστελνε τους κρατικούς υπαλλήλους να συλλάβουνε τους καταχραστές αρειανούς. Δεν ήθελε να δείξει ότι για χρήματα κινεί τέτοιες διαδικασίες. Ούτε κι ο ίδιος αναμίχτηκε στα οικονομικά, μέχρι το καλοκαίρι του 381, που έμεινε στην Πόλη ως επίσκοπος. Υπερβολή κι αυτό. Μα δεν άντεχε το πιο εκμαυλιστικό από τα κοσμικά πράγματα· τα χρήματα. Έφτασε στο σημείο να μην παρακολουθεί τι γίνεται με την κληρονομιά του πατέρα του και της μητέρας του. Κτήματα μεγάλα και υποστατικά. Πολλά τα ’χε δώσει με λόγο σ’ αυτούς που τα καλλιεργούσαν. Άλλα μπαίνανε και του τα παίρνανε γείτονες και συγγενείς. Τα υπόλοιπα τα επιβλέπανε άνθρωποί του. Εκείνος ούτε να ξέρει δεν ήθελε. Αγαπούσε τη φτώχεια και ζούσε σαν ασκητής. Άλλωστε σε λίγους μήνες, στις 31 Μαΐου του 381, θα κάνει διαθήκη, για να δώσει από δω κι από κει όλα τα υπάρχοντά του, να μην τον βαραίνει τίποτα στη γη. Ήτανε τότε πενήντα ενός χρόνων. Πολλά τ’ άφηνε στην Εκκλησία της Ναζιανζού· άλλα για πτωχοτροφείο κι άλλα πάλι αλλού.
Στυλιανού Παπαδόπουλου, Ο πληγωμένος αετός, εκδ. Αποστολική Διακονία, σελ. 232-236
***
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Πρέπει να ηττηθείς για να νικήσεις
Καλύτερα να νικιέται κάποιος όταν πρέπει, παρά να νικά με τρόπο αθέμιτο και επικίνδυνο.
Μη θέλεις να πείσεις με τα λόγια, αλλά με τα έργα. Μισώ την διδασκαλία που δεν συμβαδίζει με την πολιτεία σου.
Όποιος απαρνιέται επίγειους θρόνους, κερδίζει τους ουράνιους.
Να δώσουμε φτερά στην ψυχή , να εγκαθιδρύσουμε τον Χριστό στις καρδιές… Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου