Συνέχεια από: Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2023
12. Κοινές είναι λοιπόν στην μόνην αγία και προσκυνητή Τριάδα και οι θείες δυνάμεις και ενέργειες, δια των οποίων ο Θεός ενοικεί και εμπεριπατεί στους άξιους κατά την επαγγελία, ενεργών και γνωριζόμενος δι’ αυτών. Ως πηγή των θείων αυτών ενεργειών θεολογείται όχι μόνον ο Πατήρ και ο Υιός, αλλά και το άγιο Πνεύμα, όπως λέγει και ο Μέγας Βασίλειος στα αντιρρητικά του κεφάλαια “Περί του άγιου Πνεύματος” γράφων: «οι δε ενέργειες του Πνεύματος ποιές είναι; Άρρητες μεν ως προς το μέγεθος, αναρίθμητες δε ως προς το πλήθος». Και πάλιν: «εις το άγιο Πνεύμα όλα είναι τέλεια˙ αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, σοφία, σύνεσις, βουλή, ασφάλεια, ευσέβεια, γνώσις, απολύτρωσις, πίστις, ενεργήματα θαυμάτων, χαρίσματα ιαμάτων και τα παραπλήσια με αυτά. Δεν έχει τίποτε ἐν ἑαυτῷ επίκτητο, αλλά ἀϊδίως τα έχει όλα, ως Πνεύμα Θεού προελθών εξ αυτού, έχον αίτιον ἑαυτῷ ως πηγή εαυτού και πηγάζον από εκεί. Είναι δε και αυτό πηγή των προαναφερθέντων αγαθών. Αλλά το μεν ἐκ Θεοῦ πηγάζον είναι ενυπόστατο, τα δε πηγάζοντα εξ αυτού είναι ενέργειες αυτού». Αυτά δε είναι τα γνωριστικά τῆς θείας φύσεως καυχήματα.
12. Κοινές είναι λοιπόν στην μόνην αγία και προσκυνητή Τριάδα και οι θείες δυνάμεις και ενέργειες, δια των οποίων ο Θεός ενοικεί και εμπεριπατεί στους άξιους κατά την επαγγελία, ενεργών και γνωριζόμενος δι’ αυτών. Ως πηγή των θείων αυτών ενεργειών θεολογείται όχι μόνον ο Πατήρ και ο Υιός, αλλά και το άγιο Πνεύμα, όπως λέγει και ο Μέγας Βασίλειος στα αντιρρητικά του κεφάλαια “Περί του άγιου Πνεύματος” γράφων: «οι δε ενέργειες του Πνεύματος ποιές είναι; Άρρητες μεν ως προς το μέγεθος, αναρίθμητες δε ως προς το πλήθος». Και πάλιν: «εις το άγιο Πνεύμα όλα είναι τέλεια˙ αγάπη, χαρά, ειρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, σοφία, σύνεσις, βουλή, ασφάλεια, ευσέβεια, γνώσις, απολύτρωσις, πίστις, ενεργήματα θαυμάτων, χαρίσματα ιαμάτων και τα παραπλήσια με αυτά. Δεν έχει τίποτε ἐν ἑαυτῷ επίκτητο, αλλά ἀϊδίως τα έχει όλα, ως Πνεύμα Θεού προελθών εξ αυτού, έχον αίτιον ἑαυτῷ ως πηγή εαυτού και πηγάζον από εκεί. Είναι δε και αυτό πηγή των προαναφερθέντων αγαθών. Αλλά το μεν ἐκ Θεοῦ πηγάζον είναι ενυπόστατο, τα δε πηγάζοντα εξ αυτού είναι ενέργειες αυτού». Αυτά δε είναι τα γνωριστικά τῆς θείας φύσεως καυχήματα.
Θέλοντας λοιπόν ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός να δείξει εαυτόν ομοούσιο με τον Πατέρα και το Πνεύμα κατά την θεότητα, δίδει στους μαθητές κατά χάριν αυτή τη φυσική ενέργεια της θεότητας, όπως και ο Πατήρ παρέσχε προηγουμένως στους προφήτες μερικές από αυτές τις ενέργειες. Και το Άγιο Πνεύμα, κατελθόν μετά την άνοδο του Σωτήρος, έδωσε και αυτό αυτές τις ενέργειες στους μαθητές, με τις οποίες εδεικνύετο και αυτό ομοούσιο προς τον Πατέρα και τον Υιό. Πολλά είναι τα θεία δοσίματα προς εμάς και κοινό στη μόνη αγία καί προσκυνητή Τριάδα το δόσιμο αυτών, η δέ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐκπόρευσις μία καί τοῦ Πατρός ἰδία καί προαιώνιος.
13. Αλλά, για να επισφραγίσουμε την απολογία και «παν αντιτιθέμενο στόμα να φραγῇ», θα προβάλω μάρτυρα της αληθείας για τον παρόντα λόγο τον ίδιον τον Λόγον της αληθείας δείχνοντας ότι συμφωνεί με εμάς αλλά και τους προηγουμένους από εμάς. Διότι αυτός, μη χωρισμένος από πουθενά, όταν ανήρχετο από την γη προς τον επουράνιο Πατέρα, στους διαμείναντας έως το τέλος μαζί του «παρήγγειλε να μην απομακρύνονται από τα Ιεροσόλυμα, [ίνα ώσιν έν] αλλά να περιμένουν την επαγγελία του Πατρός την οποία ακούσατε από εμένα», όπως λέγει ο ευαγγελιστής. Αλλά ποία είναι η επαγγελία; Ότι λέγει, «θα βαπτιστείτε ἐν Πνεύματι ἁγίῳ, όχι μετά πολλές ημέρες από σήμερα». Επομένως προ της αναλήψεως του Σωτήρος δεν είχαν ακόμη επιτύχει την επαγγελία˙ άρα δεν τους εδόθη δια του εμφυσήματος το άγιο Πνεύμα, το οποίο ήταν η επαγγελία. Πότε λοιπόν άκουσαν τον Σωτήρα οι μαθητές να επαγγέλλεται ταύτα; Όταν έμελλε να αποθάνει εκουσίως υπέρ ημών -πόσο το μέγεθος της προς εμάς συμπάθειας- και όχι μόνον παρέδιδε εαυτόν εις την σφαγήν υπέρ ημών, αλλά και μας καθίστα δια διαθήκης κληρονόμους των υπαρχόντων του, άνοιγε σε μας τους θησαυρούς και παρέδιδε ακόμη και αυτόν τον συμφυή και υπερβατικό πάσης κτίσεως, τον ακένωτο πλούτο του Πνεύματος. «Εγώ, λέγει, ἐρωτήσω τόν Πατέρα καί ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τόν αἰῶνα», και έπειτα, «ὁ δέ παράκλητος, τό Πνεῦμα τό ἅγιον, ὅ πέμψει ὁ Πατήρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα».
Έπειτα πάλι, μετά τις γλυκές εκείνες παραινέσεις, μετά τους ψυχαγωγοῦντας λόγους, μετά τις προτροπές προς διαφύλαξη του πλούτου, λέγει, «ὅταν ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν παρά τοῦ Πατρός, τό Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὅ παρά τοῦ Πατρός ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περί ἐμοῦ». Είδες να διανοίγονται κατά μέρος οι θύρες του όντως θησαυρού; Μάλλον δε, για να εκφραστώ θεολογικότερα, βλέπεις φωτισμούς προς το μέρος μας να λάμπουν;
14. Αλλά σχετικά με το θέμα μας, ας δούμε την επαγγελία. Που εδόθη το «όχι μετά πολλές ημέρες από σήμερα»; Αφού προχώρησε λίγο στους λόγους του, και τούτο προείπε τότε, παρηγορώντας τους δικούς του φιλανθρώπως με τα μέγιστα˙ «συμφέρει γάρ ἵνα ἐγώ ἀπέλθω˙ ἐάν γάρ ἐγώ μή ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς».
Πώς λοιπόν τολμά κανείς να λέγει, ότι ήλθε προς τούς μαθητές του Κυρίου δια του εμφυσήματος πριν αναληφθεί; Αλλ’ έστω, λέγει˙ διότι δεν εδόθη προ της αναλήψεως του Σωτήρος ο άλλος Παράκλητος. Μπορείς όμως να ισχυρίζεσαι και τούτο, ότι δεν εστάλη από αυτόν μετά την άνοδο εις τους ουρανούς, όπως ο ίδιος υπεσχέθη σαφώς στους μαθητές λέγοντας, «τον οποίον εγώ θα σας στείλω (ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν)» και, «εάν εγώ μεταβώ, θα σας τον στείλω (ἐάν ἐγώ πορευθῶ, πέμψω αὐτόν πρός ὑμᾶς)»;
Πώς λοιπόν τολμά κανείς να λέγει, ότι ήλθε προς τούς μαθητές του Κυρίου δια του εμφυσήματος πριν αναληφθεί; Αλλ’ έστω, λέγει˙ διότι δεν εδόθη προ της αναλήψεως του Σωτήρος ο άλλος Παράκλητος. Μπορείς όμως να ισχυρίζεσαι και τούτο, ότι δεν εστάλη από αυτόν μετά την άνοδο εις τους ουρανούς, όπως ο ίδιος υπεσχέθη σαφώς στους μαθητές λέγοντας, «τον οποίον εγώ θα σας στείλω (ὅν ἐγώ πέμψω ὑμῖν)» και, «εάν εγώ μεταβώ, θα σας τον στείλω (ἐάν ἐγώ πορευθῶ, πέμψω αὐτόν πρός ὑμᾶς)»;
Καλώς προβληθεί από σένα αυτό έπειτα από εκείνο, θα μπορούσε να πει κανείς προς τον ερωτήσαντα ˙ διότι είναι υποδεέστερο κατά την ισχύ από το θεωρούμενο από σας βοήθημα εκ των Γραφών. Πράγματι δε, μολονότι είναι και τούτο λόγος του Λόγου της αληθείας, όμως το ἐμφυσᾶν καί τό πέμπειν δεν δείχνουν κατά όμοιο τρόπον το παρ᾿ ἑαυτοῦ˙ διότι ο μεν εμφυσών κατ’ ανάγκη εμφυσά εξ εαυτού διά του από αυτόν εξερχομένου πνεύματος, ή αλλιώς διά του παρ’ εαυτού εκπορευομένου εμφυσήματος. Όμως ο πέμπων δεν στέλλει αναγκαίως το παρ’ εαυτού ευρισκόμενο και εκπορευόμενο, αλλά και το από άλλον φθάνον (ἧκον) προς αυτόν. Γι’ αυτό και ο Κύριος φροντίζοντας ώστε να μην παρασυρθεί κανείς να φρονεί ότι το άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εξ αυτού, το μεν εμφύσημα -το όποιο φαίνεται ότι παριστά τούτο μάλλον- έδωσε τότε, όταν αρνήθηκε και ανέβαλε την επιδημία του Πνεύματος˙ Το δε «πέμψω» προείπε, και προσέθεσε το «παρά του Πατρός». Διότι αν και «θα πέμψω», λέγει, πάντως όχι από τον εαυτόν μου, αλλά λαβών από τον Πατέρα, από τον όποιον εκπορεύεται. Πράγματι μόνον εκείνος στέλλει παρ’ εαυτού, καθ’ όσον το έχει εκπορευόμενο παρ’ εαυτού, και μάλιστα το έχει πάντοτε εκπορευόμενο, όχι δε μόνον τότε όταν και εγώ «πέμψω», ούτε από εμέ πάντοτε πεμπόμενο, όπως από εκείνον εκπορευόμενο. Διότι, αφού είπα «πέμψω», δεν προσέθεσα το από εκείνον εκπορευθέν, για να μην υπονοηθεί επί του Πατρός το κάποτε. Και όταν επρόκειτο να εκφέρω «το όποιο εκπορεύεται από τον Πατέρα», επρόλαβα να πω, όχι το όποιο ἐγώ πέμπω, αλλά «το όποιο εγώ θα πέμψω», για να μην υπονοηθεί και ἐπ᾿ ἐμοῦ τό ἀεί (το πάντοτε). Διότι το να έχουν την ιδιότητα του πέμπειν το άγιο Πνεύμα προς τούς άξιους είναι αϊδίως κοινό εις τον Πατέρα και τον Υιό˙ πέμπει (στέλλει) όμως χρονικώς καθείς εκ των δύο, ή μάλλον αμφότεροι, όποτε χρειάζεται.
15. Αυτά λοιπόν μπορεί να δεχθούν και την προθεσμία και τον μέλλοντα χρόνο˙ της δε εκπορεύσεως δεν προηγείται καθόλου η δυνατότης εκπορεύσεως, ούτε θα βρεθεί ποτέ εις την μοίρα της επαγγελίας ούτε θα εδέχετο το μελλοντικόν, άπαγε της βλασφημίας, η οποία συμβαίνει σε αυτούς που νομίζουν ότι είναι αΐδιος η έκπεμψις του Πνεύματος παρά του Υιού. Διότι επέμφθη εις ορισμένους και εδόθη προς τους μαθητές υπό του Υιού, ο όποιος το έλαβε από τον Πατέρα χρονικώς˙ είναι δε η αποστολή μεταγενέστερη και αυτών των λαμβανόντων και γίνεται με αιτία, μάλλον δε για πολλές αιτίες˙ «για να μένει, λέγει, μαζί σας εις τον αιώνα», «για να σας διδάξει και υπομνήσει όλα όσα σάς είπα», «για να μαρτυρήσει περί εμού», και θα συμμαρτυρήσει με σας τα κατ’ εμέ, καθώς θα μαρτυρείτε από την αρχήν έως το τέλος, «για να ελέγξει τον κόσμο» ως υπεύθυνο αμαρτίας, αυτόν ο όποιος αμαρτία ονόμασε την ιδικήν μου δικαιοσύνη - δικαιοσύνη η οποία και τον ίδιον τον άρχοντα της αμαρτίας εξέβαλεν από αυτή την εξουσία επί των αμαρτωλών, κρίνοντας δικαίως, διότι τον πράγματι δίκαιο υπέβαλε αδίκως εις την ιδία με τούς αμαρτωλούς ευθύνη, για να δοξάσει εμέ, αφού σας οδηγήσει προς πάσα την αλήθειαν. Διότι είναι «πνεύμα αληθείας» και «δεν λαλεί αφ’ εαυτόν αλλά όσα ακούει από τον Πατέρα», «όπως και εγώ δεν ελάλησα τίποτε από τον εαυτό μου». Επειδή δε ό Πατήρ είναι δικός μου και «όλα όσα έχει ό Πατήρ είναι δικά μου», από τα δικά μου λαμβάνει και αναγγέλλει διότι και ο πλούτος και οι δωρεές είναι σε μας κοινά.
Εστάλη λοιπόν εκ τού Πατρός και του Υιού χρονικώς και προς ορισμένους δι’ αιτίαν˙ από τον Πατέρα δε μόνον εκπορεύεται άχρονως και αναιτίως, έχον μόνον αυτόν αιτίαν εαυτού, τον μόνον αγέννητο Πατέρα, τον πράττοντα τα πάντα εκ μη όντων διά μόνην την κοινή αγαθότητα εαυτού και εκείνον, έχοντα δε εξ αρχής γεννήσει τον Υιόν και εκπορεύσει το άγιο Πνεύμα.
ΣΧΟΛΙΟ: Προκειμένου νά ενωθεί η ορθοδοξία μέ τήν αιρετική παποσύνη καί στήν συνέχεια καί μέ τίς υπόλοιπες αιρέσεις πού θρασύτατα ονομάζονται εκκλησίες, πρέπει νά γίνει καί αυτή αίρεση. Αυτή τήν μετάλλαξη τής ορθοδοξίας σέ αίρεση έχει αναλάβει ο Ζηζιούλας καί τά κοπάδια τών μορφονιών πού τόν περιστοιχίζουν προσπαθώντας νά επιβάλλουν τήν πλάνη τους.
Αμέθυστος
ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ:
Επί του Θεού είναι το αυτό να λέγουμε αγέννητον και αναίτιον˙ για αυτό, και αν άνοιξης όλα τα θεολογικά βιβλία, δεν θα βρεις πουθενά να λέγεται αγέννητο το Άγιον Πνεύμα, και μάλιστα μολονότι δεν είναι γεννητό. Ο δε θεοφόρος Δαμασκηνός, λέγοντας στο όγδοο κεφάλαιο των Δογματικών ότι, «όλα όσα έχει ό Πατήρ είναι και του Πνεύματος, πλην της αγεννησίας», δείχνει ότι επί του Θεού όχι μόνον το αγέννητον είναι το ίδιο με το αναίτιον, αλλά και το αναίτιον είναι το ίδιο με το αίτιον. Διότι επί του Θεού το αίτιον συμβαδίζει με το αναίτιον, εννοώ δε αίτιον της θεότητος του Υιού και του Πνεύματος. Θέλοντας λοιπόν να πει ότι το Πνεύμα έχει όλα τα του Πατρός πλην της καταστάσεως του αναίτιου και του αιτίου, κατά το γένναν δηλαδή και εκπορεύειν, είπε πλην της αγεννησίας μόνης, με την ιδέα ότι αυτή περικλείει όλα όσα είναι ίδια του Πατρός.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ
7. Για να απαντήσουμε δε προς αυτούς και διεξοδικότερα, αν το εμφύσημα του Κυρίου ήταν το άγιον Πνεύμα, τότε και η αναπνοή την οποίαν χρησιμοποιεί και δια της οποίας έγινε και το εμφύσημα, θα ήταν το άγιο Πνεύμα. Επομένως δεν ήταν άνθρωπος, όπως εμείς, άλλα ή ήταν φαντασία, κατά την φαντασία των Ακεφάλων, ή και πριν συναναστραφεί με τούς ανθρώπους είχε από την αρχή κατά παρόμοιο τρόπο συγκροτημένη την σαρκική φύση κατά την άνοια του Απολιναρίου. Και όμως ο ίδιος ο Κύριος είπε πάντως και τούτο, «τά ρήματα, ἅ ἐγώ λαλῶ, Πνεῦμά εἰσι καί ζωή εἰσι». Εάν δε είναι Πνεύμα, είναι και Πνεύμα άγιον˙ διότι πώς αλλιώς; Επομένως κατά την ερμηνεία των Ιταλών περί του εμφυσήματος και το Πνεύμα είναι Λόγος και μάλιστα Θεού Λόγος. Τί θα ήταν τολμηρότερο τούτου; Μάλλον δε θα ήταν λόγοι, και μάλιστα Θεού λόγοι˙ διότι τα ρήματα είναι πλήθος.
Χρειάζεται δε να επιστηθεί και εδώ η προσοχή επί του ότι δεν είπε ότι «Τα ρήματα τα όποια εγώ λαλώ είναι το Πνεύμα», αλλά χωρίς το άρθρο, δηλώνοντας ότι αυτά δεν είναι η υπόσταση του Πνεύματος, αλλά είναι γεμάτα από την ενέργεια του θείου Πνεύματος και ότι δι' αυτών χορηγείται η ζωοποιός ενέργεια του Πνεύματος. Και όταν άλλωστε εμφυσήσας είπε, «λάβετε Πνεύμα άγιον», αυτό ακριβώς είπε, ότι το εμφύσημα τούτο είναι πεπληρωμένο από την εξουσία του θείου Πνεύματος να λύει και να δεσμεύει.
Ετσι λοιπόν με τους λόγους του Αγίου καθίσταται σαφής και η πλάνη της συγχρόνου εκκλησίας, η οποία δικτατορικά βρίσκεται στα χέρια τού κλήρου. Λέει λοιπόν ότι αν το εμφύσημα Του Κυρίου κατά τον λόγον «ενεφύσησεν αυτοίς και είπε, λάβετε πνεύμα Άγιον (Ιωαν. 20, 22)» ήταν η υπόσταση του Αγίου Πνεύματος (μία ερμηνεία που οφείλεται στήν αίρεση του Filioque), τότε και η αναπνοή την οποία χρησιμοποιούσε και διαμέσου της οποίας έγινε το εμφύσημα θα ήταν και αυτή Άγιο Πνεύμα. (Λόγος Β, σ. 83) «ει το εμφύσημα τού Κυρίου το Πνεύμα Το Άγιον ην, και η αναπνοή λοιπόν η εχρήτο, δί’ ης και το εμφύσημα γέγονε, το Πνεύμα Το Άγιο ήν». Τότε όμως ο Χριστός δεν θα ήταν άνθρωπος όπως καί εμείς αλλά μόνον κατά φαντασία. Διαφορετικά θα είχε από την αρχή πριν ακόμη συναναστραφεί με τους ανθρώπους, συγκροτημένη την σαρκική του φύση (Λόγος Β, σ. 83). «ουκούν ου καθ’ημάς εγένετο άνθρωπος, αλλ’ ή φαντασία κατά την φαντασίαν των Ακεφάλων, ή και πρίν ανθρώποις συνανασταφήναι την σαρκώδη φύσιν εξ’αρχης είχεν ούτω πως συνισταμένην, κατα την Απολιναρίου άνοιαν».
ΟΠΩΣ ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΠΑΡΑΚΑΜΨΟΥΝ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΟΙ ΜΕΤΑΠΑΤΕΡΙΚΟΙ(ΟΠΩΣ Ο κ. ΞΙΩΝΗΣ) ΙΣΧΥΡΙΖΟΝΤΑΙ ΟΤΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΕΝΣΑΡΚΩΘΗ ΣΕ ΜΙΑ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΟΥΣΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑ.
33. Το προκαταρκτικόν λοιπόν και πρώτον αίτιον δεν ισχύει επί του ανάρχου Πνεύματος, άπαγε της βλασφημίας, αλλ’ επί εκείνων οι οποίοι έλαβαν έγχρονον αρχή, επί των οποίων είναι και ο Υιός συναίτιος με τον Πατέρα. Αλλά βεβαίως για εκείνα των οποίων κυρίως αίτιος είναι ο Πατήρ, τα κτίσματα δηλαδή, δεν είναι ευσεβές να πούμε ότι την κτίσιν λέγομε μεν του Υιού, δεν λέγομε δε εκ του Υιού. Εάν λοιπόν και επί του άκτιστου Πνεύματος ο Πατήρ ήταν πρώτον αίτιον, σαν να ήταν και ο Υιός συναίτιος, θα ήταν ασεβές να πούμε ότι δεν λέγομεν εκ του Υιού. Επειδή δε o λέγων τούτο δεν είναι μόνον ευσεβής, αλλά και συναρίθμιος των αγίων, άρα είναι δυσσεβής ο λέγων συναίτιον επί του Πνεύματος τον Υιό με τον Πατέρα και με αυτό πρώτον αίτιον επί της υψίστης Τριάδος τον Πατέρα. Γι' αυτό καλείται ο Πατήρ για εμάς τους γενομένους διά του Υιού, διό (γι' αυτό) και εκάτερος (ο καθένας από τους δύο) είναι ποιητής ημών, ασφαλώς δε και Πατήρ˙ και αν εις (ένας) και για μας λέγεται ποιητής και Πατήρ ο Πατήρ μετά του Υιού, τούτο γίνεται υπό την έννοια ότι κατέχουν μίαν και την αυτήν δημιουργική δύναμη. Εκεί δε παντού και πάντως εις είναι Πατήρ, εις αίτιος· διότι δεν υπάρχει σε αμφότερα το γόνιμο, αλλά μία πηγαία θεότης, ο Πατήρ. Πού λοιπόν εκεί χωρεί καθόλου το πρώτον αίτιον; σαν να είναι συναίτιον και το αιτιατόν; Ασεβής ο λόγος˙ ας ριφθεί εις τους κόρακες, μη τυχόν σε καταστήσει σύντροφο των νοητών κοράκων.
Πώς λοιπόν ο σοφός αυτός πάνω από τον καθένα εις τα θεία Ιωάννης (ο Δαμασκηνός), και μάλιστα εκθέτοντας με ακρίβεια την ασφαλή περί Θεού δόξα, θα προέβαλλε απροσδιορίστως αυτό που έχει ανάγκη προσδιορισμού; Ποιο δε από τα αφρόνως παρά των κακοδόξων λεχθέντα δεν θα συμβεί, εάν δεχθούμε ότι προσδιορίζει τα απροσδιορίστως περί της τρισυποστάτου θεότητος εκπεφρασμένα; Επειδή δηλαδή Πνεύμα είναι ο Θεός, και έκαστον των τριών χωριστά λέγεται Πνεύμα. Εάν λοιπόν κανείς καινοτομώντας έλεγε ότι ο Υιός είναι εκ του Πνεύματος, επειδή Θεός ο Υιός και εκ Θεού, Πνεύμα δε είναι ο Θεός, έπειτα εμείς θα αντιλέγαμε ότι λέγεται μεν Θεός Πνεύμα και Θεού Πνεύμα, Θεός δε εκ Πνεύματος δεν λέγεται, άραγε θα μπορούσε να λέγει ότι ως προς το πρώτον αίτιον δεν λέγεται; Βεβαίως και όχι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου