Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Οὐσιομάχοι περιωπῆς

                          

Οὐσιομάχοι περιωπής


Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος

Ἡ θεολογικὴ διαμάχη φύσεως καὶ προσώπου ἀπὸ πολλοὺς θεωρεῖται ὡς πολυτέλεια, κάτι τὸ ὁποῖον δηλαδὴ ἀφορᾶ τά… «ψιλὰ γράμματα», διὰ τοῦτο δὲν δίδουν σημασίαν οὔτε οἱ ἴδιοι οἱ Ἐπίσκοποι. Ὅμως ἡ θεολογία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία πρακτικὰ καὶ ὄχι θεωρητικὰ φανερώνει τὸ μέλλον! Ὅπως π.χ. μέσα ἀπὸ τὴν «Μεγάλη Ἐπανεκκίνηση» μαθαίνει κανεὶς ὅσα ἀποπειρῶνται οἱ ἰσχυροί τοῦ κόσμου, διὰ νὰ προκαθορίσουν τὴν πορείαν τῆς ἀνθρωπότητος, τοιουτοτρόπως καὶ μέσα ἀπὸ σύγχρονα θεολογικὰ κείμενα διαβλέπει κανεὶς, ἐὰν ἡ Διοικοῦ­σα Ἐκκλησία θὰ συνεργήση ἢ ὄχι εἰς αὐτὰ τὰ κοσμικὰ σχέδια μεταλλάξεως τῆς κοινωνίας.

Φανάρι: «Ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς»

Τὸ 2020 τὸ Πατριαρχεῖον Κων/λεως ἐνέκρινε ἐπισήμως καὶ συνοδικὰ ἕνα ἐκτενὲς θεολογικὸν κείμενον, τὸ ὁποῖον ἐκυκλοφορήθη πρῶτον ἐκ τῆς Ἱ. Ἀ. Ἀμερικῆς μὲ τίτλον «Ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς: Τὸ κοινωνικὸ ἦθος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας». Τὸ κείμενον αὐτὸ ἐντός τοῦ 2023 θὰ ἐκδοθῆ καὶ εἰς τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν Ἱ. Μ. Δημητριάδος. Ἡ πλέον πρόσφατος παρουσίασις αὐτοῦ τοῦ κειμένου ἔγινε ἀπὸ τὸν «Ἀρχιδιάκονον τοῦ Οἰκουμενικοῦ θρόνου» π. Ἰ. Χρυσαυγῆ, ὁ ὁποῖος διετέλεσε «δεξὶ χέρι» τοῦ Πατριάρχου Βαρθολομαίου εἰς τὸ Κολυμπάριον. Ἄλλωστε ἦτο ὁ ἴδιος Πατριάρχης, ὁ ὁποῖος ἐξαρχῆς διώρισε τὴν θεολογικὴ ἐπιτροπήν, ἡ ὁποία συνέταξε τὸ κείμενον, ἐνῶ τὸ προβάλλουν ὡς προέκτασιν τοῦ Κολυμπαρίου. Εἰς τὴν πρὸ μηνῶν ἀρθρογραφίαν του ὁ π. Χρυσαυγῆς μεταξὺ ἄλλων κάνει ἰδιαιτέραν μνείαν εἰς ὅσα τὸ κείμενον αὐτὸ ἀναφέρει διὰ τὴν «ἀνθρώπινη σεξουαλικότητα» (Περιοδικὸ «Σύναξη», Ἰούνιος 2022, σ. 73-74), παραθέτων μάλιστα αὐτούσιον καὶ τὸ ἑξῆς ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ κείμενον «Ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς»:

«…ἡ προστασία ἀπὸ κάθε δίωξη ἢ νομικὸ κώλυμα, ἀπόρροια τῆς σεξουαλικότητας τοῦ κάθε ἀνθρώπου θὰ πρέπει νὰ θεωρεῖται ὡς ἕνα βασικὸ δικαίωμά του- τὸ ὁποῖο κανένα κράτος ἢ ἀρχὴ δὲν δικαιοῦται νὰ παραβιάσει. Ἡ Ἐκκλησία θεωρεῖ ὅτι ἡ ἀνθρώπινη ταυτότητα δὲν συνδέεται κατὰ κύριο λόγο μὲ τὴ σεξουαλικότητα τοῦ ἀνθρώπου ἢ μὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἰδιωτικὸ χαρακτηριστικό, ἀλλὰ μὲ τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ μέσα μας (Βλ. Συν­έλευσις Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων Γερμανίας, Ἐπιστολὴ τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρὸς τοὺς νέους περὶ ἀγάπης, σεξουαλικότητος, καὶ γάμου, 2017). Ὅλοι οἱ χριστιανοὶ καλοῦνται συνεχῶς νὰ βλέπουν τὸ κατ’ εἰκόνα καὶ τὸ καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ στὸν καθένα καὶ νὰ ἀντιστέκονται ἀπέναντι σὲ ὅλες τὶς μορφὲς διάκρισης σὲ βάρος τοῦ πλησίον τους, ἀνεξάρτητα ἀπὸ τὸν σεξουαλικό τους προσανατολισμό».

Τὸ κείμενον αὐτὸ εὑρίσκεται ἐμφανῶς εἰς τὴν ἀντίθετον γραμμὴν ἀπὸ ἐκείνην τῆς θεολογίας τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.

Παραδόξως(!) εἰς τὴν παροῦσαν συνάφειαν ἡ βία συνδέεται μὲ τὴν «σεξουαλικότητα»… διατί; Μήπως ἐννοοῦν ὅτι ἐπιτρέπεται ἡ βία εἰς τὰς περιπτώσεις μὴ ἐχόντων τοιαύτην δρᾶσιν π.χ. μοναχῶν ἢ ἀγάμων; Ἢ μήπως θεωροῦν ὅτι οἱ μὴ ἔχοντες «σεξουαλικοὺς προσανατολισμοὺς» ἔχουν χάσει τὸν… προσανατολισμόν τους;! Εἰς αὐτοὺς τοὺς παραλογισμοὺς δύναται νὰ καταλήξη κανεὶς, ὅταν αἱ προϋποθέσεις τοῦ κειμένου εἶναι ἐξ ἀρχῆς ἐσφαλμέναι.

Ἀφήνοντες κατὰ μέρος τὸ ἠθικὸν καὶ κοινωνικὸν περὶ τῆς μὴ ἀσκήσεως βίας εἰς οἷονδήποτε ἄνθρωπον, ὀφείλει κανεὶς νὰ ἑστιάση εἰς τὸ θεολογικόν. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἐξηγεῖ μὲ σαφήνειαν τὸ πλαίσιον τῆς «σεξουαλικότητας» εἰς τὸ ἔργον του «Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου» (22,4, μτφρ. Ἀρχιμ. Π. Μπρούσαλη):

«Δὲν πρόσθεσε στὸν ἄνθρωπο τὴ δύναμη τῆς αὔξησης καὶ τοῦ πολλαπλασιασμοῦ, ὅταν δημιουργοῦσε τὸ κατ’ εἰκόνα, ἀλλὰ ὅταν ξεχώρισε τὰ δύο φῦλα διαφοροποιώντας τα σὲ ἄρσεν καὶ θῆλυ, τότε εἶπε «νὰ αὐξάνεσθε καὶ νὰ πολλαπλασιάζεσθε καὶ νὰ γεμίσετε τὴ γῆ».

Ἑπομένως, ἡ ἐπισήμανσις ἐκ τῶν συγγραφέων ὅτι ἡ γενετήσιος δυνατότης δὲν ἐνυπῆρχεν εἰς τὸ κατ’ εἰκόνα, δὲν σημαίνει α) ὅτι εἶναι ἐκτὸς σχεδίου τοῦ Θεοῦ καὶ β) ὅτι δῆθεν ὑπάρχουν πολλοὶ «σεξουαλικοὶ προσανατολισμοί», ὅπως ἀποσαφηνίζει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος. Ἄλλωστε, τὸ ἀρσενικὸν καὶ τὸ θηλυκόν, εἰς τὸ ὁποῖον ἐπιμελῶς ἀποφεύγουν νὰ ἀναφερθοῦν οἱ συντάκται, εἶναι «τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως» (16,9). Δι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ τίθεται ἀπὸ τοὺς νεοθεολογοῦντες ἡ γενετήσια ἐκδήλωσις εἰς τὸ ἴδιον ἐπίπεδον «μὲ ὁποιοδήποτε ἄλλο ἰδιωτικὸ χαρακτηριστικό», διότι ὑποβιβάζονται θεμελιωδῶς τὰ ἀνθρωπολογικὰ ὅρια καὶ αἱ δεδομέναι συντεταγμέναι τῆς φύσεως.

Ὡστόσον, ἡ «σεξουαλικότητα», ὅπως τὴν ἀναφέρουν οἱ συντάκται, ἐμπεριέχει τὴν ἡδονήν, ἡ ὁποία ἀφορᾶ τὸν μεταπτωτικὸν ἄνθρωπον. Ἡ χρῆσις αὐτῆς ἢ ἡ παράχρησίς της ἔχει συνεπείας διὰ τὴν «ἐπάνοδον τοῦ ἀνθρώπου εἰς τὴν ἀρχαίαν μακαριότητα», ἑπομένως δὲν εἶναι ἄσχετος μὲ τὸ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν». Διότι, τί εἶναι εἰκὼν καὶ ὁμοίωσις; Γράφει εἰς τὸ ἴδιον ἔργον ὁ Ἅγιος (16,10):

«Γιατί ἂν ὁ Θεὸς εἶναι τὸ πλήρωμα τῶν ἀγαθῶν, κι ὁ ἄνθρωπος εἶναι εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἄρα τὸ νὰ ἔχει τὴν πληρότητα κάθε ἀγαθοῦ, ὁμοιάζει ἡ εἰκόνα μὲ τὸ πρότυπο».

Καὶ συμπληρώνει εἰς τὸ «Ποιήσωμεν Ἄνθρωπον» (Ἃ΄ 7):

«Γίνομαι ὅμως καθ’ ὁμοίωση, μὲ τὸ νὰ γίνω Χριστιανός… Τί εἶναι ὁ Χριστιανισμός; Ἐξομοίωση μὲ τὸ Θεό, κατὰ τὸ δυνατὸ στὴν ἀνθρώπινη φύση».

Διὰ τοῦτο καὶ καταλήγει (Γ΄ 7):

«Μὴ τοίνυν ποίει σεαυτὸν παρὰ φύσιν»!

Ποία ἀγαθότης λοιπὸν ὑπάρχει εἰς τοὺς «σεξουαλικοὺς προσανατολισμούς», ὥστε αὐτοὶ νὰ εἶναι συμβατοὶ μὲ τὸ κατ’ εἰκόνα; Ποία ἄλλωστε ἀγαθότης δύναται νὰ ὑπάρχη ἐκτὸς ἀπὸ αὐτήν, πού ὁ Θεὸς ἔπλασε κατὰ φύσιν τὸν ἄνθρωπον, διὰ νὰ μετέχη αὐτῆς;

Κατὰ συνέπειαν, ἡ μεταπτωτικὴ «σεξουαλικότητα» -ἀντιθέτως μὲ ὅσα ἀναγράφουν οἱ συντάκται- συνδέεται κατὰ κύριον λόγον μὲ τὴν ἀνθρωπίνην ταυτότητα καὶ τὸ «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» ὡς πρὸς τὸ γεγονὸς ὅτι ὀφείλει αὐτὴ τὸ ἐλάχιστον νὰ ἐναρμονίζεται πρὸς «τὰ ἰδιώματα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως», τὸν ἄνδρα καὶ τὴν γυναῖκα. Ἀπεναντίας οἱ συντάκται (ἀκόμη καὶ ἡ «Σύν­οδος» Ἀρχιερέων εἴτε ἐν Γερμανίᾳ εἴτε ἐν Φαναρίῳ) ὑπερμάχονται τοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ καθενός, ἀποσυνδέοντες δηλ. τὸ ἄτομον ἀπὸ τὴν φύσιν, καταλήγοντες τοιουτοτρόπως ὄχι ἁπλῶς μακρὰν ἀπὸ τὸ καθ’ ὁμοίωσιν, ἀλλὰ εἰς τὴν δαιμονιώδη ἄποψιν ὅτι ὁ ἀγὼν τῆς ὑπερασπίσεως τοῦ «παρὰ φύσιν» εἶναι ἐμμέσως ἀνάδειξις τοῦ κατ’ εἰκόνα!

Δὲν εἶναι μία τέτοια «θεολογία» θεραπαινὶς τῆς νέας τάξεως πραγμάτων (πχ. σύμφωνα συμβιώσεως ὁμοφυλοφίλων, τῆς καινοφανοῦς δηλώσεως τοῦ Νέας Ἰωνίας ὅτι ἡ ὁμοφυλοφιλία εἶναι δοσμένη ἀπὸ τὸν Θεὸν κ.ἄ.);

Ἐκκλησία Ἑλλάδος: «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι»

Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος ἐκδίδει ἐπισήμως τὸ περιοδικὸν «Θεολογία». Ὁ συγκλονισμὸς τῶν εὐσεβῶν ἀπὸ ἄρθρον τοῦ Ἀρχιμ. Δ. Ταμπακοπούλου, εἰς τὸ ὁποῖον ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κατεδεικνύετο ὡς αἱρετικός, δὲν συνεκίνησε τὴν Ἱεραρχίαν, διὰ τοῦτο συνεχίζεται ἀκάθεκτος ἡ ἑτεροθεολογία… Τὸ πρόσφατον τεῦχος (Σεπτέμβριος 2022) φιλοξενεῖ ἄρθρον τοῦ Διευθυντοῦ τοῦ περιοδικοῦ, τὸν ὁποῖον ἔχει διορίσει ὁ Ἀρχιεπίσκοπος ὡς συνεργάτην του, κ. Ἀλ. Κατσιάραν μὲ τίτλον «Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι. Ἡ ἐλευθερία καὶ ὁ Ἄ(ἄ)λλος», εἰς τὸ ὁποῖον μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρονται τὰ ἀκόλουθα:

«Σύμφωνα μὲ τὶς ἑρμηνευτικές τους θέσεις (ἐνν. τῶν Ἀνατολικῶν Πατέρων), ὁ Θεὸς εἶναι μὲν ἕνας, ἀλλὰ ὄχι μόνος. Εἶναι Τριαδικός… Ἡ αἰτία τοῦ εἶναι τοῦ Θεοῦ πηγάζει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός… «Αἴτιο τοῦ τρόπου ὕπαρξης τῆς Ἁγίας Τριάδας καθεαυτὴν εἶναι μόνο τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατέρα». Ὡς ἐκ τούτου, ἀφοῦ δὲν προηγεῖται ἡ οὐσία ὡς αἰτία ὑπάρξεως τῆς ἁγίας Τριάδος, ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἀναγκαστική. Ἡ αἰτία ὑπάρξεως τῆς ἁγίας Τριάδος ἀπομένει νὰ συνδεθεῖ μὲ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία τοῦ Πατρὸς κάνει νὰ ὑπάρχει ὁ Θεὸς ὡς τριάδα αἰώνια καὶ ἀΐδια. Ὁ Πατὴρ αἰωνίως γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ταυτοχρόνως εἶναι «τῆς ἰδίας αὐτοῦ ὑποστάσεως θελητής»… στὸν Θεὸ ἀπομένει ἢ νὰ ὑπάρχει ἀναγκαστικὰ ἀπὸ τὴν οὐσία Του (ὅπως στοὺς ἀρχαίους) ἢ νὰ ὑπάρχει, ἐπειδὴ ἐλεύθερα καταφάσκει τὸν ἑαυτό Του… Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη εἶναι ὄντως ἐλεύθερος, διότι πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἐλεύθερος παντὸς δεδομένου, περιλαμβανομένης καὶ τῆς ἰδίας τῆς ὑπάρξεώς Του. Δὲν τὸν ὑποχρεώνει ἡ οὐσία Του νὰ ὑπάρχει, θέλει καὶ εἶναι… Ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία δὲν συνδέεται στὴν ὀρθόδοξη θεολογία μὲ τὴ δυνατότητα αὐθύπαρξης τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλὰ μὲ τὴ δυνατότητα θετικῆς ἀνταπόκρισης στὴν κλήση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ γιὰ ἕνωση στὸ πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ».

Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι «μόνος» ἐπειδὴ εἶναι Τριαδικός; Ἀδυνατοῦμεν νὰ πιστεύσωμεν ὅτι τὸ ἐννοεῖ ψυχολογικὰ (ὅτι ἔχει ἀνάγκη «παρέας»…), ἀλλὰ προφανῶς -ἐπειδὴ θέτει τὸ βάρος εἰς τὰ πρόσωπα- ἐννοεῖ ὅτι δὲν εἶναι ἕνα μόνον πρόσωπον ὁ Θεός. Αὐτὴ ὅμως ἡ ἐμμονὴ μὲ τὰ πρόσωπα τὸν ὁδηγεῖ εἰς τὸ ἐσφαλμένον ὅτι ἡ ὕπαρξις («εἶναι») τοῦ Θεοῦ ὀφείλεται εἰς «τὸ πρόσωπον τοῦ Πατρός». Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ δώση ἕνα πρόσωπον ὕπαρξιν ὡς νὰ προηγῆται μιᾶς οὐσίας; Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφερόμενος εἰς αὐτὰ γράφει (Δ΄ Θεολογικὸς Λόγος, 18):

«Ἡμεῖς ὅμως ἀναζητοῦμεν τὴν φύσιν, ἡ ὁποία εἶνε τὸ εἶναι καθ’ ἑαυτό».

Ἡ ὕπαρξις τοῦ Θεοῦ, ἑπομένως, εἶναι ἡ ἰδία ἡ οὐσία Του, ἡ ὁποία ὑπάρχει τριαδικῶς ἀϊδίως. Οὔτε ἡ οὐσία προηγεῖται τῶν προσώπων οὔτε τὰ πρόσωπα τῆς οὐσίας. Διὰ τοῦτο ἄλλωστε γράφει (Περὶ δόγματος καὶ καταστάσεως ἐπισκόπων, 7):

«Ἄναρχος λοιπὸν ὁ Πατήρ, διότι τὸ εἶναι δὲν τὸ ἔλαβεν ἀπ’ ἀλλοῦ οὔτε ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του».

Ὁ Πατὴρ ὑπάρχει ὄχι, ἐπειδὴ εἶναι πρόσωπον, ἀλλὰ ἐπειδὴ ἔχει οὐσίαν. Ὁ ἴδιος πράγματι εἶναι «αἴτιος τῆς θεότητος ποὺ ἔχει ὁ Υἱὸς καὶ τὸ Πνεῦ­μα» (Περὶ δόγματος, 6) ἀλλὰ ὄχι τοῦ «Θεοῦ», ὡς γράφει ὁ κ. Κατσιάρας, διότι ὅταν λέμε «Θεὸς» ἐννοοῦμεν κατὰ τὸν Ἅγιον Γρηγόριον Νύσσης (Πὼς τρία πρόσωπα λέγοντες, 10): «λέγομεν ἕνα Θεὸν τὸν ἕνα αἴτιον μαζὶ μὲ τὰ αἰτιατὰ αὐτοῦ», εἰς τὰ ὁποῖα περιλαμβάνεται βεβαίως ὁ Πατὴρ ὡς αἴτιος τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ὡστόσον, ἡ συνεχὴς ἔμφασις εἰς τὸ «πρόσωπον τοῦ Πατρὸς» εἶναι παραπλανητικὴ ἂν ὄχι κακόδοξος, διότι ὁ Υἱὸς γεννᾶται καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦ­μα ἐκπορεύεται ὄχι ἀπὸ τὸ «πρόσωπον τοῦ Πατρὸς» ἀλλὰ «ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρός», ὡς γράφει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (Περὶ τῶν ἐν Ἀριμίνῳ καὶ Σελευκείᾳ Συνόδων, 45):

«ὁ Λόγος δὲν εἶναι κτίσμα, ἀλλὰ γέννημα ἐκ τῆς οὐσίας τοῦ Πατρὸς καὶ ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Πατρὸς εἶναι ἡ ἀρχὴ καὶ ἡ ρίζα καὶ ἡ πηγὴ τοῦ Υἱοῦ».

Εἰς τὴν συνέχειαν ὁ συντάκτης τοῦ ἄρθρου εἰσάγει τὸ καινοφανὲς «ἡ ἐλευθερία τοῦ Πατρός», ἡ ὁποία ἐν ὀλίγοις –καθὼς δὲν δυνάμεθα νὰ παραθέσωμεν ὁλόκληρον τὸ ἄρθρον- ταυτίζεται μὲ τὸ θέλημα τοῦ Πατρός, τὸ ὁποῖον μὲ τὴν σειρὰν του παρουσιάζεται ὡς ἡ αἰτία τῆς ὑπάρξεως τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὰ καὶ πάλιν ἔρχονται εἰς ἀντίθεσιν μὲ τὴν πατερικὴν θεολογίαν καὶ -ἐνδεικτικὰ- μὲ ὅσα ἀναφέρει ὁ Μέγας Ἀθανάσιος (Περὶ τῶν Ἀριμίνῳ…, 35):

«Ὁ μὲν Υἱὸς εἶναι γνήσιον γέννημα τῆς οὐσίας, πάντα δὲ τὰ ὄντα, δημιουργήματα τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ».

Διὰ νὰ καταστῆ αὐτὸ κατανοητὸν ἀρκεῖ νὰ ἀνατρέξη κανεὶς εἰς ὅσα ἀναφέρει ἀλλοῦ (Κατὰ Ἀρειανῶν, Γ΄, 65-66):

«ἀληθῶς ὁ Ἀπόστολος κηρύττει τὸν Υἱόν, ὄχι ἔργον βουλήσεως, ἀλλὰ τῆς πατρικῆς οὐσίας γνήσιον ἀπαύγασμα …ἕν ὑπάρχει θέλημα, τὸ θέλημα τοῦ Πατρὸς ἐν τῷ Υἱῷ».

Ἑπομένως, δὲν ὑπάρχει κάποια θέλησις ἢ βούλησις ἢ ἐλευθερία, ἡ ὁποία νὰ ἀνήκη μόνον εἰς τὸν Πατέρα καὶ νὰ μὴ εἶναι κοινὴ καὶ τῶν τριῶν προσώπων, διότι ἂν ἡ θέλησις ἦτο ὑποστατικὸν ἰδίωμα τοῦ Πατρός, τότε τὰ ἄλλα δύο πρόσωπα εἴτε θὰ ἦσαν κτίσματα εἴτε δὲν θὰ εἶχον θέλησιν εἴτε θὰ ἔπρεπε νὰ καταλήγη σύνθετος ἡ θέλησις Θεοῦ (τοῦ Πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων δύο προσώπων), συν­ελόντι εἰπεῖν κατάλυσις τῆς Ἁγίας Τριάδος.

Ὄπισθεν ὅλης αὐτῆς τῆς κακοδόξου τοποθετήσεως εἶναι ἡ ἄρνησις τῆς σαφοῦς πατερικῆς θέσεως ὅτι ἡ θέλησις ἀνήκει εἰς τὴν φύσιν, διότι ἡ φύσις ἐκλαμβάνεται ἀπὸ τὸν συγγραφέα ἐκ προοιμίου ὡς κακή, ὡς ἐξαναγκαστική, εἰς τοιοῦτον σημεῖ­ον ὥστε νὰ φθάνη νὰ διακηρύσση τὸν Θεὸν «ἐλεύθερό τῆς ἰδίας τῆς ὑπάρξεώς Του»! Μά, δὲν ἦτο αὐτὴ ἡ ὕπαρξις προϊόν τῆς ἐλευθερίας κατὰ τὸν ἴδιον συγγραφέα; Πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι ἐλεύθερος τῆς οὐσίας του, εἶναι ἀνούσιος; Ὑπάρχει ὅ,τιδήποτε χωρὶς οὐσίαν;

Ἀνάγων κανεὶς τὴν ἐλευθερίαν, τὴν θέλησιν κ.λπ. εἰς τὸ πρόσωπον καὶ ὄχι εἰς τὴν φύσιν, ὄχι μόνον ἀποσαθρώνει τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ κάθε σταθεράν, ἀπὸ κάθε ὁδοδείκτην διὰ τὴν σωτηρίαν του, ἀλλὰ καταλήγει εἰς φοβεράς βλασφημίας δεχόμενος ἕνωσιν τοῦ ἀνθρώπου «στὸν πρόσωπο τοῦ Υἱοῦ» (!), ὡς γράφει, ὑπερβαίνων ὄχι μόνον τούς αἱρετικούς ἀλλὰ τούς πολυθεϊστάς!

Δὲν εἶναι μία τοιαύτη θεολογία θεραπαινὶς τοῦ «μετανθρωπισμοῦ», ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκει τὴν «ὑπέρβασιν» τῆς φύσεως;

Ἔκκλησις

Ἡ θεολογία τῆς φύσεως ὡς τὴν παρέδωσαν οἱ θεοφόροι καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας Πατέρες δέχεται ἕνα ἀδυσώπητον πόλεμον ἐκθεμελιώσεως. Τὰ τραγικὰ ἀποτελέσματα δὲν εἶναι μόνον σωτηριολογικὰ, ἀλλὰ ἔχουν ἀμέσους προεκτάσεις εἰς τὴν κοινωνίαν, δηλώνοντα προκαταβολικὰ τὴν συγκατάθεσιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὴν ἠθικήν τῆς ἀνηθικότητος («σεξουαλικοὶ προσανατολισμοί», «μετανθρωπισμὸς» κ.ἄ.). Ὅσοι Ἱεράρχαι καὶ θεολόγοι ἔχουν τὴν δυνατότητα, ἂς ἐπιδοθοῦν εἰς τὴν ἀνάδειξιν τῆς ὀρθῆς δόξης! Διότι τοιαύτη ψευδοθεολογία χρειάζεται ἁπλῶς ἕνα φύσημα, διὰ νὰ καταρρεύση, ὡς προεῖπεν ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος «τὰς ἐκ ψάμμων οἰκοδομάς, αἱ μηδὲ αὔραις ἵστανται» (ἢ ὅπως ἡ λαϊκὴ μοῦσα διεσκεύασεν «εἶναι κακὸ στὴν ἄμμο νὰ χτίζεις παλάτια, ὁ βοριὰς θὰ τὰ κάνει συντρίμμια, κομμάτια»…).

Ορθόδοξος Τύπος

ΑΚΤΙΝΕΣ: Οὐσιομάχοι περιωπῆς (aktines.blogspot.com)

"Διότι δέν είναι ατομικά κατορθώματα αλλά οδηγούν στήν ολοκλήρωση τής ανθρώπινης φύσεως καί όχι μόνον. Κάι όχι στήν ολοκλήρωση τής ουσίας. Ο Κύριος δέν ένωσε δύο ουσίες. Ποια η διαφορά ουσίας και Φύσεως? "

Η ανθρώπινη Φύση έχει σώμα και λογική ψυχή.
Όσο για την Θεία Φύση άς την περιγράψουμε με τον λόγο του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου: Λόγος ΚΘ’ 19 : 
Ο τώρα άνθρωπος υπήρχε τότε απλούς (ώς Θεός). Παρέμεινεν ότι ήτο και ό,τι δέν ήτο, το απέκτησεν. Είς την αρχήν ήτο ως αναίτιος διότι ποιά είναι η αιτία του Θεού; Αλλά αργότερον έγινεν άνθρωπος διά μίαν αιτίαν (Και αυτή η αιτία ήτο να σωθούμε εμείς). Και έχων ως σύνδεσμον τον νούν ηνώθη με την σάρκα (διά μέσου νοός ομιλήσας σαρκί, και γενόμενος άνθρωπος, ο κάτω Θεός), και έγινε άνθρωπος ο επί γής Θεός. Αφού ο άνθρωπος ηνώθη με τον Θεόν και έγινεν ένας με υπεροχήν της ανωτέρας φύσεως, ώστε να γίνω τόσον Θεός όσον εκείνος άνθρωπος. Εγεννήθη μέν, αλλ’ήτο και γεννημένος, απο γυναίκα μέν αλλά και παρθένον. Αυτό είναι ανθρώπινον, εκείνο είναι θεϊκόν, χωρίς Πατέρα εδώ κάτω, αλλά και χωρίς μητέρα εκεί επάνω. Όλον τούτο Θεότης (Δηλαδή η Θεϊκή Φύση).
Φύσις των Τριών της Αγίας Τριάδος μία, Θεός.
Η Φυσις ή ουσία σημαίνει το κοινόν.
Η υπόσταση ή το πρόσωπο σημαίνει το ιδιαίτερο, το ένα και μοναδικό.

Ο δέ μόνον Θεού και ίδιον, τούτο Ουσία (Γι’αυτό λέγεται υπερούσιος, Διότι δέν αναλογεί στην ανθρώπινη ουσία).
Με μία απίστευτη απλότητα και γι’αυτό δυσνόητα, εκφράζει κάποιες πολύτιμες νύξεις για το θέμα ο Άγιος Γρηγόριος στον 42ο Λόγο του, στην παρ. 15! Η οποία είναι μία διευκρίνηση επίσης της Ομολογίας πίστεως.
«Το άναρχον και η αρχή και το μετά (με την αρχή) της αρχής εις Θεός. Ούτε του ανάρχου είναι το άναρχον φύσις, ή το αγέννητον. Διότι ουδεμία Φύσις είναι κάτι αρνητικό, κάτι που δέν είναι, αλλά μόνον αυτό που είναι! Φύσις είναι η του όντος θέσις, και όχι η αναίρεσις του μή όντος. Ούτε η αρχή είναι χωρισμένη απο το άναρχον, διότι δέν είναι φύσις αυτού η αρχή, όπως δέν είναι ούτε εκείνου το άναρχον. Περί γάρ την Φύσιν ταύτα (γύρω απο την Φύσιν, σχετίζονται με την Φύσιν) αλλά δέν είναι Φύσις! Και εκείνο που είναι μαζί (το μετά του ανάρχου) με το άναρχο και την αρχή δέν είναι άλλο τι, αλλά όπως εκείνα. Το όνομα δέ του ανάρχου Πατήρ, τής δέ αρχής Υιός, αυτού δέ που είναι μαζί με την αρχή (μετά της αρχής ότι έπειτα απο την αρχή) Πνεύμα Άγιον. Φύσις δέ των Τριών μία, Θεός. Ένωσις είναι δέ ο Πατήρ, εξ’ού και πρός όν ανάγονται όσα ακολουθούν (τα εξής): Ούχ ώς συναλείφεσθαι (και όχι σαν να είναι διαλυμένα μεταξύ τους) αλλ’ ώς έχεσθαι (αλλά για να διατηρούνται πάντοτε μαζί), χωρίς να μπορούν να τα χωρίσουν, ούτε ο χρόνος, ούτε η θέληση, ούτε η δύναμη. Διότι αυτά χωρίζουν εμάς στην πολλαπλότητα, διότι κάθε στοιχείο πολεμά εναντίον του άλλου (στασιάζουν το ένα κατά του άλλου). Αλλά αυτά στα οποία μία απλή Φύσις και το Είναι είναι ταυτόν, είναι το ΈΝ Κυρίαρχο, κυριαρχεί η ενότης. 
ΔΕΝ ΤΑΥΤΙΖΕΤΑΙ Η ΥΠΕΡΟΥΣΙΟΣ ΟΥΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΦΥΣΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.
ΤΟ ΔΕ ΑΡΣΕΝ ΚΑΙ ΘΗΛΥ ΔΕΝ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΟ ΚΑΤ' ΕΙΚΟΝΑ ΚΑΙ ΚΑΘ' ΟΜΟΙΩΣΙΝ ΑΛΛΑ ΣΤΗΝ ΠΤΩΣΗ Η ΟΠΟΙΑ ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ.  ΓΙ' ΑΥΤΟ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΡΣΕΝ ΚΑΙ ΘΗΛΥ ΑΛΛΑ Η ΑΓΙΟΤΗΣ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: