Περιοδικό Θεολογία (τόμος 93ος, τεῦχος 3ον, Ἰανουάριος - Μάρτιος 2022)
Ἐπιλεγόμενα
«Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι»
Ἡ ἐλευθερία καὶ ὁ Ἄ(ἄ)λλος
Ἀλεξάνδρου Κατσιάρα
Ὅπως στὴν ἀρχαιότητα ἡ ἐλευθερία κατανοήθηκε εντός μιας εὐρύτερης κοσμοθεωρίας, ὁμοίως καὶ στὸν χριστιανισμό γιὰ νὰ κατανοηθεῖ πρέπει να τοποθετηθεῖ ἐντὸς τοῦ θεολογικού πλαισίου του. Κι αὐτὸ σὲ συνάφεια κυρίως με το τριαδολογικό δόγμα, μὲ τὸ ὁποῖο σχετίζεται άμεσα καὶ ἡ κοσμολογία καὶ ἡ ἀνθρωπολογία. Τηλεγραφικά θὰ ἀναφερθοῦμε πρῶτα στὸ πῶς οἱ Πατέρες στὴν Ἀνατολὴ ἑρμήνευσαν τὸ τριαδολογικὸ δόγμα, διαμορφώνοντας εἰς βάθος χρόνου αὐτὸ ποὺ πλέον ὀνομάζουμε ὀρθόδοξη θεολογία.
Οἱ Ἀνατολικοί Πατέρες, καὶ κυρίως οἱ Καππαδόκες, ἀσχολήθηκαν ἰδιαιτέρως μὲ τὸ θέμα τῆς ἐλευθερίας. Σύμφωνα μὲ τὶς ἑρμηνευτικές τους θέσεις, ὁ Θεὸς εἶναι μὲν ἕνας, ἀλλὰ ὄχι μόνος. Είναι Τριαδικός Πατὴρ ἀγέννητος, Υἱὸς γεννητὸς καὶ Πνεῦμα ἐκπορευτόν. Αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ εἶναι μοναδικά, ἀκοινώνητα. Σὲ αὐτὸ βοήθησε ἡ διάκριση ἀπὸ τοὺς Καππαδόκες Πατέρες τῶν ὅρων οὐσία καὶ ὑπόστασις καὶ ἡ ταύτιση;;; τῆς ὑποστάσεως μὲ τὸ πρόσωπον. Ἔτσι, πρόσωπο δὲν εἶναι κάτι ποὺ προστίθεται σὲ ἕνα ὄν, εἶναι «αὐτὴ ταύτη ἡ ὑπόσταση τοῦ ὄντος»[ΕΧΟΥΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ ΤΑ ΟΝΤΑ; ΜΗΠΩΣ ΤΑΥΤΙΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΣΤΑΣΗ; ΔΙΟΤΙ ΤΑ ΟΝΤΑ ΟΥΣΙΩΝΟΝΤΑΙ]27. Επιπλέον, κατὰ τὸν Μ. Βασίλειο δὲν ὑπάρχει οὐσία ἀπρόσωπος[ΑΝΥΠΟΣΤΑΤΟΣ]28, κατὰ δὲ τὸν Ἰω. Δαμασκηνὸ δὲν ὑπάρχει οὐσία ἀνυπόστατος29. Σὲ αὐτὴν τὴ συνάφεια δὲν εἶναι δυνατόν «νὰ διανοηθεῖ» κάποιος ὅτι μπορεῖ ὁ Θεὸς νὰ ὑπάρχει ὡς μία γενική ἀπρόσωπη θεϊκὴ οὐσία, ἀνυπόστατα, μὴ προσωπικά. Δὲν ὑπάρχει οὐσία ἀνυπόστατη καὶ πρόσωπα ἄνευ ουσίας. Ὁ Τριαδικὸς Θεὸς δὲν ὑπάρχει πρῶτα ὡς θεότητα καὶ μετὰ ὡς τριάδα. Επομένως δὲν δίδεται προτεραιότητα στην ουσία καὶ τὰ πρόσωπα δὲν ἀκολουθοῦν30, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀρχαία φιλοσοφία που τη θεότητα την καθιστᾶ θεὸ μία ἀπρόσωπη οὐσία.[ΟΥΤΕ ΣΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΔΙΝΕΤΑΙ ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΣ ΚΑΘΟΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ]
Τὰ πρόσωπα εἶναι ὁμοούσια· ἔχουν κοινές;;; ιδιότητες ἀλλὰ καὶ τὰ προαναφερθέντα ακοινώνητα χαρακτηριστικά. Ἡ οὐσία εἶναι «ἀμέριστος ἐν μεμερισμένοις», σύμφωνα μὲ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό31. Ἡ αἰτία32 τοῦ εἶναι τοῦ Θεοῦ πηγάζει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Πατρός[ΑΝΑΡΧΟΣ ΚΑΙ ΓΙ' ΑΥΤΟ ΑΝΑΙΤΙΟΣ, ΑΝΑΡΧΑ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ]33. Οἱ διακρίσεις τῶν προσώπων ἀπὸ τοὺς Πατέρες γίνονται μὲ βάση τὴν εἰσαγωγὴ τῆς αἰτίας. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης ἰδιαιτέρως τὰ διευκρινίζει αὐτὰ μὲ συγκροτημένη συλλογιστικὴ στὸ ἔργο του Περὶ τοῦ μὴ εἶναι τρεῖς θεούς34, μὲ βάση τὴ διάκριση αιτίου καὶ ἐκ τοῦ αἰτίου. «Αἴτιο τοῦ τρόπου ὕπαρξης τῆς Ἁγίας Τριάδας καθεαυτὴν εἶναι μόνο τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Πατέρα»35.
Ὡς ἐκ τούτου, ἀφοῦ δὲν προηγεῖται ἡ οὐσία ὡς αἰτία ὑπάρξεως τῆς ἁγίας Τριάδος, ἡ ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι ἀναγκαστική. Ἡ αἰτία ὑπάρξεως τῆς ἁγίας Τριάδος ἀπομένει να συνδεθεῖ μὲ τὴν ἐλευθερία. Ἡ ἐλευθερία τοῦ Πατρὸς κάνει νὰ ὑπάρχει ὁ Θεὸς ὡς τριάδα αἰώνια καὶ ἀίδια36. Ὁ Πατὴρ αἰωνίως γεννᾶ τὸν Υἱὸ καὶ ἐκπορεύει τὸ ἅγιο Πνεῦμα καὶ ταυτοχρόνως εἶναι «τῆς ἰδίας αὐτοῦ ὑποστάσεως θελητής»37.[ΤΟΝ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΝΤΡΟΠΙΑΣΕΙ ΤΟΝ Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟ]
Ἐπιπλέον οἱ Πατέρες συνέδεσαν τὴν ἐλευθερία τοῦ Πατρὸς μὲ τὴ βούληση τοῦ Πατρός. Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι ταυτίζουμε τὴν ἐλευθερία μὲ τὴ δυνατότητα τῆς ἐπιλογῆς ἀνάμεσα σε δύο τουλάχιστον πραγματικότητες. Γιὰ τοὺς Πατέρες ή βούληση τοῦ Θεοῦ δὲν ἔχει τὴν ἴδια ἔννοια μὲ τὴν βούληση τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τῆς ἐκλογῆς μεταξὺ δύο δυνατοτήτων, ὅπως σημειώνει ὁ ἅγιος Αθανάσιος: «ὥστε τούτῳ μὲν ἐκλέγεσθαι ἐκείνῳ δὲ μὴ αἱρεῖσθαι»38. Γιατὶ αὐτὸ ποὺ χαρακτηρίζει τὸ Ἄκτιστο εἶναι ὅτι δὲν προϋπάρχει αὐτοῦ ἄλλη πραγματικότητα. Ἔτσι ἡ βούληση τοῦ Θεοῦ ἐπ᾽ οὐδενὶ συνδέεται μὲ τὴν ἀνθρώπινη ἐκλογή. Επομένως στὸν Θεὸ ἀπομένει ἢ νὰ ὑπάρχει ἀναγκαστικὰ ἀπὸ τὴν οὐσία Του (ὅπως στοὺς ἀρχαίους) ἢ νὰ ὑπάρχει ἐπειδὴ ἐλεύθερα καταφάσκει τὸν ἑαυτό Του. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νανζιανζηνὸς τὰ περιγράφει αὐτὰ στὸν Γ΄ Θεολογικό Λόγο του39.
Γι' αὐτὸ ἡ ἐλευθερία καὶ ἡ ὕπαρξη στὸν Θεὸ ταυτίζονται. Τὸ ναὶ στὴν ὕπαρξή Του εἶναι ταυτόσημο μὲ τὸ ναὶ στὴν τριαδική Του ὕπαρξη. Ὁ Θεὸς ἀσκεῖ τὴν ἐλευθερία Του μόνον ὡς κατάφαση. Κάτι αντίστοιχο λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιὰ τὸν Χριστό: «οὐκ ἐγένετο ναὶ καὶ οὐ ἀλλὰ ναὶ ἐν αὐτῷ γέγονεν»40. Οπότε, ἀσκούμενη ἡ ἐλευθερία Του ὡς ναί, ταυτίζεται μὲ τὴν ἀγάπη: «ὁ θεὸς ἀγάπη ἐστι»41. Ἐδῶ πλέον ἡ ἀγάπη, στὴν ὀρθόδοξη Ανατολική θεολογία, δὲν εἶναι συναίσθημα ή ὁτιδήποτε σχετικό, ἀλλὰ Κοινωνία. Ἡ ἀγάπη περνᾶ στὴν ὀντολογία.
Ἀποδεχόμενοι λοιπόν μία «ειδική», ἀσύλληπτη, μυστηριακή έλευθερία, τὴν ὁποία ἀσκεῖ ὁ Θεὸς ὡς καὶ στὴν ἴδια Του τὴν ὕπαρξη, παύει ή ὕπαρξή Του νὰ εἶναι ἀναγκαστική. Ὁ Θεὸς κατὰ τὴν ὀρθόδοξη ἀντίληψη εἶναι ὄντως ἐλεύθερος διότι πιστεύουμε ὅτι εἶναι ἐλεύθερος παντὸς δεδομένου, περιλαμβανομένης καὶ τῆς ἰδίας τῆς ὑπάρξεώς Του. Δὲν τὸν ὑποχρεώνει ἡ οὐσία Του νὰ ὑπάρχει, θέλει καὶ εἶναι, σὲ ἀντιδιαστολὴ μὲ τὴν ἀρχαία σκέψη, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία καὶ οἱ θεοὶ εἶναι ὑποταγμένοι καὶ αὐτοὶ σὲ ἀπρόσωπα φυσικὰ στοιχεῖα (ὕλη, ἰδέες, πανδεχές), σε κάποια προϋπάρχουσα δύναμη, στην Εἱμαρμένη42, τὴ νομοτέλεια, την τάξη καὶ ἁρμονία. Τοιουτοτρόπως ὁ Θεὸς εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ταυτίζεται ἀπολύτως μὲ τὴν ἐλευθερία· ἐξ οὗ καὶ τό: «οῦ δὲ τὸ πνεῦμα Κυρίου, <ἐκεῖ> ἐλευθερία»43. Ὁ Θεὸς ἀσκεῖ τὴν ἐλευθερία Του μόνον ἐν κοινωνία μεταξὺ τῶν τριαδικών προσώπων.
Μία τέτοια ἀντίληψη περὶ προσωπικού, Τριαδικοῦ Θεοῦ ἔχει ριζικὲς ἐπιπτώσεις καὶ στὴ χριστιανικὴ κοσμολογία καὶ ἀνθρωπολογία, στον τρόπο ποὺ θὰ κατανοήσουμε τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ὁ Τριαδικὸς εἶναι ἀπολύτως ἐλεύθερος, σημαίνει ὅτι καὶ ἡ δημιουργία τῆς κτίσεως δὲν ἦταν ἀναγκαστικὴ στὸν Θεό. Ὁ Θεός θέλησε τὸν κόσμο, ἀλλὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρχει καὶ χωρὶς τὸν κόσμο κτίση. Καὶ ὑπῆρξε χωρὶς αὐτόν. Ἡ ὕπαρξη τῶν ὄντων ἑπομένως δὲν ἀποτελεῖ προϊόν θεϊκῆς ἀνάγκης ἀλλὰ γεγονὸς ποὺ προῆλθε ἐκ τῆς θείας ἐλευθερίας, γι' αὐτὸ καὶ εἶναι δῶρο ποὺ ἀσκεῖται ὡς ἀγάπη. Άρα μεταξύ κτιστοῦ καὶ Ἀκτίστου ὑπάρχει διαλεκτική σχέση, γεγονός που προσφέρει μία ἄλλη προοπτική.
Ασκούμενη ἐλεύθερα, ἡ δημιουργική ενέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ δημιουργεῖ ἐκ τοῦ μὴ ὄντος. Τὰ ὄντα δεν προέρχονται ἀπὸ προϋπάρχουσα «ὕλη» οὔτε ἀπορρέουν ἀπὸ κάποια θεϊκὴ οὐσία. Με τό «Ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ θεός»44, ἡ δημιουργία τίθεται κατ' εὐθεῖαν σὲ ἀναφορὰ πρὸς Κάποιον ποὺ εἶναι πρόσωπο καὶ ὄχι μὲ κάτι ἀπρόσωπο, ποὺ τὴ δημιουργεῖ ἐδῶ καὶ τώρα καὶ γιὰ πάντα («καὶ ἦρκται καὶ οὐ παύσεται»)45. Ἡ ἁγία Γραφὴ ἐνδιαφέρεται νὰ πεῖ ποιός ἔφτιαξε τὸν χρόνο, τὸν κόσμο. Μέσα στον χρόνο θὰ ἐξελιχθοῦν γεγονότα τὰ ὁποῖα θὰ κατευθύνουν τὴν ἀρχόμενη ἱστορία ὄχι σὲ ἕνα κλειστὸ ἀπώτερο παρελθὸν ἀλλὰ σὲ ἕνα ἀνοικτὸ αἴσιο μυστηριώδες μέλλον. Εἶναι ἕνα ἄλλο, νέο στοιχεῖο ἀπέναντι στὴν ἑλληνικὴ σκέψη.
Αὐτὴ ἡ δυναμικὴ τοῦ χρόνου προκύπτει καὶ μέσα ἀπὸ τὴν προοδευτικὴ δημιουργία τῆς κτίσεως σὲ ἑπτὰ ἡμέρες. Τὸ περιβάλλον φτιάχτηκε γιὰ νὰ προσφερθεῖ στὸν ἄνθρωπο καὶ αὐτὸς μὲ τὴ σειρά του δημιουργήθηκε γιὰ νὰ τὸ προσφέρει μαζὶ μὲ τὸν ἑαυτό του στὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, προκειμένου νὰ ἐνανθρωπισθεί, καθ' ὅτι αὐτὸς εἶναι κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο Ὁμολογητή ὁ «προεπινούμενος σκοπός»46 τῆς δημιουργίας.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ ΔΕΝ ΑΝΤΕΧΕΤΑΙ Η ΒΙΑ ΣΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΠΡΟΚΕΙΜΕΝΟΥ ΝΑ ΣΥΜΦΩΝΗΣΟΥΝ ΜΕ ΤΟΝ ΖΗΖΙΟΥΛΑ. ΓΙ΄ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΤΟΛΜΟΥΝ ΝΑ ΑΝΑΦΕΡΘΟΥΝ ΣΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡ. ΠΑΛΑΜΑ.
Σημειώσεις
27. Βλ. Μητρ. Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, «Ἀπὸ τὸ προσωπεῖον εἰς τὸ πρόσωπον: Ἡ συμβολὴ τῆς πατερικῆς θεολογίας εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ προσώπου». Εποπτεία, τ. 73 (1982), σ. 944.
28. Μ. Βασιλείου, Ὁμιλία α΄ Εἰς τὴν Ἑξαήμερον, 3, PG 29, 52.
29. Βλ. Ἰω. Δαμασκηνοῦ. Πρὸς τὸν ἐπίσκοπον δῆθεν τοῦ Δαραίας τὸν Ἰακωβίτην, ια' - β΄, PG 94, 399: «Ἀλλ᾿ οὐ ταυτὸν οὐσία καὶ ὑπόστασις [...]. Ὅτι μὲν οὖν οὐκ ἔστιν οὐσία ἀνυπόστατος, ἴσμεν σαφῶς».
30. Τὸ ὅτι στὴ μυθολογική παράδοση τῆς ἀρχαιότητας ἔννοιες ὅπως ἡ Εἱμαρμένη μορφοποιοῦνται ἀνθρωπομορφικὰ μὲ μία «μάσκα», ἕνα ἀνθρωποπροσωπεῖο, εἶναι κάτι ποὺ ἀπέχει παρασάγγας ἀπὸ τὴν ἔννοια τοῦ προσώπου ὅπως τὸ ὁρίζουν οἱ Καππαδόκες Πατέρες.
31. Γρηγορίου Νανζιανζηνού, Λόγοι 31, 14, PG 36, 149 Α.
32. Γρηγορίου Νανζιανζηνού, Γ΄ Θεολογικὸς Λόγος, PG 36, 100Α.
33. Γρηγορίου Νανζιανζηνοῦ, Γ΄ Θεολογικός Λόγος, PG 36, 100Α. Βλ. Ιω. Ζηζιούλας, «Ἀπὸ τὸ προσωπεῖον εἰς τὸ πρόσωπον...», ὅ.π., σ. 946.
34. Γρηγορίου Νύσσης, Περὶ τοῦ μὴ εἶναι τρεῖς θεούς. Πρὸς Ἀβλάβιον, PG 45, 116-136, ιδίως 133Β.
35. Ν. Α. Ματσούκας, Δογματικὴ καὶ Συμβολικὴ Θεολογία, τ. Γ', ἐκδ. Π. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 82.
36. Βλ. Ν. Α. Ματσούκας, Δογματική..., ὅ.π., σ. 82.
37. Μ. Ἀθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Γ', 66, PG 26, 461C.
38. Μ. Αθανασίου, Κατὰ Ἀρειανῶν Γ΄, 66, PG 26, 464Α.
39. Γρηγορίου Νανζιανζηνοῦ, Γ΄ Θεολογικός Λόγος [ΚΘ], ζ', PG 36, 81D: «οὐδὲ γὰρ ἦν τι πρότερον, ἢ τὸ μὲν αὐτοῦ θελῆσαν, τὸ δὲ θεληθέν; μεριστὸς οὖν. πῶς δὲ οὐ θελήσεως καὶ οὗτος, κατὰ σέ, πρόβλημα; εἰ δὲ οὐ θέλων, τί τὸ βιασάμενον εἰς τὸ εἶναι; καὶ πῶς θεός, εἰ βεβίασται, καὶ ταῦτα οὐκ ἄλλο τι ἢ αὐτὸ τὸ εἶναι θεός;».
40. Β΄ Κορ. 1, 19.
41. Α' Ἰω. 4, 8 και 4, 16.
42. Βλ. Π. Ηλιόπουλος, Ἡ Είμαρμένη στὴν ἀρχαία φιλοσοφία, ὅ.π.
43. Β΄ Κορ. 3, 17.
44. Γεν. 1, 1.
45. Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΚΘ' Περὶ Υἱοῦ, PG 36, 89-90.
46. Ἁγ. Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Προεγνωσμένου Πρὸ καταβολῆς κόσμου, PG 90, 621Α. Πρβλ. Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, «Ἀπολογία ὑπὲρ τοῦ ἐν τῷ βιβλίῳ τοῦ "Αοράτου Πολέμου" κειμένου σημειώματος περὶ τῆς Κυρίας ἡμῶν Θεοτόκου», στο: Συμβουλευτικὸν Ἐγχειρίδιον, ἤτοι περὶ φυλακῆς τῶν πέντε αισθήσεων, ἔκδ. ε', Υἱῶν Σωτ. Σχοινᾶ, ἐν Βόλω 1983, σσ. 207-216.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου