Περιοδικό Θεολογία (τόμος 93ος, τεῦχος 3ον, Ἰανουάριος - Μάρτιος 2022)
Ἐπιλεγόμενα
«Νενίκηνται τῆς φύσεως οἱ ὅροι»1
Ἡ ἐλευθερία καὶ ὁ Ἄ(ἄ)λλος
Ἀλεξάνδρου Κατσιάρα
Μὲ ἀφορμὴ τὴ συμπλήρωση διακοσίων ἐτῶν ἀπὸ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, εἰσηγηθήκαμε στη Συντακτική Επιτροπὴ τοῦ περιοδικοῦ Θεολογία την πραγματοποίηση ἀφιερώματος στὴν ἐλευθερία, που ὁδήγησε στὴν ἔκδοση τριῶν τευχών.
Ἡ ἐλευθερία, ἂν καὶ εἶναι τὸ πλέον ζωτικό ἀνθρώπινο ζήτημα, ἐν τούτοις δὲν ὑπάρχει συμφωνία στον ορισμό της, πράγμα που δείχνει τὸ εὗρος, τὴ δυναμική, τὸ δυσεπίλυτό της2. Ο ορισμός της επηρεάζεται ἀπὸ τὴν ἑκάστοτε καὶ ἑκασταχοῦ ἰσχύουσα κοσμοθεωρία. Στὸ ὄνομα τῆς ἐλευθερίας ἔχουν γίνει τὰ πλέον σπουδαῖα, ἀλλὰ καὶ τὰ πλέον τραγικὰ πράγματα. Η ελευθερία συνδέεται θεμελιωδῶς μὲ τὴν ἐξήγηση τοῦ κακοῦ καὶ τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ αὐτό3, τὸν πόνο κ.λπ.
Εἶναι ἀπὸ τὰ πλέον δυσεπίλυτα ἀνθρώπινα ζητήματα διότι, ἐνῶ ὅταν λέμε «εἶμαι ἐλεύθερος» ἐννοοῦμε ὅτι μπορῶ νὰ κάνω ὅ,τι θέλω, ἐν τούτοις γιὰ τὸν ἄνθρωπο ὑπάρχουν φυσικὰ ὅρια: (α) τὸ δεδομένο τῆς ὑπάρξεως γεννήσεώς του καί (β) ἡ ἀπειλὴ τοῦ θανάτου. Υπάρχουν ὅμως καὶ ἄλλες ἐκ τῶν προτέρων πραγματικότητες, ὁ Ἄ(ἄ)λλος, ὅπου προσκρούει ἡ ἐλευθερία μας, μὲ ἀποτέλεσμα αὐτὲς νὰ γίνονται ἡ «κόλαση» μας4.
Ἡ ἐλευθερία σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο φαίνεται νὰ ἔρχεται ἀντιμέτωπη μὲ τὴν ἀναγκαιότητα. Αὐτὴ ἡ Ἀναγκαιότητα παραπέμπει στὰ φυσικὰ ὅρια, σὲ αὐτὸ ποὺ οἱ ἀρχαῖοι φιλόσοφοι ἀποκαλοῦσαν οὐσία5, ἡ ὁποία -ὅπως θὰ δοῦμε- προηγεῖται τῆς ἐλευθερίας. Στο «Προλογικό» τοῦ τεύχ. 92, 3 (2021) τῆς Θεολογίας, εἴδαμε τὸ ζήτημα τῆς ἐλευθερίας ἐπιγραμματικὰ μέσα ἀπὸ κάποιες φιλοσοφικές σχολὲς τῆς ἀρχαιότητας καὶ ἐπιβεβαιώσαμε μέσα ἀπὸ ἕναν χῶρο οἰκεῖο τὴν πολυπλοκότητά της ὅσο καὶ τὶς διαφοροποιήσεις της, ποὺ σὲ κάθε σχολὴ ἀντιστοιχοῦσε μία διαφορετικὴ περὶ τοῦ θείου ἀντίληψη.
Ὅμως παρὰ τὶς παραλλαγὲς καὶ τὴν ποικιλία τους, οἱ φιλοσοφικές σχολὲς τῆς ἀρχαιότητας ἔχουν καὶ κάποιες κοινὲς συνιστώσες ποὺ συνθέτουν ἕνα φιλοσοφικό σύστημα ποὺ τὸ χαρακτηρίζει ἡ νομοτέλεια, ὁ ντετερμινισμός. Μία κυρίαρχη κοινή αφετηρία εἶναι αὐτὴ τῆς ἁρμονίας, τοῦ κάλλους, τῆς αἰσθητικῆς. Ὁ Θεὸς δημιουργεί γιατὶ ἀποβάλλει τὸ χάος6, γι' αὐτὸ καὶ ἡ πράξη του εἶναι ἐν τέλει πράξη αἰσθητικῆς. Ἡ αἰσθητικὴ συνδέεται άμεσα μὲ αὐτὸ ποὺ βλέπουμε. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο ἡ ὅραση, ἡ παρατήρηση, ή θεωρία ἑνὸς πράγματος ἔχει πρωταρχικὴ σημασία γιὰ νὰ γνωρίσει κάποιος τὴν οὐσία του, εἴτε ὅπως αὐτὴ παρουσιάζεται στὰ μάτια μας εἴτε στὴ βαθύτερή της σύσταση καὶ ἐκδοχή. Με βάση αὐτὸ τὸ κριτήριο, ἡ ἀλήθεια τῶν ὄντων στοὺς προσωκρατικοὺς φιλοσόφους αναζητήθηκε ἀρχικὰ σὲ ὅ,τι βλέπουμε, καὶ ἐν συνεχείᾳ σὲ ἀρχὲς ὅπως ἡ ὕλη7, ὁ χῶρος, οἱ ἀπόλυτες, ἀγέννητες Ἰδέες, ποὺ προϋπάρχουν ἀκόμη καὶ τοῦ δημιουργοῦ Θεοῦ, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Πλάτων8. Συνέπεια αὐτῶν εἶναι ἕνα δεύτερο κοινό στοιχείο για τὸν ἀρχαῖο Ἕλληνα: ἡ πρόταξη τῆς γνώσης, που ξεκινᾶ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ βλέπει κάποιος, ἀπὸ αὐτὸ ποὺ ἀντιλαμβάνεται μὲ τὶς αἰσθήσεις του9.
Ὁ Ἡράκλειτος εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ θὰ χρησιμοποιήσει τὸν ὄρο κόσμος10 γιὰ νὰ περιγράψει ὅ,τι ἀπέδιδε καὶ αὐτὸς μέχρι τότε μὲ τὸν ὅρο φύση, φυσικό περιβάλλον, καθὼς στη φύση, πέρα ἀπὸ τὴν εὐταξία, ἀναγνώριζε μία αισθητικὴ ὀμορφιά, ἀποτυπώνοντας ἔτσι τὴν κοινὴ συνισταμένη τῆς ὀμορφιᾶς, τοῦ κάλλους. Ἡ φύση είναι στολίδι, κόσμημα (ἐκ τοῦ ρ. κοσμέω -ω).
Ὅμως ἡ οὐσία προσδιορίζει καὶ προδιαγράφει τὰ ὅρια ἑνὸς ὄντος καὶ τὸ εὖρος τῆς ἀνάπτυξής του. Διότι η οὐσία εἶναι κάτι ποὺ παραμένει σταθερὸ καὶ ἀπαρασάλευτο, ἀμετάβλητο καὶ κλειστό. Εἶναι κάτι ποὺ δὲν ἀφήνει περιθώριο στην αλλαγή, τη μεταβολή, τη μεταμόρφωση11, στὴν ἐλευθερία ἐν τέλει, στὸ νὰ κάνω ὅ,τι θέλω.
Ὁ ἀρχαῖος Ἕλληνας τοποθετήθηκε ἀπέναντι στὸ κακὸ μὲ πολλοὺς τρόπους12. Προσπάθησε νὰ ἐξηγήσει τὰ δεινὰ καὶ τὰ πάθη των ἀνθρώπων, ποὺ ἀντὶ νὰ μειώνονται διαρκῶς πολλαπλασιάζονται. Προσανατολίσθηκε στη λύση ὅτι ἡ ἀλήθεια τῶν ὄντων βρίσκεται στὴν ἀρχική τους φύση – ἐξ οὗ καὶ κάθε ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὸ ἀρχικό χαρακτηρίζεται ἔκπτωση ἀπὸ κάτι καλύτερο σε κάτι χειρότερο. Γι' αὐτὸ ὁ χρόνος δὲν μπορεῖ νὰ φέρει κάτι καλύτερο ἀπὸ τὸ ἀρχικό. Συνεπῶς, στὸ ἀρχικό παρελθὸν πρέπει νὰ ἀναζητοῦνται οἱ ριζικὲς ἀρχὲς ποὺ συγκρότησαν καὶ διέπουν τὸν κόσμο, δηλαδὴ οἱ ἰδέες, ἡ ἁρμονία, ἡ λογικὴ καὶ ἡ τάξη, καὶ πρὸς τὶς ὁποῖες ὁ ἔκπτωτος κόσμος πρέπει νὰ ἐπιστρέψει. Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸν τὸ παρελθὸν ἀποθεώνεται, ἐξιδανικεύεται. Αὐτὸ φαίνεται στὴ χαρακτηριστικὴ περιγραφὴ τοῦ Ἡσιόδου στὸ διδακτικό ἔπος του Ἔργα καὶ ἡμέραι, ποὺ χρησιμοποιεῖ ὀνομασίες ἀπὸ μέταλλα, ἐκτὸς μιᾶς ἐξαιρέσεως, γιὰ νὰ δηλώσει τὴν ἔκπτωση καὶ ὑποβάθμιση τοῦ ἀνθρώπου13. Παρόμοια υποστηρίζει καὶ ὁ Ὀβίδιος14 αργότερα στις Metamorphoses του, ἐξ οὗ καὶ ἡ φράση: «ὀβιδιακές μεταμορφώσεις».
Στην κλασικὴ ἀρχαιότητα τὸ εὖρος τῆς ἐλευθερίας περιορίσθηκε στὴν ἄσκησή της στην πόλη-κράτος (πολιτικὴ ἀνεξαρτησία) ἤ, ὅπως στοὺς Στωικούς, ἐξαντλήθηκε στὰ ὅρια τῆς ἀτομικῆς ἐλευθερίας. Ἡ ἐλευθερία ἔφθανε μέχρι ἐκεῖ ποὺ δὲν προσβάλλονταν ἡ ἀρχικὴ φυσικὴ ἁρμονία τοῦ σύμπαντος κόσμου, ἡ ἠθικὴ τάξη, τὸ μέτρο καὶ ὁ νόμος, ἡ εἱμαρμένη στὴν ὁποία ὑπέκειντο ἅπαντες, ἄνθρωποι καὶ θεοί, ἡ χρεία καὶ η ἀναγκαιότητα15. Είναι χαρακτηριστικὴ ἡ τιμωρία τῆς Ἀντιγόνης, ὅταν τολμᾶ νὰ ἀψηφήσει τον νόμο τοῦ Κρέοντος16. Κάθε συμπεριφορὰ μὲ τὴν ὁποία προσπαθοῦσε νὰ ὑπερβεί τη φύση του καὶ νὰ ἐξισωθεῖ μὲ τοὺς θεοὺς ὁ ἄνθρωπος, ἐπειδὴ ὑπερέβαινε τὸ δεδομένο ἀνθρώπινο μέτρο, ἐθεωρεῖτο προσβολή, ὕβρις κατὰ τῶν θεῶν καὶ ἐτιμωρεῖτο ἀπὸ τὴν ἄτη, ποὺ στοὺς τραγικοὺς συμπίπτει μὲ τὸ ἔργο τῆς νεμέσεως καὶ τῶν Ἐρινύων που τιμωροῦν τοὺς δράστες «κακῶν πράξεων»17, ὅπως στην περίπτωση τοῦ Ὀρέστη18. Ἡ ἀντίδραση τῶν θεῶν δείχνει πόσο πολύ εἶναι συνδεδεμένοι μὲ τὸν κόσμο ἀφοῦ, παρόμοια μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ή «ἀξιοπρέπειά» τους προσβάλλεται, πόσο εὐμετάβολοι εἶναι καὶ καθόλου ἄμοιροι παθῶν.
Καὶ οἱ θεοὶ ἀκόμη θεωρήθηκαν δέσμιοι τῆς ἀναγκαιότητας αὐτῆς καθ' ἑαυτήν, ἤτοι τῆς διατήρησης τῆς τάξεως καὶ ἁρμονίας, στοιχείων προϋπαρχόντων τῶν θεῶν, ὅπως ὑποστηρίζουν οἱ προσωκρατικοὶ καὶ ὁ Πλάτων, ἐνῶ τὴν ἐποχὴ τῶν τραγικῶν ἡ ἐλευθερία τῶν θεῶν εἶναι δέσμια τοῦ δικαίου, τῆς ἠθικῆς, ἀφοῦ: «εὶ θεοὶ δρῶσιν αἰσχρόν τι οὐκ εἰσίν θεοί»19. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο καὶ θεοί, ὅπως ὁ Προμηθεύς, ὑπόκεινται στην τιμωρία ὅταν ὑπερβαίνουν ὑφιστάμενα ὅρια, ὅταν ὑπερέβαιναν τὴν καθορισμένη τάξη των20.
Ἀλλὰ ἐκεῖ ποὺ δοκιμάστηκε ἡ ἐλευθερία στοὺς ἀρχαίους, ὅπως καὶ παντοῦ, ἦταν στὸ ἀδυσώπητο τοῦ θανάτου21! Γιατί, τί ἐλευθερία μπορεῖ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος ὅταν δὲν δύναται νὰ ζήσει, ἐνῶ τόσο πολύ τό ἐπιθυμεῖ, ὅπως χαρακτηριστικά μᾶς λέγει ὁ ποιητικός λόγος του Πινδάρου: «Εφήμεροι· τί εἶναι κανεὶς καὶ τί δὲν εἶναι; Ἴσκιος ὀνείρου ὁ ἄνθρωπος. Μὰ σὰν τὸν βρεῖ αἴγλη θεόσταλτη, φέγγος λαμπρὸ τὸν ἀγκαλιάζει, κι εἶναι γλυκύτατη ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου»22. Ομοίως τὸ ἴδιο δείχνει καὶ ἡ λαϊκὴ παροιμία: «Χίλια μύρια βάσανα, γλυκὸς ὁ ἐπάνω κόσμος». Ἀντιστεκόμαστε στα γηρατειά, ἀλλὰ δὲν μποροῦμε νὰ τὰ ἀποφύγουμε. Βελτιώνουμε τὸ σῶμα μὲ κοσμητικές επεμβάσεις23 ἢ ἄλλους τρόπους, ἀλλὰ τὸ εὖρος τῆς ὅποιας βελτίωσης καθορίζεται κι αὐτὸ ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν πεπερασμένη μας φύση. Όλα συμβαίνουν πάνω σὲ μία δεδομένη βιολογική στόφα, καμβά.
Οι πρόγονοί μας ἀντιμετώπισαν τὸν θάνατο στοιχισμένοι στην εὐρύτερη αντίληψη τῆς ἐποχῆς ὅτι ἡ ουσία τῶν ὄντων προηγεῖται καὶ τὰ προκαθορίζει. Επομένως ἡ ἐλευθερία, ἀφοῦ δὲν προηγεῖται, ὑπολείπεται. Οπότε, ἂν καὶ μὲ ποικίλες διαφοροποιήσεις και δια βαθμίσεις ποὺ δὲν εἶναι τοῦ παρόντος νὰ ἀναφερθοῦν, δὲν εἶχαν πολλές ἐπιλογές. Ἢ θὰ συμβιβάζονταν μὲ τὰ ὅρια ποὺ θέτει ἡ ἀνθρώπινη φύση. καὶ ὡς ἐκ τούτου θὰ πρόβαλλαν τὴν ἀντίληψη ὅτι ὁ θάνατος εἶναι κάτι φυσιολογικό, ἢ θὰ ἀρκοῦνταν στη βιολογικὴ διαιώνιση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους (Αριστοτέλης) εἴτε θὰ ἰσχυρίζονταν ὅτι ὁ ἄνθρωπος φέρει ἐξ ὑπαρχῆς κάτι ἀθάνατο, κάτι ποὺ δὲν πεθαίνει ποτέ, τὴν ἀθάνατη ψυχή. πρᾶγμα ποὺ τὸν κάνει ισόθεο (Πλάτων). Ὁ ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ θεῖο μέσῳ τοῦ ἰδίου του τοῦ ἑαυτοῦ, μέσῳ τοῦ νοῦ, τῆς ψυχῆς, ἡ ὁποία διασώζει τὶς ἰδέες καὶ τὴν ὕψιστη ἰδέα τοῦ ἀγαθοῦ. Μάλιστα στὸν Τίμαιο ὁ θεὸς καλεῖται δημιουργός, πατὴρ ἀλλὰ καὶ νους25.
Ὅμως οἱ παραπάνω λύσεις κινοῦνται ὅλες στὸ ἐπίπεδο τῆς φύσεως, μὲ ἀποτέλεσμα ἡ ἀνθρώπινη ελευθερία νὰ μὴ μπορεῖ νὰ ἀρνηθεῖ ἢ νὰ ἀλλάξει οὐσιαστικὰ τίποτε. Ἡ ἐλευθερία ἐδῶ εἶναι φυσική, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι μπορεῖ νὰ ἀσκηθεί στο μέτρο ποὺ ἡ φύση τῆς ἐπιτρέπει. Γιὰ τὸν λόγο αὐτόν, στοὺς Ἀθηναίους φάνηκε ὄχι ἁπλῶς ἀδιανόητο, ἀλλὰ τρελό, παρανοϊκὸ καὶ ἀπερίσκεπτο τὸ κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου στην Πνύκα περὶ ἀναστάσεως σωμάτων.
Μία ἐλευθερία ὅμως ὑποτεταγμένη σὲ προϋπάρχουσες πραγματικότητες, σὲ ἀπρόσωπες θεότητες, ἀρχὲς ὅπως ἰδέες, ὕλη, πανδεχές26, ἀναγκαιότητα, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι μία πλήρης ελευθερία, δὲν μπορεῖ κἂν νὰ εἶναι ἐλευθερία. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ ἀρχαιοελληνικό πλαίσιο, ποὺ ἄλλοτε παρουσιάζεται ὡς μονιστικὸ καὶ ἄλλοτε ὡς δυϊστικό, κάνει τὴν ἐμφάνισή του ὁ χριστιανισμὸς ποὺ δίδει τὴ δική του ἀπάντηση. Μόνο που μέσα ἀπὸ τὴ συνάντηση ἑλληνισμοῦ καὶ χριστιανισμοῦ διαμορφώθηκαν σὺν τῷ χρόνῳ δύο βασικὲς ἑρμηνείες, ἡ μία τῆς Ἀνατολῆς καὶ ἡ ἄλλη τῆς Δύσεως, ποὺ παρὰ τὰ κοινὰ σημεῖα των υπάρχει διαφορετική εξήγηση τῶν πηγῶν, καὶ οἱ ὁποῖες ἐπηρέασαν τὸν πολιτισμό.
* Ὁ Ἀλέξανδρος Κατσιάρας είναι Διευθυντής Συντάξεως τοῦ περιοδικοῦ Θεολογία.
ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΦΡΟ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ Η ΝΕΟΟΡΘΟΔΟΞΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ ΚΟΙΜΑΤΑΙ.
ΔΥΣΤΥΧΩΣ, ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΗΣ, Ο ΑΡΧΑΙΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ , Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΙ Ο ΕΠΙΒΙΩΣΑΣ ΣΤΗΝ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ,ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΕΓΩ ΟΥΤΕ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ, ΕΙΧΕ ΨΥΧΗ ΚΑΙ ΝΟΥ.
Σημειώσεις
1. Εἱρμὸς θ' ᾠδῆς. Κανόνας τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.
2. W. J. Schelling. Ἔρευνες γιὰ τὴν οὐσία τῆς ἀνθρώπινης ελευθερίας, μετάφρ. Χρ. Μαρτσέλος, ἐκδ. Ίνδικτος, Ἀθῆναι 1997, σ. 36.
3. Aug. Confessiones VII, 3, 4. Βλ. Αγ. Αυγουστίνου Ἐξομολογήσεις. Εισαγωγή Μετάφραση - Σχόλια Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, τόμ. Α΄, Βιβλία I-VII, ἐκδ. Πατάκη, Αθήνα 1999, σ. 294. Βλ. καὶ Ν. Μπερδιάγιεφ, Πνεῦμα καὶ ἐλευθερία, Δοκίμιον χριστιανικῆς φιλοσοφίας, μετάφρ. Μητρ. Σάμου Εἰρηναῖος, Ἀθῆναι 1952, σ. 183.
4. Ο Jean-Paul Sartre λέγει χαρακτηριστικά: «Η κόλασή μου εἶναι οἱ ἄλλοι» (1-1. Sartre, Κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, μετάφρ. Γρ. Γρηγορίου, [θέατρο], ἐκδ. Αιγόκερως, Αθήνα 1995).
5. Στὴν ἀριστοτελικὴ ὀντολογία, για παράδειγμα, ἐξετάζεται ἐνδελεχώς ἡ πραγματική φύση τοῦ ὄντος, ἡ οὐσία του, ἔννοιες ποὺ πρῶτος εἰσήγαγε ὁ Σταγειρίτης φιλόσοφος. Βλ. Κ. Ρουσσίδη. < H φιλοσοφική σκέψη τοῦ Ἀριστοτέλη τότε καὶ σήμερα: Η αριστοτελική ὀντολογία καὶ τελεολογία». Conatus 2, 1 (2017), σσ. 117-126, ἐδῶ σ. 119.
6. Πρβλ. Ησιόδου Θεογονία, στ. 116-123, ὅπου τὸ Χάος, ἡ Γαία καὶ ὁ Ἔρος ἀποτέλεσαν την πρωταρχική τριάδα ἀπ' τὴν ὁποία γεννήθηκαν οἱ θεοὶ τῆς ἑλληνικής μυθολογίας («ἤτοι μὲν πρώτιστα Χάος γένετ' αὐτὰρ ἔπειτα / Γαὶ εὐρύστερνος, ... ἠδ᾽ Ἔρος, ὃς κάλλιστος ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσι...»).
7. Π.χ. τὰ τέσσερα στοιχεία που δημιουργοῦν τὸν κόσμο (γή, νερό, φωτιὰ καὶ ἀέρας) στη θεωρία τοῦ Ἐμπεδοκλέους τοῦ Ἀκραγαντίνου, ἢ τὸ ἀείζωον πῦρ τοῦ Ἡρακλείτου.
8. Βλ. τὴν πλατωνική θεωρία τῶν Ἰδεῶν ποὺ ἀναπτύσσεται στην Πλάτ. Πολιτεία (514a-520e) μὲ τὸν περίφημο αλληγορικὸ μῦθο τοῦ σπηλαίου.
9. Αριστ. Μετὰ τὰ φυσικά, 980a, 21: «τὸ ὁρᾶν αἱρούμεθα ἀντὶ πάντων».
10. Βλ. Ηρακλείτου Περὶ φύσεως, ἀπ. 30 (Diels-Kranz): «κόσμον τόνδε, τὸν αὐτὸν ἁπάντων, οὔτε τις θεῶν οὔτε ἀνθρώπων ἐποίησεν, ἀλλ᾽ ἦν ἀεὶ καὶ ἔστιν καὶ ἔσται πῦρ ἀείζωον, ἁπτόμενον μέτρα καὶ ἀποσβεννύμενον μέτρα».
11. Βλ. Αλ. Κατσιάρας, «Προλογικό. Ελευθερία», Θεολογία, τ. 92, 3 (2021), σσ. 5-10, ἐδῶ σ. 8.
12. Μὲ τὴ φράση: «οὐδεὶς ἑκὼν κακός» [παράφραση τῶν χωρίων: «οὐδ᾽ ἔστι τοῦτο, ὡς ἔοικεν, ἐν ἀνθρώπου φύσει, ἐπὶ ἃ οἴεται κακὰ εἶναι ἐθέλειν ἰέναι ἀντὶ τῶν ἀγαθῶν» (Πλάτ. Πρωταγόρας 358d) καί «οὐ γὰρ ἑκὼν ἁμαρτάνει» (Πλάτ. Πολιτεία 589c), ποὺ ἀποδίδονται στὸν Σωκράτη ἀπὸ τὸν Πλάτωνα], ἐκδηλώνεται ἡ πεποίθηση ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν πράττει τὸ κακὸ μὲ τὴ θέλησή του, ὑπὸ τὴν ἔννοια ὅτι κανείς, ἐνῶ γνωρίζει ὅτι κάτι εἶναι κακό, δὲν τὸ πράττει. Ο Σωκράτης υποστήριζε ὅτι μόνο μὲ τὴ γνώση τοῦ πραγματικὰ καλοῦ καὶ τοῦ πραγματικὰ κακοῦ (ἄποψη ποὺ συνδέεται μὲ τὴν ἰδέα τῆς ὑπάρξεως μιᾶς ἀντικειμενικῆς ἀλήθειας) μπορεῖ νὰ ἀποφεύγει κάποιος τὸ κακό, ἀναγνωρίζοντας τη γνώση αὐτὴ ὡς ἀρετή.
13. Ησιόδου Ἔργα καὶ ἡμέραι, στ. 109-201, ὅπου παρουσιάζονται σε φθίνουσα σειρά τὰ πέντε γένη τῶν ἀνθρώπων: χρύσεον, ἀργύρεον, χάλκειον, ἡρώων θεῖον γένος καὶ σιδήρεον.
14. Ο Οβίδιος ἀκολουθεῖ τὸν παρόμοιο μὲ τὸν ἡσιόδειο μῦθο τῶν Τεσσάρων Γενεών στο βιβλίο 1, 89-150 τῶν Μεταμορφώσεων, παραλείποντας τὸ ἡρωικὸ γένος.
15. Βλ. Π. Ι. Ηλιόπουλος. Η Ειμαρμένη στὴν ἀρχαία φιλοσοφία. Μεταφυσικές Φυσικές – Γνωσιολογικές – Ηθικές Θεωρήσεις, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2022.
16. Βλ. Β. Μ. W. Knox, The Heroic Temper: Studies in Sophoclean Tragedy, University of California Press, Berkeley & Los Angeles 1964, σ. 96 κ.έ: «[Η Αντιγόνη] ἐπικαλεῖται τὴ θεϊκὴ δικαιοσύνη, ποὺ εἶναι ἀνώτερη ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπινους νόμους καὶ τὸν ὀφειλόμενο σεβασμὸ στοὺς νεκροὺς καὶ τοὺς χθόνιους θεούς (Αντ. 519. 749) [...]. Στην ἀρχαία ἑλληνικὴ πραγματικότητα, ὅμως, ἡ σχέση ανάμεσα στὸ θεῖον καὶ τὴν φύσιν, εἶναι ἰδιαίτερα στενή».
17. Γιὰ τὸ ζήτημα τῆς ὕβρεως καὶ τῶν συνακόλουθων ἄτης, νεμέσεως, τίσεως βλ. μεταξὺ πολλῶν. Σπ. Καλαμάκης, Υβρις, ἐκδ. Αγγελάκη, Αθήνα 2017.
18. Βλ. Αἰσχύλου Χοηφόροι καὶ Εὐμενίδες καὶ Εὐριπίδου Ὀρέστης.
19. Εὐρ. ἀπ. 5.
20. Χαρακτηριστικό παράδειγμα εἶναι ἡ περίπτωση τοῦ Προμηθέα, τοῦ παλαιοῦ θεοῦ τῶν Τιτάνων που τιμωρεῖται σκληρὰ ἀπὸ τὸν νέο θεό, τὸν Δία· βλ. Ἡσιόδου Θεογονία, στ. 507-569 καὶ Αἰσχύλου Προμηθεύς Δεσμώτης, στ. 436-506.
21. Εἶναι πολὺ χαρακτηριστικὰ γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ τὰ ἐπιτύμβια ἐπιγράμματα· βλ. Παλατινή Ανθολογία, βιβλίο VII, που περιέχει 748 ἐπιτύμβια ἐπιγράμματα πραγματικὰ ἢ φανταστικά- σε τάφους γνωστῶν καὶ ἀγνώστων προσώπων. Μιὰ ψυχαναλυτικὴ μελέτη τῆς τροποποίησης τοῦ σώματος, μετάφρ. Κ. Ζερβός, ἐκδ. Αρμός, Αθήνα 2016, σ. 29).
22. Πινδάρου Πυθιόνικοι, VIII, στ. 95-97: «ἐπάμεροι τί δέ τις; τί δ' οὗ τις; σκιᾶς ὄναρ / ἄνθρωπος. ἀλλ᾽ ὅταν αἴγλα διόσδοτος ἔλθῃ, / λαμπρὸν φέγγος ἔπεστιν ἀνδρῶν καὶ μείλιχος αἰών» (βλ. Πινδάρου «Πυθιόνικοι», μετάφρ. Γ. Οικονομίδης, εἰσαγωγὴ & σχόλια Δ. Ἰακώβ, ἐκδ. Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 1994).
23. A. Lemma, Tattoo, Piercing Botox, Cosmetic (Ελληνική έκδοση: Κάτω ἀπὸ τὸ Δέρμα.
24. Αριστοτέλους. Περὶ ζώων γενέσεως, 731b, 32-7324, 1.
25. Πλάτ. Τίμαιος 41a: «θεοὶ θεῶν, ὧν ἐγὼ δημιουργὸς πατήρ τε ἔργων» 68e: «ὁ τοῦ καλλίστου τε καὶ ἀρίστου δημιουργός» βλ. καὶ 484, 69c.
26. Πλάτ. Τίμαιος 51a.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου