Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

HANS URS VON BALTHASAR--ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEO-LOGIK) (88)

Συνέχεια από Πέμπτη, 9 Μαρτίου 2023

                               
                                          HANS URS VON BALTHASAR
                                           ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ (THEOLOGIK)
                                                         Τρίτος Τόμος

                ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ (DER GEIST DER WAHRHEIT)
(Οι δύο προηγούμενοι τόμοι: 1) Αλήθεια τού κόσμου (Wahrheit der Welt), 2) Αλήθεια τού Θεού (Wahrheit Gottes) )
                                                    Johannes Verlag, 1987

                                                   4. ΓΙΑ ΤΟ ΦΙΛΙΟΚΒΕ
                                          6. ΠΝΕΥΜΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟ


γ) Εμπειρία τού Πνεύματος


Μπορεί άραγες να γνωρίζη ο άνθρωπος, αν κατοική εντός του το Άγιο Πνεύμα, κι αν επενεργή, ως «η άκτιστη αγάπη», τη χάρη τής «κτιστής αγάπης» σ’ αυτόν; Το ερώτημα αυτό απασχόλησε ήδη τούς Πατέρες, ο δε Μοντανισμός και ο Μεσσαλιανισμός το έθεσαν, με την απροκάλυπτη κατάφασή τους, απερίφραστα ενώπιόν τους, παρωθώντας τους σε προσεχτικές μεν, αλλά όχι απλώς απορριπτικές τοποθετήσεις (Διάδοχος της Φωτικής και τα κηρύγματα του Λέοντα του Μεγάλου), ενώ απασχόλησε τον Μεσαίωνα, υποχρεώνοντάς τον σε λεπτές διακρίσεις· απέναντι στην απόλυτη δε κατάφαση των Μεταρρυθμιστών, η Σύνοδος του Τρέντου εκλήθη να εκφράση ένα προσεχτικό και πάλι, διακριτικό Όχι. Το ερώτημα ωστόσο, το οποίο και κρίθηκε με τη Σύνοδο αυτή θεολογικά, εμφανίζεται παρ’ όλ’ αυτά συνεχώς εκ νέου, εντελώς μάλιστα ανοιχτά στην εποχή μας, εφ’ όσον στον «εκκοσμικευμένο κόσμο» μας η δύναμη μιας «εμπειρίας» παρουσιάζεται ως απαραίτητη για την απόκτηση και διατήρηση της χριστιανικής πίστης (σε παιδιά και ενήλικες). Η λέξη «εμπειρία» γράφεται σήμερα – όσο «πολυσήμαντη» και απεριόριστη κι αν είναι – με μεγάλα παντού γράμματα. Κάποια απ’ αυτά τα οποία θα ειπωθούν εδώ εν συντομία γι’ αυτό το θέμα, αφορούν ήδη στο θέμα το οποίο θα αναπτύξουμε αμέσως μετά, τη διάκριση δηλ. των πνευμάτων. Το ερώτημα τίθεται ωστόσο εδώ κατ’ αρχάς ως «απλό»: Μπορεί άραγες να έχη ο χριστιανός την εμπειρία τής παρουσίας τής χάριτος του Αγίου Πνεύματος στον εαυτό του;

Το βασικό αυτό πρόβλημα εμφανίζεται ήδη στην «απόφανση» του αγίου Θωμά (Ακινάτη…), ότι το Άγιο Πνεύμα μπορεί να ενεργήση στην πνευματική μας φύση μόνον επειδή διαθέτουμε ήδη μιαν αγαπητική, εκ Δημιουργίας, δύναμη. «Μ’ αυτό δεν αποκλείεται το ότι το Άγιο Πνεύμα, που είναι η άκτιστη αγάπη, μπορεί να κινήση την ψυχή τού ανθρώπου, που διαθέτει μια κτιστή αγάπη, σε μια πράξη αγάπης, όπως κινεί άλλωστε όλες τις υπάρξεις στις πράξεις τους ο Θεός, στις οποίες κλίνουν ωστόσο λόγω τής ίδιας τους της δυνατότητας. Συνάπτοντάς τα έτσι όλα μ’ έναν ήπιο τρόπο, εφ’ όσον δίνει σε όλα εκείνες τις (φυσικές) δυνατότητες και δυνάμεις, που τα οδηγούν να τείνουν προς αυτό, προς το οποίο ο ίδιος τα κινεί, ώστε να μην το επιδιώκουν εξαναγκαστικά αλλά εκούσια (sponte)». Θα μπορή όμως ο κατ’ αυτόν τον τρόπο «κινητοποιημένος» άνθρωπος να διακρίνη, αν κινείται στη βάση τής ίδιας της φυσικής του τάσης ή λόγω μιας υπερφυσικής παρώθησης του Πνεύματος; Ο Θωμάς απαντά ξεκάθαρα σ’ αυτό: «Όποιος διαθέτει την υπερφυσική αγάπη, μπορεί να υποθέση, βασισμένος σε πιθανά «σημεία», ότι διαθέτει αυτήν την αγάπη…, αλλά κανείς δεν μπορεί να το γνωρίζη με σιγουριά, εκτός αν του το αποκαλύψη ο ίδιος ο Θεός», μια αβεβαιότητα που προκύπτει εξάλλου «απ’ την ομοιότητα ανάμεσα στη φυσική και τη χαρισματική αγάπη». Ακόμα δε και η ευχαρίστηση (delectatio) με την οποία επιτελεί μια πράξη «δεν αποτελεί επαρκή απόδειξη». Αν είναι π.χ. βέβαιος, ότι αγαπά έναν συνάνθρωπο, «δεν γνωρίζει ωστόσο απολύτως, αν πρόκειται για μιαν προερχόμενη απ’ το Άγιο Πνεύμα αγάπη – caritas». Θα μπορούσε δηλ. να πρόκειται για μιαν «αποκτηθείσα απλώς συνήθεια - habitus acquisitus». Ο Θωμάς ανακεφαλαιώνει έτσι σαφώς όσα έχει ήδη πη ή και θα πη, με διαφορετικό εν μέρει τρόπο, πριν και μετά απ’ αυτόν ο σχολαστικισμός.

Απέναντι σ’ αυτήν τη διδασκαλία δεν μπορούμε να θέσουμε ούτε τις «εξηγήσεις» τού αγίου Θωμά (Ακινάτη…) για τα δεδωρημένα στις θεϊκές και φυσικές αρετές «χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος», τα οποία και δίδονται στους αξίους, ώστε «να υπακούν ευχαρίστως και γρήγορα στο Άγιο Πνεύμα», και περιγράφονται ως «θεϊκά ένστικτα» - instictus divinus (κατά τον Αριστοτέλη). Καθώς κι αυτά βασίζονται κατ’ ουσίαν στην πίστη, αποκλείοντας έτσι κάθε αμφιβολία για την προέλευσή τους. Μια τέτοια πίστη θα μπορούσε να χαρακτηρισθή με την παύλεια έννοια ως μια ύπαρξη που έχει συναποθάνη και συναναστηθή εν Χριστώ, όπου το δεδωρημένο σε μας και ανακράζον «Αββά, ο πατήρ» Πνεύμα μάς εισάγει απλώς (( ! )) βαθύτερα στη συν-υιοθεσία μαζί με τον Χριστό. Ενώ το ίδιο ισχύει και για τη διδασκαλία που «αναπτύσσεται» στην Α’ Επιστολή τού Ιωάννη, όπου η δεδωρημένη σε μας μέσω τού «χρίσματος» με το Πνεύμα «γνώση» εμφανίζεται μεν ως αδιάπτωτη, συνοδευόμενη ωστόσο πάντοτε από τούς εν μέρει πολύ συγκεκριμένους «όρους» τής χριστιανικής μεταστροφής, όπως είναι π.χ. μια ενεργητική αγάπη προς τον πλησίον, η τήρηση των εντολών, αλλά και η γνώση ότι είμαστε αμαρτωλοί και χρειαζόμαστε άφεση των αμαρτιών, καθώς και η έως τέλους «παραμονή» μέσα απ’ όλους τούς πειρασμούς στη διδασκαλία, κι όλ’ αυτά, όπως τονίζεται, εν πίστει. Η καθοδήγηση μέσω τού Πνεύματος και η υποδοχή τής μαρτυρίας του δεν υφίσταται καν δίχως την εξάσκηση της εντολής τής αγάπης στη σύνολη ζωή τού χριστιανού.

Δεν μπορούμε έτσι παρά να συμφωνήσουμε με τη «συνετή» τριπλή διαβάθμιση της χριστιανικής πνευματικής εμπειρίας από τον Jean Mouroux. Ο οποίος και επιμένει στο ότι η χριστιανική εμπειρία, της οποίας και καταφάσκεται η ύπαρξη, μπορεί να αποκτηθή μόνο μέσα απ’ το σύνολο της ανθρώπινης στάσης και συμπεριφοράς. Διακρίνονται τρία λοιπόν εδώ επίπεδα: εκείνο τού «εμπειρικού βιώματος», που τα συμπτώματά του (παρηγοριά, ενθουσιασμός, και κάθε μορφή «συναισθηματικής» εμπειρίας τής θεότητας) μένουν πάντα αμφίβολα: «Η θρησκευτική εμπειρία εμφανίζεται ως μια ιδιαιτέρως δομημένη εμπειρία, που είναι αδύνατο να θεωρηθή στοιχειωδώς ή απλώς, ενώ δεν μπορεί προπαντός να περικλεισθή στη σφαίρα τού αισθήματος (sentir)». Το δεύτερο επίπεδο είναι εκείνο τής «πειραματικής εμπειρίας», βασισμένο σε μια συνειδητά χρησιμοποιούμενη τεχνική και μια παραγόμενη έτσι απ’ το (ίδιο το) υποκείμενο εμπειρία. Εδώ θα ανήκαν ασφαλώς – μη διαπραγματευμένες περαιτέρω απ’ τον ίδιον τον Mouroux – οι ανατολικές εκείνες μέθοδοι προς επίτευξη συγκεκριμένων «θρησκευτικών» εμπειριών, αλλά και κάποια από όσα αναμφίβολα συμβαίνουν στον χώρο τής Εκκλησίας (( ! )) . Το δε τρίτο, και μόνο αμφισβητούμενο επίπεδο είναι αυτό που ο συγγραφέας αποκαλεί “expérientiel” – «βιωματικό», μια λέξη που δεν μπορεί να αποδοθή με καμμιάν αντίστοιχη γερμανική, που γίνεται ωστόσο σαφής απ’ όσα την ακολουθούν: «μια εμπειρία που αποκτάται μέσα απ’ την ολότητα της ζωής ενός προσώπου». Η ολότητα αυτή μπορεί να θεωρηθή ως κάτι το ενιαίο μόνο μέσα από μια σύγκλιση πολλών «σημείων», και μάλιστα τέτοιων που «ολοκληρώνονται ιεραρχικώς κλιμακούμενα», μεταβαλλόμενα κατ’ αυτήν την ολοκλήρωση «στην απλότητα» μιας ύπαρξης για τον Θεό (και άρα για το έργο του σ’ αυτόν τον κόσμο), στην οποίαν η ίδια η «απλότητα» ολοκληρώνει (ενσωματώνοντάς το) κάθε τι το εσωτερικά και εξωτερικά τυχαίο ή συμβεβηκός. Και πρόκειται τότε για μιαν ύπαρξη που γεννιέται (μεν) απ’ την κατά Παύλον πίστη, χωρίς να επιτρέπεται όμως απ’ την άλλη, κατά τον Θωμά (και αντίθετα προς τη βεβαιότητα πίστεως των Μεταρρυθμιστών), να εκληφθή ως ένα αναμφισβήτητο κριτήριο, αλλά να χρειάζεται να επαληθευθή στη γνησιότητά της μέσα απ’ τα χαρακτηριστικά μιας ζωντανής και πιστής (ανθρώπινης) ύπαρξης (μέσα από συγκεκριμένα άρα «σημεία»).

( συνεχίζεται )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου