Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας(6)

 Συνέχεια από:Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας

Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984

Κεφάλαιο 1: Το περί Ιστορίας ερώτημα ε

Η αύξηση της ιδέας της προόδου και η κατάρρευση της φύσεως, ως κριτηρίου ανθρώπινης διαγωγής, οδήγησε στην μοντέρνα έννοια της ιστορίας. Και ενώ η φύση μέχρι εκείνη την στιγμή φαινόταν να διαμορφώνει ένα λογικό όλο, σε σύγκριση προς τη μη λογικότητα και τα καπρίτσια των ανθρώπινων υποθέσεων, η ανακάλυψη της λογικής ανθρώπινης ελευθερίας, η οποία υπερβαίνει την φύση, οδήγησε τόσο στην παραδοχή για τη μη πληρότητα ή ανεπάρκεια της φύσης, όσο και στη διαπίστωση της θεμελιώδους λογικότητας των ανθρώπινων υποθέσεων. Η νεωτερικότητα λοιπόν κατέληξε να φανταστεί την ανάπτυξη της ανθρώπινης ελευθερίας, εντός, αλλά και ως πρόοδο, ως θεμελιώδη αλήθεια της πραγματικότητας. Ήταν αυτή η νέα αντίληψη περί των ανθρώπινων υποθέσεων, ως λογικής εξέλιξης, η οποία οδήγησε στην έννοια της ιστορίας ως res gestae.

Η μοντέρνα αντίληψη περί ιστορίας εμφανίστηκε στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα στα έργα των Vico, Montesquieu, Voltaire, Gibbon, Herder, Turgot, Condorcet και άλλων. Ενώ λίγοι από τους συγγραφείς αυτούς εξετάζουν την ιστορία ως όλο, όλοι τους ήταν ανυπόμονοι να καταδείξουν την πραγματικότητα της προόδου, που ήταν υπεύθυνη για την ανωτερότητα της νεωτερικότητας ως προς την αρχαιότητα. Με αυτή την έννοια, η ιστορία δεν είναι απλώς η ιστορία του ανθρώπου, αλλά η ιστορία της έκπτυξης του αιώνιου, εντός και δια μέσου του ανθρώπου. Και το τέλος ή ο σκοπός της ιστορίας, είναι η πλήρης κατάκτηση και εκλογίκευση της φύσεως, η τέλεια ιδρυματοποίηση της εκκοσμικευμένης και θεμελιωδώς λογικής πολιτείας του Θεού. Η αναγνώριση αυτή του λογικού σκοπού στην ιστορική ανάπτυξη, γεμίζει το ηθικό και πολιτικό κενό, το οποίο άφησε η κατάρρευση της διδασκαλίας περί φυσικού δικαίου. Η ιστορία παρουσιάζει ένα λογική κριτήριο το οποίο ανυψώνει τον άνθρωπο πάνω από την απλή συμβατικότητα ή τόν ασταθή υποκειμενισμό, καθώς επιτρέπει στον άνθρωπο να κρίνει όλες τις συμβατικότητες με όρο καί μέτρο το στάδιο της προόδου τους προς την τελείως δίκαιη κοινωνία, που είναι το λογικό τέλος της ιστορίας.

Η διδασκαλία περί της προόδου της ιστορίας, δεν εγκαθίδρυσε μόνο κριτήρια δικαιοσύνης και δικαίου, βάσει των οποίων αξιολογείται η συμπεριφορά και οι πολιτικοί θεσμοί, αλλά δημιουργεί ένα στόχο ή προορισμό για την ανθρωπότητα και μια επακόλουθη ιστορική ευθύνη ή ηθική προσταγή. Η συνειδητή αναγνώριση της μέχρι τότε ασυνείδητης ανάπτυξης της ιστορίας και του απαραίτητου στόχου ή τέλους της, οδηγεί στην υποχρέωση, όπως το αντελήφθη ο Condorcet για παράδειγμα, να επιταχυνθεί η ιστορική εξέλιξη, και να συντομευθεί με τον τρόπο αυτό η πορεία του ανθρώπου προς την τελειότητα. Με τον τρόπο αυτό, η ιδέα της ιστορικής προόδου καταλήγει στη διδασκαλία της επιτάχυνσης και κινητοποίησης. Όλες οι προσπάθειες του ανθρώπου πρέπει να στραφούν προς τον σκοπό αυτό, και κάθε αντίσταση κατανοείται ως συνέπεια των φυσικών, προσωπικού συμφέροντος και άλογων παθών, τα οποία πρέπει να καταπολεμηθούν. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο ανυπότακτος πρέπει να εξαναγκαστεί να είναι ελεύθερος, και όλοι οι άνθρωποι να υποχρεωθούν να υπακούν στον νόμο της παγκόσμιας λογικής, που είναι το απαραίτητο θεμέλιο για την ανθρώπινη τελειότητα. Η ανάδυση της ιστορίας οδηγεί λοιπόν τον άνθρωπο, όχι στην κοινωνική μεταρρύθμιση μέσα στα πλαίσια ενός επεκτατικού φιλελευθερισμού, αλλά στον χιλιασμό και την επανάσταση.

Οι Γάλλοι επαναστάτες κατέχονταν από το όραμα ενός λογικού κράτους, και τους κινητοποιούσε μια ηθική επιταγή αυτού που αντιλαμβάνονταν ως το ιστορικό τους καθήκον, το οποίο επιζητούσαν να καταστήσουν θεσμό. Οι επαναστάτες, για να είναι σίγουροι, επιδίωξαν να θεραπεύσουν πραγματικές αδικίες, αλλά η θεραπεία τους ήταν χιλιαστική. Αναγνώριζαν πως η βία ήταν κάτι κακό, αλλά πίστευαν πως η επαναστατική βία, κατευθυνόμενη από αληθινή κατανόηση της παγκόσμιας ιστορίας και των παγκόσμιων δικαιωμάτων, θα μπορούσε να δώσει τέλος σε όλα τα κακά και να εγκαθιδρύσει μια λογική κοινωνία των παγκόσμιων liberté, égalité και fraternité. Η επαναστατική βία είχε την νομιμοποίηση ως κακό το οποίο έδωσε τέλος σε όλα τα κακά, που ελευθέρωσε τον άνθρωπο εν τέλει από την τυραννία των φυσικών του ορμών. Οι φωτεινές απαρχές της Επανάστασης δεν κατέληξαν βέβαια σε μια παγκόσμια δικαιοσύνη αλλά στην Τρομοκρατία και ένα πανευρωπαϊκό πόλεμο. Η προσπάθεια εγκατάστασης της χιλιετούς βασιλείας επέφερε την κυριαρχία της βίας και του θανάτου. Αυτό το γεγονός οδήγησε σε μια γενική αναθεώρηση της επανάστασης και της αντίληψης περί ιστορίας και των δικαιωμάτων που βρίσκονταν στην καρδιά της.

Υπήρξαν βέβαια αυτοί που προσπάθησαν να απαλλάξουν την ιδέα της επανάστασης από την αποτυχία της Επανάστασης. Ισχυρίστηκαν πως η Επανάσταση απέτυχε όχι λόγω κάποιας ενδογενούς ανθρώπινης αλογίας, η οποία εμφανίστηκε όταν αφαιρέθηκαν όλοι οι παραδοσιακοί περιορισμοί, αλλά επειδή δεν ήταν ακόμα καιρός, ή επειδή η Επανάσταση υπονομεύθηκε από τα εγωκεντρικά συμφέροντα της νέας, αλλά αναίσχυντης ολιγαρχίας, ή διότι η Επανάσταση δεν ήταν αρκετά ριζική ή άκαρδη, με αποτέλεσμα η παλιά άρχουσα τάξη να μπορέσει να προβάλει επιτυχή αντίσταση, που γύρισε τον άνθρωπο πίσω στην πύλη του παραδείσου. Ισχυρίστηκαν, εν συντομία, πως η αποτυχία της Επανάστασης δεν ήταν αποτυχία σε επίπεδο αρχών, αλλά αποτέλεσμα ατυχήματος ή περιστάσεων, και πως η επανάσταση ήταν συνεπώς απαραίτητο και νόμιμο μέσο για μια δίκαιη και λογική κοινωνία.

Κάτω από την προοπτική του φανατισμού και της βίας που συνοδεύει συχνά μια τέτοια φιλοσοφία της επανάστασης, δεν εκπλήσσει το γεγονός, πως εκείνοι που ήταν σταθεροί υποστηρικτές της ιδέας της προόδου, πήραν εδώ το μέρος επαναστατών και προσπάθησαν να διατυπώσουν μια θεωρία της ιστορίας, η οποία κατεδείκνυε την αναγκαιότητα της προόδου, αλλά αρνιόταν την συνεπαγόμενη αναγκαιότητα της επανάστασης. Η διατύπωση μιας τέτοιας θεωρίας ήταν ο αυτό-επιβεβλημένος στόχος της άγγλο-γαλλικής ιστορικής παράδοσης.

Η παράδοση αυτή παρέκκλινε μόνο λίγο από την έννοια της ιστορικής προόδου, όπως την συνέλαβε ο Διαφωτισμός, δηλαδή, μέσω της κατάκτησης και υποταγής της φύσεως με τη βοήθεια της επιστήμης. Η παράδοση αυτή όμως, αντί της επανάστασης, προτιμά την εφαρμογή της μεθοδολογίας της φυσικής επιστήμης στις ιστορικές ή κοινωνικές επιστήμες, προς δημιουργία μιας λογικής βάσεως για τη δημόσια πολιτική και μεταρρύθμιση. Παρά την γενική αυτήν απέχθεια προς την επανάσταση, δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο, εάν η παράδοση αυτή προστατεύει επαρκώς από αυτήν (την επανάσταση). Εφόσον λοιπόν αποδέχεται την ιδέα της προόδου και της επιτάχυνσης, είναι δύσκολο να δούμε, πως μπορεί να απορρίπτει την επανάσταση, πέραν λόγων γενικού ή προσωπικού συμφέροντος. Δεν υπάρχει όμως κάποιο εμπόδιο για την επανάσταση, το οποίο να βασίζεται σε οποιεσδήποτε αρχές, και η παράδοση αυτή κινδυνεύει διαρκώς να πέσει από τον φιλελευθερισμό και μετριασμό τον οποίο επαγγέλλεται. Η άγγλο-γαλλική παράδοση λοιπόν δεν παρουσιάζει στην πραγματικότητα κάποια εναλλακτική στην ιδέα της προόδου και της επανάστασης, όπως τις συνέλαβε ο Διαφωτισμός. Αυτό συμβαίνει εν μέρει λόγω της απαξίωσης της φύσεως χάριν της ελευθερίας και της διάνοιας. Το τέλος της ιστορίας είναι επομένως πάντοτε ουτοπικό, πάντοτε μια άρνηση της φύσεως, και επομένως και της ανθρώπινης φύσεως. Αυτό που απαιτείται είναι μια πιο θεμελιώδης και επισταμένη μελέτη του θεμελίου της σχέσης φύσεως και ελευθερίας. Την αποστολή αυτή ανέλαβε πρώτος ο Γερμανικός Ιδεαλισμός.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου