Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας(5)

 Συνέχεια από: Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Hegel, Heidegger και το θεμέλιο της Ιστορίας

Michael Allen Gillespie
The University of Chicago Press, 1984

Κεφάλαιο 1: Το περί Ιστορίας ερώτημα δ


Η μοντέρνα αυτή διδασκαλία όμως, περί φυσικού δικαίου, στηρίζεται σε αδύναμα θεμέλια, καθώς το ύστατο κριτήριο για την νεωτερικότητα δεν είναι η φύση, αλλά ο άνθρωπος. Και το καθοριστικό στοιχείο δεν είναι η φυσική αναγκαιότητα, αλλά η ανθρώπινη ελευθερία. Ως αυτοσυνειδησία, ο άνθρωπος δεν είναι μόνο μέσα στον εαυτό του, αλλά και για τον εαυτό του, δηλαδή δεν είναι απλώς υποκείμενος στον καθολικό νόμο της φυσικής αιτιότητας, αλλά υψώνεται πάνω από αυτόν στο βασίλειο της ελευθερίας. Το να είναι ελεύθερος με την έννοια αυτή, σημαίνει να είναι ελεύθερος από τους νόμους της φύσεως, από τα δεσμά των παθών. Η ελευθερία αυτή λοιπόν, δεν είναι ασυδοσία ή καπρίτσιο, αλλά ελευθερία να ζήσει σύμφωνα με τους λογικούς νόμους. Να είναι ελεύθερος λοιπόν, σημαίνει να είναι λογικός. Το να είναι λογικός όμως, σημαίνει να είναι αυτοσυνείδητος με την πληρέστερη σημασία, να ανυψωθεί από την κατάσταση της αντιδραστικής συνείδησης, στην κατάσταση της πλήρους αυτοσυνειδησίας, όπως εγώ=εγώ. Το να είναι κανείς λογικός με την έννοια αυτή, σημαίνει να είναι ταυτόσημος με τον εαυτό του και όχι αντιφατικός, να είναι ένα εγώ ή ένα υποκείμενο σε αντίθεση προς ένα μη εγώ ή ένα αντικείμενο. Ελευθερία λοιπόν είναι η απελευθέρωση από τη φύση και τη φυσική επιθυμία, από κάθε τυραννία της αντικειμενικότητας. Η αναγνώριση της υποκειμενικότητας όμως, είναι κατά κάποιο τρόπο και αναγνώριση πως όλοι οι άνθρωποι είναι υποκείμενα, που δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα, δηλαδή ως κάτι απλώς φυσικό, και οι οποίοι επομένως πρέπει να ελευθερωθούν από την τυραννία της φυσικής επιθυμίας. Μια τέτοια απελευθέρωση όμως, μπορεί να επιτευχθεί μόνο εάν ο άνθρωπος και η φύση υπόκεινται στους νόμους της λογικής, εάν η φύση καταστεί υποκείμενο. Η μοντέρνα αντίληψη περί ανθρώπου ως ελεύθερου και λογικού υποκειμένου υποσκάπτει το φυσικό δίκαιο και γεννά την αντίληψη, πως η ίδια η φύση πρέπει να υπερβαθεί.

Παρά την επίθεση στον Χριστιανισμό, η νεωτερικότητα ολοκληρώνει κατά κάποιο τρόπο το πρόγραμμα του Χριστιανισμού. Ο άνθρωπος ως αυτοσυνειδησία βρίσκεται μεταξύ του επίκαιρου και του αιώνιου. Με το επίκαιρο συνδέεται δια της συνείδησης ή αίσθησης, και με το αιώνιο δια της αυτοσυνειδησίας ή αντανακλαστικότητας (reflectivity). Είναι όμως ενδοσκόπηση, και αυτό είναι το σημαντικό. Ο Λούθηρος ισχυρίστηκε για παράδειγμα, πως οι άνθρωποι (ως άτομα) μπορούν να γνωρίσουν τις ύψιστες αλήθειες, δηλαδή τις αλήθειες περί Θεού, δια της συνειδήσεως, δηλαδή δια της ενδοσκοπικής εξέτασης των ψυχών τους. Κατά παρόμοιο τρόπο, ο Leibniz θεωρεί πως η ουσία της συνειδητής αντίληψης ή η αυτοσυνειδησία, που σκέφτεται τον εαυτό της, σκέφτεται επίσης το ον, την ουσία και τον Θεό. Αυτό δεν σημαίνει πως για την νεωτερικότητα ο άνθρωπος είναι Θεός-αν και το αποκορύφωμα της πτυχής αυτής της νεωτερικότητας, που είναι η έννοια του υπερανθρώπου στον Nietzsche, πλησιάζει αυτή την παραδοχή- αλλά μάλλον πως ο άνθρωπος είναι ο ενεργών παράγοντας (agent) του απολύτου ή του αιωνίου μέσα στο επίκαιρο. Η ελευθερία, η οποία αναδύεται από την αυτοσυνειδησία, επιβάλλει στον άνθρωπο τη θεμελιώδη υποχρέωση να αρθεί πάνω από την φύση και τις φυσικές επιθυμίες, και να μεταμορφώσει και τα δυο σύμφωνα με τους νόμους της λογικής. Το καθήκον του ανθρώπου, όπως το αντιλαμβάνεται η νεωτερικότητα, καθορίζεται από την μοναδική γι’ αυτόν πρόσβαση στο αιώνιο-πρέπει να πραγματοποιήσει τη Βασιλεία του Θεού στην κοιλάδα αυτή των δακρύων, υποτάσσοντας την ωμή φύση στους ανθρώπινους νόμους της λογικής.

Η έννοια αυτή της έκπτυξης της ανθρώπινης ελευθερίας και της διάνοιας, σε αντίθεση προς την φύση, γέννησε την ιδέα της προόδου. Η μεταμόρφωση αυτή όμως προϋποθέτει την εξέλιξη της συνείδησης σε αυτοσυνειδησία και την επακόλουθη απελευθέρωση του ανθρώπου από την φύση. Σύμφωνα με την αντίληψη της νεωτερικότητας, η εξέλιξη αυτή είναι αποτέλεσμα εμπειρίας, δηλαδή δοκιμής και σφάλματος, που είναι ενσωματωμένη στη μνήμη και μεταδίδεται μέσω της παιδείας. Η πρόοδος επομένως, είναι συνέπεια της αθροιστικής εμπειρίας της ανθρωπότητας. Η απόδειξη περί της προόδου αυτής (για την νεωτερικότητα) ήταν η εκδήλωση της ανωτερότητας των φυσικών επιστημών και η απελευθέρωση του ανθρώπου μέσω της μοντέρνας ηθικής και πολιτικής. Ο Francis Bacon για παράδειγμα, θεωρούσε τις ανακαλύψεις του Κολόμβου και του Κοπέρνικου ως επίδειξη της ανωτερότητας της νεωτερικότητας επί της αρχαιότητας, και ο Βολτέρος έβγαλε το προφανές, αν και από πολλές απόψεις γελοίο συμπέρασμα, πως οι νεαροί απόφοιτοι των σχολείων της εποχής του, γνώριζαν περισσότερα πράγματα από τους φιλοσόφους της αρχαιότητας. Η ανθρώπινη ανάπτυξη ήταν προηγουμένως μια ασυνείδητη πρόοδος, από την απλή συνείδηση και τη σκλαβιά στην φυσική επιθυμία προς την αυτοσυνειδησία και την ελευθερία του αυτό-καθορισμού. Με την εμφάνιση όμως της αυτοσυνείδητης ανθρωπότητας και την αναγνώριση της ανθρώπινης ελευθερίας, δεν ήταν απαραίτητο να είναι τυχαία και επίπονη, αλλά μπορούσε να κατευθυνθεί και να επιταχυνθεί από την συνειδητή εφαρμογή της λογικής (reason).

Καραδοκούσαν βέβαια κίνδυνοι μέσα στην ιδέα της προόδου, τους οποίους η νεωτερικότητα δεν είχε αντιληφθεί. Οι αρχαίοι, μεταξύ των οποίων ο Λουκρήτιος, θεωρούσαν πως πρόοδος υπάρχει στην περιοχή της συμβάσεως, στην αυξανόμενη τελειότητα των τεχνών. Η συμβατική ή τεχνική αυτή πρόοδος, περιοριζόταν από και υπάγονταν στην τάξη της φύσεως, σύμφωνα με τους αρχαίους. Η μοντέρνα αντίληψη περί προόδου όμως, οραματίζεται την κατάκτηση και την επακόλουθη υποταγή και μεταμόρφωση της φύσεως από την ανθρώπινη ελευθερία, εξοπλισμένη με μια ανώτερη γνώση των μυστικών της φύσεως και μια υψηλά ανεπτυγμένη τεχνολογία. Η ιδέα της προόδου επομένως, παριστάνει μια αντιστροφή της αρχαίας σχέσης φύσεως και σύμβασης, και είναι απλώς μια πληρέστερη έκφραση της ουσιαστικής αλήθειας της νεωτερικότητας, πως το μέτρο και κύριος όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος, και όχι η φύση ή ο Θεός. Η σημασία της διδασκαλίας αυτής για την ανθρώπινη ζωή, καθίσταται πλήρως εμφανής κατά τον Διαφωτισμό.

Η διαγωγή του ανθρώπου καθοριζόταν για τους αρχαίους από τις συμβάσεις που έθεταν τα κριτήρια για το σωστό και το λάθος, και για τον έπαινο και την επίπληξη των ανθρώπινων πράξεων. Τα κριτήρια αυτά διέφεραν συχνά από πόλη σε πόλη. Εξαιτίας αυτού, οι Έλληνες σχετικιστές (conventionalists), ισχυρίζονταν πως δεν υπήρχαν κριτήρια πέραν των εθίμων της πόλεως. Το κύριο όμως ρεύμα της ελληνικής φιλοσοφικής σκέψης αντιστάθηκε προς την αντίληψη αυτή, και τόνισε πως η απλή παραλλαγή των συμβάσεων δεν οδηγεί στον σχετικισμό, καθώς όλες οι συμβάσεις μπορούν να κριθούν με γνώμονα τη φύση. Η αντίληψη περί ανωτερότητας της φύσης ως προς τη σύμβαση διαμόρφωσε τη βάση για την αρχαία αντίληψη περί φυσικού δικαίου. Η μοντέρνα μορφή της διδασκαλίας αυτής στηρίζεται σε πολύ πιο αβέβαιο έδαφος, λόγω της αντιστροφής φύσης και σύμβασης, η οποία εμφανίζεται στην ιδέα της προόδου. Η έκπτυξη της ουσίας της νεωτερικότητας υποσκάπτει πρακτικά τη φύση και το φυσικό δίκαιο, καθώς φανερώνει την αλήθεια, η οποία συνόδευε διαρκώς την νεωτερικότητα, δηλαδή, πως σε ό,τι αφορά την ανθρώπινη διαγωγή, ο άνθρωπος δεν πρέπει να κοιτάξει τη φύση, αλλά την ανθρώπινη ελευθερία, όπως αυτή εκδηλώνεται στις συμβάσεις, ώστε να ξέρει τι οφείλει να κάνει.

Μια τέτοια διδασκαλία όμως κινδυνεύει διαρκώς να καταστεί απλός σχετικισμός (conventionalism) ή υποκειμενισμός. Αν ο άνθρωπος μπορεί να κοιτάξει μόνο τον εαυτό του για να ανακαλύψει τα κριτήρια για τις πράξεις του, διατρέχει διαρκώς τον κίνδυνο, να προσλάβει τις τρέχουσες προκαταλήψεις και απόψεις ως αλήθειες της λογικής, ή απλώς να ταυτίσει «αυτό που είναι» με αυτό «που πρέπει να είναι». Αυτό που είναι προφανώς απαραίτητο, είναι ένα λογική κριτήριο αξιολόγησης της σύμβασης. Η τελική απάντηση της νεωτερικότητας στο ερώτημα αυτό είναι η ιστορία.

Η πρώιμη νεωτερικότητα και ο πρώιμος Διαφωτισμός ενδιαφέρθηκαν κυρίως για την φυσική ή πολιτική επιστήμη και εμπειρική ψυχολογία, και είχαν σοβαρές αμφιβολίες για την ιστορία. Αυτό δεν ήταν καθόλου τυχαίο. Οι επιστήμες αυτές βασίζονταν στην άμεση εμπειρία και παρατήρηση του ανθρώπου και της φύσεως, και τα αποτελέσματα τους μπορούσαν να επαληθευθούν ή να διαπιστωθούν άμεσα. Η ιστορία αντιθέτως, εξαρτάται από τη μνήμη, που είναι λιγότερο βέβαιη από την αίσθηση-εμπειρία, και από τις αυθεντίες-αρχές, η κρίση των οποίων δεν μπορεί να αξιολογηθεί ή να τύχει εμπιστοσύνης. Φαινόταν λοιπόν πως δεν εκπληρώνει τα κριτήρια μιας νόμιμης επιστήμης. Ο Βολτέρος, που ήταν ιστορικός, αμφέβαλλε για παράδειγμα, για το εάν οι ιστορικές πηγές πριν την Αναγέννηση είναι αξιόπιστες. Για τον πρώιμο Διαφωτισμό, η ιστορία ήταν στην καλύτερη περίπτωση une fable convenue (κοινό παραμύθι), που μπορούσε να ενισχύσει τις αλήθειες της λογικής, από μόνη της όμως δεν ήταν μια ανεξάρτητη αυθεντία.

Συνεχίζεται

Δεν υπάρχουν σχόλια: