Συνέχεια από: Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023
ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΣΤΟΥΣ ΑΡΧΑΙΟΥΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΜΟΝΤΕΡΝΟΥΣ.
τού Enrico Berti.
Περί τής διαλεκτικής στον Κάντ (συνέχεια)
Αυτό το δόγμα ξεκαθαρίζει ακόμη περισσότερο στό κείμενο "Σημείωση στην αμφιβολία τών εννοιών τού στοχασμού" όπου εκ νέου ο Κάντ αναφέρεται στον Λάϊμπνιτς, κατηγορώντας τον για την κατασκευή ενός καθαρά νοησιαρχικού συστήματος τού κόσμου, έχοντας παραβάλλει δηλαδή όλα τα πράγματα μεταξύ τους απλώς μέσω εννοιών, και γιατί διανοητικοποίησε τα φαινόμενα! Σχετικά μ'αυτή την θέση δηλώνει: "η αρχή ότι τα πράγματα (res) σαν απλές βεβαιώσεις, δέν είναι ποτέ μεταξύ τους λογικά αντίθετα, είναι μία αληθέστατη πρόταση αναφορικά με την σχέση τών εννοιών, αλλά δέν έχει καμμία σημασία αναφορικά με την φύση, ούτε με οποιοδήποτε καθαυτό πράγμα (για το οποίο δέν διαθέτουμε ουδεμία έννοια). Διότι η πραγματική αντίθεση λαμβάνει χώρα οπουδήποτε Α-Β=0, δηλαδή όπου ένα πραγματικό, ενωμένο με ένα άλλο σε ένα υποκείμενο εκμηδενίζει το αποτέλεσμα τού άλλου: αυτό που μας θέτουν συνεχώς προ οφθαλμών όλα τα εμπόδια και οι αντιδράσεις τής φύσεως, τα οποία επειδή εξαρτώνται απο δυνάμεις, πρέπει να ονομασθούν φαινόμενα πραγματικότητος (realitas Phaenomena). Η γενική μηχανική μπορεί να δείξει ακόμη και την εμπειρική συνθήκη αυτής τής αντιθέσεως σε έναν a'priori νόμο, λαμβάνοντας την περίπτωση τής αντιθέσεως τών κατευθύνσεων. Εδώ υπονοείται καθαρά ο τρίτος νόμος τού Νεύτωνος.
Ο Κάντ παρατηρεί στην συνέχεια ότι ο Λάϊμπνιτς χρησιμοποιούσε συνεχώς εκείνη τήν υποτιθέμενη αρχή την οποία οι οπαδοί του εξέφρασαν διατυπώνοντάς την στο σύστημα τους σάν "leibnizio-Wolfiano". Βάσει αυτής, για παράδειγμα, ο Λάϊμπνιτς περιόριζε όλα τα κακά σε απλές συνέπειες τών ορίων τών πλασμάτων, δηλαδή σε απλές αρνήσεις, διότι αυτές είναι το μοναδικό πράγμα που αντιτίθεται στην πραγματικότητα και οι οπαδοί του επανένωναν στον Θεό όλες τις πραγματικότητες, "χωρίς να σκέφτονται σε οποιαδήποτε αντίθεση, διότι αυτοί δέν γνωρίζουν κάποια άλλη πέραν τής αντιφάσεως (και γι'αυτό η ίδια η έννοια ενός πράγματος εκμηδενίζεται), αλλά όχι εκείνη τού αμοιβαίου μηδενισμού, έτσι ώστε μία αληθινή αρχή μηδενίζει το αποτέλεσμα τής άλλης και για τον λόγο αυτό μόνον στο αισθητό συναντούμε τις συνθήκες για να την αναπαραστήσουμε". Έτσι λοιπόν ενώ στην πραγματεία "προσπάθεια...." ο Κάντ είχε απευθυνθεί στην πραγματική αντίθεση για να υπερασπιστεί την μηχανική τού Νεύτωνος απο την κατηγορία ότι αποδέχεται αντιφάσεις, συμπεραίνοντας ότι δέχεται απλές αντιθέσεις, τώρα την επικαλείται για να υπερασπιστεί την πραγματικότητα αυτών τών αντιθέσεων ενάντια στην αρμονιστική θεωρία, δηλαδή χωρίς καμμία αντίθεση την οποία υποστήριζαν οι οπαδοί τού Λαϊμπνιτς και εναντίον μιας κάποιας κατανοήσεως τού Θεού, σαν αποτέλεσμά της, η οποία θυμίζει ιδιαιτέρως τον Θεό χωρίς φύση, του Σπινόζα. Η πραγματική αντίθεση έτσι εξυπηρετεί στό νά υπογράμμισει τον μή-αντιφατικό χαρακτήρα, αλλά παρ'όλα αυτά αντιμαχόμενο, και γι'αυτό μή-Θείο, τής φαινομενικής πραγματικότητος, εκείνης δηλαδή τής πραγματικότητος η οποία μάς περιγράφεται και αναπαριστάται απο την νέα επιστήμη, την μηχανική τού Νεύτωνος!
Ο Κάντ απορρίπτει καθαρά αυτή την θέση, δηλώνοντας : "στην έννοια ενός πράγματος δέν υπάρχει καμμία αντίφαση, όταν τίποτε αρνητικό δέν ενώνεται με ένα στοιχείο καταφατικό, και έννοιες καθαρά καταφατικές (επιβεβαιώσεις) δέν μπορούν να καταλήξουν σε μία άρνηση με την ένωσή τους! Έτσι ώστε, στην αισθητή έμπνευση, στην οποία δίνεται μία πραγματικότης (π.χ. η κίνηση), βρίσκονται συνθήκες (αντίθετες κατευθύνσεις) απο τις οποίες είχε εξαχθεί η γενική έννοια τής κινήσεως, οι οποίες καθιστούν δυνατή μία αντίθεση, η οποία δέν είναι οπωσδήποτε λογική, κάνοντας δηλαδή ένα απλό θετικό, ένα μηδέν=0. Και δέν θα μπορούσαμε να πούμε, ότι όλες οι πραγματικότητες συμφωνούν μεταξύ τους γι'αυτόν τον λόγο, επειδή ανάμεσα στις έννοιές τους δέν υπάρχει αντίφαση". Στην θέση τής υποτιθέμενης συμφωνίας και τής αδυναμίας αντιφάσεως ο Κάντ δείχνει, σαν χαρακτηριστικό τού φαινομενικού κόσμου και ιδιαιτέρως τής κινήσεως, την αντίθεση. Θα δούμε στην συνέχεια πώς ο Χέγκελ, θα αναφερθεί ακριβώς παρότι εμμέσως σ'αυτό το δόγμα, για να αντιπαραθέσει την πραγματικότητα τής αντιφάσεως.
Το παράρτημα τής υπερβατικής αναλυτικής αποτελούμενο απο την αμφιβολία τών εννοιών τού στοχασμού", ολοκληρώνεται με την γνωστή διάκριση ανάμεσα στις δύο δυνατές σημασίες τού "τίποτα" δηλαδή το κενό αντικείμενο μιας έννοιας, δηλαδή η έννοια τής απουσίας ενός θετικού αντικειμένου, όπως η σκιά, ή το κρύο, λεγόμενη nihil privativum και το αντικείμενο χωρίς έννοια, κενό, δηλαδή το αντικείμενο μιας έννοιας το οποίο αντιφάσκει εαυτό, το αδύνατο, όπως η ευθεία φιγούρα δύο πλευρών, ονομαζόμενο nihi negativum" Το πρώτο λαμβάνει χώρα στην πραγματική αντίθεση, το δεύτερο στην αντίφαση! Στην έννοια τού nihil privatum πράγματι, ο Κάντ πλησιάζει όπως προκύπτει απο την ίδια την έκφραση, στην αριστοτελική έννοια τής στερήσεως, απο το γεγονός ότι υπογραμμίζει τον χαρακτήρα τής αρνήσεως, η οποία είναι καθορισμένη και ομογενής στο αντίθετό της. Δέν μπορούμε να πούμε το ίδιο όμως σχετικά με το nihil negativum το οποίο δέν αντιστοιχεί στην αριστοτελική έννοια τού μή-είναι σαν αντιφατικού στο είναι, διότι για τον Αριστοτέλη το μή-είναι είναι η απλή άρνηση ενός καθορισμένου Είναι (για παράδειγμα όχι-λευκό) και δέν είναι καθόλου αδιανόητο η αδύνατο. Αλλά το nihi negativum τού Κάντ δέν αντιστοιχεί ούτε στο απόλυτο μή-είναι το οποίο βρίσκεται στην βάση, για παράδειγμα, τής βιβλικής έννοιας τής δημιουργίας, η οποία δέν έχει τίποτε αδύνατον ή αντιφατικό. Στην πραγματικότητα αυτό που ο Κάντ θέλει να εκφράσει μέσω αυτού τού όρου, είναι ένας αντιφατικός δεσμός ανάμεσα σε δύο έννοιες, το αποτέλεσμα του οποίου είναι αδιανόητο!
Το πρόβλημα που έμεινε ανοιχτό απο το δόγμα τής πραγματικής αντιθέσεως τού Κάντ συμβιβαζόμενο οπωσδήποτε με την αριστοτελική διατύπωση τής α.τ.μ.α, παρότι περιέχει στοιχεία τα οποία δέν είναι παρόντα στην αριστοτελική θεωρία τών αντιθέσεων, διότι ελήφθησαν απο την μηχανική τού Νεύτωνος είναι, εάν είναι συμβατό ακόμη και με εκείνη την αρχή τής ταυτότητος, στην οποία όμως είδαμε ο Κάντ οδηγεί την διατύπωσή του τής α.τ.μ.α. Πολύ πιθανό αυτή η συμβατότης εξασφαλίζεται απο την διάκριση ανάμεσα στο καθαρά λογικο-τυπικό πλαίσιο και το φαινομενικό πλαίσιο. Η αρχή τής ταυτότητος κυβερνά μόνον με την πρώτη, ενώ η δεύτερη κυβερνάται απο την αριστοτελική αρχή συμπεριλαμβανόμενης τής αναφοράς στον χρόνο. Όταν αυτή η διάκριση μπεί σε κρίση, δηλαδή με τον Χέγκελ, θα λείψει και εκείνη η συμβατότης.
Συνεχίζεται
Αμέθυστος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου