Συνέχεια από Σάββατο 18 Μαρτίου 2023
3. Η δομή τού γίγνεσθαι.
Αν η άποψη του Παρμενίδη ότι η αρχή είναι μια δεν ευσταθή, το ίδιο δεν ευσταθεί και η αντίθετη άποψη ότι ο αριθμός των αρχών είναι άπειρος, γιατί στην προκείμενη περίπτωση η γνώση των αρχών είναι εντελώς αδύνατη (187 b 11). Οπωσδήποτε υπάρχουν περισσότερες από μιαν αρχές, όπως έδειξε ο Αριστοτέλης, αλλά ο αριθμός των αρχών αυτών είναι πεπερασμένος. Στο σημείο αυτό ο Αριστοτέλης συμφωνεί με τους προδρόμους του, οι οποίοι πήραν ως πρώτες αρχές τὰ ἐναντία: θερμό, ψυχρό κλπ. Πάντες δὴ τἀναντία ἀρχὰς ποιοῦσιν οἵ τε λέγοντες ὅτι ἓν τὸ πᾶν καὶ μὴ κινούμενον (καὶ γὰρ Παρμενίδης θερμὸν καὶ ψυχρὸν ἀρχὰς ποιεῖ, ταῦτα δὲ προσαγορεύει πῦρ καὶ γῆν) καὶ οἱ μανὸν καὶ πυκνόν, καὶ Δημόκριτος τὸ πλῆρες καὶ κενόν, ὧν τὸ μὲν ὡς ὂν τὸ δὲ ὡς οὐκ ὂν εἶναί φησιν· (188 a 19 έπ.). [Μετ: 5. Οπωσδήποτε όλοι οι φυσικοί φιλόσοφοι θεωρούν ως αρχές τα ενάντια, τόσο αυτοί που λένε ότι το παν είναι ένα και ακίνητο (μάλιστα ο Παρμενίδης θέτει ως αρχές το θερμό και το ψυχρό, προσαγορεύοντάς τες πυρ και γη), όσο και αυτοί που θεωρούν ως αρχές το αραιό και το πυκνό, αλλά και ο Δημόκριτος που έχει ως αρχές το πλήρες και το κενό λέγοντας ότι το ένα υπάρχει ως ον ενώ το άλλο ως μη-ον]. Αλλά ενώ σωστά θεώρησαν οι φιλόσοφοι αυτοί ως πρώτες αρχές τὰ ἐναντία, δεν μας εξήγησαν τη δομή του γίγνεσθαι, πως γίνεται το πέρασμα από τη μιαν αρχή στην άλλη. Πάντες γὰρ τὰ στοιχεῖα καὶ τὰς ὑπ᾿ αὐτῶν καλουμένας ἀρχάς, καίπερ ἄνευ λόγου τιθέντες, ὅμως τἀναντία λέγουσιν, ὥσπερ ὑπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀληθείας ἀναγκασθέντες (188 b 27 έπ.). [Μετ.: Όλοι τους πράγματι εκλαμβάνουν ως στοιχεία και ως αρχές καθώς τις λέγουν τα ενάντια, αν και τα υιοθετούν χωρίς λογική αιτιολογία, λες και τους ανάγκασε η ίδια η αλήθεια]. Για να γίνη το πέρασμα από τη μιαν αρχή στην άλλη, χρειάζεται ένας τρίτος όρος (189 a 35-b 10). Σωστά λοιπόν αποδέχονται, κατά τον Αριστοτέλη, οι πρώτοι φιλόσοφοι ένα βασικό στοιχείο (υποκείμενον), που, δυνάμει των εναντίων, παίρνει διάφορες μορφές (189 b 16-18). Επομένως έχομε τρεις αρχές : δυο εναντία και το υποκείμενο που περνάει από το ένα «εναντίον» στο άλλο. Αλλά πάλι μένει ακαθόριστη η φύση των εναντίων και του τρίτου στοιχείου που υπόκειται. Από δω και πέρα ο Αριστοτέλης αφήνει πίσω τους προδρόμους, καθώς προχωρεί σε μιαν ανάλυση της δομής του γίγνεσθαι στο 7ο κεφάλαιο του πρώτου βιβλίου της Φυσικής ακροάσεως.
Σκοπός του είναι να μας δώση την τυπική δομή του γίγνεσθαι εν γένει (189 b 30 επ.). Με δυο τρόπους, μας λέει, μπορούμε να συλλάβωμε το γίγνεσθαι : ως κάτι το απλό και ως κάτι το σύνθετο (189 b 32-34). Πάνω σ’ αυτό δίνει ένα απλό παράδειγμα : ἔστι γὰρ γίγνεσθαι ἄνθρωπον μουσικόν, ἔστι δὲ τὸ μὴ μουσικὸν γίγνεσθαι μουσικὸν ἢ τὸν μὴ μουσικὸν ἄνθρωπον ἄνθρωπον μουσικόν. ἁπλοῦν μὲν οὖν λέγω τὸ γιγνόμενον τὸν ἄνθρωπον καὶ τὸ μὴ μουσικόν, καὶ ὃ γίγνεται ἁπλοῦν, τὸ μουσικόν· συγκείμενον δὲ καὶ ὃ γίγνεται καὶ τὸ γιγνόμενον, ὅταν τὸν μὴ μουσικὸν ἄνθρωπον φῶμεν γίγνεσθαι μουσικὸν ἄνθρωπον. τούτων δὲ τὸ μὲν οὐ μόνον λέγεται τόδε γίγνεσθαι ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῦδε, οἷον ἐκ μὴ μουσικοῦ μουσικός, τὸ δ᾿ οὐ λέγεται ἐπὶ πάντων· Οὐ γὰρ ἐξ ἀνθρώπου ἐγένετο μουσικός, ἀλλ᾿ ἅνθρωπος ἐγένετο μουσικός. (189 b 34-190 a 5). [Μετ.: α) ένας άνθρωπος γίνεται μουσικός, β) αλλά επίσης το μη μουσικό γίνεται μουσικό, ή γ) ο μη μουσικός άνθρωπος γίνεται μουσικός άνθρωπος. Όταν, λοιπόν, μιλώ για «απλά» εννοώ αυτά που υφίστανται το γίγνεσθαι (τὸ γιγνόμενον) στις δύο πρώτες περιπτώσεις, τον άνθρωπο και το μη μουσικό, «απλό» επίσης είναι και το εξαγόμενο του γίγνεσθαι (ὃ γίγνεται), το μουσικό. Αντιθέτως, (στην τρίτη περίπτωση) με τον όρο «σύνθετα» εννοώ τόσο αυτό που υφίσταται το γίγνεσθαι όσο και το εξαγόμενο του γίγνεσθαι, όταν δηλ. πούμε ότι ο μη μουσικός άνθρωπος γίνεται μουσικός άνθρωπος. Από τα παραπάνω, τώρα, για το ένα δεν λέγεται απλώς τι έγινε (τόδε γίγνεσθαι) αλλά και τι ήταν πριν (ἐκ τοῦδε), π.χ. από μη μουσικός έγινε μουσικός· για το δεύτερο, όμως, δεν λέγεται σε κάθε περίπτωση τόσο το τι έγινε όσο και το τι ήταν πριν· πράγματι διότι δεν λέμε ότι από άνθρωπος έγινε μουσικός, αλλά ο άνθρωπος έγινε μουσικός]. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος γίνεται μουσικός, και το γιγνόμενον εδώ και το ὃ γίγνεται είναι κάτι το απλό. Όταν λέμε όμως ότι ο μη μουσικός άνθρωπος γίνεται μουσικός, το γιγνόμενον στην προκείμενη περίπτωση και το ὃ γίγνεται είναι δυo πράγματα, επομένως κάτι το σύνθετο : μη μουσικός άνθρωπος - μουσικός άνθρωπος. Δεν λέμε μόνον o μη μουσικός άνθρωπος γίνεται μουσικός, αλλά και εκ του μη μουσικού ανθρώπου γίνεται ο μουσικός, πράγμα πού δεν συμβαίνει σ’ όλες τις περιπτώσεις· πράγματι δεν λέμε ότι από άνθρωπος έγινε μουσικός, αλλά ο άνθρωπος έγινε μουσικός. Οὐ γὰρ ἐξ ἀνθρώπου ἐγένετο μουσικός, ἀλλ᾿ ἅνθρωπος ἐγένετο μουσικός (190 a 7-8). Αυτό σημαίνει ότι το γίγνεσθαι αναφέρεται τόσο στο γιγνόμενον όσο και στο ἐξ οὐ γίγνεται. Όταν λέμε ότι ο άνθρωπος γίνεται μουσικός, το γιγνόμενον (ο άνθρωπος) είναι κάτι που παραμένει στο γίγνεσθαι : ο άνθρωπος περνάει από μια κατάσταση απλώς (του μη μουσικού) σε μιαν άλλη (του μουσικού). Όταν όμως λέμε ότι ο μη μουσικός άνθρωπος γίνεται μουσικός, το γιγνόμενον στην περίπτωση αυτή εξαφανίζεται στο γίγνεσθαι και στη θέση του εμφανίζεται κάτι άλλο : ο μουσικός (190 a 9-13). Φαίνεται λοιπόν ότι υπόκειται κάτι στο γίγνεσθαι που παραμένει (π.χ. ο άνθρωπος), ενώ, από την άλλη μεριά πάλι, ανήκει στο γίγνεσθαι κάτι που χάνεται (ο μη μουσικός). Το μὴ υπομένον είναι πάντα το εναντίον, ενώ το υπομένον δεν έχει τον χαρακτήρα του εναντίον (190 a 14 επ.). Από όλα αυτό προκύπτει ότι το γιγνόμενον έχει σύνθετη δομή (190 b 10 επ.).
Η πρώτη αρχή λοιπόν κατά τη γένεση των φύσει όντων είναι το υποκείμενον. Η δεύτερη αρχή είναι το εναντίον που ο Αριστοτέλης ονομάζει αντικείμενον. Το «εναντίον» ως αρχή του γίγνεσθαι παρουσιάζεται με δυο τρόπους : ως «παρουσία» και ως «απουσία». Την αρχή ακριβώς αυτή ο Αριστοτέλης ονομάζει μορφή (190 b 20). Η μορφή με την παρουσία και απουσία της κάνει δυνατή τη μεταβολή. Καὶ δῆλόν ἐστιν ὅτι δεῖ ὑποκεῖσθαί τι τοῖς ἐναντίοις καὶ τἀναντία δύο εἶναι. Τρόπον δε τινα ἄλλον οὐκ ἀναγκαῖον· ἱκανὸν γὰρ ἔσται τὸ ἕτερον τῶν ἐναντίων ποιεῖν τῇ ἀπουσίᾳ καὶ παρουσίᾳ τὴν μεταβολήν (191 a 5-7). [Μετ.: Και είναι φανερό ότι κάτι πρέπει να υπόκειται (χρειάζεται ένα υποκείμενο) των εναντίων και ότι τα ενάντια είναι δύο. Αλλά με ένα άλλο τρόπο αυτό δεν είναι αναγκαίο· διότι επαρκεί και το ένα από τα ενάντια, μέσω της απουσίας ή της παρουσίας, να ποιήσει (επιτελέσει) τη μεταβολή].
Η απάντηση του Αριστοτέλη στο πρόβλημα αυτό λύνει ταυτόχρονα και την απορία των πρώτων φιλοσόφων (191 a 23 επ.). Η απορία των πρώτων φιλοσόφων είναι η έξης : Ό,τι γίνεται προέρχεται από το ον ή το μη ον. Αλλά αυτό είναι αδύνατο, γιατί ούτε το ον γίνεται, αφού πριν υπήρχε, ούτε μπορεί να γίνη από το μη ον, γιατί χρειάζεται κάτι ως υποκείμενο. Αντίθετα, ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι μπορεί να γίνη κάτι τόσο από το ον όσο και από το μη ον. Μπορούμε δηλαδή να πούμε ότι το ον προέρχεται από το μη ον όπως και το ον από το ον (191 a 34-35). Από το μη ον καθ’ εαυτό και ο Αριστοτέλης συμφωνεί πως δεν γίνεται τίποτε (191 a 13 έπ.). Γένεση έχομε, κατά τον Αριστοτέλη, του όντος από το μη ον, αλλά θεωρημένο ως στέρηση. Η στέρηση δεν είναι το μη ον εν γένει, αλλά μη ον με τη σημασία της απουσίας μιας ορισμένης μορφής από ένα υποκείμενο. Το ίδιο συμβαίνει και με την άποψη ότι το ον γίνεται από το ον (191 b 17-20). Από ένα σπόρο π.χ. γίνεται το φυτό, από το ένα ον, με άλλα λόγια, γίνεται ένα άλλο ον, μόνον που το γιγνόμενον δεν είναι ακόμη το ον που θα γίνη, δηλαδή το φυτό.
Το πρόβλημα που προκύπτει εδώ σχετικά με την πρώτη αρχή, το υποκείμενο, είναι το εξής: πως μπορεί να είναι αρχή, όταν γίνεται και φθείρεται : Το υποκείμενο φθείρεται από μιαν άποψη, από μιαν άλλη όμως δεν φθείρεται (192 a 25 έπ.). Γίνεται όταν παίρνη μια μορφή και φθείρεται όταν χάση μιαν ορισμένη μορφή. Αν λοιπόν αφήσωμε κατά μέρος τη μορφή, το υποκείμενο είναι αυτό που μπορεί ως κατάλληλο να πάρη διάφορες μορφές. Είναι η πρώτη ύλη που δεν φθείρεται ούτε γίνεται, γιατί και η φθορά που πάει ως το μηδέν είναι αδύνατη. Η άλλη τώρα αρχή, το είδος, που δεν μεταβάλλεται, όπως το υποκείμενο, έχει ως «εναντίον» τη στέρηση, γι’ αυτό και μπορεί να είναι «παρουσία» ή «απουσία». Η μορφή όμως ως στέρηση δεν είναι κάτι που μας δίνεται, όπως το υποκείμενο, μέσα στην περιοχή της φύσης· μάλλον υπερβαίνει τη φύση. Γι’ αυτό και προβάλλει εδώ το ερώτημα : ποιό είναι το αντικείμενο της φυσικής επιστήμης, η ύλη ή το είδος; Στο σημείο αυτό ανοίγονται δυο δρόμοι για τον φιλοσοφικό στοχασμό : αν θεώρηση ως ουσία της φύσης το υποκείμενο, τότε γεννιέται ο φιλοσοφικός Υλισμός. Αν πάλι πάρη ως ουσία της φύσης το είδος, τότε γεννιέται η Ιδεοκρατία[6]. Το ερώτημα αυτό θα μας απασχολήση αμέσως παρακάτω.
Σημειώσεις
[iii] Σχόλιο: Ο Φιλόπονος θυμίζει ότι το ζήτημα αυτό συζητείται στα Μετά τα Φυσικά (βιβλίο Ζ) και συνοψίζει όσα λέγονται εκεί, σύμφωνα με τα οποία κατά ένα τρόπο η ύλη προσεγγίζει μάλλον την ουσία, κατά έναν άλλο τρόπο το είδος είναι πλησιέστερο προς την ουσία (Φυσικά Βιβλία Α’ – Β’, Εκδόσεις Ζήτρος).
[6] Βλ. Volkmann-Schluck 44.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου