Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

Ο ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΝΙΤΣΕ - Michael Gillespie (64)

 Συνέχεια από: Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Nihilism Before Nietzsche

Michael Allen Gillespie

Μετάφραση: Γιώργος Ν. Μερτίκας

ΕΒΔΟΜΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Ο ΔΙΟΝΥΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΟΥ ΜΗΔΕΝΙΣΜΟΥ

Η οφειλή του Nietzsche στον θεωρησιακό ιδεαλισμό

Το ζήτημα της οφειλής του Nietzsche στον θεωρησιακό ιδεαλισμό έχει στο μεγαλύτερο μέρος του αναχθεί στο ζήτημα της οφειλής του στον Hegel. Αυτό δεν είναι κάτι που εκπλήσσει, αφού η έρευνα στον εικοστό αιώνα έχει κατ' επανάληψη παρουσιάσει τον Hegel ως το αποκορύφωμα και την ολοκλήρωση του μετακαντιανού ιδεαλισμού. Όπως είδαμε στο τρίτο και στο τέταρτο κεφάλαιο, μια τέτοια ερμηνεία είναι υπεραπλούστευση που αποκρύπτει τις έντονες διαφορές ανάμεσα στους μετακαντιανούς ιδεαλιστές, και ιδίως ανάμεσα στον Fichte και στον Hegel. Ήταν ο Fichte, και όχι ο Hegel, που έδωσε νέα κατεύθυνση στην καντιανή επανάσταση, στρέφοντάς την προς μια ριζοσπαστική φιλοσοφία της βούλησης. Ο Hegel, αντιθέτως, προσπάθησε να περιορίσει την επαναστατική βουλησιαρχία του Fichte, καθιδρύοντας μια νέα σύνθεση του Λόγου και της βούλησης. Όπως είδαμε από το τέταρτο έως το έκτο κεφάλαιο, αυτό το εγχείρημα απέτυχε επειδή η θεωρησιακή σύνθεση του Hegel δεν έπεισε τους διαδόχους του ότι το ορθολογικό ήταν πραγματικό και ότι το πραγματικό ήταν ορθολογικό. Η γενική τάση να αναχθεί το σύνολο του θεωρησιακού ιδεαλισμού στον Hegel αποσιώπησε έτσι την οφειλή πολλών από τους αντιεγελιανούς στοχαστές του δέκατου ένατου αιώνα σε προγενέστερους ιδεαλιστές, και στον Fichte ειδικότερα. Είδαμε πώς οι πρώτοι Γερμανοί ρομαντικοί, οι αριστεροί εγελιανοί, οι Ρώσοι μηδενιστές και ο Schopenhauer έδρασαν στο πλαίσιο του ασύλληπτου ορίζοντα της φιχτιανής φιλοσοφίας της βούλησης. Το ίδιο ισχύει και για τον Nietzsche.

Ο Nietzsche όφειλε πολλά στη σκέψη του γερμανικού ιδεαλισμού εν γένει, και στον Fichte ιδιαίτερα. Ο Nietzsche, ωστόσο, ουδέποτε αναγνώρισε αυτή την οφειλή, και ίσως να μην το γνώριζε καν. Ούτε ο Hegel ούτε ο Fichte διαβάζονταν ευρέως τις δεκαετίες του 1860 και του 1870. Ο Windelband επισήμανε το 1878, για παράδειγμα, ότι η γενιά η οποία διάβασε τη Φαινομενολογία του Hegel σιγά σιγά έσβηνε. Ο ίδιος ο Nietzsche στην πραγματικότητα γνώριζε ελάχιστα τη φιλοσοφική παράδοση. Διάβασε μια σειρά έργων της αρχαίας φιλοσοφίας και στην πορεία των φιλολογικών σπουδών του μελέτησε εμπεριστατωμένα την επιτομή των φιλοσοφικών βιογραφιών του Διογένη Λαέρτιου, αλλά οι γνώσεις του για τη μεσαιωνική και σύγχρονη φιλοσοφία ήσαν περιορισμένες. Γνώριζε τον Schopenhauer και είχε διαβάσει αποσπάσματα της "Κριτικής της κρίσης" του Kant, λίγο Montaigne, Spinoza, Voltaire, Rousseau και Emerson, και επιφάνειακά τους Hegel, Strauss και Feuerbach. Οι λοιπές γνώσεις του γι' αυτή την παράδοση προέρχονταν κυρίως από τον Schopenhauer, τον νεοκαντιανό Kuno Fischer και τον υλιστη Friedrich Lange. Διάβαζε Hegel λίγες εβδομάδες πριν ανακαλύψει τον Schopenhauer, αλλά προφανώς δεν επανέκαμψε ποτέ στη μελέτη της σκέψης του. Οι περαιτέρω γνώσεις του για τον Hegel και τους υπόλοιπους Γερμανούς ιδεαλιστές προέρχονταν κυρίως από τους αριστερούς εγελιανούς και τον Schopenhauer, και γενικά αποδέχεται τις διαστρεβλώσεις τους. Ο Nietzsche επομένως είναι πιθανό να μην κατανοούσε ότι η κριτική του και ο μετασχηματισμός του Schopenhauer τον οδηγούσαν πίσω σε μια φιχτιανή φιλοσοφία της βούλησης. Κατά πόσο ο Nietzsche κατανοούσε την οφειλή του σε αυτή την παράδοση δεν είναι, ωστόσο, το κρίσιμο ζήτημα. Ό,τι πραγματικά ενδιαφέρει είναι πως όφειλε πολλά σε αυτή την παράδοση, διότι, όπως είδαμε, στον πυρήνα του μηδενισμού βρίσκεται αυτό το ρεύμα της σύγχρονης σκέψης.

Το πρόβλημα το οποίο θέτει ο Nietzsche στο επίκεντρο της σκέψης του είναι ο θάνατος του Θεού. Οπωσδήποτε δεν ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε αυτό το πρόβλημα. Ο Jacobi και ο Hegel, μεταξύ άλλων, το γνώριζαν ήδη. Στο νου τους συνδεόταν άμεσα με τις αντιφάσεις της σύγχρονης σκέψης που εκφράστηκαν κατά βάση στις καντιανές αντινομίες. Στην πραγματικότητα, για μια ολόκληρη γενιά στοχαστών αυτές οι αντινομίες έδειχναν να ανοίγουν ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον Θεό και στον άνθρωπο. Εάν ο Θεός δεν ήταν προσιτός στον ανθρώπινο Λόγο και η θεϊκή βούληση δεν επιδρούσε στον φαινομενικό κόσμο, τότε ο Θεός ήταν περιττός και, ανεξαρτήτως προθέσεων και σκοπών, νεκρός.

Ο Kant πίστευε ότι έλυσε το πρόβλημα των αντινομιών με τον υπερβατολογικό ιδεαλισμό. Για πολλούς από τους άμεσους διαδόχους του, ωστόσο, απλώς δίχασε τη συνείδηση και την κατέστησε αντιφατική. Οι αντινομίες και η προτεινόμενη λύση τους από τον Kant φαίνονταν να διασπούν τον κόσμο στα δύο. Ο θεωρησιακός ιδεαλισμός επιδίωξε να λύσει αυτό το πρόβλημα επανενώνοντας τον κόσμο. Ο Fichte πίστευε ότι αυτό μπορούσε να επιτευχθεί εάν αποδεικνυόταν ότι ο φαινομενικός κόσμος δεν ήταν ανεξάρτητος, όπως ισχυριζόταν ο Kant, αλλά ότι στην πραγματικότητα είναι το προϊόν μιας απόλυτης βούλησης. Για τον Hegel η συμφιλίωση επιτυγχάνεται εφ' όσον κατανοήσουμε τη διαλεκτική ορθολογικότητα η οποία απορρέει από την αναγκαιότητα της αντίφασης στον πυρήνα των αντινομιών.

Ο Nietzsche, επίσης, θεωρεί τις αντινομίες ως την αποφασιστική καμπή της ευρωπαϊκής σκέψης, όμως δεν τις αντιμετωπίζει ως τρομακτικό πρόβλημα αλλά ως μια μεγάλη ευκαιρία – η μακροχρόνια τυραννία του Λόγου πλησιάζει στο τέλος της και σύντομα θα γίνει δυνατή μια ριζικά νέα δημιουργία. Δεν επιθυμεί επομένως να αποκαταστήσει και να τελειοποιήσει τη χαμένη ενότητα του Λόγου, αλλά να εξυψώσει εκ νέου την ανθρωπότητα με τα φτερά της μουσικής φιλοσοφίας του. Σε συμφωνία με τον Schopenhauer, αντιμετωπίζει τον ιδεαλισμό ως επιστροφή στις ψευδαισθήσεις ενός πλατωνικού χριστιανισμού: «Fichte, Schelling, Hegel, Feuerbach, Strauss – όλη η δυσωδία των θεολόγων και των πατέρων της Εκκλησίας». Μολονότι και αυτός επιδιώκει τη συμφιλίωση, πρόκειται για αισθητική συμφιλίωση που δεν στοχεύει στην εξάλειψη των αντιφάσεων αλλά στην εναρμόνιση και στον εξευγενισμό τους.

Απορρίπτει το εγελιανό συμπέρασμα πως ό,τι είναι ορθολογικό είναι πραγματικό και ό,τι είναι πραγματικό είναι ορθολογικό: «Σε αντίθεση με το εγχείρημα του Hegel να εισαγάγει τον Λόγο στην έννοια της ανάπτυξης, θεωρώ την ίδια τη λογική ως ένα είδος άλογου και επουσιώδους χαρακτηριστικού». Κατά την άποψή του, δεν υπάρχει συμφιλίωση. Το διονυσιακό είναι μια αντιφατική ενότητα που συνεχώς ανασυγκροτείται και συνεχώς διαμελίζεται. Είναι η βούληση για δύναμη η οποία επιδιώκει ακατάπαυστα να υπερνικήσει τον εαυτό της, να τον υπερβεί, να συμπεριλάβει όλο και μεγαλύτερο μέρος της ύπαρξης, αλλά η ίδια η επιτυχία της στρέφεται ενάντια στον εαυτό της και αυτοκαταστρέφεται. Η διονυσιακή ενότητα της βούλησης για δύναμη είναι κατά συνέπεια μια εύθραυστη ενότητα και παρέχει τα θεμέλια για μια τραγική, και όχι ορθολογική, εποχή. Η αισιόδοξη λογική του Hegel, σύμφωνα με τον Nietzsche, είναι ασυμβίβαστη με αυτή την τραγική σοφία, και άρα δεν μπορεί να παρέχει τα θεμέλια για την κουλτούρα που ο Nietzsche ελπίζει να καθιδρύσει. Η απόρριψη του Hegel από τον Nietzsche είναι παρόμοια με εκείνη των αριστερών εγελιανών, και γι' αυτό επιστρέφει στον Fichte, με έναν τρόπο που είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν τον κατανοεί.

Υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στον Nietzsche και στον Fichte. Η περισσότερο εμφανής ίσως είναι ότι αμφότεροι τοποθετούν τη βούληση στο επίκεντρο της ερμηνείας τους για τον κόσμο. Αυτό το γεγονός όμως συχνά παραγνωρίζεται εξ αιτίας της ευρέως διαδεδομένης υπόθεσης ότι ο Nietzsche και ο Fichte ενεργούν σε εντελώς διαφορετικά πλαίσια. Η σκέψη του Fichte, σύμφωνα με αυτή την άποψη, είναι μια φιλοσοφία της συνείδησης, ενώ η σκέψη του Nietzsche αρχίζει και τελειώνει με τον προσυνειδητό ή υποσυνείδητο κόσμο των παθών, των ενστίκτων και των συναισθημάτων. Επομένως το νόημα και η λειτουργία της βούλησης στο πλαίσιο των αντίστοιχων φιλοσοφιών τους συγκροτούνται σε εντελώς διαφορετική βάση. Αυτή η θεώρηση, ωστόσο, είναι εσφαλμένη. Στην πραγματικότητα, έχουν πολύ περισσότερα κοινά σημεία απ' ό,τι συνήθως εικάζεται. 

Στην πρώιμη σκέψη του ο Nietzsche συχνά χρησιμοποιεί το εννοιολογικό πλαίσιο του γερμανικού ιδεαλισμού. Η περιγραφή του Διονύσου ως απόλυτου υποκειμένου στη Γένεση είναι τυπική και ενδεικτική της οφειλής του στον Fichte. Ο Διόνυσος για τον Nietzsche είναι η «παγκόσμια μεγαλοφυΐα», ο «αρχέγονος καλλιτέχνης του κόσμου», ο οποίος στο πιο θεμελιώδες επίπεδο θέτει τον εαυτό του ως ένα απόλυτο εγώ μέσω του διονυσιακού ποιητή. Σε εννοιολογική γλώσσα που μοιάζει με εκείνη των Fichte και Hegel, ο Nietzsche τον χαρακτηρίζει ως το «μόνο πραγματικά υπαρκτό υποκείμενο», το οποίο είναι «συνάμα υποκείμενο και αντικείμενο». Η πρωιμότερη πραγμάτευση του Διονύσου διαμορφώνεται επομένως σύμφωνα με τις κατηγορίες του γερμανικού ιδεαλισμού. Ο Διόνυσος είναι το απόλυτο υποκείμενο ή το απόλυτο εγώ του οποίου η ουσία είναι βούληση, η οποία είναι η πηγή της διάκρισης ανάμεσα σε υποκείμενο και αντικείμενο καθώς και η βάση για τη συμφιλίωσή τους, και είναι συνάμα η ολότητα και τα καθ' έκαστον όντα. Ενδεχομένως εδώ ο Nietzsche βασίζεται περισσότερο στον Creuzer και στους ρομαντικούς παρά στον Hegel ή στον Fichte, αλλά, όπως είδαμε, αυτή η ρομαντική αντίληψη του διονυσιακού οφείλει πολλά στους Fichte, Schelling και Hegel. Ο γερμανικός ιδεαλισμός υπ' αυτή την έννοια παρέχει το πλαίσιο για το πρόταγμα του Nietzsche.

Είναι αλήθεια ότι κατά τη διάρκεια της μέσης περιόδου ο Nietzsche απομακρύνεται από το υποκειμενιστικό πλαίσιο αυτής της μεταφυσικής του καλλιτέχνη και στρέφεται στη διερεύνηση των τρόπων με τους οποίους αυτή η υποκειμενικότητα καθοδηγείται και εξαπατάται από ασυνείδητα πάθη και ορμές. Ωστόσο, ακόμη και αυτή η ψυχολογική έρευνα παραμένει μέσα στη φιχτιανή τροχιά. Όπως διαπιστώσαμε στο τρίτο κεφάλαιο, ο Fichte δεν είναι απλώς ένας φιλόσοφος της συνείδησης. Η ανάλυσή του για τον αποφασιστικό ρόλο του πρακτικού Λόγου είναι στην πραγματικότητα μία ανάλυση για ό,τι συμβαίνει πίσω από τη συνείδηση. Κατά την άποψή του, αρχίζουμε να κατανοούμε την απόλυτη βούληση στην κυριολεξία της έννοιας όχι ως γνωρίζοντα όντα αλλά ως αισθαντικά όντα. Η έρευνα του Nietzsche για τα συναισθήματα ή τα πάθη είναι αναμφίβολα πιο συγκεκριμένη και υλιστική απ' ό,τι του Fichte, αλλά ακολουθεί την ίδια κατεύθυνση. Ο Fichte ήταν ένας από τους πρώτους που έστρεψαν την προσοχή τους σε αυτό το προσυνειδητό επίπεδο και το συνταύτισαν με τη βούληση. Η σκέψη του επομένως είναι μία από τις σημαντικότερες, αν και παραγνωρισμένες, πηγές της ψυχολογικής προσέγγισης που μεταγενέστεροι στοχαστές, όπως ο Nietzsche, χρησιμοποίησαν περισσότερο καθαρά και αποτελεσματικά. Ο Nietzsche αναγνώρισε ότι η δική του έννοια της βούλησης οφειλόταν στον Schopenhauer, αλλά δικαίως αισθανόταν ότι αντέστρεψε την έννοια της βούλησης του Schopenhauer. Στα χέρια του η σοπενχαουερική παραίτηση έγινε απόλυτη κατάφαση. Είναι φανερό όμως ότι δεν κατανοούσε τον τρόπο με τον οποίο η δική του αντιστροφή του Schopenhauer ήταν η αντιστροφή της σοπενχάουερικής αντιστροφής του Fichte, πράγμα που τον ανάγκαζε να διαγράψει έναν πλήρη κύκλο και να επιστρέψει στον Fichte. Ο Nietzsche από αυτή την άποψη απλώς αποδέχθηκε τον ισχυρισμό του Schopenhauer ότι είχε επινοήσει αυτή τη φιλοσοφία της βούλησης.

Η οφειλή του Nietzsche στον Fichte γίνεται καταφανέστερη στην όψιμη σκέψη του. Η στροφή του προς μια περισσότερο μεταφυσική ερμηνεία της βούλησης ύστερα από τη "Χαρούμενη επιστήμη" καθιστά ακόμη πιο πρόδηλη τη συνάφεια με τον Fichte. Για τον Fichte και τον Nietzsche η βούληση είναι ένα περίπλοκο φαινόμενο. Όπως το απόλυτο εγώ, η φιχτιανή βούληση διασκορπίζεται μέσα στην πολλαπλότητα των ανθρώπινων όντων (το εμπειρικό εγώ) και στις μεμονωμένες φυσικές οντότητες (το ουκ εγώ) και επιχειρεί συνεχώς να ανασυγκροτήσει τη χαμένη ενότητά της. Επιδιώκει αυτό τον σκοπό μέσω των μεμονωμένων ανθρώπινων όντων, τα οποία βιώνουν αυτή την ενόρμηση ως πόθο για συμφιλίωση που τα ωθεί να ανατρέψουν κάθε εμπόδιο για τη συνένωση με το απόλυτο, να εξαλείψουν κάθε ετερότητα και να κατασκευάσουν ακόμη πιο επιβλητικές έννοιες, εικόνες και μορφές προκειμένου να αφομοιώσουν το άπειρο. Για τον Fichte η βούληση υπ' αυτή την έννοια είναι θετική, δηλαδή καθιδρύει ή θέτει τον εαυτό της σε αντίθεση με το έτερο, με άλλα λόγια ως την αντίθεση του εμπειρικού εγώ και του ουκ εγώ. Επομένως η σύγκρουση και ο αγώνας για κυριαρχία είναι ουσιώδη, και μέσω αυτού του αγώνα η βούληση είναι σε θέση να εξαλείψει την ετερότητα της φύσης και να την αφομοιώσει μέσα στην επεκτεινόμενη σφαίρα του εαυτού. Για τον Nietzsche η διονυσιακή βούληση για δύναμη διασκορπίζεται συνεχώς μέσα στα κέντρα ισχύος τα οποία αγωνίζονται να κυριαρχήσουν και να καθυποτάξουν τον αντίπαλό τους. Αυτός ο αγώνας, ωστόσο, είναι επίσης ο υποσυνείδητος αγώνας της βούλησης για να ανασυγκροτήσει τη χαμένη ενότητά της, για να ανασυγκροτήσει τον Διόνυσο. Όμοια με τη βούληση του Fichte, η βούληση για δύναμη είναι θετική, ή, για να χρησιμοποιήσουμε την ορολογία του Nietzsche, ποιητική: «Ο κόσμος» διατείνεται ο Nietzsche «είναι ένα αυτοδημιούργητο έργο τέχνης». Και αυτή επίσης θέτει ή καθιδρύει τον εαυτό της ή τις μορφές της ύπαρξής της σε αντίθεση με άλλες. Όπως η βούληση για δύναμη, έτσι και ο Διόνυσος ενεργεί μέσω όλων των πραγμάτων προκειμένου να ανασυγκροτήσει τον εαυτό του, κατακτώντας και καθυποτάσσοντας το σύνολο των όντων μέσα σε μια όλο και περιεκτικότερη δομή δύναμης.

Στην οψιμότερη σκέψη του δεν εμφανίζεται στο προσκήνιο το εγώ ή το υποκείμενο, αλλά η φύση κατανοημένη ως η βούληση για δύναμη. Σε αυτή την προοπτική ο Nietzsche μετατοπίζεται από την υποκειμενιστική φιχτιανή αφετηρία του προς την κατεύθυνση της φιλοσοφίας της φύσης του Schelling, που ταυτίζει τη βούληση με το αρχέγονο είναι. Με τη μετατόπιση του απόλυτου στη φύση όμως ο Schelling δεν επιδίωκε να καταργήσει την υποκειμενικότητα. Ο στόχος του ήταν να συλλάβει το απόλυτο εγώ μέσω του ουκ εγώ μάλλον παρά μέσω του εμπειρικού εγώ, δηλαδή μέσω του φυσικού κόσμου. και όχι μέσω του εαυτού. Ήταν μία ακόμη προσπάθεια να αντιμετωπιστούν όλα τα όντα ως η έκφραση της απόλυτης βούλησης. Έτσι, για τον Schelling η φύση ως όλον έλαβε τον χαρακτήρα ενός εαυτού ή θεού. Παρά τις διαφορές του με τον Fichte, η σκέψη του παραμένει στην τροχιά της απόλυτης υποκειμενικότητας.

Ο Nietzsche, όπως ο Fichte, ο Schelling και ο Hegel, συλλαμβάνει το σύνολο των ανθρώπινων και φυσικών όντων ως προβολές ή απορροές της απόλυτης βούλησης. Όπως και εκείνοι, εικάζει ότι οι σχέσεις ανάμεσα σε αυτά τα όντα καθορίζονται από τις αντιθέσεις στο εσωτερικό αυτής της βούλησης και από την αρχέγονη ενόρμηση της βούλησης προς την αυτοσυμφιλίωση, παρ' ότι κατανοεί αυτή τη συμφιλίωση περισσότερο ως αυτοκατάκτηση παρά ως χαρούμενη επανένωση. Στη διάρκεια της μέσης περιόδου του δίνει μεγαλύτερο βάρος στις ατομικές βουλήσεις και στις προσπάθειές τους να προτάξουν μία ολότητα, παρά στις προσπάθειες της βούλησης να ανασυγκροτηθεί μέσω των ατομικών βουλήσεων όμως, αφότου διαμόρφωσε την έννοια της βούλησης για δύναμη και της αιώνιας επανάληψης, επανήλθε σε μια περισσότερο ενιαία αντίληψη. Η επιστροφή του Nietzsche στον Διόνυσο τα τελευταία χρόνια της δημιουργικής ζωής του είναι τουλάχιστον μια ένδειξη ότι και αυτός επίσης συνεχίζει να αντιλαμβάνεται τη βούληση όχι απλώς ως καθολική ουσία αλλά και ως ένα είδος εαυτού ή υποκειμένου. Πράγματι, στην οψιμότερη σκέψη του Nietzsche αυτή η ιδεαλιστική θεώρηση του απόλυτου συνδυάζεται με τη ρομαντική έννοια του Διονύσου εν είδει θεού των θεών ο οποίος δημιουργεί τον κόσμο από τον εαυτό του και συνεχώς τον επανενώνει στον εαυτό του. Όπως είδαμε, ωστόσο, αυτή ακριβώς η ρομαντική θεώρηση του Διονύσου οφειλόταν κυρίως στον Fichte.

Μολονότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες ανάμεσα στον Fichte και στον Nietzsche, καθώς και ανάμεσα στον Nietzsche και στον γερμανικό ιδεαλισμό εν γένει, η βουλησιαρχία του Nietzsche είναι σε τελική ανάλυση πολύ πιο ριζοσπαστική απ' ό,τι στους ιδεαλιστές προκατόχους του, συμπεριλαμβανομένου του Fichte. Αυτό είναι ιδιαίτερα εμφανές στις αντίθετες απόψεις τους για την τελολογία. Ο Fichte, για παράδειγμα, θέτει ως ειδοποιό σκοπό του ανθρώπινου αγώνα την πλήρη συμφιλίωση του εμπειρικού εγώ και του απόλυτου εγώ, η οποία θα επιτευχθεί με την εξάλειψη του ουκ εγώ ή του φυσικού κόσμου. Μολονότι ο Fichte παραδέχεται ότι αυτός ό σκοπός δεν επιτυγχάνεται ποτέ, πιστεύει ότι θα πρέπει να κατευθύνει τον ανθρώπινο αγώνα. Άρα η σκέψη του είναι τουλάχιστον στο πνεύμα τελολογική. Ο Nietzsche, αντιθέτως, είναι πεπεισμένος ότι δεν είναι δυνατόν να γνωρίζουμε κάποιον τέτοιο τελικό σκοπό επειδή δεν υπάρχει τέτοιος σκοπός. Για τον Fichte το απόλυτο καθιδρύει τον εαυτό του άπαξ διά παντός για τον Nietzsche αυτό το «απόλυτο», ως Διόνυσος ή βούληση για δύναμη ή αρχέγονη μουσική, πρέπει συνεχώς να επανακαθιδρύεται, και το κάνει με διαρκώς μεταβαλλόμενες μορφές.

Ο Nietzsche κατανοούσε ότι ένα τέτοιο αδιάλλακτα αντιτελολογικό δόγμα ανάγει τα πάντα στο ανταγωνιστικό χάος του καθαρού γίγνεσθαι. Έτσι, εισήγαγε ένα ισχνό τελολογικό στοιχείο με το δόγμα του για την αιώνια επανάληψη. Καθόσον η αιώνια επανάληψη προσδιορίζει μια οντολογία, ο Nietzsche υπαναχωρεί από την πλήρη απόρριψη της ουσιώδους σχέσης ανάμεσα στην ενότητα και στο είναι. Η αιώνια επανάληψη, ακόμη κι αν την κατανοήσουμε με την πιο ορθόδοξη μεταφυσική έννοια, δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα μεγάλο κύκλο γύρω από το γίγνεσθαι. Ίσως προϋποθέτει μια ολότητα, αλλά δεν προσδιορίζει κάποιο ιδιαίτερο περιεχόμενο ή κάποια ιδιαίτερη τάξη στο εσωτερικό της ολότητας. Επομένως, σε αντίθεση με το απόλυτο εγώ του Fichte, η αιώνια επανάληψη δεν προσδιορίζει κάποια ειδοποιό τάξη ή κάποιον ειδοποιό στόχο, και κατά συνέπεια δεν επιβάλλει κάποιο ηθικό καθήκον ή κάποια ηθική υποχρέωση. Ό,τι συμβαίνει συμβαίνει και συμβαίνει ξανά και ξανά, αέναα. Η προσήκουσα στάση προς την ύπαρξη είναι επομένως είτε παραίτηση είτε κατάφαση, η απόρριψη της ύπαρξης ή amor fati. Ο Schopenhauer επέλεξε την πρώτη ο Nietzsche, για λόγους που πραγματευτήκαμε, τη δεύτερη. Πίστευε ότι αυτή είναι η υπέρτατη διονυσιακή στάση προς τη ζωή.

Η αντιτελολογική στάση του Nietzsche είναι επακόλουθο του ισχυρισμού του για τον αισθητικό χαρακτήρα της ύπαρξης. Η θεμελιώδης αρχή του είναι ένας κοσμικός καλλιτέχνης. Για τον Nietzsche το είναι σημαίνει δύναμη ή ενέργεια, επειδή είναι το προϊόν της ποίησης. Ως ένα αυτογεννώμενο έργο τέχνης, η φύση είναι καλλιτεχνική βούληση η οποία συνεχώς αλλά ανεπιτυχώς επιχειρεί να αναπαραστήσει την απειρότητά της με πεπερασμένες μορφές. Μολονότι αυτή η σύλληψη της απόλυτης βούλησης ως κατασκευαστή μάλλον παρά ως ειδήμονα, ως ποιητή παρά ως φιλοσόφου, θυμίζει έντονα τον γερμανικό ιδεαλισμό, στην πραγματικότητα απέχει παρασάγγας ακόμη και από τις ριζοσπαστικότερες μορφές του ιδεαλισμού που επιβεβαιώνουν τη δύναμη και το εύρος της βούλησης. Εδώ ο Nietzsche προσεγγίζει τον Schopenhauer και τους ρομαντικούς. Για τον Nietzsche, όπως και για τον Schopenhauer, η βούληση μπορεί να κάνει τα πάντα. Αντιθέτως, ακόμη και ο Fichte, ο οποίος παραχώρησε στο απόλυτο ένα ευρύ πεδίο δράσης σε σχέση με τους συγχρόνους του, πίστευε ότι η αυτοπαραγωγή του απόλυτου σε μεγάλο βαθμό περιοριζόταν από τους δικούς του προηγούμενους προσδιορισμούς. Δημιούργησε τον κόσμο από τον εαυτό του μέσω μιας αυτοάρνησης και περιοριζόταν στην περαιτέρω δημιουργική δραστηριότητά του από τη δομή του κόσμου τον οποίο δημιούργησε. Η δραστηριότητά του δεν αποβλέπει στην καταστροφή του κόσμου και στη δημιουργία του εξ υπαρχής, αλλά στην τροποποίηση του κόσμου που ήδη εγκαθίδρυσε. Κάθε μεταβολή, σύμφωνα με τον ιδεαλισμό, είναι το αποτέλεσμα μιας προσδιορισμένης μάλλον παρά μιας απόλυτης άρνησης, και κατά συνέπεια ακολουθεί μια διαλεκτική πορεία. Ο Nietzsche, αντιθέτως, φαντάζεται ότι η διονυσιακή βούληση είναι απολύτως ελεύθερη και δεν δεσμεύεται από προγενέστερες ενέργειές της. Η μεταβολή δεν είναι το αποτέλεσμα κάποιας προσδιορισμένης άρνησης αλλά της απόλυτης άρνησης. Η βούληση ισοπεδώνει το έδαφος προκειμένου να ανοιχτεί χώρος για την αυθόρμητη γένεση μιας ριζικά νέας δυνατότητας. Για τον Nietzsche ο μηδενισμός είναι τέτοιου είδους μια ισοπέδωση, και άρα αναγγέλλει μια νέα αυγή. Η κατεύθυνση του Nietzsche σε αυτή την προοπτική αντιστοιχεί με εκείνη των Μπαζάροφ, Bakunin και Nechaev.

Ο Nietzsche, ωστόσο, είναι ακόμη πιο ριζοσπάστης από ό,τι οι Ρώσοι προκάτοχοί του. Η μεταστροφή του από τη λογική και τη διαλεκτική στη μουσική τον ωθεί να τους ξεπεράσει. Μολονότι υιοθετεί τον γενικό στόχο της συμφιλίωσης που χαρακτήριζε τον γερμανικό ιδεαλισμό και τους απογόνους του τον δέκατο ένατο αιώνα, δεν μπορεί να αποφανθεί πως κάποια συγκεκριμένη μορφή συμφιλίωσης είναι ανώτερη από οποιαδήποτε άλλη. Δεν υπάρχει ένας σκοπός ή μια πορεία προς αυτό τον σκοπό, επειδή ο σκοπός δεν είναι η αλήθεια αλλά το ωραίο, και υπάρχουν πολλές μορφές ωραίου και πολλοί διαφορετικοί τρόποι για να κατασκευαστεί το ωραίο. Με τα λόγια του Ζαρατούστρα: «Υπάρχουν ακόμη πολλά σπίτια για να οικοδομηθούν». Υπάρχουν πολλές διαφορετικές μελωδίες που εναρμονίζουν τις αντιφάσεις. Μολονότι η βούληση δεν παύει να αγωνίζεται για μια μουσική συμφιλίωση, αγωνίζεται προς πολλές διαφορετικές κατευθύνσεις. Μολονότι καθοδηγείται από την ενύπαρκτη τάξη της μουσικής, επιδιώκει μόνο στιγμιαίες φαντασιώσεις και όχι τελικούς σκοπούς. Επειδή δεν έχει πραγματικό σκοπό, δεν έχει επίσης πραγματικό έργο. Στην κοσμική της δραστηριότητα είναι παιχνίδι, ένα «παγκόσμιο παιχνίδι». Μέσω της τέχνης και της καλλιτεχνικής μεγαλοφυΐας ο άνθρωπος είναι δυνατόν να συμμετέχει σε αυτό το παιχνίδι, όχι απλώς ως πιόνι στη σκακιέρα, αλλά ως παίκτης, και μπορεί να απολαμβάνει το παιχνίδι ακόμη και όταν ο ίδιος και τα πιόνια του εκμηδενίζονται.

Αυτό το στοιχείο της σκέψης του Nietzsche έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στο μεταμοντέρνο εγχείρημα. Για τον Deleuze και άλλους αυτό ακριβώς το στοιχείο διαχωρίζει τον Nietzsche από το σύνολο της φιλοσοφικής παράδοσης που έχει για τελευταίο καταφύγιό της την εγελιανή διαλεκτική. Είναι επίσης βασικό στοιχείο στις προσπάθειές τους να κατασκευάσουν ένα μεταμοντέρνο τρόπο σκέψης που θα είναι απαλλαγμένος από το περιοριστικό εννοιολογικό πλέγμα της παραδοσιακής φιλοσοφικής σκέψης. Παρ' ότι η έννοια της βούλησης ως ιδιότροπης δραστηριότητας βρίσκεται σε αντίθεση με την τελολογία του γερμανικού ιδεαλισμού, δεν θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι πρόκειται για μια ριζικά νέα ιδέα. Στην πραγματικότητα, αυτή η ιδιότροπη υπερορθολογική βούληση, όπως είδαμε, ενυπήρχε στη νομιναλιστική αντίληψη περί Θεού. Ο Θεός ήταν ο υπερορθολογικός δημιουργός του κόσμου, πέραν κάθε τελολογίας και πέραν του καλού και του κακού. Το δημιούργημά του, επίσης, ήταν κάποιο είδος θεϊκού παιχνιδιού, ενός παιχνιδιού αδιαφορίας. Η απόρριψη της τελολογίας από τον Nietzsche τον απομακρύνει από τη μοντέρνα φιλοσοφία, αλλά μόνο επειδή αυτή η απόρριψη εδράζεται σε προμοντέρνες προκείμενες. Ακόμη και στην πιο ριζοσπαστική του ενσάρκωση ως το παγκόσμιο παιχνίδι ή η καθαρή μουσική, ο Διόνυσος παραμένει στο πλαίσιο της φιλοσοφίας της βούλησης που έχει τις καταβολές της στον παντοδύναμο Θεό του νομιναλισμού.

Η φιλοσοφική διαμάχη που μαίνεται στις μέρες μας σχετικά με το έργο του Nietzsche περιστρέφεται γύρω από τη συνάφεια της σκέψης του με τη νεοτερικότητα και με το κύριο στοιχείο της μοντέρνας σκέψης, την υποκειμενικότητα. Ο Heidegger, όπως είδαμε, προσπάθησε να υποστηρίξει ότι ο Nietzsche παραμένει προσδεδεμένος στη μεταφυσική, ενώ οι μεταμοντέρνοι στοχαστές στηρίχθηκαν στον Nietzsche για να εξαλείψουν το υποκείμενο. Ο Διόνυσος του Nietzsche, εν τούτοις, είναι συνάμα μοντέρνος και μεταμοντέρνος, καρτεσιανός και μετακαρτεσιανός. Ο Διόνυσος έχει ως αφετηρία τη σφαίρα της υποκειμενικότητας που ο Descartes καθίδρυσε ως εστία του μοντέρνου ανθρώπου, αλλά συγχρόνως την ξεπερνά. Το μεταμοντέρνο στοιχείο στη σκέψη του Nietzsche είναι από πολλές απόψεις ακούσια προμοντέρνο, εφ' όσον απορρέει από τη νομιναλιστική έννοια της βούλησης. Ο Διόνυσος υπ' αυτή την έννοια δεν είναι ένας νέος Θεός ο οποίος εμφανίζεται για να αντικαταστήσει τον παλαιό Θεό που πέθανε, αλλά ο παλαιός Θεός ο οποίος παρουσιάζεται με νέο προσωπείο. Για τον Nietzsche ο Διόνυσος ήταν η απάντηση στον μηδενισμό, τον οποίο θεωρούσε ως την τελευταία μορφή του χριστιανισμού. Είδαμε ότι ο Nietzsche έσφαλλε όσον αφορά την προέλευση του μηδενισμού και εδώ διαπιστώνουμε ότι έσφαλλε εξ ίσου όσον αφορά τη λύση που έδωσε, διότι ο Διόνυσός του δεν είναι ο μέγας ανταγωνιστής του χριστιανικού Θεού αλλά μόνο η πιο πρόσφατη ενσάρκωσή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: